ΒΙΒΛΙΑ

Το Θηρίο της Lisa Taddeo είναι το βιβλίο που θα διαβάζεις αχόρταγα όταν δεν βλέπεις το Three Women

Το Three Women, το βιβλίο της ήταν η αφορμή για να την γνωρίσουμε. Δύσκολο πολύ να μην μπεις στον πειρασμό να διαβάσεις τη «σκέψη» της όταν αυτή έχει φτάσει στη Νο1 θέση της λίστας των των New York Times και Sunday Τimes, ενώ παράλληλα ακούς να μιλούν γι’ αυτή με τα πιο ενθουσιώδη λόγια μερικοί πολύ διάσημοι άνθρωποι όπως ο Harry Styles και η Gwyneth Paltrow.  

Η Lisa Taddeo και οι Τρεις Γυναίκες της κυκλοφορούν ήδη στα ελληνικα βιβλιοπωλεία από τα τέλη του 2020, οπότε με τα γυρίσματα του series adaptation από το τρανό Showtime να έχουν ξεκινήσει ήδη και τη Shailene Woodley του Big Little Lies ηγέτιδα του cast, η χαρακτηριστική, σαρωτική της έμπνευση ήταν θέμα χρόνου να χτυπήσει ξανά. Η νέα «σελίδα» της Lisa Taddeo έχει τίτλο «Θηρίο».

Η επίσημη περιγραφή για το πρώτο per se μυθιστόρημα της Αμερικανίδας συγγραφέα και δημοσιογράφου που έχει τιμηθεί δύο φορές με το λογοτεχνικό βραβείο Pushcart Prize για διηγήματά της, ενημερώνει πως πρόκειται για μία «σκοτεινή, εθιστική ιστορία για την οργή, την εξουσία και την κακοποίηση». Οι εύκολες ιστορίες ήταν πάντα βαρετές για την Taddeo. Το Θηρίο κυκλοφορεί ήδη σε 18 χώρες και φυσικά φιγουράρει στις διεθνείς λίστες των μπεστ σέλερ. Στην Ελλάδα έρχεται στις 8/6 από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.

Το People έγραψε σχετικά πως «με επιδεξιότητα και διορατικότητα, η Taddeo εξετάζει τον τρόπο που η αγριότητα των αντρών πυροδοτεί την οργή των γυναικών. Το αποτέλεσμα φαντάζει τόσο οικείο, όσο και εκρηκτικό», ενώ το Entertainment Weekly περιορίστηκε στον αρκούντως επαρκή χαρακτηρισμό «Εθιστικό».

Θηρίο Lisa Taddeo
image description

Το «Θηρίο» της Lisa Taddeo και η υπόθεση

Το Θηρίο είναι μια αναπαράσταση της γυναικείας οργής, ως αποτέλεσμα κακοποιητικών σχέσεων, στην πιο ωμή της έκφανση και μια αποτρόπαια εξερεύνηση στην άβυσσο της ανδροκρατούμενης κοινωνίας.
Ακολουθώντας την ιστορία, η Τζόαν έχει περάσει όλη της τη ζωή υπομένοντας τις κακότροπες και χειριστικές συμπεριφορές των αντρών. Όταν όμως ένας από αυτούς διαπράττει μπροστά της μια ανήκουστη πράξη βίας, η Τζόαν θα αποφασίσει να φύγει από τη Νέα Υόρκη, σε αναζήτηση της ετεροθαλούς αδελφής της, Άλις, με την ελπίδα ότι μπορεί να της δώσει απαντήσεις για το παρελθόν της. Στις αποπνικτικές συνοικίες του Λος Άντζελες, η Τζόαν προσπαθεί να ανασυνθέσει τη ζωή της ξεκινώντας από το μηδέν. Νοικιάζει σπίτι σε ένα συγκρότημα κατοικιών, στο οποίο μένει ο Ρίβερ, που αργότερα γίνεται εραστής της και ο ηλικιωμένος Λένι, που της αφηγείται εξοργιστικά περιστατικά από τη ζωή του. Όλοι οι ήρωες, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, ωθούν τελικά την Τζόαν στο έγκλημα.

Ακολουθεί μία αποκλειστική προδημοσίευση του «Θηρίου» με ένα πολύ χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου που μας βάζει στο κλίμα απευθείας. 

«Εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκα τα όρη Ποκόνο. Δεν τα ονειρεύτηκα ακριβώς. Έκλεισα τα μάτια μου και έπαιξα στον νου μου τις ταινίες που δεν γινόταν να δω στο φωςτης ημέρας.
Οι γονείς μου και εγώ είχαμε βγει για φαγητό με ένα ζευγάρι, τους Τσικόνε, και τον έφηβο γιο τους. Βγαίναμε συχνά για φαγητό μαζί τους όταν βρισκόμασταν στα όρη Πόκονο –το σπίτι τους ήταν κοντά στο δικό μας, μεγαλύτερο αλλά κιτς, με γυαλιστεράμαύρα έπιπλα και χρυσά διακοσμητικά–, ωστόσο θυμάμαι ιδιαίτερα μια συγκεκριμένη βραδιά. Το αγόρι το έλεγαν Τζόζεφ Τζούνιορ και μολονότι ήμασταν σχεδόν συνομήλικοι δεν υπήρχε καμία ερωτική ή φιλική διάθεση ανάμεσά μας. Ήταν από εκείνα τα παιδιά που εκσφενδονίζουν γάτες από τα κλιμακοστάσια. Κάθε φορά που αναρωτιέμαι πώς θα ήταν ένας βιαστής στην παιδική του ηλικία σκέφτομαι τον Τζόζεφ Τζούνιορ και τα μάτια του με τις μαύρες πιτσιλιές απέναντι μου στο τραπέζι. Η μητέρα του Τζόζεφ, η Έβελιν, ήταν τροφαντή, με πολύ σκούρα φουσκωτά μαλλιά. Ο άντρας της, ο Τζόζεφ ο Πρεσβύτερος, ήταν ωτορινολαρυγγολόγος. Και εκείνος είχε μαύρα μαλλιά, μακρουλό, έντονο πιγούνι και μια σεξουαλικότητα που έχει χαραχτεί στη μνήμη μου. Αρχίζουμε να διαμορφώνουμε την άποψή μας για το σεξ σε πολύ μικρή ηλικία, και για μένα ο Τζόζεφ ο Πρεσβύτερος διατηρεί σημαντικότατη θέση.
Είχε βάλει στο μάτι τη μητέρα μου την Πία, που μπορεί να είχε ένα επιπλέον μαξιλαράκι στην κοιλιά μετά την καισαρική τομή, αλλά έσταζε σεξ. Τα στήθη της, όπως έχω αναφέρει, ήταν εντυπωσιακά μεγάλα και λευκά. Καθόμασταν σε ένα λιτό τραπέζι ανάμεσα στο μπαρ και στο τζάκι. Στον πλίνθινο τοίχο δίπλα στο τζάκι κρεμόταν ένα σκουπόξυλο, μαζί με οικογενειακές φωτογραφίες των ιδιοκτητών.
Πάνω από το ράφι του τζακιού υπήρχε ένα κεφάλι ταύρου. Είχε πάψει να με τρομάζει μόλις εκείνο το καλοκαίρι. Οι γονείς μου δεν έπιναν πολύ. Η μητέρα μου γενικά έπινε μια ελαφριά μπίρα με το βραδινό της και ο πατέρας μου κόκκινο κρασί, αλλά ποτέ πάνω από ένα δυο ποτηράκια. Κάποιες φορές έπινε Μπλάντι Μέρι και έτρωγε ωμές αχηβάδες.

Ο Τζο και η Έβελιν, αντίθετα, έπιναν κοκτέιλ με βότκα.
Θυμάμαι τα μεγάλα δάχτυλα της Έβελιν να ξεκολλάνε ελιές γεμιστές με πιπεριές πιμιέντο από οδοντογλυφίδες. Και οι δύο γελούσαν τρανταχτά. Οι τέσσερις ενήλικες κάπνιζαν και οι άντρες άναβαν τα τσιγάρα των γυναικών, όποιας γυναίκας καθόταν πιο κοντά τους.
Εκείνο το βράδυ η μητέρα μου καθόταν ανάμεσα σ’ εμένα και στον Τζόζεφ τον Πρεσβύτερο. Ο πατέρας μου καθόταν απέναντι, πλάι στην Έβελιν, που είχε δίπλα της τον Τζο Τζούνιορ. Εγώ δεν ξεκολλούσα από το πλευρό της μητέρας μου. Ήταν επιτακτική ανάγκη να μυρίζω τη μυρωδιά της και να δοκιμάζω το φαγητό της όποτε ήθελα. Φορούσε ένα σομόν αμάνικο φόρεμα και μια ζώνη με μικρά μεταλλικά φύλλα. Φυσική καστανή, έβαφε τα μαλλιά της ξανθά και τα έκανε μπούκλες δύο φορές την εβδομάδα, ώστε να είναι χρυσαφένια και κατσαρά. Φορούσε τεράστια γυαλιά με κόκκινο σκελετό και κραγιόν σε όμορφη κοραλλί απόχρωση. Όλα τα κραγιόν της ήταν από το φαρμακείο και οι άκρες τους έμοιαζαν με ισοπεδωμένα βουναλάκια από τη χρήση. Έβγαλε το πακέτο με τα μαλακά Marlboro Reds και ο Τζόζεφ ο Πρεσβύτερος ετοίμασε τον αναπτήρα.
«Μαριαπία», είπε για να της τραβήξει την προσοχή. Αυτό το όνομα έγραφε το χρυσό αλυσιδάκι που φορούσε. Στην Ιταλία τη φώναζαν Πία, αλλά όταν ήρθε στην Αμερική άρχισε να χρησιμοποιεί το Μαρία. Ερχόταν πιο εύκολο στους Αμερικάνους. Μετά από λίγο καιρό άρχισε να της λείπει το αληθινό της όνομα, αλλά ήταν πάρα πολλοί πια εκείνοι που την ήξεραν ως Μαρία και δεν μπορούσε έτσι απλά να το αλλάξει πάλι. Ο πατέρας μου της είχε πάρει ένα κολιέ που έγραφε Μαριαπία για να κάνει τη μετάβαση ευκολότερη. Ο Τζόζεφ ο Πρεσβύτερος, που την είχε
γνωρίσει ως Μαρία, της έκανε πλάκα, τη φλέρταρε. Η μητέρα μου γέλασε. Ακόμα και το γέλιο της είχε βαριά προφορά. Μου γύρισε την πλάτη και στράφηκε προς τον Τζόζεφ τον Πρεσβύτερο με το τσιγάρο στα χείλη.

