Τα σημάδια ότι το παιδί σου είναι εξαρτημένο από το διαδίκτυο και οι λύσεις της ειδικού
- 11 ΜΑΙ 2021
Παιδιά κολλημένα στο διαδίκτυο. Αυτές οι λέξεις σού είναι γνωστές; Κακά τα ψέματα, ειδικά όλους αυτούς τους μήνες που τους περάσαμε σε καραντίνα ήταν αναπόφευκτο τα παιδιά να περνούν πάρα πολλές ώρες μπροστά σε έναν υπολογιστή. Θέλεις οι ώρες της τηλεκπαίδευσης; Θέλεις ότι μέσα στο σπίτι κάποια στιγμή βαριόντουσαν τα βιβλία, το παιχνίδι, εμάς, το σπίτι το ίδιο; Κάπως έτσι, λοιπόν, τα παιδιά κατέληγαν να χαζεύουν μπροστά από έναν υπολογιστή κι εμείς ως γονείς να ψάχνουμε λύσεις να σώσουμε την κατάσταση.
Η απορία πολλών φίλων μου με παιδιά είναι οι εξής: «Πότε θεωρούμε ότι το παιδί μας είναι εξαρτημένο από το διαδίκτυο και ενδεχομένως χρήζει βοηθείας»; Την απάντηση θα μας τη δώσει απευθείας η Μαρία Κωνσταντοπούλου, Ψυχολόγος – Σύμβουλος – Ψυχοθεραπεύτρια.
Όπως τονίζει η ειδικός, ο όρος «εξάρτηση» χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει τον βιολογικό εθισμό από ουσίες, χρησιμοποιείται όμως και στην περίπτωση της υπερβολικής ενασχόλησης με το διαδίκτυο, με διάφορες μορφές. Μερικοί από αυτούς τους ορισμούς είναι «εξάρτηση από το διαδίκτυο είναι η αδυναμία ελέγχου της χρήσης του ιστού, που οδηγεί σε αισθήματα πίεσης, άγχους και δυσλειτουργικές συμπεριφορές σε καθημερινές δραστηριότητες», «η παρορμητική υπέρχρηση του διαδικτύου, της οποίας η στέρηση ακολουθείται από ευερέθιστη ή δυσθυμική συμπεριφορά» αλλά και πολλοί άλλοι έχουν προταθεί για να δείξουν τη δυσλειτουργική συμπεριφορά που σχετίζεται με την εξάρτηση από το ίντερνετ.
Παρόλο που το ζήτημα αυτό αφορά πολλές ηλικιακές ομάδες, φαίνεται ότι εμφανίζεται συχνότερα σε παιδιά εφηβικής ηλικίας γι’αυτό και προβληματίζει όλο και περισσότερο τους γονείς των παιδιών αυτών, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν λεπτομέρειες σχετικά με τη χρήση ή και κατάχρηση του διαδικτύου, αλλά ούτε και να αναγνωρίσουν τους ενδεχόμενους κινδύνους. Σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονός ότι καθώς η τεχνολογία έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις και είναι μέρος της ζωής μας, παράλληλα έχει σαν αποτέλεσμα σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις όταν το άτομο αδυνατεί να διαχειριστεί τις υπηρεσίες του διαδικτύου με λειτουργικό τρόπο.
Κριτήρια – συμπτώματα ότι το παιδί είναι εξαρτημένο από το διαδίκτυο
Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα τα οποία μας βοηθούν να αναγνωρίσουμε ότι το παιδί μας έχει πρόβλημα ως προς τη χρήση του διαδικτύου συνοψίζονται στα παρακάτω: (σημειώνεται ότι δεν είναι ανάγκη να εμφανίζονται όλα τα παρακάτω συμπτώματα για να ανησυχήσουμε, αρκεί να συνυπάρχουν τουλάχιστον πέντε από αυτά για να προβληματιστούμε για την ύπαρξη εξάρτησης από το διαδίκτυο).
