Εξομολόγηση: Ο σκαφάτος που αγάπησα
- 29 ΙΟΥΝ 2014
Ήταν μια μέρα διαφορετική από τις υπόλοιπες. Αποφασίστηκε (δε βάζω τον εαυτό μου μέσα στην απόφαση αυτή), να πάμε για ποτό στα βόρεια προάστια. Εγώ καθότι παιδί υβρίδιο, μούλτι κούλτι, Περιστέρι και Αρσάκειο, έχω δει τα πρόσωπα των ανθρώπων απ' όλες τις περιοχές και είμαι προαποφασισμένα και απόλυτα, αρνητικά διακείμενη απέναντι στους βόρειους. Κάτι ο Μαζώ με το Gucci φόρεμα, κάτι που τους σιχάθηκε η ψυχή μου τόσα χρόνια στο σχολείο, κάτι που ξυπνά καμια φορά το Περιστέρι μέσα μου, δε θέλω και πολύ.
Στο θέμα μας λοιπόν, φτάνουμε σε πολύ χάι μπαράκι στα βου που και αράζουμε σε πόζα Sex and the City, η τετράς, στο μπαρ, cocktailάκια, χάχανα και ματάκια με τους θαμώνες. Full ξινή εγώ “βαριέμαι τη ζωή μου, πάρτε με από ‘δω τώρα, πάμε κανα Μπλε Παπαγάλο, κανα Πραξιτέλους ή Bios βρε αδερφέ”, τίποτα. Καμία ευχή δεν εισακούσθη. Το βράδυ μου έγινε λίγο πιο ενδιαφέρον όταν με πλησιάσε καστανόξανθο, πέντε ημέρες αξύριστο αγόρι. Χαμογελαστός, ευδιάθετος, με περνούσε τέσσερα χρόνια, λίγο φλώρος, αλλά τόσο που λες “άχου το μωρέ το γλυκούλι”. Αυτή ήταν η γνωριμία, and the rest is history…
Αν και δε με κέρδισε καθόλου με το λέγειν του (ναι είμαι περίεργο τρένο), δεν είχα τίποτ’ άλλο σπουδαίο να παίζει εκείνη την περίοδο, οπότε ενέδωσα και ανταλλάξαμε κινητά. Τα πρώτα τηλεφωνα δεν άργησαν να πέσουν, ήρθε με πήρε με Porsche, δεν ήξερα που να κρυφτώ. Αν το είχα φανταστεί θα είχα ζητήσει και μια Ε1 καλού κακού απ’ την αρχή. Πήγαμε λοιπόν ξανά στα βόρεια οι δυο μας για ποτό και φαγητό, πρέπει να έδωσε γύρω στα 400ευρώ, όχι δε με άφησε να πληρώσω τα δικά μου παρόλο που προσφέρθηκα. Πάλευαν πάνω απ’ το κεφάλι μου: αγγελάκι “Κύριος”, διαβολάκι “Ψώνιο”. Μετά απ’ αυτό το ραντεβού, με φίλησε, με πήγε σπίτι. Λίγες μέρες μετά ξαναμιλήσαμε, ξαναβγήκαμε σε παρόμοιο μοτίβο, αλλά η συνέχεια ήταν στο σκάφος του.
