The Crown: Ποια ήταν η πριγκίπισσα Αλίκη της Ελλάδος που κλέβει την παράσταση στην 3η σεζόν
- 15 ΝΟΕ 2019
Το “Crown”, η πανάκριβη, υπερεπιτυχημένη δραματική σειρά του Netflix που περιστρέφεται γύρω από τη βρετανική βασιλική οικογένεια, έχει κάνει στο παρελθόν αναφορές στη σύνδεση του Φίλιππου, του Δούκα του Εδιβούργου και συζύγου της Βασίλισσας Ελισάβετ, με την Ελλάδα, κυρίως ότι έφυγε μωρό από τη χώρα όταν ο πατέρας του, Πρίγκιπας Ανδρέας, καταδικάστηκε ένοχος για την ολοκληρωτική ήττα των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και αποπέμφθηκε επ’ άπειρον. Έχουν γίνει και πολύ σύντομες αναφορές στη μητέρα του, Αλίκη, ως άτομο που έπασχε από κάποια ανώνυμη ψυχική ασθένεια, ανίκανο να μεγαλώσει τα παιδιά του. Παρότι έχουμε πάρει μια καλή ιδέα απ’ όλα αυτά λοιπόν, ξαφνιάστηκα όταν είδα την Αθήνα του ‘67 στην 3η σεζόν της σειράς, και ακόμα περισσότερο όταν διαπίστωσα πως θα περνούσαμε σεβαστό τηλεοπτικό διάστημα στην πρωτεύουσά μας και όχι απλώς κάποιο flashback.
Χωρίς να προδώσω την πλοκή με σπόιλερ, το “Crown” είχε ήδη ανακοινώσει εδώ και μήνες την συμπερίληψη της Αλίκης στον 3ο κύκλο του και, γνωρίζοντας για την κατάληξη της πρώην πριγκίπισσας της Ελλάδας στο πλευρό του γιου της στο Μπάκινγχαμ, μπορούσα να υποθέσω ότι κάποια στιγμή θα μαθαίναμε καλύτερα την ιστορία της. Μια ιστορία που, αν μιλούσαμε για κάποιο διασημότερο, πιο θορυβώδες μέλος της βασιλικής οικογένειας, θα μπορούσε άνετα να υποστηρίξει κάποια σειρά ή ταινία για την ίδια. Εδώ θα δεις να την υποδύεται η βραβευμένη με Tony, Jane Lapotaire, που κάνει και μια πάρα πολύ τίμια προσπάθεια να μιλήσει Ελληνικά.
Ποια ήταν όμως η μητέρα του Φίλιππου;
H Πριγκίπισσα Αλίκη του Μπάτενμπεργκ γεννήθηκε στο κάστρο του Ουίνδσορ παρουσία της προγιαγιάς της Βασίλισσας Βικτωρίας και, ως πριγκίπισσα του Δουκάτου της Έσσης στη δυτική Γερμανία, μεγάλωσε μεταξύ Γερμανίας, Αγγλίας και Μάλτας όπου και βρισκόταν συχνά ο πατέρας της ως αξιωματικός του αγγλικού πολεμικού ναυτικού, μιας που εκεί βρισκόταν η βάση του σώματος. Για χρόνια η οικογένεια προβληματιζόταν για τις δυσκολίες της στην επικοινωνία, την ομιλία και την ασαφή προφορά της, διαπίστωσαν όμως στα 4 της χρόνια με τη βοήθεια της γιαγιάς της Ιουλίας, ότι είχε γεννηθεί κωφή. Το πρόβλημα την ταλαιπώρησε όλη της τη ζωή, δεν την εμπόδισε ωστόσο να μάθει να μιλά και να διαβάζει τα χείλια στα Αγγλικά, τα Γερμανικά, τα Γαλλικά και, αργότερα, στα Ελληνικά. Αντίθετα, την ευαισθητοποίησε ιδιαιτέρως σε σχέση με τους άπορους και τους περιθωριοποιημένους της κοινωνίας.
