Συνεπιμέλεια: Τα παιδιά δεν είναι το φετίχ κανενός
- 25 ΜΑΙ 2021
Το παιδί ενός κακοποιητικού συζύγου έχει και μαμά και μπαμπά. Μέχρι εδώ έχουν δίκιο και λένε αλήθεια εκείνοι που υπερασπίζονται σθεναρά την υποχρεωτική συνεπιμέλεια -οι φανατικοί της οριζόντιας συνεπιμέλειας-, όπως για παράδειγμα ο Γιάννης Λοβέρδος. Είναι αλήθεια, δύο γονείς έχουν τα παιδιά. Κάποιες φορές τυχαίνει ο ένας να έχει μακρύ και βαρύ χέρι, πικρή γλώσσα και άρρωστο μυαλό. Η μητέρα θα πρέπει να μπει στη διαδικασία να αποδείξει τα αυτονόητα για ένα ποινικό αδίκημα που ανήκει στην κατηγορία των «αθέατων» αδικημάτων.
Συχνά, είναι πιο δύσκολο να αποδειχθεί ο εξουσιαστικός έλεγχος που ασκείται και μπορεί να σχετίζεται με καταπίεση, προσβλητικά λόγια, οικονομικό αποκλεισμό του συντρόφου και στέρηση βασικών αναγκών, ώστε να κριθεί ακατάλληλος ο γονέας και να περιοριστεί η επικοινωνία του με το παιδί. Ένας κακοποιητικός σύντροφος είναι κακός μπαμπάς, όσες αγκαλιές και αν πάρει τα παιδιά του. Και αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο.
Το εν λόγω κείμενο άρχισε με τη λάθος λέξη. Δεν είναι το παιδί στο επίκεντρο του νομοσχεδίου που πέρασε η Βουλή, αλλά ο γονιός που είτε δεν διεκδίκησε την επιμέλεια του παιδιού ή των παιδιών του είτε δεν του παραχωρήθηκε.
Πολύ περισσότερο το νομοσχέδιο γύρισε την πλάτη στις μανάδες που σιωπηρά υπέφεραν τον κακοποιητή τους και τώρα θα πρέπει να τον υποστούν εκ νέου -όπως και τον έλεγχό του- και δικαστικώς να αποδείξουν ότι έχουν βασανιστεί από αυτόν.
Οι διαφορετικές απόψεις είναι πολλές. Αυτό είναι υγιές, καθώς οι περισσότερες φαίνεται πως είναι πράγματι καλοπροαίρετες. Οι περισσότερες, όχι όλες. Πριν προχωρήσουμε στα πολλά ερωτήματα που προκαλεί το νομοσχέδιο που υπερψηφίστηκε από 156 βουλευτές πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι ένας καλός μπαμπάς ή μία καλή μαμά και ένα γονεϊκό ζεύγος που σέβεται ο ένας τον άλλο δεν χρειάζεται τις υποδείξεις του νόμου για να πράξει όπως οφείλει απέναντι στο παιδί και στον πρώην σύντροφο.
Πολλοί επιμένουν ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο οι πατεράδες (αναφέρομαι σε αυτούς, καθώς η γονική μέριμνα δίδεται κυρίως στις μητέρες) θα τεθούν προ των ευθυνών τους. Εν προκειμένω, υπάρχει επίσης μια λογική ένσταση: Κάποιος που ήταν μέχρι σήμερα αδιάφορος ή εκτελούσε μόνο τις απολύτως τυπικές υποχρεώσεις του (για παράδειγμα την καταβολή της διατροφής), μπορεί ή έχει τη διάθεση να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων; Η φροντίδα που θα παρέχει όταν θα βρίσκεται με το παιδί θα είναι η δέουσα; Πώς θα ενδιαφερθεί ξαφνικά; Θα λειτουργεί παιδαγωγικά;
Η επίμονη διαστρέβλωση και τα περί «ανισότητας» για την επιμέλεια
«Το παραπλανητικό επιχείρημα που ακούγεται συχνά στις δημόσιες συζητήσεις, ότι δήθεν το 95% των πατεράδων δεν παίρνουν την επιμέλεια στις δικαστικές διαμάχες και άρα υφίστανται ανισότητα, αποτελεί καθαρή διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, τουλάχιστον του Πρωτοδικείου Αθήνας, μαρτυρούν ότι οι πατεράδες σπάνια ζητούν την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους, αφού ούτως ή άλλως είχαν επιφορτίσει την εν τοις πράγμασι άσκησή της, κατά τη διάρκεια του γάμου, στη σύζυγο και μητέρα. Συγκεκριμένα, οι πατεράδες ζητούν να αναλάβουν την επιμέλεια των τέκνων τους σε ποσοστό 9% και αυτή τους ανατίθεται σε ποσοστό 7%, δηλαδή πολύ συχνά!
