Staycation: To σχόλιο της Έλενας Ακρίτα και το μεγάλο πρόβλημα
- 17 ΙΟΥΛ 2024
Άλλες χρονιές τέτοια εποχή θα ετοίμαζες τη βαλίτσα σου, θα έκανες τις τελευταίες αγορές σου πριν πας στο νησί και θα ονειρευόσουν τις βουτιές στα καταγάλανα νερά της θάλασσας. Φέτος τα πράγματα είναι αλλιώς. Τα οικονομικά σου δεν φτάνουν να καλύψεις τα ακτοπλοϊκά, τη διαμονή σου, το φαγητό σου, τις εξόδους των διακοπών. Θα μείνεις σπίτι σου, λοιπόν, όχι από επιλογή αλλά από ανάγκη. Και κάπως εκεί που το αποφάσισες αρχίζουν να «σκάνε» στην οθόνη σου διάφορα άρθρα για το trend του staycation.
Πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) έδειξε ότι μόνο 1 στους 2 Έλληνες θα κάνει διακοπές αυτό το καλοκαίρι. Για τους άλλους το μενού προβλέπει staycation. Άλλος ένας όρος που οι άνθρωποι εφηύραν για να μην νιώθουν τόσο άσχημα με τις συνθήκες της ζωής τους που τους εξωθούν να μένουν στο σπίτι αντί να κάνουν διακοπές. Είναι μία σύνθετη λέξη που προκύπτει από το stay (μείνε) και το vacation (διακοπές) και περιγράφει τις διακοπές στις οποίες αποφασίζει να μείνεις σπίτι σου ή να εκδράμεις κοντά σε αυτό.
Σύμφωνα με το Merriam – Webster, η πρώτη χρήση του όρου εντοπίζεται στο μακρινό 1944, στο Cincinnati Enquirer σε μία ολοσέλιδη διαφήμιση μπύρας, που πρότεινε να μένει κανείς σπίτι για να την απολαύσει. Εμφανίστηκε ξανά το 2008 στις ΗΠΑ όταν οι τιμές της βενζίνης έκαναν σχεδόν αδύνατες τις μετακινήσεις για διακοπές. Και από την περίοδο της πανδημίας και μετά έγινε ένα σταθερό trend τουρισμού. Δεν το λέω εγώ, το λέει έρευνα Κινέζων και Αμερικανών ειδικών στον τουρισμό που τον Φεβρουάριο του 2024 είδε ότι το trend που ξεκίνησε κατά την πανδημία του Covid (με τις απαγορεύσεις των μετακινήσεων), έχει γίνει ένα κανονικό και υπολογίσιμο μέρος του τουρισμού. Κατά τη δική τους οπτική το staycation περιλαμβάνει διαμονές σε ξενοδοχεία της πόλης από τους κατοίκους της, φαγητό έξω στα εστιατόριά της και τοπικές δραστηριότητες.
Το staycation του σήμερα είναι το «τουρίστας στην πόλη σου» του παρελθόντος.
Σε αυτή τη λογική, υποθέτω, ξεκίνησαν να εμφανίζονται στα ελληνικά media άρθρα με επίκεντρο το staycation. Είτε ήταν άρθρα που εξηγούσαν τι είναι, είτε ήταν προτάσεις για το σωστό το staycation είτε ήταν άρθρα προβληματισμού. Δεν νομίζω ότι κανένα από αυτά τα άρθρα γράφτηκε με τη λογική «Εσείς θα κάνετε staycation ή είστε τίποτα πασέ;». Πιθανότερο βρίσκω να γράφτηκαν στη λογική: «Ας γράψουμε γι’ αυτόν τη νέα δημοφιλή λέξη για την οποία διαβάσαμε σε διάφορες ιστοσελίδες του εξωτερικού» μήπως και τα διαβάσουν.