Η πρώτη μου φορά με τον σκαφάτο
Ναι είχε σκάφος (σκαφάτος δε λέει ο τίτλος;). Αραγμένο στη Μαρίνα Φλοίσβου, το σκάφος της οικογενείας. Μπαίνουμε μέσα, ξύλο και επίχρυσωμένες λεπτομέρειες, ναυτικοί κόμποι και λοιπές κλασικούρες παντού, μύριζε χλωρίνη. Ψάρωσα για δέκα λεπτά θαρρώ. Έπειτα προσγειώθηκα. Η πρώτη φορά που κάναμε σεξ ήταν αδιάφορη, έως ανύπαρκτη. Πολύ κάφρος για σκαφάτος. Γύρισα σπίτι και πλενόμουν μισή ώρα, σιχάθηκα τον εαυτό μου γιατί ένιωθα ότι πήγα μαζί του επειδή μου γυάλισαν τα λεφτά του. Δεν έμαθα όμως και ξαναβρεθήκαμε. Ήρθε σπίτι μου με φεράρι (ναι καλα διάβασες). Πάρκαρε λοιπόν τη Φεράρι στο Περιστέρι, και ανέβηκε στο διαμέρισμά μου. “Αυτό το μοντέλο είχε κι ο παππούς μου”, το σχόλιό του για την τηλεόραση του σαλονιού. “Ααα πάλι καλά που αποτριχώνεις τα χέρια σου, δε μπορώ τις γυναίκες με τρίχα στο χέρι”, το σχόλιό του για τη γυναικεία τριχοφυία. Ο καιρός περνούσε και συνεχίζαμε να βρισκόμαστε. Ήταν ένα περιστασιακό σεξ, ένα δείπνο κι ένα ποτό, μια σχέση που κράτησε σ’ αυτή την κατάσταση τρία χρόνια. Πρέπει να είχε ξοδέψει αρκετές χιλιάδες ευρώ σ’ αυτό το χρονικό διάστημα. Ξέραμε και οι δύο ότι ανήκουμε σε άλλους κόσμους. Εγώ στον πραγματικό, κι εκείνος σ’ αυτόν που του είχε πλάσει η οικογένειά του. Όταν το συνειδητοποιήσαμε και ξέραμε ότι δε μπορούμε να είμαστε μαζί, αποφάσισα να δω τον άνθρωπο πίσω από τα χρυσά μανικετόκουμπα. Ήταν ένα παιδί, λίγο μεγαλύτερος απ’ όσο μου ‘χε πει αρχικά, παιδί όμως. Τα λεφτά δεν τον είχαν αλλάξει. Είχε μεγαλώσει μ’ αυτόν τον τρόπο και δεν ήταν δικό του το λάθος. Ο τρόπος του ίσως ναι ήταν δικός του, αλλά όχι οι συνήθειες, τα αυτοκίνητα, τα ακριβά στέκια, τα κολλαριστά χαρτονομίσματα. Περάσαμε πολύ ωραίες στιγμές μαζί, όταν αποφασίσαμε να γνωριστούμε. Φάγαμε στα στέκια μου στο κέντρο, πήγαμε για ποτό στο Γκάζι, μεθύσαμε, χορέψαμε κι ήμασταν ένα. Υπήρξε ένα παράλληλο σύμπαν που ήμασταν μαζί, ήμασταν ίδιοι και ταιριάζαμε.Το ίδιο κι εκείνος για ‘μένα. Στόχος αυτής της ιστορίας δεν είναι ένα δακρύβρεχτο τέλος. Φυσικά ούτε happy end έχει. Αυτό που θέλω να πω είναι πως οι καρικατούρες και τα στερεότυπα που έχουμε μέσα στο κεφάλι μας, στέκονται συχνά πυκνά εμπόδιο να δούμε ποιος είναι ο άλλος. Εντάξει δε λέω, όλα τα κλισέ έχουν μια μικρή δόση αλήθειας, αλλά όχι αρκετή για να ζεις με αυτή. Ακόμα και τώρα αν τον πετύχω κάπου τυχαία, μου αφήνει μια γλυκόπικρη αίσθηση. Κυρίως το πώς μπορεί ένα status quo να καθορίσει με ποιον εσύ επιτρέπεται να περνάς καλά. Για ‘μένα θα είναι πάντα ο σκαφάτος που αγάπησα, όχι αυτός που γνώρισα. Αυτή είναι η μόνη φορά που απολαμβάνω όταν έχω άδικο, όταν οι άνθρωποι δεν είναι όπως τους περίμενα, αλλά καλύτεροι.