- Προσκόλληση στο διαδίκτυο.
- Κατανάλωση υπερβολικού χρόνου ή/και χρήματος σε δραστηριότητες σχετικές με το διαδίκτυο (λογισμικό, σκληροί δίσκοι κ.λπ).
- Ανάγκη για αυξημένο χρόνο παραμονής σε σύνδεση ώστε να επιτευχθεί ένα επίπεδο ικανοποίησης.
- Επανειλημμένες αποτυχημένες προσπάθειες περικοπής του χρόνου παραμονής.
- Ευερεθιστότητα, κατάθλιψη ή ύφεση της διάθεσης όταν η χρήση περιορίζεται.
- Μειωμένο αίσθημα ικανοποίησης όταν ο χρόνος παραμονής στο διαδίκτυο είναι ο ίδιος.
- Παραμονή στη σύνδεση περισσότερο από όσο αρχικά ήταν προγραμματισμένο.
- Διακινδύνευση μίας δουλειάς ή μίας εργασίας εξαιτίας της χρήσης του ιστού.
- Ψευδείς δηλώσεις στους άλλους σε σχέση με τον πραγματικό χρόνο χρήσης.
- Παραμονή στη σύνδεση ως ένας τρόπος ρύθμισης της διάθεσης.
- Συμπτώματα συνδρόμου απόσυρσης, όπως ψυχοκινητική διέγερση, εκούσια ή ακούσια κίνηση δακτυλογράφησης των δακτύλων του χεριού, άγχος, έμμονη σκέψη για το Internet, όνειρα για το Internet ή χρήση του διαδικτύου για να αποφευχθούν τα συμπτώματα απόσυρσης.
- Έκπτωση λειτουργικότητας του ατόμου (σε κοινωνικό, οικογενειακό, προσωπικό επίπεδο, παραμέληση προσωπικής φροντίδας και υγιεινής, απώλεια ύπνου, ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, σχολική αποτυχία) ή/και συνέχιση χρήσης παρά τη γνώση της παραπάνω έκπτωσης.
Γιατί μπορεί να υπάρξει εξάρτηση;
Σε μία προσπάθεια αναζήτησης των βαθύτερων αιτιών του φαινομένου της εξάρτησης από το διαδίκτυο, έχουν προταθεί διάφοροι παράγοντες όπως οι ψυχοκοινωνικοί, αλλά και η εθιστική φύση του ίδιου του διαδικτύου, ειδικότερα των διαδικτυακών παιχνιδιών αλλά και των σελίδων κοινωνικής δικτύωσης.
Είναι γεγονός πως ένας αριθμός διαταραχών φαίνεται να συνδέεται με την κατάχρηση του διαδικτύου: έτσι, συχνά με την κατάχρηση του διαδικτύου συνυπάρχουν διαταραχές της διάθεσης, ειδικότερα διπολικού τύπου (ένας όρος που είναι ευρέως γνωστός ως «μανιοκατάθλιψη»), αλλά και η κοινωνική φοβία. Σημειώνεται ότι μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων που είναι εθισμένοι στη χρήση του διαδικτύου, πληρούν επίσης τα κριτήρια για διαταραχές της εξάρτησης από ουσίες. Ο κρισιμότερος ίσως, ψυχολογικός, προβλεπτικός παράγοντας για τον εθισμό στο διαδίκτυο, είναι η ανάγκη μετριασμού έντονων αρνητικών συναισθημάτων. Ουσιαστικά το διαδίκτυο επιτρέπει στα άτομα που πιέζονται από την πραγματικότητα που βιώνουν, εξωτερική ή εσωτερική, να αποσυμπιέζονται και εκεί είναι που πιθανόν βρίσκεται η απάντηση ως προς την αιτιολογία της υπερβολικής χρήσης του.