Οι γραμμές είναι λεπτές, το καταλαβαίνεις κι εσύ, το καταλαβαίνω κι εγώ. Όταν μιλάς με ελαφρότητα για το staycation και νομίζεις ότι απευθύνεσαι στον 1 στους 2 που μπορεί να πάει διακοπές κι επιλέγει να μην το κάνει, τότε μάλλον το να του προτείνεις τρόπους να κάνει το staycation του καλύτερο, είναι κάτι που θα το αναζητήσει, θα το ψάξει, θα το γκουγκλάρει, θα έχεις απαντήσει σε κάποια ανάγκη του. Απευθύνεσαι όμως και στον άλλον 1 στους 2, αυτόν που πολύ θα ήθελε να πάει διακοπές, αλλά καθόλου δεν μπορεί να το κάνει. Αυτόν που πιθανότατα όχι απλά δεν μπορεί να πάει διακοπές, δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα κάθε μήνα. Και σε εκείνον το staycation μοιάζει μάλλον με κοροϊδία, με χρύσωμα ενός χαπιού που δεν καταπίνεται, βρε αδερφέ.
Η Έλενα Ακρίτα σχολίασε τον όρο staycation στο Facebook, με αφορμή ένα τέτοιο «χρηστικό» άρθρο στα ελληνικά media και ξεκάθαρα βλέπει τον όρο staycation ως ένα μεγάλο πρόβλημα και τη δουλειά της/του όποιας/ου συντάκτριας/τη γράφει ένα άρθρο για τον όρο που τρεντάρει προτείνοντας όσα μπορείς να κάνεις για να νιώσεις κάπως καλύτερα αν μεινεις καλοκαίρι στην πόλη, ως αυτή του ενορχηστρωτή κάποιας προπαγάνδας που θέλει να πείσει τους ανθρώπους ότι περνάνε τις καλύτερες διακοπές τους στον καύσωνα ανάμεσα στα τσιμέντα.
«Staycation. Από το stay και το vacation. Που σημαίνει κάνε διακοπές στο σπίτι σου. Που σημαίνει είσαι το κορόιδο γιατί δεν έχεις φράγκο να πας διακοπές. Που σημαίνει είσαι δούλος σε γαλέρα, που σημαίνει κάτσε σπίτι σου και κάνε το σταυρό σου μη στο κατασχέσουμε κι αυτό.
Που σημαίνει σε δουλεύουμε μες τα μούτρα σου, που σημαίνει πως σ’ έχουμε χε@@@@@, που σημαίνει σού πλασάρουμε ως trend την κανονικοποίηση της σκλαβιάς σου. Κάτσε μέσα και λιώσε στον καύσωνα, στο καυσαέριο, την αφρικανική ζέστη, στη βρώμα, στη δυσωδία, στην εκμετάλλευση, στην εργασιακή γαλέρα.
Εσύ δεν έχεις δικαιωμα στο ταξίδι, δεν έχεις δικαιωμα στη θάλασσα, στην εκδρομή, στην εξόρμηση, στην καλή παρέα, στην ξεκούραση, στο χαμόγελο, στην αξιοπρέπεια. Staycation. Με την ευγενική χορηγεία της κυβέρνησης, κάνε πρώτος μόδα την επαναφορά της δουλείας.
Stay. Sit. Σουτ», έγραψε η Έλενα Ακρίτα στο Facebook παραθέτοντας ένα τέτοιο άρθρο που μιλούσε για το νέο trend των διακοπών (σου είπα στο εξωτερικό ως trend αντιμετωπιζόταν τον Φεβρουάριο τουλάχιστον, όσο κι αν εδώ μοιάζει αναγκαιότητα) και διόλου δεν διαφωνώ στο γεγονός ότι περιγράφει τη σκληρή πλευρά της πραγματικότητας για έναν εργαζόμενο στην Αθήνα (ή και σε όποια πόλη) που δεν έχει τη δυνατότητα να φύγει από αυτήν για τις διακοπές σου.
Αλλά σε αυτή την ανάρτηση, εγώ διακρίνω ένα ακόμα πρόβλημα, ένα αυτόματο αντανακλαστικό στην Ελλάδα, που τείνει να γίνει μεγαλύτερο trend κι από το staycation και κάθε νέο όρο που μας αρέσει να υιοθετούμε και να γράφουμε άρθρα καβαλώντας το κύμα τους. Σε αυτή την ανάρτηση βλέπω την ευκολία με την οποία αποδίδονται προθέσεις υπόγειες σε ανθρώπους που απλά είδαν ένα trend να κυκλοφορεί κι είπαν να γράψουν τι είναι.
