Γιατί η Carrie Coon είναι η πιο σημαντική τηλεοπτική ηθοποιός σήμερα
- 18 ΜΑΙ 2017
Τρία χρόνια πριν στο ΗΒΟ έκανε πρεμιέρα μια "ήπια φιλόδοξη" σειρά, που βάδιζε στα επικίνδυνα μονοπάτια του Lost - ή τουλάχιστον αυτή ήταν η αρχική εντύπωση του κοινού για το The Leftovers. Η σειρά βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο του Tom Perrotta και μεταφέρθηκε στο συνδρομητικό κανάλι από τον ίδιο και τον Damon Lindelof. Στις 14 Οκτωβρίου 2010 εξαφανίζεται το 2% του πληθυσμού της γης. 140 εκατομμύρια άνθρωποι αγνοούνται ξαφνικά. Οι συνέπειες είναι δυσβάστακτες για το μεγαλύτερο μέρος του εναπομείναντος πληθυσμού. Η πλοκή μάς μεταφέρει σε μια μικρή πόλη της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Εκεί, ανάμεσα σε παραληρήματα πρωταγωνιστών και σέχτες με αρχές λειτουργίας τη νικοτίνη και τις τύψεις, εμφανίζεται μπροστά μας η Carrie Coon.
“Ποια είναι αυτή και πού την έχω ξαναδεί” ήταν η πρώτη σκέψη του τηλεθεατή που αντίκριζε τον χαρακτήρα της Nora Durst, είτε είχε δει το Gone Girl, όπου η Coon είχε πραγματοποιήσει την πρώτη κινηματογραφική της εμφάνιση, είτε όχι. Το πρόσωπό της φαινόταν οικείο. Όπως στην περίπτωση που παρακολουθείς μια παλιά ταινία όπου ξέρεις καλά την πρωταγωνίστρια, αλλά δεν θυμάσαι ποτέ πώς τη λένε.
Η Carrie Coon γεννήθηκε το 1981 σε μια μικρή πόλη του Οχάιο. Η μητέρα της ήταν νοσηλεύτρια και ο πατέρας της μηχανικός αυτοκινήτων. Όταν ήταν παιδί, είχε εμμονή με το τέλος του κόσμου. Τα βράδια σηκωνόταν από το κρεβάτι της και ρωτούσε τους γονείς της πότε θα επέστρεφε στη γη ο Ιησούς. Καμία απάντηση, όμως, δεν την ικανοποιούσε. Λίγα χρόνια μετά επισκεπτόταν το τοπικό νεκροταφείο, διάβαζε τις ταφόπετρες και έψαχνε για τις ιστορίες αυτών που είχαν φύγει από τον δικό μας κόσμο. Κάποια συμπαντική δύναμη, κάποιο ένστικτο ή, απλά, το φιλοπερίεργα ανήσυχο πνεύμα της Carrie τής ψιθύριζε την κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσει στη ζωή της, δηλαδή την αφήγηση των ιστοριών των ανθρώπων μέσα από την υποκριτική.
Μετά τις σπουδές της στην αγγλική φιλολογία, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν – Μάντισον, από όπου αποφοίτησε με πτυχίο στην υποκριτική και ξεκίνησε τις εμφανίσεις της στην τοπική θεατρική σκηνή. Από το 2006 και για 6 χρόνια εμφανιζόταν κατά μέσο όρο σε 4 με 5 θεατρικές παραστάσεις ανά έτος. Μετά την πρώτη εμφάνισή της με το θέατρο του Μάντισον, μετακόμισε στο Σικάγο, ενώ παράλληλα εμφανιζόταν σε παραγωγές στο Γουισκόνσιν και το Μιλγουόκι. Ως γνήσιο κορίτσι των Μεσοδυτικών Πολιτειών, επέμενε να εργάζεται στα όριά τους. Το 2010 πήρε τον ρόλο της Honey στο έργο Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, που έκανε τεράστια επιτυχία στο Σικάγο. Η παράσταση μεταφέρθηκε στις μεγάλες πρωτεύουσες της Aνατολικής Ακτής των ΗΠΑ κι έτσι η Coon εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Broadway. H ερμηνεία της τής χάρισε την πρώτη της υποψηφιότητα για Tony Award. Το 2011 έκανε το ντεμπούτο της στην τηλεόραση με τη συμμετοχή στη σειρά του NBC The Playboy Club.