«Οι μητέρες ζητούν την επιμέλεια σε ποσοστό 92,6% και την παίρνουν σε ποσοστό 90%».
Το να υποδεικνύει δε, το νέο Νομοσχέδιο στους γονείς, συμπεριφορές που εφαρμόζονται μόνο σε ιδανικές και πολιτισμένες καταστάσεις διαζυγίων, που ούτως ή άλλως δεν χρήζουν δικαστικής διερεύνησης και σπανίως καταλήγουν στα Δικαστήρια, είναι ουτοπία και δεν υπάρχει λόγος ουσίας για να διατυπωθούν διαφορετικά από τα ήδη ισχύοντα. Οι γονείς που μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους προς το συμφέρον του παιδιού τους μπορούν να ασκούν από κοινού την επιμέλεια του και σχεδόν πάντα βρίσκουν τον τρόπο. Για τους υπόλοιπους που μετατρέπουν σε πεδίο μάχης τη ζωή του, η δικαστική οδός για την έκδοση δικαστικής απόφασης που ρυθμίζει την επιμέλεια και την επικοινωνία είναι μονόδρομος και το νέο Νομοσχέδιο δεν διευκολύνει παρά μόνο δυσκολεύει διαδικασία αυτή», αναφέρει το δικηγορικό γραφείο της Μίνας Καούνη.
Επίσης, καλοπροαίρετα κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι μητέρες θα έχουν το χρόνο να ασχοληθούν με τη ζωή τους και θα εισπνεύσουν τον αέρα ανεξαρτησίας που τους λείπει, ενώ τα παιδιά θα νιώθουν περισσότερο την παρουσία και του άλλου γονέα. Η απάντηση είναι πάλι η ίδια: «ένα γονεϊκό ζεύγος που σέβεται ο ένας τον άλλο δεν χρειάζεται τις υποδείξεις του νόμου για πράξει όπως οφείλει απέναντι στο παιδί και στον πρώην σύντροφο». Συνεπώς, το νομοσχέδιο που υπερψηφίστηκε απασχολεί μόνο αντιδίκους.
Ναι, πιθανότατα υπάρχουν και γονείς που στερούνται αδίκως τα παιδιά τους. Θα μπορούσε ο νομοπαρασκευαστής να εστιάσει αποκλειστικά σε αυτές τις περιπτώσεις με ιδιαίτερη προσοχή στις λεπτομέρειες, ώστε να μην τραυματιστεί επιπλέον το παιδί και ν’ αποφύγει να εγκλωβίσει με το νόμο γυναίκες που έχουν βιώσει πόνο στην ψυχή και στο σώμα. Αντιθέτως, τώρα επιβραβεύει τον κακοποιητή και κατ’ επέκταση την εικόνα του κακού συντρόφου.
Πού είναι το παιδί στη συζήτηση για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια;
Εξυπακούεται, ότι στο νόμο δεν υπολογίζεται το παιδί. Πολύ περισσότερο αν έγινε μάρτυρας σκηνών βίας. Ο νόμος παράλληλα, αδιαφορεί για τον εκπαιδευτικό ρόλο των γονέων και χρήζει τον κακοποιητή άξιο και ικανό για την από κοινού και εξίσου γονική μέριμνα. Ποιος αποκλείει τις εξής σκέψεις από τα παιδιά: «Άρα δεν είναι και τόσο κακό που ο μπαμπάς έδειρε τη μαμά» ή «δεν είναι μεγάλο λάθος που τής μιλούσε άσχημα». Το παιδί προοδεύει και μαθαίνει με κανόνες επιβράβευσης. Έτσι, εκπαιδεύεται.
Από το «αν διαβάσεις τα μαθήματά σου, θα δεις τηλεόραση», περάσαμε στο «αν κακοποιείς τη σύντροφό σου, θα μπορείς βλέπεις τα παιδιά σου».
Δεν τρέχει και τίποτε λοιπόν που «ο μπαμπάς είναι αυτός που είναι, ίσως γίνω κι εγώ μια μέρα έτσι» ή «δεν είναι δα και τρομερό να μού φέρονται, όπως ο μπαμπάς στη μαμά».
Τον παιδαγωγικό ρόλο του γονέα, στον οποίο έκλεισαν τα μάτια τους οι 156 που υπερψήφισαν το νομοσχέδιο τον έδειξε η Μαριέττα Γιαννάκου. Με τη στάση της, λειτούργησε και παιδαγωγικά απέναντι στους βουλευτές που περιχαρακώνονται πίσω από το κομματικό τους σακάκι.