Ο Zippo του είχε πάνω ένα πίναπ γκερλ με καστανά μαλλιά με φράντζα και ροζ μπικίνι. Η νεανική μου ηλικία είχε σημαδευτεί από τέτοιες εικόνες – τις έβλεπα στις τράπουλες ή ζωγραφισμένες άτεχνα σε τουαλέτες. Πιθανόν ήμουν σε ετοιμότητα να τις εντοπίζω. Ο πατέρας μου έλεγε την ιστορία ενός φίλου του, ενός Ινδού γιατρού που τον έλεγαν Μαντάν. Η γυναίκα του η Μπάρμπαρα, που υποψιαζόταν ότι την απατούσε, είχε βάλει ένα μαγνητόφωνο στη μεγάλη μαύρη Mercedes του. Ο πατέρας μου μιλούσε με τον συνωμοτικό, χαμηλόφωνο τόνο που χρησιμοποιούσε όταν ήμουν κοντά και εκείνος έλεγε κάτι ακατάλληλο για παιδιά. Πονάω ακόμα και μόνο που σκέφτομαι το πρόσωπο του πατέρα μου. Ήταν κοντός, με μεγάλη μύτη και είχε αρχίσει ήδη να χάνει τα μαλλιά του τότε, λίγο μετά τα σαράντα. Αλλά ήταν απίστευτα γοητευτικός. Πάντα περνούσε καλά, πάντα γελούσε, αλλά
ήταν και υπεύθυνος. Μπορούσε να επιδιορθώσει οτιδήποτε στο αυτοκίνητο ή στο σπίτι. Και επειδή ήταν γιατρός, μπορούσε να σου σώσει τη ζωή. Ξέρω ότι είμαι προκατειλημμένη σε σχέση με το πώς ήταν ως πατέρας, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ άντρα ν’ αγαπάει την κόρη του περισσότερο απ’ ό,τι αγαπούσε εκείνος εμένα. Κάθε φορά που έμπαινα στη θάλασσα –ακόμα και σε βάθος λίγων εκατοστών– όποτε κοιτούσα προς τα πίσω εκείνος ήταν πάντα ανασηκωμένος στους αγκώνες του και με παρακολουθούσε. Χαμογελούσε, αλλά στην πραγματικότητα απλώς περίμενε τη στιγμή που θα χρειαζόταν να με σώσει. «Λοιπόν;» είπε η Έβελιν. «Τον έπιασε η γυναίκα του;»
Ο πατέρας μου ρούφηξε με θόρυβο το τσιγάρο του. Ο Τζο Τζούνιορ καψάλιζε κομμάτια από το ψωμάκι του στη φλόγα ενός κεριού. Είδα τη μητέρα μου να ακούει τον Τζόζεφ τον Πρεσβύτερο που της ψιθύριζε κάτι. Το αντιλήφθηκε και ο πατέρας μου. Αλλά το χαμόγελο δεν εγκατέλειψε στιγμή το πρόσωπό του. Πλεύρισα πιο στενά τη μητέρα μου. Είχε φορέσει ένα μεταξωτό σκούρο μπλε σακάκι με μεγάλο φιόγκο στον λαιμό. Μου άρεσε πολύ η αίσθηση της ζεστής σάρκας της μέσα από το ντελικάτο ύφασμα. Μύριζε καπνό και L’Air du Temps. Κούρνιασα δίπλα της για να της δείξω ότι βρισκόμουν εκεί. «Ναι, τον έπιασε», είπε ο πατέρας μου με ένα στραβό χαμόγελο. «Αν τον έπιασε λέει!»
Για χρόνια μετά προσπαθούσα να καταλάβω τι σήμαινε αυτό. Πώς είχε πιάσει τον Μαντάν η γυναίκα του; Τι είχε καταγραφεί στο μαγνητόφωνο; Οι ήχοι στη διάρκεια του σεξ; Πώς ήξερε εκείνη ότι η άλλη γυναίκα θα ήταν στο αυτοκίνητο με τον άντρα της;

Για πολύ καιρό κάθε φορά που έβλεπα Mercedes φανταζόμουν μαύρα κιλοτάκια χωμένα στο ντουλαπάκι και ασημένια μαγνητόφωνα κάτω από τα καθίσματα των επιβατών, με μικρά κόκκινα φώτα να αναβοσβήνουν».

Exit mobile version