Η σχέση με τη μητέρα μας και ο πρώτος μας δεσμός, που καθορίζει την εξέλιξή μας
- 10 ΜΑΙ 2021
Η γιορτή της μητέρας ίσως κάθε χρόνο μας υπενθυμίζει ότι η πιο έντονη και εξελικτική σχέση των ανθρώπων είναι αυτή με τη μητέρα μας, η οποία άλλωστε διαδραματίζει και τον πιο καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς μας. Η ζεστασιά της μητρικής αγκαλιάς αποτελεί για τους περισσότερους την πιο γλυκιά αίσθηση στον κόσμο, και είναι τόσο δυνατή που μπορεί να γεμίζει ή να συνοδεύει κάθε εικόνα και κάθε ανάμνηση για όλη τη ζωή.
Η ανάγκη μας να συνδεόμαστε με άλλα άτομα είναι εμφανής από την πρώτη στιγμή της ζωής μας. Όλη η πορεία της ύπαρξής μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δημιουργία δεσμών με τους άλλους. Η πρώτη σύναψη δεσμού είναι εκείνη που παρατηρείται με τη μητέρα μας. Αυτός ο πρώτος δεσμός και ο τρόπος που αυτός διαμορφώνεται διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξή μας ως ενήλικες και στις σχέσεις που θα αναπτύξουμε με άλλα άτομα στην πορεία της ζωής μας.
Η μητέρα και η στάση της απέναντι στο παιδί
Η ανάπτυξη δεσμού ενεργοποιείται με το άγγιγμα, το βλέμμα και το άκουσμα του άλλου ατόμου. Στην περίπτωση που η μητέρα είναι καθησυχαστική, ανταποκρίνεται στο βρέφος και στις ανάγκες του. Είναι παρούσα στο μεγάλωμά του και του προσφέρει την αγάπη της, το πιο πιθανό είναι να αναπτυχθεί ένας ασφαλής δεσμός μεταξύ των δύο. Μέσα σε μία τέτοια σχέση το παιδί νιώθει πως έχει σημείο αναφοράς όπου μπορεί να ανατρέχει κάθε φορά, αναζητά να βρίσκεται με τη μητέρα του.
Μπορεί να αντέξει όμως και την απουσία της και να συνευρεθεί με άλλα άτομα χωρίς αυτήν, εφόσον η απουσία είναι παροδική (π.χ. όταν το αφήνει στον παιδικό σταθμό) και χαίρεται όταν η μητέρα του επιστρέφει. Η ασφάλεια που παρέχει η εδραίωση ενός τέτοιου δεσμού δίνει στο παιδί τη δυνατότητα να εξερευνήσει τον κόσμο. Να αποκτήσει, μακροπρόθεσμα, ικανότητα για λήψη πρωτοβουλιών, για κοινωνικοποίηση, για αυτονομία (η οποία, βεβαίως, θα είναι ανάλογη της ηλικίας στην οποία βρίσκεται το άτομο).
Όταν, αντιθέτως, η μητέρα είναι είτε υπερπροστατευτική είτε απορριπτική ή αδιάφορη, το αποτέλεσμα είναι, συνήθως, η δημιουργία ανασφαλούς δεσμού μεταξύ μητέρας-παιδιού. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία άγχους, σε αμφιθυμικές ή αποφευκτικές συμπεριφορές εκ μέρους του βρέφους ή ακόμη και σε ψυχοπαθολογικές καταστάσεις αργότερα στη ζωή του ατόμου.
Όταν το παιδί μπερδεύεται από τη συμπεριφορά της μητέρας
Αν πάλι η μητέρα παρουσιάζει αμφιθυμική στάση απέναντι στο βρέφος, έτσι ώστε ενίοτε να είναι καθησυχαστική και ενίοτε απορριπτική προς αυτό, ενδέχεται και το βρέφος να εκδηλώνει αμφιθυμικές συμπεριφορές ως αποτέλεσμα των αντιτιθέμενων συναισθημάτων αγάπης και μίσους που τρέφει ταυτόχρονα για τη μητέρα του. Ως εκ τούτου, μπορεί να εκφράζει θυμό και επιθετικότητα όταν αποχωρίζεται τη μαμά του. Αλλά και όταν εκείνη επιστρέφει, να μην καθησυχάζεται ούτε από τη μητέρα ούτε και από κάποιο άλλο πρόσωπο και να νιώθει μονίμως ανασφάλεια και άγχος ως αποτέλεσμα της μη συνεκτικής στάσης της μητέρας του απέναντί του.
Στις ακραίες περιπτώσεις όπου η μητέρα μπορεί να αποτελεί μία τρομακτική φιγούρα για το βρέφος, όπως στις περιπτώσεις κατάχρησης ουσιών μεταξύ άλλων, η παρουσία ψυχοπαθολογικών καταστάσεων αποτελεί συχνό φαινόμενο.
