Πήγα για 48 ώρες στην Ίο και γύρισα κάποια άλλη
- 30 ΜΑΙ 2016
Οι διακοπές συνήθως σε ανανεώνουν, σου χαρίζουν στιγμές μαγικές για να τις σκέφτεσαι όταν είσαι στο γραφείο και να ξεφεύγεις, σε ξεκουράζουν και γεμίζουν το άλμπουμ του κινητού σου με υλικό για να ποστάρεις σε βάθος χρόνου στο Instagram.
Για μένα λοιπόν, ένα 48ωρο στην Ίο, ήταν όλα αυτά, αλλά και κάτι ακόμα. Επιστρέφοντας στην Αθήνα γεμάτη μπαταρίες, δεν είχα προσέξει μια αλλαγή που είχε συντελεστεί κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου που έλειπα από το σπίτι μου. Ήταν λοιπόν κάτι που με σχεδόν ιατρική ακρίβεια περιγράφεται με τις λέξεις “post-Liostasi syndrome”. Θα εξηγήσω ακολούθως (με τη συνοδεία αποδεικτικών στοιχείων) γιατί είναι πολύ εύκολο να προσβληθεί οποιοσδήποτε. Δυστυχώς, ό,τι συνέβη στην Ίο, δεν έμεινε στην Ίο.
Τα συμπτώματα
Μπήκα στο σπίτι με επιτακτική την ανάγκη να κάνω μπάνιο μετά τις ώρες που ήμουν στο πλοίο. Η έκπληξή μου όταν είδα ότι η μπανιέρα βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο με τον νιπτήρα και τη λεκάνη δεν περιγράφεται. Κοίταξα με απόγνωση τη μαμά μου, αλλά δυστυχώς δεν είχε καμία δικαιολογία πρόχειρη για να μου εξηγήσει πως το δωμάτιο ντουζιέρα που είχα στο Liostasi, δεν είναι κάτι που έχουν όλοι οι άνθρωποι στα σπίτια τους.
Ο εφιάλτης συνεχίστηκε όταν αναρωτήθηκα αν υπάρχει κάτι να φάω. “Έχουμε μακαρόνια με κιμά άμα θες”. Για να ακολουθήσει η λογικότατη απάντηση “Πώς τολμάς; Πλέον μπορώ να φάω από κουνέλι τσιγαριαστό με σκοτύρι, μαύρη τρούφα και φαγόπυρο και πάνω. Έτσι με έμαθε ο Φάνης Μαϊκάντης, σεφ του Grandma’s Restaurant“. Χλεύη και χάχανα στο Παλιουρέικο που δεν είχε ούτε καν ένα wine list για να συνοδεύσω το φαγητό μου.
Το πολιτισμικό σοκ Liostasi – Περιστέρι συνεχιζόταν χωρίς προηγούμενο. Ζούσα ξεκάθαρα σε μια παράλληλη πραγματικότητα στην Ίο και ο εφιάλτης δεν έλεγε να τελειώσει. Το στρώμα του κρεβατιού μου ήταν σκληρό, καμία σχέση με αυτό του δωματίου νούμερο 52.
Κανένα welcome drink από την οικογένεια Παλιούρα για να με προϋπαντήσουν και φυσικά το πρωινό ήταν ένα απλό ταπεινό τοστάκι, ενώ Σάββατο και Κυριακή διάλεγα ανάμεσα σε άπειρες σπιτικές μαρμελάδες, εξίσου πολλά είδη μελιού, φυστικοβούτυρο, μερέντα, σπιτικά, παραδοσιακά γλυκάκια και πιτάκια από την κυρία Δέσποινα, αλλά και energy drinks με φρούτα και λαχανικά. Για να μην σχολιάσω το δράμα που ακολούθησε την υπογλυκαιμία μου στο Περιστέρι, όταν συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε πανακότα με Νιώτικη γύρη και κηρήθρα.
Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν συνειδητοποίησα ότι τη διακόσμηση του δικού μας σπιτιού δεν είχε επιμεληθεί ο Αντώνης Καλογρίδης. Η αλήθεια είναι πως άπαξ και το μάτι συνηθίσει να βλέπει λευκό, ξύλο, πέτρα και έργα τέχνης, είναι δύσκολο να προσαρμοστεί στη νέα τάξη πραγμάτων ενός basic διαμερίσματος – το οποίο δεν είχε καν μια φουσκωτή πισίνα να δροσιστώ. Τίποτα δε συγκρίνεται με την ιδιωτική πισίνα στην οποία σε οδηγεί ένας διάδρομος από ροζ βουκαμβίλιες.