Οι ηλικιακές ομάδες και τα χαρακτηριστικά των χρηστών
Η εξάρτηση από το διαδίκτυο παρατηρείται συχνότερα στα αγόρια, σε μονογονεϊκές ή δυσλειτουργικές οικογένειες, σε παιδιά με καταθλιπτικό συναίσθημα ή υπερκινητικότητα. Οι νέες κοινωνικές δομές (αύξηση της επίπτωσης του διαζυγίου, μικρές οικογένειες σε μεγάλες κοινωνίες, μοναξιά, απουσία επίβλεψης από τους γονείς λόγω εργασίας έξω από το σπίτι) φαίνεται να συμβάλλουν στην ανάπτυξη του φαινομένου.
Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να εμφανιστεί σε εφήβους κατά την πρώιμη εφηβεία (10-14 ετών) ή και σε μικρότερη ακόμη ηλικία. Είναι πιο συχνό κατά τη μέση εφηβεία (15-17 ετών), κατά την οποία οι έφηβοι πειραματίζονται και σταδιακά αυτονομούνται, καθώς και κατά την όψιμη εφηβεία (μετά τα 17 έτη).
Οι περισσότεροι εξαρτημένοι έφηβοι ασχολούνται με «παιχνίδια», σε αντίθεση με τους ενήλικες που η εξαρτητική τους συμπεριφορά εστιάζεται στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά στους εφήβους, η κατάχρηση του διαδικτύου μπορεί να τους ωθήσει να σταματήσουν το σχολείο, να απομονωθούν από την οικογένεια και τους φίλους, να είναι επιθετικοί με τους γονείς, να κλέβουν χρήματα από την οικογένεια για να «παίζουν», να ζουν σε ένα δωμάτιο, να μην τρώνε ή το αντίθετο (να παχύνουν πολύ), να μην γυμνάζονται και να μην κοιμούνται για 24ωρα. Μπορεί ακόμη να μην αλλάζουν ρούχα, να παραμελούν την υγιεινή τους και την καθαριότητα.
Τα παραπάνω μπορεί να εμφανιστούν σε ηπιότερη μορφή κατά την πρώιμη εφηβεία. Όσο ο έφηβος μεγαλώνει και πλησιάζει τη μέση εφηβεία, ο πειραματισμός και η περιέργεια, η μη συνειδητοποίηση του κινδύνου και η φυσιολογική αντίδραση σε κάθε καταπίεση, γίνονται βασικά χαρακτηριστικά του και τον καθιστούν ευάλωτο και ευαίσθητο σε εξαρτήσεις. Παρ’όλα αυτά, οι ηλικίες που αναφέρονται είναι ενδεικτικές, έτσι ένα παιδί μπορεί να εμφανίσει συμπτώματα εξάρτησης από το διαδίκτυο ακόμη και σε μικρότερη ηλικία και οπωσδήποτε και σε μεγαλύτερη.
Τι πρέπει να κάνουν οι γονείς για να εντοπίσουν εγκαίρως την εξάρτηση του παιδιού τους από το διαδίκτυο
Οι γονείς θα πρέπει να παρατηρούν το παιδί τους και τη συμπεριφορά του και αν αναγνωρίσουν τα παρακάτω προειδοποιητικά σημάδια να απευθυνθούν άμεσα σε ειδικό που θα τους συμβουλεύσει σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της εξάρτησης από το διαδίκτυο. Συνοπτικά, τα σημάδια, με απλά λόγια, είναι τα εξής:
- Το παιδί εκνευρίζεται όταν είναι εκτός διαδικτύου.
- Ο χρόνος που περνά στο διαδίκτυο είναι μεγαλύτερος από ό,τι ήταν προγραμματισμένο.
- Παρουσιάζει ξαφνική μειωμένη απόδοση ή σχολική αποτυχία.
- Εμφανίζει διαταραχές ύπνου ή αλλαγή στις συνήθειες του ύπνου του.
- Εμφανίζει προβλήματα στις οικογενειακές και διαπροσωπικές σχέσεις του.