Στην ταινία Gone Girl του David Fincher υποδύθηκε την αδερφή του Ben Affleck. Ένα πλάνο που “δεν της έβγαινε” με βάση τις σκηνοθετικές οδηγίες προβλημάτισε ιδιαίτερα την Coon, ωστόσο η τελειομανία της ίδιας και του Fincher αρκούσε για να βγει (μετά από 50 περίπου λήψεις) το σωστό αποτέλεσμα. Λίγοι είχαν προσέξει την ήσυχη ερμηνεία ενός αντίστοιχου βεληνεκούς χαρακτήρα ανάμεσα στο δράμα του Affleck και τη διαβολική παρουσία της Rosamund Pike. Την ίδια χρονική περίοδο, η διευθύντρια κάστινγκ του The Leftovers ζήτησε από την Coon να έρθει στην οντισιόν και μόλις διάβασε τη – γνωστή πλέον – ομιλία της Nora Durst οι συνδημιουργοί της σειράς αναγνώρισαν τον ρόλο στο πρόσωπό της. Πλέον, στην τρίτη σεζόν της σειράς, η Coon είναι η Nora πιο πολύ από ό,τι η Nora είναι η Coon.
(Photo by Evan Agostini/Invision/AP)
Ο τηλεοπτικός χαρακτήρας της αντιμετωπίζει την απώλεια της οικογένειας εξαιτίας της Αναχώρησης. Η Nora έχασε σύζυγο και δυο παιδιά και εργάζεται στην αρμόδια υπηρεσία που συλλέγει στατιστικά στοιχεία και προσπαθεί να ερμηνεύσει τα αίτια της Αναχώρησης, διερευνώντας όπου χρειάζεται τυχόν απάτες σε σχέση με το μεγάλο γεγονός. Η ερμηνεία της Coon είναι και πάλι ήσυχη, γιατί έτσι το έχει επιλέξει. Διαχειρίζεται ένα συναίσθημα που προσιδιάζει στο πένθος, ένα εγχείρημα δύσκολο, καθώς μόνο μετά από έναν θάνατο μπορεί κανείς να το προσεγγίσει με πληρότητα. Αυτό το επικίνδυνο κενό που γεμίζει μόνο με ερωτήματα που – κατά πάσα πιθανότητα – θα μείνουν αναπάντητα και μετά το τέλος της σειράς είναι το σημείο που η Coon διαχειρίζεται ερμηνευτικά με τρόπο που αποδεικνύει το μεγαλείο του ταλέντου της. Σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθως θα τη συγκρίναμε με κάποια παλιά ηθοποιό με πολλά βραβεία στην πλάτη της και αναγνωρισμένη εδώ και χρόνια καλλιτεχνική παρακαταθήκη. Η Coon δε χρειάζεται καν αυτό. Είναι ήδη μια “παλιά” ηθοποιός. Για αυτή την ποιότητα ερμηνείας, αλλά και για για τη φρεσκάδα που καταφέρνει να διοχετεύει στους χαρακτήρες της επελέγη και για την 3η σεζόν του Fargo.
O Noah Hawley, δημιουργός της σειράς, προσέφερε στην Coon τον ρόλο της Gloria Burgle και για έναν ακόμα λόγο. Η Coon κατοικεί με τον σύζυγό της, ηθοποιό και θεατρικό συγγραφέα Tracy Letts στο Σικάγο. Ο Hawley, κάτοικος Τέξας, εκτίμησε ιδιαίτερα την προσωπική της επιλογή, καθώς και μέσα από αυτή διαφαίνεται ότι η Coon δεν επιθυμεί να προσποιείται. “Αν θέλεις να ερμηνεύσεις μια ευρεία γκάμα χαρακτήρων, βοηθάει το να μένεις στον αληθινό κόσμο”, είχε δηλώσει ο δημιουργός της σειράς. Έτσι η Coon ισορροπεί ανάμεσα στη φούσκα του κόσμου του θεάματος και τον κανονικό κόσμο, και δη τις Μεσοδυτικές Πολιτείες το μέρος όπου μεγάλωσε και όπου η ίδια έγινε ο άνθρωπος που επέλεξε.