Ο κίνδυνος για τις γυναίκες
Η Elizabeth Broderick, επικεφαλής και Ειδική Εισηγήτρια της Ομάδας Εργασίας για τις διακρίσεις εναντίον των γυναικών και των κοριτσιών του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ και η Dubravka Šimonovic, Ειδική Εισηγήτρια για τη βία ενάντια στις γυναίκες, τα αίτια και τις συνέπειες με επιστολή τους στην κυβέρνηση διατύπωσαν τις αντιρρήσεις τους σχετικά με το νομοσχέδιο. Πέρα από τις αντιρρήσεις που έχουν εκφραστεί έως τώρα πρόσθεσαν ότι ελοχεύει ο κίνδυνος να υποστούν διακρίσεις οι γυναίκες και επεσήμαναν ότι οι προβλέψεις για τη διαδικασία μεσολάβησης δεν λαμβάνουν υπόψη την οικονομική ανισότητα που ενδεχομένως να υπάρχει ανάμεσα στους γονείς, γεγονός που έχει αναγκάσει πολλές γυναίκες να παραμένουν σε κακοποιητικές σχέσεις.
Το άρθρο 14 αναφέρει: «Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου.
Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο κριθεί ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας. Για τη διαπίστωση της ακαταλληλότητας του γονέα το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως την εκπόνηση εμπεριστατωμένης έκθεσης κοινωνικών λειτουργών ή ψυχιάτρων ή ψυχολόγων». Αλήθεια, τεκμαίρεται ο χρόνος; Ας προσπεράσουμε την αδόκιμη διατύπωση. Πώς προσδιορίζεται αυτό το 1/3; Και πώς ένας δικαστής θα χρονομετρήσει κάτι τόσο αυθαίρετο; Κι αν το παιδί δεν θέλει να μοιράζεται αυτόν το χρόνο με τη νέα οικογένεια του μπαμπά ή της μαμάς; Είναι βέβαιο ότι το «εξίσου» στην «άσκηση γονικής μέριμνας από κοινού και εξίσου» δεν θα προκαλέσει σειρά προσφυγών και δεν θα ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως; Είναι πολύ πιθανό να τιναχτεί στον αέρα η εξωδικαστική μέθοδος επίλυσης των οικογενειακών διαφορών, μέσω του θεσμού του οικογενειακού διαμεσολαβητή που ανέφερε το νομοσχέδιο.
Είμαστε πραγματικά έτοιμοι για μια τέτοια αλλαγή;
Η κυβέρνηση θέλησε να βρεθεί από τους πρόποδες ενός βουνού αυτομάτως στην κορυφή του, χωρίς να περάσει τα ενδιάμεσα στάδια και χωρίς να έχει κάνει ουσιαστικά βήματα στην καταστολή της ενδοοικογενειακής βίας. Οι κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα είναι ώριμες για αυτή την αλλαγή; Ότι πρέπει να εκσυγχρονιστεί το απαρχαιωμένο οικογενειακό δίκαιο και να προσαρμοστεί στο σήμερα δεν το αρνήθηκε κανείς, ούτε οι φεμινιστικές οργανώσεις.
Όμως, τα παιδιά δεν είναι φετίχ των γονέων. Αλλά, ως φετίχ των μπαμπάδων αντιμετωπίστηκαν από το νομοσχέδιο που πέρασε η Βουλή δίνοντας υποχρεωτικό χαρακτήρα στη συνεπιμέλεια, την οποία -παρεμπιπτόντως- συγχέει με τη μέριμνα που έτσι κι αλλιώς ασκείται από τους δύο γονείς. Γράφαμε προ ημερών ότι στην Αγγλία και τη Γαλλία είναι αξιόποινη πράξη ακόμη και η άσκηση ψυχολογικής βίας, ενώ οι Βρετανοί έκαναν ένα βήμα παραπέρα στην προσπάθειά τους να περάσουν από την καταστολή των φαινομένων ενδοοικογενειακής και οικείας συντροφικής βίας στην πρόληψη.
Πρόσθεσαν στις διδακτικές ώρες μάθημα για τη γνώση των χαρακτηριστικών της υγιούς σχέσης, αλλά και του εξουσιαστικού ελέγχου που οδηγεί σε καταχρηστικές συμπεριφορές. Θα έμοιαζε ποιο λογικό ως επόμενο στάδιο η στήριξη των μονογονεϊκών οικογενειών με την ίδρυση δομών, με επιπλέον δημόσιους παιδικούς σταθμούς και κέντρα δημιουργικής απασχόλησης, αλλά και επιδόματα για το παιδί.
Και εντέλει ποιος μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα ότι η υποχρεωτική συνεπιμέλεια κινείται προς το συμφέρον του παιδιού, αλλά και των δύο γονέων;