- Δείχνει να αλλάζει τις συνήθειές του, π.χ. δεν ασχολείται πλέον με αγαπημένες του δραστηριότητες ή αδιαφορεί να ακολουθήσει σε γιορτές φίλων-συμμαθητών και προτιμά να απομονώνεται.
- Παραμελεί την προσωπική του υγιεινή και αναβάλλει συνεχώςτις καθημερινές δραστηριότητες φροντίδας του εαυτού του.
- Παρουσιάζει σωματικά συμπτώματα, όπως αδυναμία ή ξηρότητα των ματιών.
Σύμφωνα με τη Μαρία Κωνσταντοπούλου, η συγκεκριμένη παθολογική συμπεριφορά του ατόμου απαιτεί την παρέμβαση ειδικών για να αντιμετωπιστεί, καθώς σε ελάχιστες περιπτώσεις η απλή παρέμβαση των γονέων μπορεί να βοηθήσει. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ειδικά όταν ο βαθμός της εξάρτησης είναι μεγάλος, απαιτείται στοχευμένη θεραπευτική παρέμβαση πολλών ειδικοτήτων, ακόμη και συμμετοχή σε συγκεκριμένα προγράμματα απεξάρτησης.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει απαραιτήτως να γίνεται εξατομικευμένη αξιολόγηση για κάθε άτομο που εμφανίζει προβλήματα στη χρήση του διαδικτύου από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας, προκειμένου να εκτιμηθεί ο βαθμός της σοβαρότητας της εξάρτησης και να δρομολογηθεί η βέλτιστη δυνατή θεραπεία για το συγκεκριμένο άτομο.
Ιδιαίτερα λόγω του ότι η πλειοψηφία των γονέων δεν έχει αντιληφθεί πόσο σοβαρή μπορεί να γίνει η εξάρτηση από το διαδίκτυο και λόγω του ότι πολλές φορές δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν και οι ίδιοι ακριβείς πληροφορίες ώστε να αναγνωρίσουν ότι το παιδί τους χρειάζεται βοήθεια, πρόκειται για ένα μεγάλο ζήτημα που αφορά τους εφήβους και αυξάνεται με ραγδαίο ρυθμό. Οι γονείς δεν είναι ειδικοί για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την κατάσταση. Πολλές φορές θεωρούν ότι απαγορεύοντας στο παιδί να έχει τον υπολογιστή ή «εκβιάζοντάς» το με διάφορους τρόπους, (π.χ. ότι πρώτα θα κάνει τα μαθήματά του και μετά θα μπει στο διαδίκτυο ή ακόμη και βάζοντας όρια ως προς τον χρόνο χρήσης), θεωρούν πως θα καταφέρουν να συμμορφώσουν το παιδί τους. Στην πραγματικότητα όμως, δεν γνωρίζουν καθόλου τους λόγους που το παιδί τους έχει προσκολληθεί στο διαδίκτυο, τι μπορεί να αντιπροσωπεύει για το παιδί ο διαδικτυακός χώρος, ακόμη και για τις δραστηριότητες με τις οποίες καταπιάνεται κατά την παραμονή του σε αυτό.
Ταυτόχρονα, είναι γεγονός ότι οι υπολογιστές είναι τόσο βαθιά μέσα στην καθημερινότητά μας, που το παιδί αφενός θα βρει τον τρόπο να μπει στο διαδίκτυο, ενώ εξίσου σημαντικό είναι το παιδί να μπορεί να έχει πρόσβαση και στην τεχνολογία και να μην του απαγορεύεται, από τη στιγμή που πρόκειται για ένα μέσο εξαιρετικά χρήσιμο και με πολλές λειτουργίες οι οποίες του είναι απαραίτητες. Επομένως η χρυσή τομή είναι δύσκολο να βρεθεί σε αυτές τις περιπτώσεις, χωρίς τη βοήθεια ειδικού.