Στα 17 της χρόνια γνώρισε τον Πρίγκιπα Ανδρέα της Ελλάδας και της Δανίας στη διάρκεια των τελετών για τη στέψη του Βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Ζ΄στο Λονδίνο και, σε κόντρα των πολιτικών συνοικεσίων που διαμόρφωναν τότε συνήθως τα γαλαζοαίματα ζευγάρια, οι δυο τους παντρεύτηκαν από πραγματικό έρωτα. Ο γάμος τους λογίζεται ως η τελευταία συνάθροιση τόσων πολλών εστεμμένων και μελών δυναστικών οίκων πριν τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Την επόμενη χρονιά εγκαταστάθηκαν στα βασιλικά ανάκτορα – αργότερα θα μετακόμιζαν στο Τατόι – με εκείνον να ασχολείται με τα στρατιωτικά του καθήκοντα και εκείνη με τη φιλανθρωπία. Επηρεασμένη βαθιά από την πίστη και τον τρόπο ζωής της θείας της, Μεγάλης Δούκισσας Elizabeth Fyodorovna που θα χάριζε τελικά όλα τα υπάρχοντά της για μια πιο πνευματική ζωή, η Αλίκη έγινε εθελόντρια του Ερυθρού Σταυρού στον Α΄Βαλκανικό Πόλεμο και επισκεπτόταν τα νοσοκομεία που η ίδια είχε ιδρύσει στη Λάρισα, την Ελασσόνα, τη Θεσσαλονίκη και τα Σέρβια, όπου και εργαζόταν ως νοσοκόμα.
Αφού είχε εγκατασταθεί στο Μον Ρεπό της Κέρκυρας, εξορίστηκε μαζί με την υπόλοιπη βασιλική οικογένεια όταν εντάθηκαν οι συγκρούσεις μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄και της εκλεγμένης κυβέρνησης του Ελευθέριου Βενιζέλου, και πέρασε τα επόμενα χρόνια στην Ελβετία. Τελικά επέστρεψε στην Κέρκυρα με την αποκατάσταση της βασιλείας από το κόμμα του Δημήτρη Γούναρη, όμως χρειάστηκε όπως προαναφέρθηκε να φύγει ξανά λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής και, όπως αποφάνθηκε το δικαστήριο, της υπαιτιότητας του συζύγου της γι’ αυτήν. Παρότι τα πρώτα χρόνια της εξορίας τους το ζευγάρι ζούσε σχετικά ήρεμα στο Παρίσι, η πόλη δεν ενδιέφερε την Αλίκη καθώς δεν της πρόσφερε κάποια ασχολία. Αφού ασπάστηκε την ελληνική ορθοδοξία το 1928, η συμπεριφορά της άρχισε να ανησυχεί την οικογένειά της καθώς ισχυριζόταν ότι είχε θεραπευτικές δυνάμεις και ότι συνομιλούσε με τον Θεό. Διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια και μεταφέρθηκε παρά τη θέλησή της σε σανατόριο της Γερμανίας όπου διοικούσε ο συνεργάτης και φίλος του Σίγκμουντ Φρόυντ, Ερνστ Ζίμμελ.
Οι δυο επιστήμονες κατέληξαν ότι το πρόβλημά της ήταν μια «νευρωτική-προψυχωσική ασθένεια ερωτικού πάθους», σεξουαλική δυσφορία με λίγα λόγια, με τον Φρόυντ να προτείνει την έκθεση των ωοθηκών της σε ακτινοβολία με σκοπό να επισπεύσουν την εμμηνόπαυσή της και άρα, κατά τη γνώμη τους, την ηρεμία της. Η Αλίκη δεν ανταποκρίθηκε στην τραυματική θεραπεία και μεταφέρθηκε βίαια σε ψυχιατρείο της Ελβετίας, απ’ όπου προσπαθούσε διαρκώς να αποδράσει. Όταν την άφησαν ελεύθερη μετά από 2,5 χρόνια, ο γάμος της είχε ουσιαστικά τελειώσει. Ο Ανδρέας έμενε συνήθως με την ερωμένη του, την ηθοποιό Andrée Lafayette, στο Παρίσι περνώντας τις ώρες του με τζόγο και αλκοόλ, ενώ τα παιδιά τους σκόρπισαν σε διάφορες περιοχές της Γερμανίας. Το ζευγάρι θα συναντιόταν ξανά κάποιες φορές – μία από αυτές ήταν και η κηδεία της κόρης τους Καικίλια που έδειξε η σειρά στη 2η σεζόν – και δεν θα έπαιρνε ποτέ διαζύγιο, ουσιαστικά όμως θα έμενε χωρισμένο ως το τέλος της ζωής του.
