#ΤΟΖΗΣΑΜΕ

Στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού πήρα το Τάιμ Άουτ που χρειαζόμουν

Μιχάλης Αρχοντίδης

«Το κλειδί είναι πάνω στο πορτάκι. Αφήνετε τα προσωπικά σας αντικείμενα και το κινητό σας στο ντουλάπι. Παίρνετε μαζί το κλειδί και περνάτε τον έλεγχο», μας εξηγεί ο φύλακας στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού. Η καγκελόπορτα ανοίγει με ένα κουμπί, ενώ ακούγεται κάτι σαν τον ήχο του κουδουνιού όταν έχεις ανοίξει την εξώπορτα στους φίλους που ήρθαν σπίτι σου για κρασί. Πλακόστρωτα δρομάκια σε έναν κήπο περιφραγμένο, μας οδηγούσαν στο κυρίως κτίριο του ΨΚΚ, ενώ το συρματόπλεγμα μάς χώριζε από πολύχρωμα, ακανθώδη τριαντάφυλλα. Εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό Σαββάτου είχε πολλά γνώριμα συστατικά και λεπτομέρειες, αλλά όλα μαζί συνέθεταν τελικά ένα πρωτόγνωρο παζλ.

Ανεβαίνοντας στον δεύτερο όροφο παρατηρώ όλες τις πόρτες σε κελιά και αίθουσες – δεν είναι κανονικές, αλλά αποτελούνται από κάγκελα, που όμως έχουν βαφτεί με χρώμα: πράσινες, μωβ, κίτρινες – όλες τους έχουν μια νότα, που φαντάζει απόλυτα ξένη στο περιβάλλον των φυλακών Κορυδαλλού και χωρίζει τους κρατούμενους από μια πιο ελεύθερη βόλτα στους διαδρόμους. «Αναψυκτικό, γλυκό, νεράκι;», μας προσέφεραν λίγο πριν μπούμε στην αίθουσα που θα παρακολουθούσαμε την παράσταση Τάιμ Άουτ. Πρόκειται για την 3η δουλειά του ΕΠΑΚ (Εργαστήρι Προσωπικής Ανάπτυξης Κρατουμένων) που παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία του υπεύθυνου του εργαστηρίου, Στάθη Γράψα, σε συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο.

Η ομάδα του ΨΚΚ δουλεύει για 18-20 μήνες και όταν όλα τα μέλη νιώθουν έτοιμα να ανέβουν στη σκηνή – κάποιοι και για πρώτη φορά στη ζωή τους – προτείνουν ένα καινούργιο έργο το οποίο δημιουργείται πάντα από τα μέλη της ομάδας. Το Τάιμ Άουτ λοιπόν, είναι γραμμένο από τους ίδιους τους κρατούμενους, φυσικά υπό την καθοδήγηση του Στάθη Γράψα.

Η υπόθεση θέλει μια παρέα ανδρών να ταξιδεύει σε έναν άλλον πλανήτη. Εκεί, έχοντας αφήσει πίσω τους κάθε τι οικείο από την καθημερινότητά τους, έχουν όλο τον χρόνο στη διάθεσή τους, να ασχοληθούν με τον εαυτό τους – να αλλάξουν, να βελτιωθούν, να μάθουν, να πετάξουν οτιδήποτε περιττό. Μαζί τους ταξιδεύουμε κι εμείς, «δεμένοι» σε λευκές πλαστικές καρέκλες, στοιχισμένες στη σειρά.

«Έχετε ποτέ τακτοποιήσει ντουλάπα; Ή ένα συρτάρι, που το ‘χεις γεμίσει με πολλά πράγματα που πετάς μέσα χωρίς να σκέφτεσαι αν τα χρειάζεσαι ή όχι… Και φτάνει μια μέρα που λες, πρέπει να βάλω μια σειρά σε αυτό το χάος. Ε, κάπως έτσι το φαντάζομαι», λέει ο Κ. για το πώς εκείνος βιώνει το να ξεφορτώνεται κάθε τι που δεν του κάνει πια. Δίνει τη σειρά του στον Γ. που φωνάζει στον μπαμπά του το «σ’ αγαπώ» που δεν είχε προλάβει να του πει όσο βρισκόταν στον πλανήτη Γη, ενώ τη σκηνή σε λίγο ντύνει μουσικά με την κιθάρα του ο Κ. που αδυνατεί να θυμηθεί τους στίχους της μεγάλης του αγάπης – του τραγουδιού.

Ο Στάθης Γράψας «σερφάρει» με τη σανίδα του σε ένα κύμα που δεν υπάρχει και ο Κ. «μαυρίζει» χάρη στον ανύπαρκτο ήλιο στον οποίο έχει μεταμορφώθεί το λευκό φως της αίθουσας. Σ’ αυτόν τον πλανήτη, όλα όσα ήταν άλλοτε δεδομένα και επουσιώδη, είναι τεράστια, εκκωφαντικά, ή λάθος.

Το Τάιμ Άουτ μοιάζει τελικά με μια εξομολόγηση των κρατουμένων. Μια βαθιά βουτιά στην ενδοσκόπηση, που ντύθηκε με καρό και έντονα prints και φωτίστηκε με χρώμα, προκειμένου να μας παρουσιάσει την ουσιαστική μορφή του εφαρμοσμένου θεάτρου, τη θεραπευτική.

«Για μας αυτή η μία, 2 και μετά 3 και 4 φορές που βρισκόμασταν για την ομάδα, ήταν η διαφυγή μας. Ο τρόπος να ζούμε κάτι άλλο», λέει ο Δ, όταν ρωτάται για το πώς νιώθουν με τη συμμετοχή τους στη θεατρική ομάδα του ΨΚΚ. «Η πιο δύσκολη στιγμή για μένα ήταν όταν έφυγαν 2 από τα μέλη της ομάδας», μας λέει ο Α., για τους κρατούμενους που αποφυλακίστηκαν και το πόσο κοντά τους είχε φέρει αυτό το κοινό, νοητό ταξίδι, πέρα από τους γκρίζους τοίχους και τα βαμμένα κάγκελα.

«Εσείς τι εύχεστε;», μας ρωτάνε επίμονα από τη σκηνή οι πρωταγωνιστές της παράστασης. «Αγάπη», «ενσυναίσθηση», «ελπίδα», «χαρά», ακούγονται από στόματα που χαμογελούν και γλείφουν δάκρυα, ενώ χειροκροτούν – τα δικά μας. Ένα πραγματικό κύμα ενότητας και δεύτερων ευκαιριών σηκώνεται και επιτρέπει στον σκηνοθέτη να το καβαλήσει πια με αυτοπεποίθηση, χωρίς να προσποιείται.

«Εγώ να, παίρνω αυτό εδώ το κλειδί, και το πετάω γιατί με κράτησε πίσω», είπε ο Κ. όταν είχε έρθει η δική του σειρά να ξεφορτωθεί ό,τι δεν ήθελε πια στον νέο αυτό πλανήτη. Ρίχνω μια ματιά στο κλειδί που βγάζω από την τσέπη μου, προκειμένου να πάρω πίσω την τσάντα και το κινητό μου, από το ντουλαπάκι με το νούμερο 10. Κοίτα που και για μένα η πραγματικότητα όπως την ήξερα, είναι ένα τόσο δα κλειδάκι μακριά.

Μια βουτιά στο μέσα μας χρειάζεται για να δούμε πότε τελικά έχουμε ανάγκη για το δικό μας τάιμ άουτ – τη δεύτερη ευκαιρία που ξεκλειδώνει τη ζωή που ξέρουμε ότι έχει σημασία.

Exit mobile version