Μία τελευταία αγκαλιά. Μία ακόμα αγκαλιά
- 26 ΙΟΥΛ 2018
Κι αν ψάχνεις λέξεις δύσκολα θα τις βρεις. Μόνο μαυρισμένες σκέψεις κι ένας πόνος βαθύς. Κι ας μην ήξερες κανέναν από εκείνους. Τρόμος. Οι στιγμές που έζησαν λίγο πριν το βάρβαρο τέλος τους παραλύουν τα πόδια σου, νεκρώνουν τα συναισθήματά σου.
Πόσο υπέφεραν εκείνοι οι άνθρωποι που είδαν τις φλόγες να τυλίγουν τα κορμιά τους. Η παντοδυναμία της αδυναμίας συγκλονίζει. Δελτία ειδήσεων αναμεταδίδουν διαρκώς από τα σημεία της καταστροφής. Φόβοι για νεκρούς έγραφαν οι τίτλοι. Ένας επιβεβαιωμένος θάνατος. Δύο. Τρεις. Μόνο τρόμος. Και δάκρυα. Δάκρυα θλίψης. Δάκρυα οργής. Δάκρυα ανημπόριας. Μάζεψαν τα πολύ απαραίτητα και μπήκαν στα αυτοκίνητά τους για να απομακρυνθούν εγκαίρως. Λίγα μέτρα πιο κάτω δεν μπορούν να μετακινηθούν. Παίρνουν τα παιδιά τους αγκαλιά και τρέχουν. Να βγουν στη θάλασσα και να σωθούν. Πηχτός καπνός.
Προς τα πού να πάνε; Βλέπουν τη θάλασσα στον ορίζοντα. Όλοι μαζί τρέχουν. Λίγα μέτρα ακόμα. Οι καρδιές συντονισμένες. Καρδιές αγνώστων που χτυπούσαν το ίδιο. Συντονίστηκαν για να σωθούν. Φωνές, ουρλιαχτά. Πώς να ένιωθαν εκείνοι οι άνθρωποι που δεν είχαν χρόνο να αντιδράσουν. Που είδαν το τέλος να πλησιάζει.
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson
«Πρόκειται για οικογένειες που βλέποντας ότι χάνονται ενστικτωδώς το μόνο που έκαναν ήταν να αγκαλιαστούν (…) Η στάση που τους βρήκαμε δείχνει ότι ήταν μια αντίδραση της τελευταίας στιγμής: χανόμαστε, αγκαλιαζόμαστε» θα πει ο Νίκος Οικονομόπουλος, Πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. 26 άνθρωποι βρέθηκαν σε ένα χωράφι στο Μάτι. Μάνες αγκάλιασαν τα παιδιά τους για τελευταία φορά και χάθηκαν. Άνοιξαν τα χέρια τους για να τα προστατέψουν. Η θάλασσα ήταν εκεί. Απόκρημνα βράχια στο ενδιάμεσο. Οι πυροσβέστες βρίσκονται μπροστά στα άψυχα κορμιά 26 ανθρώπων σε ένα χωράφι στην Αργυρή Ακτή.
Η τελευταία αγκαλιά πριν τον επίλογο, πριν η μοίρα γίνει κοινή. «Όσο δυνατοί και να είμαστε, όσο κι αν αντέχουμε, δεν μπορούμε να αντικρίσουμε αυτή την εικόνα» λένε οι αστυνομικοί που πλησιάζουν στο σημείο. Πώς να το χωρέσει ο νους; Πενθείς για τους αγνώστους που ξαφνικά έγιναν η μάνα, ο πατέρας, το παιδί σου. Ενστικτωδώς οι μύες του προσώπου σου συσπώνται. Κλαις. Το μόνο που θέλεις είναι μία αγκαλιά. Παρηγορητικές αγκαλιές. Δυνατές αγκαλιές. Σας αυτές που έκαναν οι γονείς στα παιδιά τους στο χωράφι της Αργυρής Ακτής. Οι άνθρωποι έφυγαν αγκαλιασμένοι. Ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου.
Προστατευμένοι και συνάμα απροστάτευτοι. Ένα αποτύπωμα στον κόσμο. Μία ιερή παρακαταθήκη. Να ζεις στην αγκαλιά των ανθρώπων σου. Να γίνεσαι αιώνιος στην ψυχή τους. Μία αγκαλιά που σκεπάζει τους πόνους. Μαζί. Αγκαλιά. Ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα και τα ουρλιαχτά παύουν. Μη φοβάσαι. Μία μεγάλη αγκαλιά για να κρυφτείς μέσα της. Μία αγκαλιά κόντρα στο θάνατο. Μία ευχή να γίνουμε όλοι μία αγκαλιά.
