ΠΑΙΔΙ

Τι γίνεται με τους σχολικούς ψυχολόγους στην Ελλάδα; Η υφυπουργός Παιδείας, Δόμνα Μιχαηλίδου και η παιδοψυχολόγος απαντούν

iStock/24 Media Creative Team

Στο πέρασμα του χρόνου το σχολείο έχει γίνει ένα σύμβολο προσωπικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, είναι το κατώφλι του πραγματικού κόσμου, μια μικρογραφία της κοινωνίας των ενηλίκων.

Το σχολείο είναι ο θεσμός μέσα στον οποίο παιδιά και έφηβοι θα πρέπει να εφοδιάζονται με όλα εκείνα τα εργαλεία που θα τους επιτρέψουν να αναπτυχθούν πνευματικά και ψυχικά. Να ανακαλύψουν τον εαυτό τους και τον υπόλοιπο κόσμο, μέσα σε ένα προστατευμένο και ασφαλές περιβάλλον. Αυτά τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, καθώς η πραγματικότητα είναι πιο σκληρή. Και με τα παιδιά ακόμα περισσότερο. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας, εξετάζουμε λοιπόν πώς τα ελληνικά σχολεία επενδύουν στην φροντίδα της ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων, πώς οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας που βασίζονται στο σχολείο μπορούν να βελτιώσουν την πρόσβαση στην περίθαλψη, να επιτρέψουν την έγκαιρη αναγνώριση και θεραπεία προβλημάτων ψυχικής υγείας, αλλά και ποιοι είναι οι μελλοντικοί σχεδιασμοί της κυβέρνησης επί του ζητήματος.

Οι προκλήσεις στη φροντίδα της ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων

Ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων: Τι γίνεται με τους σχολικούς ψυχολόγους στην Ελλάδα;

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, περίπου 1 στα 7 άτομα ηλικίας από 10 έως 17 ετών, πάσχει από κάποια ψυχική διαταραχή. Αυτό το ήδη ανησυχητικό στατιστικό στοιχείο, επιδεινώθηκε περαιτέρω από την πανδημία Covid-19. Η ανεπαρκής θεραπεία των προβλημάτων ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζουν παιδιά και έφηβοι, μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες και να επηρεάσει όχι μόνο τη σημερινή, αλλά και τη μελλοντική τους ευημερία.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες συντελέστηκε στο ελληνικό σύστημα ψυχικής υγείας μεγάλη στροφή προς μια κοινοτική προσέγγιση στην πρωτοβάθμια φροντίδα, γεγονός που βελτίωσε σημαντικά την παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας στα παιδιά και τους εφήβους, δημιουργώντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα για περαιτέρω αλλαγή. Ωστόσο, οι δυσκολίες που εξακολουθούν να υπάρχουν, θέτουν εμπόδια τόσο στα παιδιά, όσο και στις οικογένειες που χρειάζονται φροντίδα.

Ταυτόχρονα τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, λειτουργούν ανασταλτικά για την υλοποίηση πολιτικών που στοχεύουν στην παροχή βοήθειας, λόγω ανεπαρκούς χρηματοδότησης. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση πεδίου του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) στο πλαίσιο της Διεθνούς Πρωτοβουλίας για την Υγεία ΙΣΝ και του Child Mind Institute, η κατανομή των πόρων μπορεί να είναι ανισομερής και συχνά παρατηρούνται σημαντικά ελλείμματα στις διαθέσιμες υπηρεσίες, όπως και στην ποιότητα της παρεχόμενης φροντίδας, ιδιαιτέρως σε απομακρυσμένες περιοχές της χώρας. Ο δημόσιος τομέας αντιμετωπίζει έλλειψη πιστοποιημένων σε ειδικές θεραπείες παιδοψυχιάτρων, ψυχολόγων και άλλων επαγγελματιών ψυχικής υγείας, προκαλώντας εκπαιδευτικά κενά που πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα.

Τα πιο συχνά προβλήματα ψυχικής υγείας σε παιδιά και εφήβους και τα κενά στη χάραξη πολιτικής στην Ελλάδα

Η προαναφερθείσα ανάλυση, αναφέρει πως τα πιο συχνά προβλήματα ψυχικής υγείας σε μαθητές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι:

  • Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/ Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ)
  • Το άγχος
  • Η διαταρακτική συμπεριφορά
  • Η κατάθλιψη
  • Ο εκφοβισμός

Η κατανόηση του νομικού πλαισίου που διέπει το σύστημα Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στην Ελλάδα, τόσο από τα παιδιά και τους φροντιστές τους, όσο και από τους σχετικούς επαγγελματίες, αποτελεί έναν κρίσιμο παράγοντα για τη διασφάλιση της πρόσβασης σε κατάλληλη φροντίδα ψυχικής υγείας. Ιδιαιτέρως σημαντική είναι η κατανόηση της νομοθεσίας που αφορά την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών και των εφήβων. Ωστόσο, ο κατακερματισμός του νομικού πλαισίου στην Ελλάδα καθιστά σχεδόν αδύνατη την κατανόηση και εξοικείωση με τις σχετικές νομοθετικές προβλέψεις. Οι περισσότεροι επαγγελματίες, καθώς και ο γενικός πληθυσμός, δεν κατανοούν τις νομικές υποχρεώσεις ή τα δικαιώματά τους.

Η Ελλάδα δεν διαθέτει ένα ενιαίο και συντονισμένο σύστημα παιδικής προστασίας.

Οι διατάξεις είναι διάσπαρτες σε πληθώρα νομοθετημάτων που αποδίδουν αρμοδιότητες και διαχέουν τις ευθύνες σε διαφορετικά υπουργεία και φορείς. Το ίδιο ισχύει και για τη νομοθεσία που αφορά την ψυχική υγεία, η οποία είναι ομοίως κατακερματισμένη. Ο τομέας αυτός χαρακτηρίζεται μέχρι σήμερα συχνά από ασάφεια, διοικητικές επιβαρύνσεις και αλληλεπικαλυπτόμενες αρμοδιότητες που επηρεάζουν σημαντικά την παροχή υποστήριξης και φροντίδας στα παιδιά που την έχουν ανάγκη.

Ποιος ο ρόλος λοιπόν των σχολικών ψυχολόγων στη χώρα μας;

Μιλώντας με την υφυπουργό Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, Δόμνα Μιχαηλίδου, μάθαμε περισσότερα γύρω από το το πλαίσιο του θεσμού:

«Πριν από λίγα μόλις χρόνια στο εκπαιδευτικό μας σύστημα οι ψυχολόγοι δεν υπήρχαν στα γενικά σχολεία. Οι ψυχολόγοι ήταν συνδεδεμένοι μόνο με την αναπηρία και την ειδική αγωγή. Θεσμοθετήθηκαν το 1985 και αρχικά μπήκαν μόνο στα ειδικά σχολεία. Για συστηματική παρουσία ψυχολόγου σε σχολεία της χώρας μπορούμε να μιλάμε από το 2010 χάρη στα Προγράμματα Ψυχολογικής Υποστήριξης.

Την τελευταία τετραετία διπλασιάσαμε την παρουσία σχολικών ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών. Το 2019 ήταν 1.600 και σήμερα έχουμε 3.200 ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς δίπλα στα παιδιά μας, στους εκπαιδευτικούς και στους γονείς».

Σύμφωνα με την Κλινική Ψυχολόγο και Παιδοψυχολόγο, Μαρίκα Σιδηροπούλου, το γεγονός ότι πλέον υπάρχουν στα σχολεία της Ελλάδας εξειδικευμένοι επαγγελματίες ψυχικής υγείας αποτελεί σίγουρα μια σημαντική πρόοδο, ακριβώς όπως και η λειτουργία των ειδικών σχολείων. «Το αρνητικό εδώ είναι ότι ακόμη δεν υπάρχουν επαρκείς και μόνιμες θέσεις παιδοψυχολόγων σε κάθε σχολείο».

Αναφερόμενη στις κύριες προκλήσεις που μπορεί ένας σχολικός ψυχολόγος να αντιμετωπίζει, η ίδια συνεχίζει:

«Ο σχολικός ψυχολόγος στην καθημερινότητά του αντιμετωπίζει πολλαπλές και σύνθετες προκλήσεις στις οποίες καλείται να απαντήσει με επαγγελματισμό. Ο βασικός στόχος του είναι η θεραπευτική προσέγγιση των παιδιών με συναισθηματικές και συμπεριφορικές δυσκολίες και σε αυτό παίζει σημαντικό ρόλο η θετική συνεργασία των γονέων/φροντιστών. Η εναρμονισμένη σχέση μεταξύ του σχολικού πλαισίου και των γονέων/φροντιστών είναι βασική προϋπόθεση για να βοηθηθεί το παιδί».

Όσο για το πώς ελέγχεται η αποτελεσματικότητα του θεσμού;

Από την Άνοιξη του 2023 με την επιλογή των Συμβούλων Εκπαίδευσης, υπάρχουν και Σύμβουλοι Ψυχολόγων και Κοινωνικών Λειτουργών σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, οι οποίοι έχουν επί της ουσίας την επιστημονική ευθύνη των σχολικών ψυχολόγων και των κοινωνικών λειτουργών.

Πώς ένας γονιός/φροντιστής ανηλίκου καταλαβαίνει ότι ένα παιδί χρειάζεται να επισκεφθεί ψυχολόγο;

«Όταν ο γονέας/φροντιστής αντιληφθεί κάποιες ιδιαιτερότητες ή αλλαγές στη συμπεριφορά του παιδιού που αντανακλούν συναισθηματική δυσκολία, καλό θα είναι να πάρει τη γνώμη κάποιου ειδικού παιδοψυχολόγου» επισημαίνει σχετικά η κα. Σιδηροπούλου. Παράλληλα τονίζει πως οι εκπαιδευτικοί μπορεί να διακρίνουν μαθησιακές, συναισθηματικές ή/και κοινωνικές δυσκολίες στο παιδί και να παροτρύνει τους γονείς/φροντιστές να αναζητήσουν επαγγελματική βοήθεια.

Πόσο εύκολο είναι όμως για ένα παιδί ή έναν έφηβο που αντιμετωπίζει σχολικό εκφοβισμό ή περιστατικά βίας να ανοιχτεί σε έναν ψυχολόγο και κατά πόσο το σχολικό περιβάλλον ενδείκνυται για κάτι τέτοιο; Η παιδοψυχολόγος σημειώνει:

«Ο παιδοψυχολόγος χάρη στην εξειδικευμένη εκπαίδευσή του και την επαγγελματική του εμπειρία, διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία (συνομιλία, ζωγραφική, δραματοποίηση, παιχνίδι) ώστε το παιδί να μπορέσει να εκφραστεί».

«Ο σχολικός ψυχολόγος θα μπορούσε τόσο σε ομαδικό όσο σε ατομικό επίπεδο να βοηθήσει τα παιδιά να εξωτερικεύσουν αυτά που σκέφτονται και νιώθουν».

Από τη μεριά της, η υφυπουργός Παιδείας τονίζει: «Θεσμοθετήσαμε τον Σύμβουλο Σχολικής Ζωής ο οποίος αποτελεί σταθερό “σημείο αναφοράς” για τους μαθητές σε κάθε σχολική μονάδα Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Ο ρόλος του κρίσιμος και καταλυτικός στον εντοπισμό, την αντιμετώπιση και κατ’ επέκταση στην πρόληψη περιστατικών εκφοβισμού και βίας. Χτίζεται μια σχέση εμπιστοσύνης κι έτσι οι μαθητές μοιράζονται πιο εύκολα με τον Σύμβουλο Σχολικής Ζωής, κάτι που απασχολεί τους ίδιους ή τους συμμαθητές τους.

Σε επίπεδο σχολικής μονάδας, ο Διευθυντής μαζί με έναν εκπαιδευτικό ή τον Σύμβουλο Σχολικής Ζωής είναι οι υπεύθυνοι αντιμετώπισης της σχολικής βίας και του εκφοβισμού.

O Σύμβουλος Σχολικής Ζωής έχει δικαίωμα να επικοινωνήσει, αν το κρίνει απαραίτητο, και απευθείας με τους γονείς των μαθητών με στόχο να βοηθηθεί το παιδί.

Τι μένει να γίνει για τη φροντίδα της ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων στα σχολεία;

Η υφυπουργός Παιδείας αναφερόμενη στους μελλοντικούς σχεδιασμούς της κυβέρνησης πάνω στο ζήτημα, δηλώνει:

«Έχουμε προχωρήσει σε πολλές πρωτοβουλίες για να υποστηρίξουμε τους μαθητές και να δώσουμε εργαλεία στους εκπαιδευτικούς για να αντιμετωπίσουν τα περιστατικά ενδοσχολικής βίας και σχολικού εκφοβισμού.

Έχουμε να κάνουμε ακόμα περισσότερα ώστε να πολεμήσουμε τον σχολικό εκφοβισμό στη ρίζα του. Ένα από αυτά, η δημιουργία μιας καινοτόμου Ειδικής Ψηφιακής Πλατφόρμας για αναφορές περιστατικών ενδοσχολικής βίας, η οποία θα είναι διαθέσιμη στο gov.gr.

Σύντομα θα δημοσιευθεί σχετική Υπουργική Απόφαση για τη λειτουργία της πλατφόρμας στην οποία θα έχουν πρόσβαση οι μαθητές, οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί για την άμεση και έγκαιρη αναφορά των περιστατικών».

Πώς ακριβώς θα λειτουργεί όμως αυτή η ψηφιακή πλατφόρμα για περιστατικά σχολικής βίας;

Σύμφωνα με την υφυπουργό Δόμνα Μιχαηλίδου, οι αναφορές αυτές θα εξετάζονται από μια τετραμελή ομάδα ειδικών, με σκοπό να ενημερώνει άμεσα την εκπαιδευτική κοινότητα για το πώς πρέπει να δράσει. Οι ειδικοί θα είναι σε συνεχή επικοινωνία με το σχολείο για την εξέλιξη του ζητήματος, θα εποπτεύουν και όποτε χρειαστεί θα πραγματοποιούν και επιτόπιες επισκέψεις. Θα υπάρχουν συγκεκριμένα πρωτοκόλλα, δηλαδή ποιος θα καταγράφει, τί θα καταγράφει, πώς θα χρησιμοποιείται η καταγεγραμμένη πληροφορία. Πάντα με απόλυτο σεβασμό στα προσωπικά δεδομένα, τόσο του ενδεχόμενου θύματος, όσο και του ανθρώπου που έχει δώσει την πληροφορία.

«Η πλατφόρμα καταγραφής συμβάντων κακοποίησης θα μας βοηθήσει να χτίσουμε τη «μνήμη» που θα συμβάλλει στην επίλυση, αλλά και στην πρόληψη», τονίζει η κα. Μιχαηλίδου και προσθέτει:

«Η πλατφόρμα θα περιλαμβάνει και επιμορφωτικό υλικό τόσο για τους μαθητές, όσο και για τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς με απώτερο στόχο την καλλιέργεια της ενσυναίσθησης ώστε να μπορέσουμε να καταπολεμήσουμε οριστικά τη βία και τον σχολικό εκφοβισμό.

Έχουμε χρέος όλοι μαζί να υψώσουμε τείχη σε κάθε συμπεριφορά που απομονώνει, πληγώνει και τραυματίζει τα παιδιά μας μέσα στο σχολείο.

Έχουμε κάνει πολλά βήματα. Όμως, έχουμε να κάνουμε ακόμα πολλά. Τα παιδιά μας πρέπει να είναι και να νιώθουν ασφαλή μέσα στο σχολείο, αλλά και να μην διστάζουν να ζητούν βοήθεια όταν τη χρειάζονται».

Σύμφωνα άλλωστε και με την κα. Σιδηροπούλου, το κράτος παρέχει σημαντικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας σε παιδιά και τις οικογένειές τους. Ωστόσο, το περιθώριο για βελτιώσεις είναι μεγάλο:

«Η ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυση -τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και επίπεδο εργατικού δυναμικού– αυτών των κρατικών δομών αποτελεί βασικό βήμα για μια πιο ψυχικά υγιή κοινωνία. Η παρουσία παιδοψυχολόγων σε κάθε σχολείο θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντική πρόοδο ώστε οι νέες γενιές να αναπτύξουν μια υγιή σχέση με τον εαυτό τους και τους γύρω τους».

Exit mobile version