Τι μπορεί να κάνει ο γονιός για να το προλάβει;
Όπως τονίζει η ειδικός, στις μικρότερες ηλικίες και συγκεκριμένα τουλάχιστον μέχρι τα 14 έτη, ο υπολογιστής θα πρέπει να είναι σε κοινή θέα ή έστω συνδεδεμένος με τις αντίστοιχες συσκευές των γονέων οι οποίοι θα πρέπει να είναι πάντοτε ενήμεροι για τις διαδικτυακές κινήσεις του παιδιού. Είναι πολύ σημαντικό να απαγορεύουμε περιήγηση σε ακατάλληλες σελίδες ή παιχνίδια για την ηλικία του παιδιού και να γνωρίζουμε ότι στα παιχνίδια αναγράφεται ξεκάθαρα η επιτρεπόμενη ηλικία. Επομένως μπορούμε να εξηγήσουμε στο παιδί ότι οι κατασκευαστές του παιχνιδιού ορίζουν το ηλικιακό όριο και όχι εμείς «οι υπερβολικοί γονείς».
Είναι πάρα πολύ σημαντικό και θέλει μεγάλη προσοχή η έκθεση του παιδιού σε ακατάλληλες σκηνές, που μπορεί να περιλαμβάνουν βία ή σεξουαλικές ή άλλες τρομακτικές σκηνές, διότι τα ίδια τα παιδιά αναφέρουν στη συνέχεια διάφορα συμπτώματα όπως διαταραχές ύπνου, εφιάλτες και αϋπνίες. Ειδικά τα τελευταία χρόνια που κυκλοφορούν διαφόρων ειδών τρομακτικά βίντεο με “κούκλες του σανατά όπως η Άναμπελ” ή ο τρόμος του “Γκούφι”, τα παιδιά ηλικίας 8,9,10 χρονών δεν είναι σε θέση να επεξεργαστούν την εγκυρότητά τους και να καταλάβουν πως αυτά δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα και πως δεν κινδυνεύουν εκείνα και οι γονείς τους από αυτά. Αντιλαμβάνεται κανείς τι μπορεί να εμφανίσει ένα παιδί που πιστεύει κάτι τέτοιο, από έντονο άγχος και φοβίες μέχρι σοβαρότερα ψυχοσωματικά συμπτώματα.
Δυστυχώς η έκθεση στις οθόνες και σε πληθώρα πληροφοριών είναι ανεξέλεγκτη και οι γονείς δεν είναι πάντα σε θέση να ελέγξουν σε τι εκτίθενται τα παιδιά. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε για να περιορίσουμε όσο το δυνατόν την εξάρτηση από τις οθόνες και το διαδίκτυο αλλά και τα διαδικτυακά παιχνίδια είναι:
- Πρώτο και βασικότερο, ΔΕΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΥΜΕ.
Ποτέ και για κανέναν λόγο δεν θα πρέπει το τάμπλετ ή η κονσόλα ή το κινητό να γίνουν αντικείμενα διαπραγμάτευσης – τιμωρίας ή απαγορευτικά αντικείμενα για το παιδί, διότι τότε παίρνουν θαυμαστή αξία στα μάτια του, γίνονται το ποθητό αντικείμενο που επιδιώκει μανιωδώς να κατέχει. Προσπαθούμε να διατηρήσουμε μια ισορροπία όσο γίνεται έχοντας στον νου μας ότι το παιδί μπορεί να περάσει τον ελεύθερο χρόνο του όπως εκείνο επιθυμεί, όπως και εμείς βέβαια. Η χρήση οθονών θα πρέπει να συμβαίνει αποκλειστικά και μόνο κατά τον ελεύθερο χρόνο του.
