LIFE

Πώς είναι να κερδίζεις 75.000 ευρώ σε τηλεπαιχνίδι

Δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα, μίας καθημερινής μέρας μέσα στις αρχές της άνοιξης του 2007, και ένα ασημένιο κουβαδάκι μάρκας Smart, που το οδηγεί μία μαυροφορεμένη κοκκινομάλλα με έντονο κόκκινο κραγιόν και κοκάλινα γυαλιά μυωπίας σε σχήμα πεταλούδας, κατεβαίνει την άδεια Μεσογείων με πατημένα τα 120. Καθώς τρέχει σκορπίζει στον αέρα τους στίχους του Mika.

Relax, take it easy, for there is nothing that we can do

Στα φανάρια αμέσως μετά τη γέφυρα στην Κατεχάκη, σταματά δίπλα του ένα μαύρο μικρό αυτοκίνητο με μέσα δύο κορίτσια. Τα παράθυρα κατεβαίνουν και από τα δύο οχήματα και μία συγχρονισμένη τσιρίδα βγαίνει από τα χείλη των τριών κοριτσιών. Το πράσινο ανάβει, πατάνε το γκάζι και αρχίζουν και τρέχουν ξανά. Το ένα δίπλα στο άλλο αυτή τη φορά. Κορνάρουν μεταξύ τους, τραγουδάνε, βγάζουν χέρια έξω. Μοιάζει σαν γυρνάνε κάποια teen movie, όπου η πλοκή ξεδιπλώνεται κατά τη διάρκεια ενός spring break.

Στο μαύρο αυτοκίνητο οι αδερφές μου. Στον ασημένιο κουβά εγώ. Έχω μόλις κερδίσει εβδομήντα πέντε χιλιάδες ευρώ.

Δύο ώρες νωρίτερα οι παλάμες μου ήταν ιδρωμένες, μέσα στο στομάχι μου πετούσαν πεταλούδες, απέναντί μου ήταν μία κοπέλα που κρατούσε μία βαλίτσα, μπροστά μου είχα μία με τον αριθμό 9 και δίπλα μου ο Χρήστος Φερεντίνος. Με τηλεοπτική υπομονή περίμενε να ακούσει την απάντηση που θα έδινα στον τραπεζίτη. Θα δεχόμουν την προσφορά του να αφήσω τη βαλίτσα μου για 75.000 ευρώ; Κοιτούσα την Μαίρη και την Αλεξία. Κοιτούσα τον κοινό, που κοιτούσε εμένα. Τα φώτα από τους προβολείς ένιωθα ότι με τυφλώνουν. Μέσα στο μυαλό μου στριφογύριζαν τα παιδικά μου χρόνια. Η γιαγιά μου, ο παππούς μου, τα καλοκαίρια στο Πόρτο Ράφτη, τα μήλα που έπαιζα μαζί με τον Κώστα, την Κατερίνα, την Ελένη, τον Στέλιο και τη Ματίνα, το κρυφτό και το κυνηγητό στους δρόμους της γειτονιάς. Και μετά σκέφτηκα ταξίδι στην Ινδία, ένα μεγάλο πάρτι στο σπίτι όπου έμενα τώρα και μερικά ακόμα ταξίδια. Αυτή τη φορά στην Καλιφόρνια, στην Κούβα, στον Βόρειο Πόλο. Στο χέρι μου κρατούσα μία μεζούρα. Ήταν η μεζούρα αυτή με την οποία είχα “απειλήσει” τον τραπεζίτη ότι θα ανέβαινα να του μετρήσω τα “προσόντα” αν δεν ήταν καλός μαζί μου. Την αφήνω να πέσει και φωνάζω: “Τα δέχομαι”.

 

“Είσαι σίγουρη”, μου λέει ο Φερεντίνος.

“Είμαι”, του απαντάω.

Η βαλίτσα μου είχε μέσα 100.000. Το κοινό δείχνει απογοητευμένο. Εγώ πάλι νιώθω τη φλέβα αυτή που πετάει στο κούτελό μου κάθε φορά που χαίρομαι να κοντεύει να εκραγεί. Μ@#%$& ΜΟΥ ΜΟΛΙΣ ΚΕΡΔΙΣΑ 75.000 ΕΥΡΩ. Άρχισα να τσιρίζω. Ε και από εκείνη την ώρα το megahit του Mika πρέπει να το άκουσα τουλάχιστον τόσες φορές όσες το είχαν παίξει όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της Ελλάδας και της Μεγάλης Βρετανίας μαζί.Τις επόμενες μέρες όλοι είχαν και από ένα πλάνο να μου προτείνουν: Να τα επενδύσω. Να τα κλείσω στην τράπεζα και να παίρνω τους τόκους. Να αγοράσω ένα σπιτάκι. Να τα κρατήσω στην άκρη για την οικογένεια (την ποια;) που θα έκανα (εεεεε χχχχμμμμ πότε ακριβώς;).

Εγώ πάλι είχα μία άλλη ιδέα: να τα στείλω από εκεί που ήρθαν. Στο σύμπαν.

Τα λεφτά είναι για να περνάμε καλά. Όσα περισσότερα δίνεις, τόσα περισσότερα σου έρχονται. Δίνεις στην οικογένεια για να τους ευχαριστήσεις, αλλά τα υπόλοιπα οφείλεται να φαγωθούν σαν μία λαχταριστή πίτσα μαργαρίτα με μπόλικη παρμεζάνα.

Έτσι και έγινε. Τα χρήματα πήγαν σε ταξίδια στην Βαρκελώνη και στο Λονδίνο, σε ρούχα, σε έπιπλα, σε διακοπές στη Μύκονο όπου το δωμάτιο του ξενοδοχείου κόστιζε 500 ευρώ την ημέρα, σε τιπς στους σερβιτόρους που μας σέρβιραν στην παραλία (το είχαμε κάνει μάλιστα και παιχνίδι για το ποιος θα δώσει τα περισσότερα), σε πάρτι, σε ωραίο φαγητό και σε ψυχική ανάταση μετά από έναν επίπονο χωρισμό. Κάθε δάκρυ για τον “συχωρεμένο” μου κόστιζε και 1000 με 1500 ευρώ ανάλογα το πόσο έκανε η τσάντα ή το φόρεμα Marc Jacobs που είχα δει εκείνη τη στιγμή.

Αν κέρδιζα σήμερα αυτά τα λεφτά τι θα τα έκανα; Και πάλι θα τα χαλούσα. Αλλά αυτή τη φορά αυτό το ταξίδι στην Ινδία (χωρίς επιστροφή) θα το έκανα το άτιμο.

 

 

Exit mobile version