Φυσικά και βλέπω ακόμα Mega. Τι άλλο να δω δηλαδή;
- 21 ΝΟΕ 2017
Όσοι θέλουν να λέγονται Έλληνες τηλεθεατές, στο νούμερο 4 του τηλεκοντρόλ (5 για τους μεταγενέστερους, εναλλακτικούς), έβλεπαν πάντα το Μεγάλο Κανάλι. Το Mega και η επίσχεση εργασίας που έχει γίνει στους εργαζόμενούς του από τον Σεπτέμβριο του 2016, είναι ίσως η μεγαλύτερη πληγή στην καρδιά όλων όσοι λατρεύουμε την τηλεόραση.
Από το 2012 με μια σταθερή πτωτική πορεία, το Mega πρόβαλε όλο και λιγότερες νέες εκπομπές και σίριαλ, τις ώρες προβολής των οποίων γέμιζε με «κατεψυγμένα» προϊόντα παλαιότερων ετών σε επανάληψη ή νέο υλικό από την Τουρκία, το οποίο παρά τις τίμιες προσπάθειες, δεν κατόρθωσε ποτέ να αγκαλιαστεί από την ελληνική οικογένεια με την ίδια ζέση που υποδεχόμασταν την πρωτογενή, εγχώρια δημιουργία (ή έστω και τις μεταφορές των ξένων σειρών στη δική μας γλώσσα με προσαρμογές στο σενάριο και τη σκηνοθεσία).
Η θέση που έχουν στο τηλεοπτικό λεύκωμα των αναμνήσεών μας οι εκπομπές, τα τηλεπαιχνίδια, τα σόου και τα σίριαλ του Mega, είναι σαν την πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση που έχει κάνει γούβα: μπορεί να βάλεις άλλη στη θέση της, αλλά πάντα θα θυμάσαι πόσο άνετα καθόσουν σ’ εκείνη. Κάπως έτσι και παρόλο που το μοναδικό «καινούριο» που είχε να επιδείξει το Mega τον τελευταίο χρόνο, ήταν η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα σε live αναμετάδοση από τη ΔΕΘ, και το δελτίο καιρού το οποίο συνεχίζει ακάθεκτο να μεταδίδεται καθημερινά, οι θεατές δείχνουν να επιστρέφουν κάθε τόσο στις επαναλήψεις που προβάλλει το Μεγάλο Κανάλι εδώ και δεκατέσσερις μήνες.
Την ώρα που ο παλμογράφος της Nielsen δείχνει πως όλο και λιγότερα δάχτυλα πατούν το πλήκτρο το οποίο αντιστοιχεί στο Mega, δεν μπορεί κανείς να γυρίσει το κεφάλι στα τριαντάρια που χτυπάνε οι επαναλήψεις επεισοδίων του «Παρά Πέντε», αλλά και η «Ζωή της άλλης», κάνοντας τη την πρώτη δραματική σειρά που αγγίζει τέτοια νούμερα ενώ δεν προβάλλεται για πρώτη φορά. Το γεγονός ότι οι παλαιότερες παραγωγές του σταθμού μπορούν ακόμα και να απειλήσουν την ακροαματικότητα ζωντανών και νέων προγραμμάτων των άλλων καναλιών, είναι κάτι αξιοσημείωτο μεν, αμφίσημο δε: Ήταν τα σίριαλ του Mega τόσο σπουδαία ή θέλουν να πουν κάτι οι τηλεθεατές; Να που μπορούν να συμβαίνουν και τα δύο.
Φαινόμενο Παρελθοντολαγνεία
Με το να στήνεται κανείς μπροστά στην τηλεόραση και να παρακολουθεί τον Γιώργο Λιάγκα να παρουσιάζει την «Εκδίκηση της ξανθιάς», ή να βλέπει «Αέρινες σιωπές», δεν απολαμβάνει απλά ξανά το αγαπημένο του τηλεοπτικό πρόγραμμα, αλλά το ξαναζεί. Μπορεί να μην είναι κάτι που συμβαίνει συνειδητά, αλλά παρακολουθώντας την τηλεόραση μιας άλλης εποχής, μεταφερόμαστε νοητά στο πώς ήταν όταν τα βλέπαμε τότε. Γιατί να θέλει κανείς να το κάνει αυτό; Μα φυσικά για να ξαναφέρει στο μυαλό του τις μνήμες και τις εικόνες πριν την οικονομική κρίση, την ανεργία, τη μιζέρια και τη φτώχεια. «Και τι δε θα δίναμε να ξαναζήσουμε τις δόξες του 2004» και ουσιαστικά οι επαναλήψεις της χρυσής εποχής του Mega, είναι ένα placebo αυτής ακριβώς της νοσταλγίας για τα «παλιά, καλά χρόνια». Δεν είναι τυχαίο ότι ο κόσμος περίμενε ένα reality σαν το Survivor – το οποίο είχε δει και παλιότερα στο Mega – για να αφοσιωθεί ξανά στο χόμπι της τηλεόρασης σε ποσοστά 60 και 70%.