Το δεύτερο ερώτημα που προκύπτει είναι πώς θα κατευθυνθεί το παιδί να επιλέξει να κάνει κάτι άλλο στον ελεύθερο χρόνο του παρά να περνά την ώρα του στις οθόνες; Η απάντηση έχει να κάνει και με τη δική μας συμπεριφορά: πρώτον εμείς τι κάνουμε στον ελεύθερο χρόνο μας; (ώστε να παραδειγματιστεί και το παιδί και να του είναι πιο φυσικό να κάνει ό,τι κι εμείς). Δεύτερον τι ερεθίσματα έχει το παιδί εντός και εκτός σπιτιού και τι αντικείμενα του προσφέρονται για να ασχοληθεί; (δηλ. αν όλο το σπίτι είναι γεμάτο οθόνες και έχει μεγαλώσει από μικρό με μια “ψηφιακή νταντά” για να μη μας ενοχλεί, γιατί να επιλέξει κάτι άλλο;). Οπότε θα πρέπει πρώτοι εμείς να έχουμε άλλα ενδιαφέροντα και χόμπι και να ενθαρρύνουμε τα παιδιά να ασχοληθούν με αυτά ή να τους προτείνουμε άλλα που μπορεί να τα ενδιαφέρουν περισσότερο αν δεν τους αρέσουν τα δικά μας.
Αν θέλουμε τα παιδιά μας να αγαπάνε το διάβασμα πρέπει εμείς πρώτοι να διαβάζουμε και να τους διαβάζουμε από την πρώτη μέρα γέννησης, αν είναι δυνατόν. Αν θέλουμε να αγαπάνε τη μουσική ή να εξασκούνται σε ένα μουσικό όργανο ή μια γλώσσα, αντίστοιχα θα πρέπει να βλέπουν και εμάς να ακούμε διάφορα είδη μουσικής και να τα ενθαρρύνουμε να ανακαλύψουν τι τα ενδιαφέρει, το ίδιο και με τα αθλήματα κλπ. Όμως σίγουρα θα πρέπει να δείξουμε εμείς τον δρόμο στα παιδιά και να μην χρησιμοποιούμε τις εξωσχολικές δραστηριότητες σαν υποχρεώσεις και καθήκοντα του παιδιού.
Είναι σημαντικό το παιδί να διαλέγει το ίδιο με τι θα απασχοληθεί εκτός σχολείου και ποιο άθλημα ή μουσικό όργανο ή όποιο χόμπι θέλει να ακολουθήσει. Σε όλες τις εξωσχολικές δραστηριότητες το παιδί πρέπει να πηγαίνει επειδή τις αγαπά, θέλει να συμμετέχει και του αρέσουν. Δεν πρέπει να πηγαινοφέρνουμε το παιδί σε δραστηριότητες που δεν το ενδιαφέρουν γιατί τότε θα ασχολείται μόνο τις ώρες που είναι εκεί και μάλιστα θα το κάνει αγγαρεία. Όλο αυτό θα ρωτήσει κανείς τι σχέση έχει με τις οθόνες; Αν το παιδί θέλει να κάνει μπαλέτο κι εμείς το πάμε ρυθμική και επιμένουμε, τότε αποκλείεται σε ανύποπτο χρόνο να αρχίσει να κάνει φιγούρες ρυθμικής αντί να ασχοληθεί με την οθόνη. Θα πηγαίνει και θα έρχεται στη ρυθμική χωρίς ιδιαίτερη όρεξη με ό,τι συνεπάγεται αυτό, θα αποκτά στείρα γνώση και δεν θα τη χρησιμοποιεί πουθενά εκτός ωραρίου μαθήματος. Αν όμως το παιδί θέλει μπαλέτο και πηγαίνει μπαλέτο, στον ελεύθερο χρόνο του είναι πολύ πιο πιθανό να αρχίσει να κάνει φιγούρες μπαλέτου (αν βέβαια του επιτρέπουμε μέσα στο σπίτι να κάνει φασαρία, να βάζει μουσική, να μας «ενοχλεί» με την παρουσία του κλπ.) αντί να κοιτά ΥouΤube. Επομένως, δεν μπορεί να περιμένουμε να μην προσκολληθεί στις οθόνες ένα παιδί που από ενός έτους το βάζουμε στο baby tv “για να κάνουμε δουλειές” αντί να του δώσουμε “να κάνει κι εκείνο δουλειές”, πχ μια σκούπα ή σφουγγαρίστρα στο μέγεθός του.
