OPINIONS

«Μπαμπά, μη με χτυπάς»

Παλεύω με τις ώρες να βρω κάτι να πω για τη Στέλλα και δεν μπορώ. Η  παιδοκτονία - όπου, όπως, όποτε και να συμβεί, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες - είναι έγκλημα φρικτό, αδιανόητο, το ίδιο το Μεγάλο Κακό. Φέρνει όλο τον κόσμο, μια ώρα πιο κοντά στο Τέλος του. Ποτίζεις με ανήμπορη οργή όταν το σκέφτεσαι, πονάς σχεδόν σωματικά, μπουκώνει το στόμα σου χολή. Θες να κάνεις εμετό.

Διάβασα τις λεπτομέρειες: Και η Στέλλα και ο αδερφός της, τα δίδυμα, ήταν παιδιά από δεύτερο γάμο. Ο πατέρας δεν τα ήθελε. Η μικρή ήταν ΑμΕΑ, είχε κινητικό πρόβλημα εκ γενετής. Η μητέρα της είχε αφοσιωθεί σε κείνη, ο πατέρας φρόντιζε το άλλο παιδί, που ήταν αγόρι. Και αρτιμελές. Ήταν πρώην αστυνομικός, είχε συνταξιοδοτηθεί εδώ και χρόνια – τώρα, επικαλείται ψυχολογικά προβλήματα που ξεκίνησαν μετά τη γέννηση του «άρρωστου» παιδιού. Είχε κατάθλιψη. Έπαιρνε χάπια.

Δεν ξέρω αν έχουν καμιά σημασία όλα αυτά – ίσως βοηθούν μόνο για  να καταλάβεις, να δικαιολογήσεις (;). Να βάλεις ξανά τα πράγματα σε σειρά, να «ταξινομήσεις» τη φρίκη. Για τον ίδιο λόγο βγαίνουμε στα διαδικτυακά μπαλκόνια και φωνάζουμε «πα – ΤΕΡΑΣ», αναπαράγοντας ευσυνείδητα εκείνο το φθαρμένο δημοσιογραφικό κλισέ, που μας πείθει πως ο δράστης ήταν ένα ον αφύσικο, εξω-λογικό και ασυνήθιστο, αφού κανένας «κανονικός» άνθρωπος δεν θα ενεργούσε έτσι. Με τέτοιες δικαιολογίες βολευόμαστε. Και συνεχίζουμε.

Μόνο που η αλήθεια είναι άλλη. Πιο οδυνηρή. Αβάσταχτη. Η αλήθεια είναι στους αριθμούς  : σε 1.000 με 2.000 ανέρχονται κάθε χρόνο τα καταγεγραμμένα περιστατικά βίας και κακοποίησης, με θύματα ανηλίκους –  ο πραγματικός αριθμός τους εκτιμάται σε 18.000! (σ.σ. στοιχεία από την ημερίδα που οργάνωσε τον περασμένο Δεκέμβριο η Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με την Γενική Αστυνομική Διεύθυνση και την Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων). Σε άλλη, λίγο παλιότερη έρευνα του Ινστιτούτου Υγείας του παιδιού, με ανώνυμα ερωτηματολόγια, οι αριθμοί ήταν ακόμα χειρότεροι : στις ηλικίες 11, 13 ακόμα και 16 ετών, τα παιδιά έλεγαν ότι σε διάστημα ενός έτους είχαν έκθεση σε σωματική βία κατά περίπου 48,5% (!). Και το 6% είχε εκτεθεί σε πάνω από 8 είδη σωματικής βίας : χτύπημα με το χέρι, κλωτσιές, με αντικείμενο, εγκαύματα κλπ..

Η κρίση, κατά γενική ομολογία, δημιουργεί περιβάλλοντα ακόμα πιο ασταθή και δυσλειτουργικά, προκαλεί την αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, της κακοποίησης, της παραμέλησης. Και πάλι, δυστυχώς, μόνο ένα πολύ μικρό, ελάχιστο ποσοστό από τις υποθέσεις κακοποιημένων παιδιών φτάνουν στα γραφεία της Αστυνομίας ή στις δικαστικές αίθουσες. Ακόμα λιγότεροι δράστες τιμωρούνται. Διότι τα θύματα δεν μιλάνε. Διότι το «σύστημα» είναι ελλειμματικό, αδυνατεί, να ξεχωρίσει –  μέσα από τα δεκάδες παιδιά που καταφεύγουν στα νοσοκομεία,, με σπασμένα χέρια και κεφάλια – τα θύματα κακοποίησης και να τα προστατέψει. Και ο περίγυρος, αν γνωρίζει, σιωπά.

