Πώς το “μ@@@ί” έσυρε ένα καράβι, τον Δημήτρη Δανίκα και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο στον γκρεμό
- 4 ΑΠΡ 2019
Από τη μία ένας σπουδαίος στιχουργός. Από την άλλη ένας σημαντικός σινεκριτικός. Δύο άντρες που έχουν γράψει χιλιόμετρα στη ζωή, έμπειροι, με όλα τα φόντα να αποκαλούνται σοφοί, συζητούν. Ο ένας θέτει τις ερωτήσεις. Έχει έντονη παρουσία και δε διαχωρίζει καθόλου τη στάση του απ' ό,τι λέγεται. Ο άλλος, ομιλεί χωρίς καμία περιστροφή. Με δύο τέτοιους συνομιλητές τι μπορεί να εξελιχθεί στραβά όταν η κουβέντα πάει στις γυναίκες; Περιμένεις από τον συνεντευξιαζόμενο να μιλήσει για παλιούς έρωτες, από τον δημοσιογράφο να του εκμαιεύσει μια νοσταλγία, έναν ρομαντισμό. Μα όλα πήγαν λάθος. Κανένας λυρισμός, κανένας σεβασμός.
Πότισαν οι σελίδες της εφημερίδας σεξισμό και εμμονική χοντράδα. Από τον τίτλο φαίνεται πού πάει το πράγμα. «Τη Μυρσίνη Λοΐζου την έχω βαφτίσει. Είναι μαλακισμένη». Συγγνώμη, «μ@@@@@@@@@η», κατά το πολιτικά ορθό.
Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα υψηλού λόγου. Εσύ μέτρα παπάκια.
«Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ο μέγας δημοσιογράφος, ο μέγας ποιητής, ο μέγας στιχουργός και ο μέγας μ@@@@λάτρης»
«Κι αυτός λάτρης του ιδίου σπορ. Μωρέ, γ@@@@σε ασυστόλως και διαρκώς, Μέγας μ@@@@κιας!»
«-Και η Δήμητρα; Ηταν μια πάρα πολύ ωραία γυναίκα. Κάποια στιγμή βρέθηκαν μαζί στο ίδιο αεροπλάνο. Ωραίο μ@@νί. Του την έπεσε. Ο Ανδρέας ήταν μ@@@@κιας. Εσύ δηλαδή δεν θα πήγαινες μαζί της; Ασε με τώρα…»
«Λένε πως ο Μάνος (σ.σ Λοΐζος) ήταν μελαγχολικός. Ηταν πολύ μελαγχολικός. Αλλά του άρεσε το μ@@νι».
«Μ’ αρέσει η Νατάσσα Μποφίλιου. Καλή φωνή, ωραίο μ@@@@κι, είναι και αριστερή».
Κι έγραφε κάποτε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος:
«Παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους, κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ».
«Βρε χελιδονάκι, βρε καμωματού, σαν το αεράκι χώνεσαι παντού»
«Κι οι νοικοκυραίοι φώναζαν αμάν, λέγανε θα φωνάξουν την αστυνομία, γέλαγε η Μαρία, η Μαρία».
Καμία Μαρία, Αργυρώ, Ελένη, καμία γενικώς δε γέλασε διαβάζοντας τη συνέντευξη που πήρε ο Δημήτρης Δανίκας στο Λευτέρη Παπαδόπουλο για το Πρώτο Θέμα.
Μια σκοπιμότητα ξεκάθαρα δοσμένη από την επιλογή του τίτλου. Πολιτική; κοινωνική; ή απλά εμπαθής και μισογυνίστικη; Σε κάθε περίπτωση, ανεπίτρεπτα επιτρεπτή.
Γράφει σκασμένος ο κύριος Δανίκας στην αρχή της συνέντευξης ξεκαθαρίζοντας: «Κοκκινίσατε; Τι μας λέτε καλέ. Σας αρέσει να τα ακούτε και να τα λέτε στις συντροφιές, αλλά δεν γουστάρετε να τα διαβάζετε στην εφημερίδα; Υποκρισία. Ε, λοιπόν, ο Λευτέρης όπως τα λέει με τους φίλους του, έτσι και στις συνεντεύξεις του. Αμάν πια!». Εύστοχη τοποθέτηση, όταν ερμηνεύεις κατά πώς σε συμφέρει την αντίδραση των άλλων.
Είναι πολύ βολικό να θεωρείς πως το κράξιμο που βλέπεις να ‘ρχεται γι’ αυτό και πας να το προλάβεις σα να είναι υποκρισία, σαν αποκύημα του καθωσπρεπισμού κι όχι αντανακλαστικό σε ένα επώδυνο χτύπημα. Αμ δεν είναι τέτοιο. Κοκκίνισμα από τα νεύρα μου είναι μπροστά σε δύο άντρες των τεχνών και των γραμμάτων οι οποίοι αντιμετωπίζουν τη γυναίκα σα μια μεγενθυμένη τρύπα, σαν ένα κόλπο που ανάλογα με την ομορφιά που το περιβάλλει μπαίνει σε κατηγορία. «Ωραίο μ@@@ι», ξινό «μ@@@ί» και πάει λέγοντας.