- Όταν πρόκειται να προβούμε στην αγορά του ηλεκτρονικού μέσου με το οποίο θα συνδέεται στο διαδίκτυο θα πρέπει οπωσδήποτε να έχει προηγηθεί χρονική συμφωνία μαζί του.
Μέχρι το παιδί να φτάσει στο Γυμνάσιο, οπότε και θα ξεκινήσει να κυκλοφορεί και μόνο του, δεν είναι απαραίτητη η αγορά του κινητού τηλεφώνου και εάν αυτό συμβεί θα πρέπει να είναι με τον όρο ο γονέας να έχει πρόσβαση στο τηλέφωνο του παιδιού και οπωσδήποτε να υπάρχει όριο στη χρήση. Το ίδιο ισχύει και για τα τάμπλετ, τα οποία αγοράζονται συνήθως πολύ νωρίτερα δηλ. στο δημοτικό και τα παιδιά έχουν απεριόριστη πρόσβαση σε αυτά. Κατά κανόνα αυτό θα έπρεπε να αποφεύγεται και τα συμφωνημένα ωράρια να τηρούνται. Το θέμα είναι τι κάνουμε όταν δεν τηρούνται και τα παιδιά διαμαρτύρονται; Μπορούμε να αποσύρουμε τελείως το τάμπλετ για ένα διάστημα και να το ξαναδώσουμε με τον όρο να τηρηθούν τα ωράρια. Το σημαντικό είναι να έχουμε θέσει εξαρχής τα επιτρεπόμενα ωράρια τα οποία αφορούν στον ελεύθερο χρόνο του παιδιού, και βέβαια για παιδιά μικρότερης ηλικίας, μέχρι 10 ετών, η έκθεση σε κάθε είδους οθόνη απαγορεύεται τουλάχιστον μία ώρα από την ώρα του ύπνου, διότι δημιουργεί υπερδιέγερση και δυσκολία στον ύπνο, αλλά και υπερένταση κατά τη διάρκεια αυτού.
- Είναι πολύ σημαντικό η ενασχόληση με τις οθόνες να μην ξεπερνά τον χρόνο που θα ασχοληθεί το παιδί και με τις υπόλοιπες ασχολίες του.
Για να προληφθεί η εξάρτηση από το διαδίκτυο θα πρέπει από πολύ νωρίς στη ζωή του παιδιού να υπάρχουν πολλά και διάφορα ερεθίσματα και διαφορετικά ενδιαφέροντα και ασχολίες και μέσα σε αυτά σταδιακά να ενσωματώνεται και η ενασχόληση με την τεχνολογία και τις οθόνες. Το επιθυμητό είναι ένα παιδί να μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα σε σχολικές υποχρεώσεις, εξωσχολικές δραστηριότητες, φίλους, κοινωνική ζωή, ατομικό και ομαδικό παιχνίδι, ατομική υγιεινή, σίτιση και ύπνο. Ανάλογα βέβαια την κάθε μέρα και με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν πρέπει να βοηθήσουμε το παιδί να μάθει την αποτελεσματική διαχείριση του χρόνου και να θέτει προτεραιότητες.
- Διαφορετική στάση ανάλογα με την ηλικία του παιδιού.