Πώς εξελίσσεται η σχέση μητέρας – παιδιού
Ο πρώτος δεσμός μητέρας-βρέφους αναπτύσσεται μετά τον 6ο μήνα ζωής. Σε αυτή τη φάση, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η ανταπόκριση της μητέρας στο παιδί, καθώς έτσι του ενσταλλάζει μία αίσθηση ιστορίας και συνέχειας της ύπαρξής του, καθώς και αίσθηση του εξωτερικού κόσμου. Μέσα από τον τρόπο που η μητέρα πιάνει το παιδί, που του μιλάει, που το κοιτάζει, το παιδί μπορεί να αναπτύξει την αίσθηση ότι αξίζει. Γιατί ακόμη και αν δεν καταλαβαίνει τι του λέει όταν του μιλάει, ασυνείδητα αντιλαμβάνεται την πρόθεσή της. Έτσι όπως ένας ερωτευμένος καταλαβαίνει την πρόθεση της συντρόφου του όταν εκείνη του λέει γλυκές κουβέντες ακόμη και αν του τις λέει σε μία άλλη γλώσσα (π.χ. μία Γαλλίδα σε έναν Έλληνα).
Η δεύτερη φάση ανάπτυξης δεσμού λαμβάνει χώρα μεταξύ των 6 μηνών και του 3ου έτους ζωής του παιδιού. Σε αυτή την περίοδο το παιδί προσπαθεί και επιζητά να βρίσκεται κοντά στη μητέρα, την οποία και αντιλαμβάνεται ως ασφαλή βάση. Στην περίπτωση που η μητέρα δεν ικανοποιεί την ανάγκη του για εγγύτητα, μεταξύ άλλων, το παιδί μπορεί να αισθάνεται φόβο και άγχος, το οποίο με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία ανασφαλούς δεσμού.
Κατά την Τρίτη φάση, η οποία ξεκινά στην ηλικία των 3 ετών, το παιδί ξεκινά να διαμορφώνει μία σχέση με τη μητέρα του που βασίζεται στην αμοιβαία ανταπόκριση. Επικοινωνεί, συνδιαλλάσσεται με το δικό του τρόπο. Καλές μητέρες δεν υπάρχουν. Οι καλές μητέρες θεωρούν πως πρέπει να υπάρχουν και κακές. Η μητέρα είναι μητέρα και πρώτα από όλα το παιδί της είναι αυτό το οποίο την έκανε μητέρα.
Ο ρόλος της μητέρας δεν είναι εύκολος και δεν μαθαίνεται παρά μόνο με την εμπειρία. Είναι κοινά και επιστημονικώς αποδεκτή η άποψη -που πρώτος εξέφρασε ο σπουδαίος ψυχαναλυτής Donald Winnicott- ότι δεν υπάρχει τέλεια μητέρα. Έτσι, ο καλύτερος «τύπος» μητέρας που θα μπροούσε να υπάρξει είναι εκείνος που θα περιέγραφε μία αρκετά καλή μητέρα.
Υπάρχει μυστικό επιτυχίας για μία καλή μητέρα;
Άρα, το συστατικό της επιτυχίας για τη διαμόρφωση ενός ασφαλούς δεσμού μεταξύ μητέρας-παιδιού δεν είναι η αναζήτηση και υιοθέτηση της τέλειας συμπεριφοράς, καθώς αυτή δεν υπάρχει. Όλες οι μητέρες θα θυμώσουν με το παιδί τους σε πολλές φάσεις της ζωής του, όλες θα αγανακτήσουν και όλες, κάποια στιγμή, θα υψώσουν τον τόνο της φωνής τους. Και αυτό δεν είναι ούτε παράλογο ούτε κακό. Η ουσία είναι μέσα σε τούτη την εκπληκτική πορεία της ανάπτυξης του παιδιού η μητέρα να είναι παρούσα.
Να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, να το αφήνει π.χ. να τρέξει και ας σκοντάψει. Για την ακρίβεια, όχι μόνο να το αφήνει, αλλά να το ενθαρρύνει να τρέξει, να δοκιμάσει, να εξερευνήσει. Δεν είναι επίτευγμα για μία μητέρα όταν καυχιέται ότι το παιδί της δεν φεύγει από κοντά της, ούτε και αποτελεί ένδειξη της αγάπης του προς αυτήν. Μάλλον εκδήλωση εξάρτησης αποτελεί η προσκόλληση, την οποία καμία μητέρα δε θα ήταν σωστό να ενθαρρύνει και να επιθυμεί.
*Ευχαριστούμε τη Φραντζέσκα Καραγιάννη, MSc Κλινική Ψυχολόγο – Ψυχοθεραπεύτρια