Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: Η πρώτη Ελληνίδα στιχουργός
- 9 ΔΕΚ 2019
H Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν η πρώτη, Ελληνίδα γυναίκα στιχουργός. «Το τελευταίο βράδυ μου», «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά», «Πετραδάκι», «Απ΄ τα ψηλά στα χαμηλά», «Περασμένες μου αγάπες», «Συρματοπλέγματα», «Όνειρο απατηλό» είναι μόνο μερικά από τα εκατοντάδες κομμάτια της που μέχρι σήμερα ακούγονται και τραγουδιούνται και όμως λίγοι γνωρίζουν ότι είναι δικά της.
Παρόλο που ήταν γνωστή στους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής της, δεν έγινε ποτέ γνωστή στο ευρύ κοινό για το έργο της όσο ζούσε.
Η ζωή της άρχισε πριν λίγα χρόνια να κινεί το ενδιαφέρον χάρη στο βιβλίο, που εξέδωσε η εγγονή της, Ρέα Μανέλη «Η γιαγιά μου η Ευτυχία». Αυτό πυροδότησε το ανέβασμα της επιτυχημένης, θεατρικής παράστασης ‘Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου’ του Πέτρου Ζούλια, με πρωταγωνίστρια τη Νένα Μεντή. Στη συνέχεια και ο Γιώργος Μουαΐμης ανέβασε στην Κύπρο παράσταση για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου με πρωταγωνίστρια την Αννίτα Σαντοριναίου, και αυτή με επιτυχία.
Και πάλι όμως, ο περισσότερος κόσμος συνέχισε να μην ξέρει το όνομα της Ευτυχίας, ώσπου ήρθε η ταινία του Άγγελου Φραντζή. H ιστορία της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου θα κυκλοφορήσει στις 19 Νοεμβρίου στη μεγάλη οθόνη. Το σενάριο υπογράφει η Κατερίνα Μπέη και πρωταγωνιστούν η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και η Κάτια Γκουλιώνη ενσαρκώνοντας τη στιχουργό σε μεγαλύτερη και μικρότερη ηλικία αντίστοιχα.
Η ζωή της πριν τη στιχουργική
Η Ευτυχία Χατζηγεωργίου-Οικονόμου γεννήθηκε το 1893 στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας σε μία ευκατάστατη οικογένεια. Στα 17 της παντρεύτηκε με προξενιό τον Κωστή Νικολαΐδη, έναν πολύ μεγαλύτερό της, πλούσιο έμπορο. Μαζί έκαναν δύο κόρες, τη Μαίρη και την Καίτη.
Το 1919 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Αϊδίνι εξαιτίας των διωγμών από τους Τούρκους μαζί με τη μητέρα της και τις κόρες της. Παρόλο που είχαν σκοπό να βρουν τον σύζυγό της στη Σμύρνη, εγκλωβίστηκαν στην Αττάλεια. Τότε ήταν η πρώτη φορά η Ευτυχία αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα και για να τα βγάλει πέρα, άρχισε να ρίχνει τα χαρτιά σε κυρίες της περιοχής.
Το 1922 όμως, με τη Μικρασιατική Καταστροφή, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά τον τόπο της για να έρθει στην Ελλάδα. Όπως εξομολογήθηκε χρόνια μετά ο εγγονός της, Αλέξης Πολυζωγόπουλος, ποτέ δεν ένιωσε την Ελλάδα πατρίδα της, και πάντα νοσταλγούσε τη Μικρά Ασία.
Στον Πειραιά ξανάσμιξε με τον άντρα της και εγκαταστάθηκαν στο Χαλάνδρι. Κάποια τυχαία περιστατικά σε συνδυασμό με τη γνωριμία της με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, αλλά και με τον θιασάρχη Νίκο Αλεξίου, την οδήγησαν στο να γίνει ηθoποιός.
Συμμετείχε σε πολλές θεατρικές παραστάσεις. Από το Εθνικό Θέατρο μέχρι και τα περιπλανώμενα μπουλούκια. Αυτή η νέα της ζωή προκάλεσε ρήξη στον γάμο της και οδήγησε στον χωρισμό. Ενώ ήταν πρακτικά χωρισμένοι, ο σύζυγός της δεν ήθελε να της δώσει διαζύγιο.
Έτσι, όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε τον απόστρατο αξιωματικό, Γιώργο Παπαγιαννόπουλο, στα τέλη της δεκαετίας του ’20, δεν μπορούσαν να παντρευτούν αμέσως. Το 1932 ο Κωστής Νικολαΐδης έφυγε από τη ζωή. Την ίδια χρονιά η Ευτυχία και ο Γιώργος παντρεύτηκαν.