Στον έφηβο ηλικίας από 14 ετών και πάνω, δεν επιτρέπεται να παρακρατήσουμε το κινητό σαν μέσο πίεσης ή διαπραγμάτευσης σε καμία περίπτωση πέραν της αλόγιστης χρήσης που μπορεί να επιφέρει υπέρογκους λογαριασμούς (εκεί οφείλουμε να θέσουμε εμείς το όριο του λογαριασμού που μπορούμε να πληρώνουμε). Ιδιαίτερα στους εφήβους ηλικίας 14 και άνω, το κινητό δεν είναι απλά η είσοδος στο διαδίκτυο αλλά «όλη τους η ζωή», είναι σαν να τους «κόβουμε το χέρι» όταν το παρακρατάμε. Και σίγουρα δεν θα δούμε κανένα επιθυμητό αποτέλεσμα αν το κάνουμε, διότι εάν πρόκειται για ένα παιδί που ζει μόνο στον ψηφιακό κόσμο, αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει πρωτίστως είναι ο λόγος που το παιδί έχει αποσυρθεί από την πραγματικότητα και ζει στην ψηφιακή και όχι το ίδιο το γεγονός. Πρόκειται επομένως για σύμπτωμα, για αποτέλεσμα κάποιας ψυχικής αναστάτωσης και όχι για αιτία ή καπρίτσιο ή βαρεμάρα του παιδιού να κάνει κάτι άλλο.
Όσον αφορά στα παιδιά μικρότερης ηλικίας 9-14 ετών, ξέρουμε ότι θα προτιμούσαν να απασχοληθούν με κάτι άλλο παρά με τις οθόνες, αν οι συνθήκες το επέτρεπαν ή αν οι γονείς έδιναν αυτή την ευκαιρία (αυτό ισχύει για τις περιπτώσεις που δεν υποκρύπτεται κάποια ψυχολογική αιτία και το παιδί δεν το χρησιμοποιεί ως διαφυγή). Το ζήτημα εδώ είναι ότι, τουλάχιστον τις καθημερινές, που τα ωράρια είναι εξαντλητικά για μικρούς και μεγάλους και δεν υπάρχει εύκολα το περιθώριο το παιδί να πάει σε έναν φίλο ή να συναντηθεί έξω μαζί του, τότε είναι που τα παιδιά προσκολλώνται στην οθόνη. Επομένως σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει εμείς να είμαστε σε θέση να αφιερώσουμε χρόνο να τα απασχολήσουμε με οτιδήποτε άλλο εκτός από οθόνες: δεν πρόκειται ένα παιδί 10 χρονών να κάτσει να παίξει μόνο του το οτιδήποτε εκτός οθόνης, ειδικά εάν μέχρι τώρα έκανε μόνο αυτό. Δεν πρέπει να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι θα αφήσουμε ένα παιδί 8, 9 ή 10 χρονών στο δωμάτιό του να παίξει και εκείνο όντως να πιστέψουμε πως θα ασχοληθεί με κάτι άλλο εκτός από οθόνες.
Θα πρέπει εμείς να διαθέσουμε κάποιο χρόνο για να κατευθύνουμε προς μια ασχολία που να το ενδιαφέρει, ενώ είναι αυτονόητο ότι αποκλείεται ένα παιδί να αφήσει τις οθόνες για «να κάνει δουλειές». Είναι σημαντικό να μην έχουμε μη ρεαλιστικές προσδοκίες ότι το 10χρονο θα αφήσει το playstation για να μαζέψει το δωμάτιό του μόνο του. Πρώτα θα πρέπει να το απομακρύνουμε απ’ τις οθόνες με αντικείμενα που το ελκύουν και σε άλλο χρόνο να είναι η ώρα που μαζεύει ή κάνει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει. Μπορούμε να του προτείνουμε αντί της κονσόλας να μαγειρέψουμε μαζί κάτι, να παίξουμε μαζί του ένα επιτραπέζιο ή να δούμε μαζί μια ταινία που μπορούμε και να συζητήσουμε πάνω σε αυτή, να φτιάξουμε τον κήπο μαζί ή να φροντίσουμε μαζί το κατοικίδιο.
*Ευχαριστούμε τη Μαρία Κωνσταντοπούλου, Ψυχολόγο- Σύμβουλος – Ψυχοθεραπεύτρια
Επικοινωνία: 2109885970 / 6946567674