OPINIONS

Η Ρούλα Πισπιρίγκου δεν αφήνει τους «ηθικούς» της γείτονες να κοιμηθούν

Ανδρέας Αλεξόπουλος/EUROKINISSI

Η Ρούλα Πισπιρίγκου οδηγήθηκε την Τετάρτη, 30 Μαρτίου 2022 στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής, όπου της ασκήθηκε ποινική δίωξη για την ανθρωποκτονία από πρόθεση της 9χρονης κόρης της Τζωρτζίνας. Αμέσως μόλις η είδηση για την προσαγωγή της έγινε γνωστή, έξω από το σπίτι της στην Πάτρα μαζεύτηκε ένα αγριεμένο πλήθος που έγραψε «θάνατος» στα παράθυρα και που ζητούσε αίμα.

Ένας όχλος μαζεύτηκε έξω από το σπίτι, όπου διέμενε η Ρούλα Πισπιρίγκου στην Πάτρα. Την ώρα που ο λόγος δίνεται επιτέλους στη δικαιοσύνη για το ζήτημα του θανάτου του ενός (προς το παρόν) εκ των τριών κοριτσιών στην Πάτρα, που τόση αγωνία κι απελπισία και ανατριχίλα είχε προκαλέσει στην κοινωνία που παρακολουθούσε τις εξελίξεις, αυτός ο όχλος δεν θύμιζε σε τίποτα σύγχρονη κοινωνία. Θύμιζε περισσότερο Μεσαίωνα.

Τότε που οι χωρικοί με αναμένες δάδες και υψωμένες τρίαινες εξεγείρονταν για να λιντσάρουν τον βρυκόλακα, τη μάγισσα, τον εγκληματία, όπως έχουμε δει σε τόσες και τόσες ταινίες. Μόνο που σε αντίθεση με τον Μεσαίωνα, αυτή τη φορά έξω από το σπίτι όπου διέμενε η Ρούλα Πισπιρίγκου στην Πάτρα ο όχλος είχε υψώσει αντί για δάδες, κινητά. Οι συγγενείς της βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στο σπίτι, ενώ το πλήθος απέξω απειλούσε για λιντσάρισμα και παράλληλα μετέδιδε την αγριευτική εικόνα στο διαδίκτυο.

Φρίκη από τη μία από τις αποκαλύψεις για την κεταμίνη που βρέθηκε στον οργανισμό της Τζωρτζίνας, εύρημα που οδήγησε τελικά στη σύλληψη της μητέρας της που αντιμετωπίζει την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Θλίψη να βλέπεις ανθρώπους με τα παιδιά τους, ζευγάρια, νέους και μεγαλύτερους να βρίσκονται έξω από το σπίτι των συγγενών της και το ένα λεπτό να γελούν μιλώντας μεταξύ τους και το επόμενο να φωνάζουν βρισιές κι απειλές, διψώντας για παραπάνω αίμα.

Η βία μοιάζει να είναι παντού, μοιάζει με σπείρα που όλο κι ανοίγει όλο κι απλώνεται. Μία φρικτή πράξη βίας γεννά μία βίαιη αντίδραση. Μία αντίδραση που ο όχλος στο μυαλό του δικαιολογεί με τις επιταγές μίας ηθικής που δεν ξέρουμε ποιος ορίζει.

Ο όχλος αυτός αισθάνηθηκε ηθικός, τόσο που πήρε μαζί και τα παιδιά για να τα παραδειγματίσει. Να τους δείξει ότι η απάντηση του «ηθικού» κόσμου της διπλανής πόρτας απέναντι στο έγκλημα είναι η βία. Η βία του εγκλωβισμού των συγγενών όσο άσχετων ή σχετικών είναι με την υπόθεση, η βία της όχι και τόσο ξεχασμένης έννοιας της βεντέτας, η λεκτική βία, οι «ευχές» για βασανιστικούς θανάτους, αλλά και «γιατί όχι;» και η πρόκλησή των θανάτων από τα άμεμπτα χέρια του.

Η βία είναι η πιο εύκολη λύση, αυταπόδεικτα αφού είναι αυτή στην οποία καταφεύγουμε ως απάντηση από τον Μεσαίωνα μέχρι σήμερα, μπορεί κι από πιο πριν δηλαδή. Η δύσκολη λύση απαιτεί να εξανθρωπιστούμε. Να παρακολουθούμε τα δράματα με ψυχραιμία και να απαιτούμε να αποδοθούν ευθύνες εκεί που πρέπει. Να περιμένουμε τη δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της και να ανακουφιζόμαστε όταν αυτή αποδίδεται.