Η μαμά της 13χρονης Εβίτας που πήδηξε στον γκρεμό για να σωθεί από τις φλόγες που την περικύκλωναν σε συγκλονίζει. Μία γυναίκα που έχασε τον άντρα και τα δύο παιδιά της βρίσκει τη δύναμη να μιλήσει για την οικογένειά της. «Προσπαθώ να μοιάσω στην κορούλα μου που ήταν πάντα μαχήτρια και κατάφερνε να το αποδεικνύει με κάθε τρόπο. Ξέρω ότι ο Γρηγόρης θα έκανε ό,τι καλύτερο για να σωθούν. Το ότι δεν τα κατάφερε ήταν απλά θέληση του Κυρίου. Ακούω στα αφτιά μου την γλυκά τρεμάμενη φωνούλα του Ανδρέα: ”Φοβάμαι μανούλα, ανησυχώ πολύ, θα φανώ δυνατός αλλά εσύ μην έρθεις μαμά. Θέλω να μην έρθεις, είναι όλα κλειστά, δεν θα τα καταφέρεις”. Προσπάθησα να φτάσω κοντά τους, τέσσερις ώρες προσπαθούσα με κάθε τρόπο να πλησιάσω. Όταν εγκατέλειψα την προσπάθεια σκεπτόμενη ότι θα ήταν καλύτερα να μην κινδυνεύσω κι εγώ, ώστε να μπορώ να βοηθήσω αν χρειαστεί. Δεν έχω λόγια. Όταν θα καταφέρω να αναγνωρίσω και τα αγόρια μου -γιατί ο κρατικός μηχανισμός και σε αυτό έχει χάσει τον μπούσουλα- θα σας πω με βεβαιότητα ότι έχασα τα πάντα. Να αγκαλιάζετε τα παιδιά σας κάθε μέρα».
Και γίναμε όλοι μία ανέλπιστα μεγάλη αγκαλιά. Ένας ελάχιστος φόρος τιμής σε όσους έφυγαν τόσο άδικα. Μία αγκαλιά που άνοιγε και άνοιγε και είχε χώρο πολύ. Χώρο για όλους. Και η αγκαλιά άλλαξε όνομα και λέγεται πια αλληλεγγύη. Έτσι την έλεγαν και παλιά αλλά το είχαμε ξεχάσει. Όπως και τις αγκαλιές μας τις δίναμε μετρημένες. Τσιγκούνικες αγκαλιές. Και ξαφνικά οι φλόγες πλησιάζουν όλο και πιο κοντά. Οι αγκαλιές γίνονται πυρίμαχες και κλείνουν μέσα τους τις ψυχές που φοβούνται και πονάνε. Σιωπηλές ουρές πολλών μέτρων στις αίθουσες αναμονής νοσοκομείων για να δώσουν αίμα. Άνθρωποι φορτωμένοι με τσάντες γεμάτες φάρμακα και τρόφιμα. «Όχι άλλα τρόφιμα. Ευχαριστούμε θερμά» γράφει ένα λευκό σημείωμα γραμμένο με μπλε στιλό έξω από το κτίριο του ΚΕΕΛΠΝΟ. Ομάδες εκατοντάδων εθελοντών βρέθηκαν στο Μάτι για να βοηθήσουν όπου υπάρχει ανάγκη. Τραπεζικοί λογαριασμοί ανοίχτηκαν και πολίτες από τα λιγοστά τους έσπευσαν να συνεισφέρουν.
Παύουν οι χειραψίες. Αγκαλιές χρειαζόμαστε στα δύσκολα και στα εύκολα. Μόνο αυτές θα μας σώσουν. Θα σώσουν έστω την ψυχή μας. Αν είχα μία ευχή θα ήταν να ήμασταν όλοι μία αγκαλιά. Αγκαλιασμένοι έφυγαν. Ήταν το τελευταίο που μπορούσαν να κάνουν. Ήταν η τελευταία τους επιθυμία. Να αγκαλιαστούν σφιχτά. Να μην ξεχνάμε τι πάει να πει αγκαλιά και πόση σημασία μπορεί να κρύβει μέσα της.