Διότι η κουλτούρα μας διδάσκει πως το παιδί «θέλει ένα χέρι ξύλο να στρώσει». Ο άλλος γονιός ή δεν γνωρίζει ή φοβάται, συνήθως κακοποιείται και κείνος. Και ο δάσκαλος, ο προπονητής, ο γείτονας, τείνουν να πιστεύουν πως κατά βάθος, ένα παιδί – ακόμα και ένα κακοποιημένο παιδί – είναι καλύτερα να μένει σπίτι του, με τον βασανιστή του, παρά να το πάρει η Πολιτεία και «να το ρίξει σε κανά ίδρυμα» . Και έπειτα, «ουφ, που να μπλέκεις τώρα». Καλύτερα «να μη φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν». Ε;

Θυμάμαι πως πριν από χρόνια, στο πρώτο μου φοιτητικό σπίτι στον Βύρωνα– στην πρώτη μου εμπειρία, με την «ασφυκτική» συγκατοίκησης των ενοίκων μιας πολυκατοικίας – έφταναν συχνά στ’αυτιά μου μέσα από το φωταγωγό, οι καυγάδες των αποπάνω.  Στον τρίτο, έμενε ένα νεαρό ζευγάρι. Είχαν ένα κοριτσάκι. Άκουγα φωνές, βρισίδια, πράγματα να σπάνε. Το μικρό έκλαιγε – σε μια περίπτωση είμαι σίγουρη πως την άκουσα να λέει «μη με χτυπάς, σε παρακαλώ μπαμπά μου, μη με χτυπάς».  Δεν ξέρω πόσο χρονών ήταν.

Όπως και τότε, έτσι και τώρα όταν το σκέφτομαι νιώθω άρρωστη. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, νιώθω  βαθύτατα, αμετάκλητα ένοχη, γιατί, τελικά, δεν έκανα ό,τι έπρεπε, ό,τι όφειλα ως άνθρωπος :  να πάρω την αστυνομία, τις Αρχές, έναν φορέα, να πω σε κάποιον πως ένα παιδί ίσως κινδύνευε. Δεν ξέρω τι φοβήθηκα. Ίσως και να το θεώρησα «φυσιολογικό» – «συμβαίνουν αυτά στις οικογένειες» έτσι δεν λένε ; Άλλωστε, μετά από λίγους μήνες έφυγα από κει. Άλλαξα σπίτι. 

Η Στέλλα ήταν 6 χρονών. Ήταν μικροκαμωμένη και μελαχρινούλα, είχε ένα γλυκό, πανέξυπνο μουτράκι.  Την έπνιξε ο πατέρας της γιατί έκλαιγε, γιατί έκανε θόρυβο. Γιατί υπήρχε.  Βρέθηκε τυλιγμένη σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Σε έναν κάδο. Σύμφωνα με την έκθεση της αυτοψίας, το πτώμα της «ήταν κανονικά ενδεδυμένο με παντελόνι ροζ χρώματος, μακρυμάνικη μπλούζα κίτρινου χρώματος και φανέλα λευκού χρώματος, καθώς επίσης και κάλτσες γκρι-ροζ χρώματος. Επίσης φορούσε πάνα λευκού χρώματος, ενώ στα μαλλιά φορούσε λαστιχάκι ροζ χρώματος. Στα άνω και κάτω χείλη του πτώματος παρατηρήθηκαν θλαστικές εκχυμώσεις.».

Ένα παιδί με γκρι-ροζ καλτσάκια και ροζ λαστιχάκι στα μαλλιά δολοφονήθηκε. Και φταίω κι εγώ. Κι εσύ, κι αυτός. Και όσοι το κάνουν, και όσοι το ξέρουν και δεν μιλάνε. Όλοι μας είμαστε το Τέρας.