Η βία είναι η εύκολη λύση γιατί ζούμε σε μία εποχή που μοιάζει κανονικοποιημένη. Που δεν μας σοκάρει πια. Μας φρικάρει για λίγο και μετά την ξεχνάμε μέχρι την επόμενη πιο βίαιη υπόθεση. Που τη διδάσκουμε στα παιδιά μας κάνοντάς τα μέρος ενός εξοργισμένου όχλου. Ενός όχλου που παθαίνει FOMO αν δεν καταγράψει ένα βίντεο έξω από το σπίτι της «φόνισσας», που παθαίνει FOMO αν δεν ευχηθεί στο διαδίκτυο κάποιον «κακό ψόφο». Έναν όχλο που δεν καταλαβαίνει ότι όσο αντιμετωπίζει την βία σαν σπείρα, δεν θα μπορέσει ποτέ να ελπίσει σε μία κοινωνία που θα την εξαλείψει.

Μπορεί η κοινωνία μας να γίνει λιγότερο κτηνώδης; Ίσως και να μπορεί, αλλά απαιτεί από τον καθένα από εμάς δουλειά με τον εαυτό μας. Απαιτεί αυτογνωσία, απαιτεί να δουλέψουμε τον καταπιεσμένο μας θυμό που μας οδηγεί έξω από τα σπίτια των ανθρώπων να φωνάζουμε «κρεμάστε την» και «δώστε την στον λαό» και να γράφουμε «θάνατος στους παιδοκτόνους» στα παντζούρια, αντιμετωπίζοντάς το όλο αυτό ως αφορμή να βγάλουμε από μέσα μας ό,τι σάπιο κρατούσαμε κρυμμένο στην καθημερινότητά μας.

Απαιτεί εκπαίδευση και ελάχιστη αντίληψη περί σεβασμού στις ψυχές τριών παιδιών που έφυγαν από τη ζωή κι ίσως τώρα αυτό που να χρειάζονται περισσότερο να είναι η ησυχία. Σίγουρα δεν χρειάζονται την επαναφορά της θανατικής ποινής που απαιτούμε με τα λόγια μας, με την άκρατη οργή μας, με την αποκτήνωσή μας μπροστά σε ένα κτηνώδες έγκλημα.

Ο Αύγουστος Κορτώ ήταν που το έγραψε τόσο ωραία για τη θανατική ποινή και τα «κρεμάσματα» που ζητούσαν οι πολίτες έξω από το σπίτι της Ρούλας Πισπιρίγκου και στα social media. Βλέπεις, η σύλληψή της συνέπεσε και με την εκτέλεση της θανατικής ποινής που είχε επιβληθεί στον Νίκο Μπελογιάννη.

«Είναι ανθρώπινο να νιώθεις ότι μια φρικώδης παιδοκτόνος δεν έχει το δικαίωμα να ζει.

Όμως το κράτος δεν δύναται να κυβερνάται απ’ το συναίσθημα. Δεν μπορεί να σκοτώνει. Γιατί, αν σήμερα σκοτώσει τον ένοχο, αύριο θα σκοτώσει τον αθώο.

Σήμερα, στην επέτειο της κρατικής δολοφονίας τόσων αθώων ανθρώπων, το πράγμα είναι ολοφάνερο:

Η θανατική ποινή είναι απάνθρωπη. Είναι λάθος», έγραψε ο συγγραφέας στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook.

Η θανατική ποινή είναι λάθος, η βία του όχλου είναι λάθος, η ηδονή που αντλούμε από τη βία και από την πεποίθησή μας ότι εμείς είμαστε καλύτεροι, πιο ηθικοί, άμεμπτοι σε σχέση με τους εγκληματίες που απειλούμε, μας οδηγεί να περπατάμε τα ίδια μονοπάτια κάνοντας κύκλους ξανά και ξανά.

Ίσως να είχαμε μία ελπίδα αν αυτό που άνοιγε αντί για το στόμα μας που κραύγαζε «κρεμάστε την», ήταν η συζήτηση περί της «αγίας ελληνικής οικογένειας», περί κοινωνικού κράτους με μηχανισμούς που εξασφαλίζουν την ασφάλεια των μελών της οικογένειας, περί της κανονικοποίησης της βίας. Προς το παρόν, καμία ελπίδα δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Την κρύβουν τα υψωμένα κινητά του όχλου έξω από το σπίτι της οικογένειας Δασκαλάκη στην Πάτρα.