Για να μην περάσω στο κομμάτι επιστροφή στην καθημερινότητα και στο γραφείο. Η ξαπλώστρα στην πισίνα και η θέα του Αιγαίου αντικαταστάθηκε με δυο οθόνες, ένα πληκτρολόγιο, ένα ποντίκι κι ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου που γράφει “Summer” για να παίζει με τον πόνο μου. Όλα μοιάζουν τραγικά ζώντας με το “post-Liostasi syndrome” και τα πάντα φωνάζουν “τι δουλειά έχεις εδώ; Εσύ έπρεπε να βρίσκεσαι στην Ίο να πίνεις cocktails από τους εξαιρετικούς barmen, να σε σερβίρουν και να σε φροντίζουν σαν να είσαι σόι τους και να νιώθεις σαν στο σπίτι σου παρόλο που απολαμβάνεις την πολυτέλεια ενός 5άστερου ξενοδοχείου“. Η ζωή μοιάζει ακόμα πιο άδικη μετά το διήμερο διάλειμμα της Ίου και το παραμιλητό στον εαυτό μου δεν έχει τέλος.
Το μικρόβιο
Φτάνοντας βέβαια στο νησί, ο στόχος μας ήταν ένα οδοιπορικό στην διαφορετική του πλευρά. Να ξεχάσουμε την Ίο των τουριστών και του slammer (πίνεις σφηνάκι, φοράς κράνος, και σου ρίχνουν στο κεφάλι με ρόπαλα) και να δοκιμάσουμε κάτι πιο της ηλικίας και των αναγκών μας. Θέλαμε να πιούμε ποτό στο “Πάθος”, να φάμε κρέας στο “Βιλαέτι”, να επισκεφθούμε το “Τυροκομείο”, να κολυμπήσουμε στο Μαγγανάρι. Υπήρχε δηλαδή φουλ πρόγραμμα και προτάσεις από το Destsetters που φρόντισε για τη διαμονή και τη φιλοξενία μας, αλλά δυστυχώς ο καιρός δε βοήθησε. Αυτό μας “ανάγκασε” να μείνουμε στο ξενοδοχείο και τις εγκαταστάσεις του για περισσότερες ώρες απ’ όσο είχαμε υπολογίσει.
Όταν λοιπόν βρίσκεσαι σε ένα περιβάλλον που τίποτα δε θυμίζει το σπίτι σου, αλλά όλοι σου συμπεριφέρονται και σε φροντίζουν εξίσου οικογενειακά με το πατρικό σου, είναι λογικό να υπάρξει μια εγκεφαλική σύγχυση. Και μάλιστα χωρίς να χρειαστεί να καταναλώσω ούτε ένα ποτηράκι “Ονειροπαγίδα”. Το “πρόβλημα” ήταν ότι όλα μπορεί να τα δεχτεί ο νους μου, αλλά το πώς ένα τέτοιο luxury ξενοδοχείο, ήταν ταυτόχρονα τόσο ζεστό και φιλόξενο, δεν ήταν κάτι που είχα ξανασυναντήσει.
Η θεραπεία
Προκειμένου λοιπόν να μην αποτρελαθώ και να μπορέσω να συνεχίσω την μάταιη ζωή μου, χωρίς την Pina Colada του Στέργιου για τις δύσκολες στιγμές, αλλά κι ούτε ένα αποδομημένο ραβανί από τα χέρια του Φάνη, ή έστω ένα sorbet καρπουζιού με χιόνι μυζήθρας, καραμέλα ελαιόλαδου, ανθό αλατιού, δυόσμο και καρύδι αποφάσισα να ακολουθήσω μια αυτοσχέδια θεραπεία. Καταρχήν να γράψω για την εμπειρία μου αυτή, αφού κι αυτό είναι μια μορφή ψυχοθεραπείας, αλλά και να χρησιμοποιώ τις φωτογραφίες που τραβήξαμε σαν αναμνηστικό, ώστε να ανανεώσω το ραντεβού μου για ένα από τα προσεχή Σαββατοκύριακα. Θα είμαι και πιο προετοιμασμένη να αφεθώ στην φιλοξενία του προσωπικού και πιο έτοιμη να παραγγείλω γεύσεις που πλέον γνωρίζω – μάλλον. (Το μενού έχει επιμεληθεί ο Γιώργος Χατζηγιαννάκης, ενώ τη λίστα των cocktails, ο Αχιλλέας Καραουλάνης)
Δεν ξέρω ποιου τύπου διακοπές είναι του γούστου σου, αλλά στο Liostasi Hotel & Suites υπόσχονται να τις κάνουν πραγματικότητα. Κι αν δεν το πιστεύεις, νομίζω τα λένε όλα οι φωτογραφίες. Εύχομαι να αρρωστήσεις κι εσύ. Τα λέμε στην πισίνα (η οποία το βράδυ είναι κάπως έτσι – μαγεία).
ΥΓ. Έριξα μια ματιά και στις νέες σουίτες που έχουν prive πισίνα και λουτρό στη μέση του δωματίου. Ονειρεμένο.