«Η ζωή της άλλης» παίχτηκε στο Mega το 2009. Τον Οκτώβρη του 2017, σημείωσε 19,7% στο σύνολο και 28,9% στο νεανικό κοινό. Το «Παρα πέντε» προβλήθηκε το 2005 και τα επεισόδιά του σημειώνουν σήμερα έως και 31,2% στα νεανικά κοινά.
Οι «Δύο Ξένοι», οι «Φιλοδοξίες», το «Κλείσε τα μάτια», οι «Σαββατογεννημένες», δεν είναι απλά μερικές πολύ καλές σειρές, αλλά εκείνες που σηματοδοτούν τις μέρες της ευρωστίας και της αφθονίας. Ταυτόχρονα, βέβαια, δε μπορεί κανείς να παραβλέψει και την ποιότητα των τηλεοπτικών προϊόντων στα οποία είχε επενδύσει στα χρόνια λειτουργίας του το Mega και επιλέγει τώρα να προβάλλει σε επανάληψη. Ακριβές παραγωγές, πρωτογενή σενάρια, μεγάλα ονόματα της υποκριτικής και ατάκες που ανεξάρτητα με το αν ακούγονται και πάλι στην τηλεόραση, θυμόμασταν ούτως ή άλλως από τα χρόνια καριέρας στους καναπέδες μπροστά στο «χαζοκούτι».
Το αντίπαλο δέος
Απολύτως λογικά ακολουθεί το ερώτημα «και τι άλλο να δεις;». Είναι γεγονός ότι η ελληνική τηλεόραση διανύει μια αρκετά χλιαρή και μέτρια περίοδο από πολλές πλευρές. Τη στιγμή που οι καναλάρχες και οι εταιρείες παραγωγής θέλουν να ρίξουν χρήματα στο βωμό της τηλεθέασης, δεν ξέρω πώς και πού να τα διαθέσουν ώστε να τραβήξουν και να κρατήσουν τον τηλεθεατή. Έτσι καταλήγουμε σε ένα τηλεοπτικό πεδίο μάχης στο οποίο την ίδια στιγμή μπορεί να προβάλλονται πέντε προγράμματα που θέλει να δει κανείς, και την επόμενη να μην υπάρχει ούτε ένα που να ενδιαφέρει το κοινό. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα έναν τηλεθεατή χαμένο, ο οποίος θα επιλέξει να ξαναγυρίσει στα σίγουρα και ξαναζεσταμένα που του σερβίρει το Mega, ή να κλείσει εντελώς την τηλεόρασή του.
Με μια πιο προσεκτική ματιά, θα δει κανείς πως ανάλογα το τι συμφέρει τον καθένα, σχεδόν όλες οι εκπομπές μπορούν να μεταφράσουν τα νούμερά τους σε «ικανοποιητικά» και να είναι ικανοποιημένες, λαμβάνοντας υπόψη τον γενικότερο μέσο όρο του καναλιού στο οποίο προβάλλονται, τον ανταγωνισμό στα άλλα κανάλια, αλλά και τις τηλεθεάσεις που «παίζουν» για όλους, οι οποίες δύσκολα ξεπερνούν το 20-25%.
Χωρίς κάποια «δυνατά χαρτιά» να καθηλώσουν τον τηλεθεατή και να ανεβάσουν τον πήχη του μέσου όρου, όλοι θα είναι ευχαριστημένοι με την μετριότητα, χωρίς καμία διάθεση για βελτίωση, με μόνο απογοητευμένο εκείνον που στέκεται απέναντι από την οθόνη κοιτάζοντας το τηλεκοντρόλ σαν πασιέντζα που δεν θα βγει ποτέ.
Η ελληνική τηλεόραση βρίσκεται σε πανικό και οι τηλεθεατές παρακολουθούν αμήχανοι. Μέχρι να πάψει το σύγχρονο να αντιγράφει, να κάνει κακό χιούμορ, να προσλαμβάνει φθηνά «ταλέντα» και να βγάζει στον αέρα εκπομπές προϊόντα χωρίς νεύρο και άποψη, τα δάχτυλα θα επιστρέφουν σ’ εκείνο το κουμπί του τηλεκοντρόλ που τους δίνει τη μεγαλύτερη ασφάλεια και σιγουριά γι’ αυτό που πρόκειται να δουν, αυτό του Mega.
* Το άρθρο αναδημοσιεύεται εμπλουτισμένο από το κυριακάτικο TV Έθνος.