Το Fargo διαδραματίζεται στη Minnesota κι έτσι η Coon, στον φετινό ρόλο της αστυνομικού που διερευνά μια δολοφονία του σήμερα και ένα οικογενειακό δράμα παλιότερης εποχής, “κλειδώνει” τόσο με την πλοκή και την τοποθεσία, όσο και με τη γενέτειρα των αδερφών Κοέν, στην ομότιτλη ταινία όπου βασίστηκε (εν γένει) η σειρά. Στην παρούσα φάση, η Coon είναι η μόνη ηθοποιός που εμφανίζεται στον πρωταγωνιστικό ρόλο δυο χοτ σειρών που προβάλλονται την ίδια χρονική περίοδο και μάλιστα χωρίς να βάζει κανέναν τηλεθεατή στη διαδικασία της σύγκρισής της με τον ίδιο της τον εαυτό.
Μέσα σε όλο αυτό, η ίδια έχει περιγράψει την ενασχόλησή της με την υποκριτική ως κάτι που μπορεί να αποδειχθεί περιστασιακό. Είναι ανοιχτή στις πιθανότητες της ζωής, παρότι η ίδια δεν άφησε τίποτα στην τύχη. Πάντοτε έκανε επιλογές που την έφερναν σε επαφή με τον κόσμο όπως δεν τον είχε ξαναδεί, με αποτέλεσμα να φτάσει σήμερα, στα 36 της χρόνια, σε μια πρώτη κορύφωση της καριέρας της. Μετά από την μαζική αναγνώριση, τι; Αυτό θα αναρωτιόμασταν εύλογα για μια οποιαδήποτε άλλη νέα ηθοποιό. Στην περίπτωση της Carrie Coon δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. Για την ίδια όλα τα ενδεχόμενα είναι πιθανά. Το σινεμά, το θέατρο, η τηλεόραση, όλα βρίσκονται εκεί για να ασχοληθεί μαζί τους, αρκεί οι ρόλοι και ιδίως αυτοί που γράφονται για τις γυναίκες, να αναπτύσσονται τόσο ώστε να μην προδίδουν την έλλειψη φαντασίας από την οποία πάσχει ανά περιόδους το Χόλιγουντ. Η Coon τονίζει το συγκεκριμένο ζήτημα ιδίως σε σχέση με τις γυναίκες ηθοποιούς που, μόλις φτάσουν σε μια συγκεκριμένη ηλικία, βλέπουν τις επιλογές τους να περιορίζονται δραματικά και είναι αναγκασμένες να ερμηνεύουν ρόλους μονοεπίπεδους όπου το κοινό στοιχείο είναι η καλοσύνη του χαρακτήρα και – συνακόλουθα – η έλλειψη συνθετότητας.
Σε λίγες εβδομάδες το The Leftovers θα αποτελεί παρελθόν. Θα ξαναδούμε την Coon ξανά σύντομα και συγκεκριμένα στη δραματική ταινία The Keeping Hours, στην επιστημονικής φαντασίας περιπέτεια Kin και την κωμωδία Izzy Gets The Fuck Across Town. Η πιο σημαντική τηλεοπτική ηθοποιός σήμερα περνάει ξανά στον κινηματογράφο για να μας χαρίσει αυτό που ήθελε από μικρή: αφηγήσεις ιστοριών με τρόπο ουσιώδη κι ανεπιτήδευτο. Η Carrie Coon πραγματοποιεί τη δική της συνεισφορά στον κόσμο του θεάματος, ξεπερνώντας τη φούσκα του.
Κεντρική φωτογραφία: (Evan Agostini/Invision/AP)