Ας μην τα μπερδεύουμε. “Αυθεντικό” δεν μπορεί και δεν πρέπει να λέγεται κάτι που προσβάλλει. Κανένας δεν έχει άλλοθι, όσο σπουδαίος καλλιτέχνης κι αν είναι. Σε μία εκ βαθέων, εξομολογητική συνέντευξη ο αναγνώστης θα κρίνει τον άνθρωπο που ξεδιπλώνει τις σκέψεις του. “Υποκρισία δεν είναι να αναγνωρίζεις πως άλλο μια συνέντευξη στο περιβάλλον ενός Μέσου κι άλλο η κουβεντούλα στο στενό πλαίσιο μιας παρέας. Η πρώτη συνθήκη έχει τη δύναμη να επηρεάσει αμέτρητες συνειδήσεις νομιμοποιώντας λάθος συμπεριφορές”
«Μεγάλος άνθρωπος θα μου πεις, μην τον ξεσυνερίζεσαι» και μέχρι ενός σημείου θα το ακούσω. Αλλά όταν κάποιος- υποτίθεται- δίνει μία συνέντευξη, έχει σώας τας φρένας. Κι αν πρόκειται για μια ευαίσθητη περίπτωση ανθρώπου, ηλικιωμένου, αποσυρμένου χρόνια και απόλυτα παραδομένου πλέον στην ιδιαιτερότητά του, εσύ οφείλεις να τον προφυλάξεις, να γίνεις το διακριτικό φίλτρο του, να τον πας προς την πρίμα κατεύθυνση κι όχι να τον σιγοντάρεις στο εμετικό του σεξιστικό παραλήρημα οδηγώντας μια συνομιλία που προορίζεται για δημόσια στην απόλυτη καφρίλα. Γιατί διασύρεστε αμφότεροι. Κανένα coolness και καμία ελευθερία του Τύπου δεν πρέπει να εξισώνεται μ’ αυτό του στιλ τη λεκτική επιδειξιομανία. Όλο αυτό ήταν εξίσου άβολο με το να ακούς έναν πατέρα κι έναν παππού να μιλάνε για τις γυναίκες με τον πιο μειωτικό τρόπο.
Ο Δημήτρης Δανίκας είναι έγκριτος και σεβαστός κριτικός κινηματογράφου. Ωστόσο, ο τρόπος που επέλεξε να προσεγγίσει τη συνέντευξη του Λευτέρη Παπαδόπουλου και κυρίως ν’ απαντήσει στα αρνητικά σχόλια που δέχθηκε γι’ αυτήν, μαρτυρά πως η κριτική του προσέγγιση προς το γυναικείο φύλο έχει μια συγκεκριμένη λογική.
Κοινώς, το να αποκαλείς τη γυναίκα με τον γεννητικό της όργανο, για εκείνον είναι τιμητικός τίτλος. Όπως λέμε «λαμπρό μυαλό» στις επιστήμες, «φοβερό αριστερό (πόδι)» στο ποδόσφαιρο, έτσι μάλλον πρέπει να χαρακτηρίζουμε και μία όμορφη γυναίκα. Με το μ@@@ί της.
Απαντώντας στον «ντόρο», όπως τον χαρακτηρίζει, που προκάλεσε η «ποταμιαία κι αυθεντική» συνέντευξη του σημαντικού στιχουργού στην εφημερίδα όπου εργάζεται, ο Δημήτρης Δανίκας δημοσίευσε λίγες ώρες πριν γραφτούν αυτές εδώ οι γραμμές μερικές διευκρινίσεις. Δέκα τον αριθμό μαζί με τον επίλογο. Αναφέρθηκε στο τεράστιο- κι αδιαμφισβήτητο- ποιητικό και στιχουργικό έργο του Λευτέρη Παπαδόπουλου, στην αδυναμία του για το παλιό ΠΑΣΟΚ, στη γνωστή κι αποδεχτή αθυροστομία του, στην τεράστια συναισθηματική του νοημοσύνη και στην περίφημη υποκρισία των ανθρώπων που προσβάλλονται όταν ακούνε δημόσια κάτι που κάνουν οι ίδιοι σωρηδόν στην ιδιωτικότητά τους. Ωστόσο πουθενά αναφορά σε όσους τον κατηγόρησαν για συνειδητή συνεργία στον σεξισμό. Φαίνεται πως ασχολήθηκε με ό,τι θεώρησε πως προσέβαλε κυρίως τις δικές του προθέσεις και το ιδεολογικό ποιόν του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Τα έβαλε με την υποκρισία μας. Και συγγνώμη πιο πολύ απαίτησε, παρά ζήτησε.
Όσο για τη αθυροστομία του Λευτέρη Παπαδόπουλου, στην οποία με μεγάλη χαρά φιλοξένησε στο άρθρο που υπογράφει, τη δικαιολόγησε ως διαχρονική.
Έλα όμως καλέ μου που κανένα «μιλάει έτσι από αρχαιοτάτων χρόνων» δε δικαιολογεί τίποτα. Στην «αρχαιότητα» πολλά γίνονταν. Αν δε σου άρεσε η ερμηνεία ενός καλλιτέχνη, είχες κάθε δικαίωμα να του πετάξεις μαρούλια στη μούρη. Κι από τότε μέχρι πιο πρόσφατα, στις κατά τ’ άλλα λεγόμενες «αθώες εποχές» αν η γυναίκα έλεγε μια κουβέντα παραπάνω, έτρωγε τη σκαμπίλα της και λούφαζε. Αυτά, παλιά, εκεί που ανήκει από αρχή μέχρι καταληκτικής τελείας η συνομιλία που είχαμε τη δυστυχία να διαβάσουμε. Τώρα πια όλα τούτα μυρίζουν κλεισούρα και ναφθαλίνη, και δεν τα συγχωρούμε κύριοι.
Κεντρική φωτογραφία: NDP Photo Agency