Από την ποίηση στη στιχουργική
Η Ευτυχία έγραφε από πάντα ποίηση. Η πορεία της όμως στη στιχουργική ξεκινάει το 1948, στα 55 της χρόνια. Καταλύτης σε αυτό αποτέλεσε η γνωριμία της με τη Μαρίκα Νίνου και μέσω εκείνης με τον Βασίλη Τσιτσάνη.
Ο Τσιτσάνης την έμαθε πώς να μετατρέπει ένα ποίημα σε τραγούδι, διδάσκοντάς της πώς γίνονται τα ρεφρέν, επαναλαμβάνοντας τον στίχο. Η συνεργασία τους αρχικά ήταν μυστική. Ο μυστικός στιχουργός δεν ήταν κάτι περίεργο για την εποχή. Φτάνει μόνο να θυμηθούμε και την ταινία της Αλίκης Βουγιουκλάκη, ‘Το πιο λαμπρό αστέρι’, όπου ο κουλτουριάρης Παπαμιχαήλ γράφει στα κρυφά λαϊκά τραγούδια για την Αλίκη.
Και η ίδια η Ευτυχία δεν καταλάβαινε το μεγαλείο που κρυβόταν στους στίχους της. Προτιμούσε να παραχωρεί τα τραγούδια της χωρίς πνευματικά δικαιώματα και χωρίς ποσοστά, και να παίρνει τα χρήματα στο χέρι, για να τα «επενδύει» στο μεγάλο πάθος της, τη χαρτοπαιξία.
Έγραφε στίχους από δω και από εκεί και το σπίτι της ήταν γεμάτο με τσαλακωμένα χαρτάκια, τα οποία ενίοτε τα χρησιμοποιούσε, για να ανάψει τσιγάρο, αδιαφορώντας για το στιχάκι που κρυβόταν μέσα. Η φήμη της όμως άρχισε να εξαπλώνεται στην πιάτσα των μουσικών και να γίνεται γνωστή ως η «γριά», που γράφει στίχους. Έτσι άρχισαν να τη ζητάνε και άλλοι γνωστοί μουσικοσυνθέτες.
Συνεργάστηκε με τον Μανώλη Χιώτη, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Αντώνη Ρεπάνη, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Απόστολο Καλδάρα. Χάρη στον Καλδάρα μάλιστα άρχισε να υπογράφει τα δικαιώματα των τραγουδιών της, όταν ο ίδιος αρνιόταν να της δίνει λεφτά στο χέρι και επέμενε για το καλό της να την πληρώνει με ποσοστά.
Όταν σιγά σιγά η Ευτυχία άρχισε να διεκδικεί την πατρότητα των τραγουδιών της, προκλήθηκε μεγάλη ρήξη στη σχέση της με τον Τσιτσάνη. Πολλά από τα τραγούδια τα είχαν γράψει μαζί ή εκείνος επενέβαινε στους στίχους της, όταν του παρέδιδε το τραγούδι. Έτσι δεν μπορούσαν να αποδείξουν ποιος έγραψε το κάθε μέρος του τραγουδιού. Ένα από τα μεγαλύτερα debate τους ήταν για το ποιος έγραψε τα «Καβουράκια».
Οι στίχοι και η πόκα
Πάντα αγαπούσε τη χαρτοπαιξία και ιδιαίτερα την πόκα, που εκείνη την εποχή έπαιζαν μόνο οι άντρες. Κάθε βράδυ το έσκαγε, για να πάει να παίξει.
Όταν ο σύζυγός της το κατάλαβε, άρχισε να την κλειδώνει μέσα. Εκείνη όμως συνέχισε να το σκάει χρησιμοποιώντας μία σκάλα, για να κατέβει από το παράθυρο. Το 1956 ο Γιώργος Παπαγιαννόπουλος έφυγε από τη ζωή και το 1960 έχασε και την κόρη της.
Η πολυαγαπημένη της Μαίρη αρρώστησε και μέσα σε είκοσι μέρες πέθανε. Ο χαμός της την έκανε να καταρρεύσει και να εθιστεί ακόμη περισσότερο στα χαρτιά. Οι στίχοι ήταν το διαβατήριο για να εξασφαλίζει χρήματα, τα οποία στη συνέχεια έπαιζε στα χαρτιά. Δεν είχε λόγο να σταματήσει το μόνο πράγμα, που της έδινε ζωή, κι ας της στερούσε την πιθανότητα να αφήσει πίσω της έστω και μία υποτυπώδη περιουσία.
Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ’ τα πολλά στα λίγα
Αχ πώς κατάντησα στη ζωή
κι από το πρώτο το σκαλί
στο τελευταίο πήγα
Μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου
Σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου
(από το τραγούδι της «Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά», που ερμήνευσε Στέλιος Καζαντζίδης)
Τον τελευταίο χρόνο της ζωής της υπέφερε από την καρδιά της και τον πέρασε κατάκοιτη. Στις 7 Ιανουαρίου του 1972 σε ηλικία 80 χρονών άφησε την τελευταία της πνοή στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο.