Αποκλειστικό: Εντοπίστηκαν εμπρηστικοί μηχανισμοί μίσους σε όλη τη χώρα
- 24 ΑΥΓ 2023
«Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν’ οι κάμποι; Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά;» έγραφε κάποτε ο Ιωάννης Πολέμης. Ένα απέραντο γκρι τοπίο νομίζω ότι μου έρχεται να απαντήσω. Ούτε θάλασσες, ούτε νησιά, ούτε δέντρα όπου σκαρφαλώνουν τα τζιτζίκια για το τραγούδι τους. Όλα είναι σαν να ανήκουν σε ένα ανθολόγιο της Β΄ δημοτικού σε κάτι που διαβάσαμε στο παρελθόν κι εκεί θα τα βρίσκαμε μόνο, πίσω μας. Όλα τα ωραία μας, όλη η φυσική ομορφιά. Συρρικνώνονται, χάνονται, καίγονται. Και καιγόμαστε κι εμείς μαζί τους. Καιγόμαστε εκ των έσω. Καίγονται τα μυαλά μας από το μίσος που διάφοροι βρίσκουν τη στιγμή να το βγάλουν προς τα έξω.
Καιγόμαστε ρε παιδιά. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα δάση μας καίγονται, οι περιουσίες μας καίγονται, άνθρωποι ανακαλύπτονται απανθρακωμένοι κι εκεί αντί να σκύψουμε το κεφάλι και να κλάψουμε για την αποτυχία μας ως είδος να σεβαστούμε φύση κι ανθρώπους, εκεί είναι που βγάζουμε τη χολή μας περισσότερο. Στο post του LadyLike για παράδειγμα στο Instagram τη μέρα που έγινε γνωστή η είδηση με τους μετανάστες που βρέθηκαν καμένοι σε δάσος της Δαδιάς, τα περισσότερα σχόλια ήταν μία παραίνεση να διορθώσουμε το κείμενο για να πούμε «λαθρομετανάστες».
«Χεστήκαμε για τους λαθρομετανάστες η φύση μας καίγεται», έγραψε κάποιος. Κι αυτό το σχόλιο μπορούσες να το βρεις κάτω από οποιαδήποτε είδηση για το θέμα.
«Το μόνο ευχάριστο είναι ότι δεν έχουμε θρηνήσει ανθρώπινη ζωή πέρα από αυτούς τους ταλαίπωρους 18 ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους στο δάσος της Δαδιάς», ειπώθηκε στην ΕΡΤ. Το ίδιο με το παραπάνω είναι αν το σκεφτείς λίγο καλύτερα, μην βλέπεις που έλειπε το «χέσιμο» από τη φράση. Ένα κόψιμο που μας πιάνει ιδιαζόντως επιλεκτικό. Για να συμβεί, πρέπει πρώτα να κοιτάξουμε τα στοιχεία καταγωγής του θύματος οποιασδήποτε καταστροφής. Αν δεν είναι ημεδαπός μπορούμε να τρέξουμε στην τουαλέτα.
Γι’ αυτό σου λέω, καιγόμαστε. Καίγονται τα εγκεφαλικά μας κύτταρα, σπίρτο και φωτιά είναι ο οχετός του μίσους. Του μίσους που κατευθύνεται ως συνήθως στον αδύναμο. Έχουν γεμίσει τα social media με βίντεο που δείχνουν μέλη εθνικιστικών ομάδων να καλούν σε πογκρόμ προσφύγων και μεταναστών μέσω viber. Το video κάποιου που φυλάκισε «25 κομμάτια» σε ένα φορτηγό έκανε τον γύρο του διαδικτύου.
Τώρα ο ίδιος και δύο ακόμα συνεργάτες του αντιμετωπίζουν κατηγορίες για απαγωγή, ενώ 13 μετανάστες αντιμετωπίζουν κατηγορίες εμπρησμού καθώς υπήρξαν καταθέσεις μαρτύρων, δηλαδή των ανθρώπων που τους εγκλώβισαν στο φορτηγό και διαφήμισαν τη λεία τους στα social media, και πληροφοριακό υλικό από κινητά τηλέφωνα που στέκεται ως ένδειξη ενοχής.
«Μην τους δείχνεις, καψ’ τους!», έγραφε κάποιος σχολιαστής εκείνου του live. Κάψε ό,τι μπορείς. Τα δάση, τη συνείδησή σου, ανθρώπους, την ανθρωπιά την ίδια.
Ο ρατσισμός πλέον εκφράζεται απροκάλυπτα στον δημόσιο λόγο. Κάπως έτσι ίσως ο βουλευτής Έβρου της Ελληνικής Λύσης, Πάρης Παπαδάκης, έκανε χωρίς να σκεφτεί τι σημαίνει την ανάρτηση που έγραφε: «Να είστε σε εγρήγορση για να κάνουμε αυτό που ξέρουμε καλά! Έχουμε πόλεμο κύριοι». Ίσως γι’ αυτό ακούγονται σε video «κυνηγοί κεφαλών» στον Έβρο να λένε «Μην πάρετε όπλα και μαχαίρια, δεν μας αφήνουν, θα έχετε πρόβλημα» πριν τις περιπολίες τους. Ίσως γι’ αυτό κάποιος να θέλησε να διαφημίσει τα «25 κομμάτια» που μάζεψε στο φορτηγό του έτσι απλά, χωρίς να λογαριάζει τις συνέπειες.
To Open από την άλλη, μετέδιδε ότι είχαν συλληφθεί δύο μετανάστες για εμπρησμό, για να πάρει την είδηση πίσω, όταν διαψεύστηκε από την ελληνική αστυνομία.
Μοιάζει όλοι να ψάχνουν απεγνωσμένα για φταίχτες.
Είναι πάντα πολύ πιο εύκολο για όλα να φταίει κάποιος έξω από εμάς. Να φταίει κάποιος προς τον οποίο θα κατευθύνεις την οργή σου την τυφλή για τα δάση που κάηκαν, για την περιουσία σου που κινδύνευσε, για τη ζωή σου που αλλιώς την περίμενες κι αλλιώς σου βγήκε κυρίως.
Φταίει ο αέρας, ο μετανάστης, η κλιματική αλλαγή και κάθε συνωμοσία που μπορεί να φανεί αρκετά περίπλοκη για να σου φανεί σαν «σχέδιο» και αρκετά απλή για να ταυτιστεί με αυτά που ήδη έχεις μέσα στο κεφάλι σου. Είναι πάντα εύκολο να βρεις φταίχτες και εχθρούς και να τα βάλεις μαζί τους, να τους απαξιώσεις, να καταντάς να μην τους βλέπεις ως ανθρώπους αλλά ως «κομμάτια».
Στον αντίποδα κάποιοι άλλοι απλά αδιαφορούν για όσα γίνονται και περιμένουν να περάσουν. Κάπως έτσι εξηγείται ο σουρεαλισμός που επικρατεί στα social media μας, όπου κάτω από τις φωτογραφίες από τα καμένα υπάρχουν φωτογραφίες από καλοκαιρινές διακοπές και μαγιό και θάλασσες και τούμπαλιν.
Είναι μάλλον εξίσου εύκολο να αδιαφορείς, να παραμένεις στη μικρή σου φούσκα και να επιπλέεις σε αυτή χωρίς να σε αγγίζει ο όλεθρος. «Σάμπως αν ήσουν κοντά στις φωτιές θα έπιανες καμία μάνικα να τις σβήσεις», λες στον εαυτό σου και προχωράς.
Τι κι αν δεν δείχνεις να καταλαβαίνεις ότι η δική σου φούσκα δεν είναι ανεξάρτητη από αυτή των άλλων; Τι κι αν δείχνεις έλλειψη ενσυναίσθησης για τους συμπολίτες σου που αναγκάζονται να φεύγουν από τα σπίτια τους, να ψάχνουν νερό να σβήσουν τις φωτιές, να βλέπουν τα όνειρα και τους κόπους τους να γίνονται στάχτη; Για τους απανθρακωμένους μετανάστες άστο, ας μην το πιάσω καν το θέμα. Μοιάζει απλά να υπήρξαν και κάποια πτώματα, όπως αυτά που υπάρχουν κάθε μέρα σε πολέμους. Τόσο πολύ μακριά από εδώ όλα κι ας είναι ο ουρανός ήδη γεμάτος καπνό και θολούρα παντού.
Καιγόμαστε εκ των έσω, η ψυχή μας καίγεται. Την κρατάμε βουβή να μην μιλάει και την απασχολούμε με διάφορες αποσπάσεις. Διαβάζουμε την επικαιρότητα επιδερμικά, βλέπουμε αριθμούς νεκρών και στρεμμάτων καμένων και δεν τους ερμηνεύουμε σαν ζωή, αλλά σαν μαθηματικά σύμβολα. Την κοιμίζουμε γιατί δεν έχουμε τι να την κάνουμε.
Η ψυχή μας βλέπεις απαιτεί και κάποια συνέπεια. Δεν αρκείται στο να κάνουμε τον κριτή από τον καναπέ μας. Θέλει να συνεχίζουμε να ψάχνουμε τι έγινε, να προτείνουμε ως ενεργοί πολίτες, να λαμβάνουμε την ευθύνη των αποφάσεών μας, να ζητάμε, να αγωνιζόμαστε, να προσπαθούμε με τις δικές μας ατομικές ενέργειες να μην επιβαρύνουμε, να συμμετέχουμε στην πρόληψη, να βοηθάμε όπου μπορούμε, να μην ασχολούμαστε με τα θέματα αυτά μόνο τον Αύγουστο. Κι αυτή η συνέπεια είναι μία δύσκολη υπόθεση.
Δεν ξεφυτρώνει έτσι ξαφνικά ούτε το μίσος, ούτε η αδιαφορία. Δεν εμφανίστηκε απλά ανάμεσά μας.
Οι μεν ρατσιστές υπήρχαν και εκφράστηκαν μάλιστα και στις πρόσφατες εκλογές δίνοντας υψηλά ποσοστά συνολικά στην ακροδεξιά και «οπλίστηκαν» από την αναποτελεσματικότητα του κράτους να δράσει προς την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών. Ο ρατσισμός υπάρχει κάθε μέρα δίπλα μας ακόμα κι αν θέλουμε να τον διαπιστώνουμε μόνο σε περίοδο κρίσης. Φουντώνει στις κρίσεις, όταν όλοι θέλουν να ψάξουν κάποιον φταίχτη αλλά είναι καθημερινά παρών, όσο κι αν στο ενδιάμεσο προτιμούμε να κάνουμε ότι δεν τον βλέπουμε από την ανάγκη μας να πιστέψουμε ότι ζούμε σε μία κοινωνία που έχει προχωρήσει. Και μάλλον θα συνεχίσει να υπάρχει όσο δεν του απαντάμε καθημερινά ή όσο δεν οχυρωνόμαστε απέναντί του απαιτώντας λύσεις στο μεταναστευτικό πρόβλημα με γνώμονα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον σεβασμό σε αυτά.
Οι δε αδιάφοροι μάλλον έχουν δεχθεί ως «κανονικότητα» το concept καλοκαίρι = φωτιές στην Ελλάδα. Κι αυτό στην αναποτελεσματικότητα να δράσουμε 11 μήνες πριν τον Αύγουστο για να προλάβουμε την πύρινη λαίλαπα ίσως έχει τις ρίζες του. Τίποτα δεν αλλάζει σε αυτή τη χώρα, άρα τίποτα δεν μοιάζει μη αναμενόμενο.
Τα ΜΜΕ δεν βοήθησαν αυτή την περίοδο. Τις πρώτες μέρες της φωτιάς στη Βόρειο Ελλάδα έπαιζαν κανονικά το πρόγραμμά τους ταυτιζόμενοι με όσους είπαν «καλοκαίρι είναι θα περάσει» και συνέχισαν να κάνουν αμέριμνοι το καλοκαιρινό τους πρόγραμμα. Έπειτα έπεσαν με λύσσα στη μάχη της ενημέρωσης μέχρι που οδηγήθηκαν και στην παραπληροφόρηση όπως αυτή με την είδηση που το Open πήρε πίσω για τους μετανάστες.
Τι κάνουμε τώρα όμως; Τώρα που τα καμένα γέμισαν τον ουρανό μας. Τώρα που κάποιες ψυχές βρήκαν τον θάνατο από ολική απανθράκωση, σύμφωνα με τις ιατροδικαστικές εκτιμήσεις; Τώρα που ο ρατσισμός έχει βγει φανερά έξω, εκφράζεται απροκάλυπτα με ρητορική μίσους από ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόμαστε την ίδια καμένη γη; Τώρα που ο κοινωνικά ανεκτός ρατσισμός εκφράζεται ακόμα και εν τη ρύμη του λόγου στις ειδήσεις με εκείνο το «ευτυχώς δεν θρηνήσαμε ανθρώπινες ζωές»;.
Συνεχίζουμε να κοιτάμε τα πράγματα επιδερμικά και αδιάφορα μέχρι το επόμενο καλοκαίρι όπου θα βρούμε την νέα μας «ασύμμετρη απειλή» να κατηγορήσουμε; Ή παύουμε να ψάχνουμε για εύκολους φταίχτες και δικαιολογίες που επαναλαμβάνονται; Ή κοιτάμε τις ελλείψεις στα μάτια, παραδεχόμενοι ότι τίποτα δεν είναι καλώς καμωμένο σε αυτή την χώρα που έτυχε να ζούμε και απαιτούμε κάτι καλύτερο να μας επιφυλάσσει το μέλλον από εκείνους που το κρατάνε στα χέρια τους; Όχι κάτι καλύτερο, το αυτονόητο δηλαδή, την πρόληψη.
Σώζουμε την ψυχή μας ή την αφήνουμε κι εκείνη να καεί;