Λογικό θα μου πεις, όταν η ετήσια έκθεση για την Ενημέρωση στο Διαδίκτυο (Digital News Report) του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης που δημοσιεύει η διαΝΕΟσις, δείχνει ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση μεταξύ 46 χωρών σε ό,τι αφορά την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τα ΜΜΕ. Όταν το 57% των πολιτών δηλώνει ότι αποφεύγει την ενημέρωση. Όταν μόνο ένα 19% εμπιστεύεται «τις περισσότερες ειδήσεις τις περισσότερες φορές». Κάπου κάποιο λάθος κάναμε κι εμείς, το μόνο βέβαιο.
Υπάρχει όμως και η άλλη θεώρηση των πραγμάτων, μία κάποιου ίσως λίγο πιο αισιόδοξου ανθρώπου όπως εγώ, ή απλώς ρεαλιστή, που θεωρεί ότι αφού έτσι είναι η πραγματικότητα για τους μισούς ανάμεσά μας που δεν θα πάνε διακοπές, κακό δεν κάνει να μοιραστεί κανείς προτάσεις και ιδέες για το τι μπορούν να κάνουν για να περάσουν λίγο καλύτερα.
Η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα γύρω μας παραμένει ζοφερή, είτε γράφουμε τα δωρεάν της πόλης είτε όχι, είτε προτείνουμε παραλίες που μπορείς να προσεγγίσεις με τα μέσα ή με το αυτοκίνητο είτε όχι, είτε γράψουμε για τις ταράτσες της πόλης που θα σε μεταφέρουν σε νησί, είτε γράψουμε τις ατζέντες μας είτε όχι, είτε γράψουμε τι να κάνεις στο διαβόητο staycation σου για να μην νιώσεις απερίγραπτα μίζερα, είτε όχι.
Δεν ξέρω, ίσως είμαι μόνη μου σε αυτό, αλλά νομίζω ότι αν θέλουμε να αλλάξουμε την πραγματικότητα γύρω μας, οφείλουμε να πηγαίνουμε στις κάλπες, να διεκδικούμε τα δικαιώματα τα δικά μας και των διπλανών μας και να δείχνουμε αλληλεγγύη ο ένας προς τον άλλο οι εργαζόμενοι και μη. Όχι να τσακωνόμαστε για το αν τα άρθρα για το staycation είναι trend ή παγίδα για τις συνειδήσεις μας.
Για μένα το να βαφτίζουμε με έναν κουλ νέο όρο την αφραγκία όσων δεν μπορούν να πάνε διακοπές είναι εξίσου άσχημο με το να στοχοποιούμε με ευκολία τον οποιονδήποτε άγνωστο εργαζόμενο στα media, χωρίς να γνωρίζουμε τις προθέσεις του.
Το staycation δεν είναι κάτι νέο, απλά φέτος το χρησιμοποιούμε γιατί ακολουθούμε το άρμα της παγκοσμιοποίησης, που φέρνει νέες λέξεις στο διάβα μας. Στα βρετανικά αγγλικά σημαίνει περισσότερο τον εγχώριο τουρισμό. Αυτόν που δεν μπορούμε πλέον να κάνουμε οι μισοί στην χώρα μας. Καλό είναι να το θυμόμαστε κάθε φορά που πάμε να γράψουμε κάτι γι’ αυτό (από το δικό μας μέρος). Καλό είναι να θυμούνται και οι υπόλοιποι ότι δεν χαράζουμε περισσότερο από τους ίδιους την πολιτική της χώρας. Ότι όταν κάποιος δεν έχει τη δυνατότητα για διακοπές επ’ ουδενί δεν είναι κακό να του γράψεις, αν γνωρίζεις, τι δυνατότητες έχει για να χαλαρώσει έστω κι αν δεν αλλάξει παραστάσεις. Ότι ίσως κι εμείς δεν έχουμε τη δυνατότητα να πάμε διακοπές (ή διακοπές για παραπάνω από ένα τριήμερο) και ψάχνουμε να βρούμε τι να κάνουμε στο υπόλοιπο της άδειάς μας.
Ότι είμαστε όλοι άνθρωποι τέλος πάντων και μπορεί να μην μας περισσεύει, αλλά η κατανόηση εκατέρωθεν ίσως να έκανε τα πράγματα λίγο καλύτερα.