Το 1938 η Αλίκη αποφάσισε να επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα, επιδόθηκε σε κοινωνικά συσσίτια και επέλεξε να παραμείνει στην Αθήνα την περίοδο της Κατοχής. Σύμφωνα με πηγές, οι Γερμανοί υπέθεταν ότι η πριγκίπισσα ήταν με το μέρος τους μιας που δύο γαμπροί της βρίσκονταν στον γερμανικό στρατό, όμως όταν κάποιος Γερμανός αξιωματικός την επισκέφθηκε για να τη ρωτήσει αν χρειάζεται κάτι από εκείνους, εκείνη απάντησε «μπορείτε να πάρετε τα στρατεύματά σας από τη χώρα μου». Έκρυψε μάλιστα μία Εβραία χήρα και δύο από τα πέντε παιδιά της όταν τους αναζητούσε η Gestapo, γεγονός για το οποίο βραβεύτηκε μετά θάνατον. Μετά το 1944 και όσο ο ΕΛΑΣ μάχονταν με τους Άγγλους για τον έλεγχο της Αθήνας, η Αλίκη κυκλοφορούσε στους δρόμους μοιράζοντας φαγητό στα παιδιά παρά την απαγόρευση κυκλοφορίας. Όταν της είπαν ότι μπορεί να τη χτυπήσει κάποια τυχαία σφαίρα, απάντησε ότι της έχουν πει πως δεν ακούς τη σφαίρα που σε σκοτώνει και άλλωστε ήταν κωφή, οπότε «γιατί να με ανησυχεί αυτό;».
Πέντε χρόνια αργότερα ίδρυσε τη Χριστιανική Αδελφότητα της Μάρθας και της Μαρίας στο Νέο Ηράκλειο ως καταφύγιο αρρώστων και ηλικιωμένων και, φορώντας τη χαρακτηριστική γκρίζα φορεσιά μοναχής που δεν θα έβγαζε μέχρι τον θάνατό της, ταξίδεψε δύο φορές μέχρι την Αμερική για να βρει χρηματοδότες. Η μητέρα της είχε σαστίσει με τις αποφάσεις της γιατί δεν πίστευε ότι θα έδινε κανείς χρήματα σε μια μοναχή που κάπνιζε σαν φουγάρο και έπαιζε χαρτιά, αλλά αυτό δεν τη σταμάτησε.
Η υγεία της γινόταν όλο και πιο εύθραυστη μέχρι που, με μεγάλη της λύπη που απεικονίζει συγκινητικά η σειρά, δέχτηκε να φύγει από την Ελλάδα μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου για να περάσει τα τελευταία της χρόνια με τον γιο της στην Αγγλία. Πέθανε το 1969 σε ηλικία 84 ετών χωρίς υπάρχοντα στο όνομά της και έχοντας φτιάξει τις σχέσεις της με τον γιο της Φίλιππο, ο οποίος είχε δηλώσει κατά τη βράβευσή της με τον τίτλο του Δικαίου των Εθνών το 1993 για τη διάσωση της εβραϊκής οικογένειας ότι «υποπτεύομαι ότι δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό της ότι η δράση της ήταν ξεχωριστή. Ήταν άνθρωπος με βαθιά θρησκευτική πίστη και θα το σκέφτηκε ως πράξη απολύτως φυσιολογική και ανθρώπινη προς κάποιους ανθρώπους που είχαν την ανάγκη της». Το 2010 ονομάστηκε και Ηρωίδα του Ολοκαυτώματος από τη βρετανική κυβέρνηση.
Στο τελευταίο σημείωμα που άφησε στον γιο της πριν πεθάνει, έγραψε «Αγαπημένε μου Φίλιππε, να είσαι γενναίος, και να θυμάσαι ότι δεν θα σε αφήσω ποτέ, και θα με βρίσκεις πάντα όταν με χρειάζεσαι περισσότερο. Με όλη μου την αφοσίωση και την αγάπη, η μεγάλη σου μαμά».
Η 3η σεζόν του “The Crown” θα είναι διαθέσιμη στο Netflix από τις 17 Νοεμβρίου.