OPINIONS

Τελικά ερωτευόμαστε άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα μας;

Πολλές φορές θα έχεις αναρωτηθεί αν οι πρώην σύντροφοί σου είχαν μεταξύ τους κάποιο κοινό στοιχείο. Συνήθως δίνουμε μια απλοϊκή εξήγηση σε αυτό το ερώτημα, ειδικά αν οι εμπειρίες μας συνολικά έχουν περιβληθεί τον μανδύα των άσχημων αναμνήσεων. Πέραν του απλοϊκού και του προφανούς, που συνίσταται στην τυχόν ομοιότητα της εξωτερικής εμφάνισης, υπάρχει η άποψη ότι τις περισσότερες φορές, το κοινό στοιχείο που έχουν όλοι οι σύντροφοί μας είναι η ομοιότητα με τον "πρώτο άντρα της ζωής μας", δηλαδή τον πατέρα μας.

Το “σύμπλεγμα της Ηλέκτρας”, η θεωρία του Carl Jung σύμφωνα με την οποία η κόρη βρίσκεται σε σε κόντρα με τη μητέρα της, γιατί αποζητά εξίσου την αγάπη του πατέρα, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να υποστηρίζεται από ψυχολόγους και άλλους ειδικούς του συγκεκριμένου κλάδου, οι οποίοι εξακολουθούν να διεξάγουν σχετικές μελέτες πάνω στην ανθρώπινη προσωπικότητα.

Η ψυχολογική προσέγγιση του έρωτα με άξονα τη σχέση πατέρα και κόρης μάς δημιουργεί πάντα μια περίεργη αίσθηση. Το αρχικό σοκ ότι, αντανακλαστικά και εκ της φύσης των ανθρωπίνων σχέσεων, “ερωτεύεσαι τον πατέρα σου” μέσα στα μάτια των εκάστοτε συντρόφων σου, μετριάζεται στο πλαίσιο της πρακτικής ανάλυσης του συμπλέγματος αυτού. Με λίγα λόγια, οι θεωρίες των ψυχολόγων εξηγούν το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας (όπως, εξάλλου την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα), με εκκίνηση την βρεφική και παιδική ηλικία. Οι σχέσεις με τους ανθρώπους που μας παρέχουν φροντίδα και μας δείχνουν αγάπη στην αρχή της ζωής μας, όταν είμαστε εντελώς απροστάτευτοι από τον έξω κόσμο, σηματοδοτούν την αρχή της ωριμότητας.

Αν λάβουμε ως δεδομένο ότι η πορεία μας προς την ωριμότητα ξεκινάει με την δημιουργία διαπροσωπικών σχέσεων με τους γονείς μας, τότε είναι απολύτως λογικό να επηρεαζόμαστε από αυτούς υποσυνείδητα και, αργότερα, συνειδητά, στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας.

Έτσι λοιπόν “περικυκλώνουμε” το προφανές, ότι οι σχέσεις με τους γονείς μας δημιουργούν τις βάσεις για τις σχέσεις μας με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους στη ζωή μας. Το γεγονός δηλαδή ότι η ίδια η επιβίωσή μας εξαρτάται από αυτούς τους δυο ανθρώπους, μας επηρεάζει τόσο βαθιά, ώστε να αποζητάμε διαρκώς την έγκρισή τους για κάθε είδους σχέση που συνάπτουμε στη διάρκεια της ζωής μας.

Οι σχέσεις με τους ανθρώπους που μας παρέχουν φροντίδα και μας δείχνουν αγάπη στην αρχή της ζωής μας, όταν είμαστε εντελώς απροστάτευτοι από τον έξω κόσμο, σηματοδοτούν την αρχή της ωριμότητας.

Μετά από αυτό το δεύτερο σοκ, ότι όλες οι σχέσεις μας, στο μυαλό μας, “πρέπει” να εγκρίνονται από τους γονείς μας και ότι έτσι λειτουργούμε υποσυνείδητα σε όλη τη διάρκεια της ζωής, μπορούμε απλά να ερμηνεύσουμε το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας με βάση τον παράγοντα “οικειότητα”. Το οικείο προς εμάς, όπως το εκλαμβάνουμε μέσα από τα χαρακτηριστικά του πατέρα μας, είναι αυτό που αποζητούμε στους συντρόφους μας σε όλη τη ζωή μας. Δεν έχει σημασία, δηλαδή, αν ο πατέρας μας έχει ανυπόφορα ελαττώματα. Προς χάριν του οικείου, θα επιλέγουμε συντρόφους που θα έχουν παραπλήσια ελαττώματα και, βέβαια, προτερήματα, ακριβώς γιατί “έτσι έχουμε μάθει” να είναι ο απέναντί μας άνθρωπος.

Η παραπάνω απλουστευμένη εκδοχή του συμπλέγματος της Ηλέκτρας παρουσιάζει μεν μεγάλο ενδιαφέρον, ωστόσο, αν προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε εκείνο το κοινό χαρακτηριστικό ανάμεσα στους μέχρι σήμερα συντρόφους μας, θα διαπιστώσουμε ότι είναι κάπως δύσκολο να βρούμε το ένα ή τα παραπάνω στοιχεία που “ένωναν” στο υποσυνείδητό μας τον Μπάμπη από το Γ2 με τον οποίο είχαμε σχέση στο λύκειο για 3 μήνες και τον Κώστα που γνωρίσαμε ένα αυγουστιάτικο βράδυ στη Σίφνο και τον οποίο μείναμε μαζί 3 χρόνια. Ο “ερωτικός ντετερμινισμός” που υπαγορεύει το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας μας πέφτει βαρύς και επιδέχεται περαιτέρω ανάλυσης, σε πιο πρακτικό επίπεδο.

Η απάντηση βρίσκεται στη φράση “εκτός από την φύση, υπάρχει και η επιλογή”

Αν ξεκινήσουμε από τον παράγοντα “οικειότητα”, πράγματι, μπορούμε να κατανοήσουμε τον λόγο για τον οποίο να αναζητάμε έναν σύντροφο που να μοιάζει με τον πατέρα μας στην προσωπικότητα και τις συνήθειες. Το οικείο είναι χαριτωμένο και εύκολο στη διαχείριση. Ως ένα βαθμό είναι ασφαλές δηλαδή και έτσι μπορούμε να ξέρουμε πού βαδίζουμε, προβλέποντας – θεωρητικά – τη συμπεριφορά του συντρόφου μας, μιας και μοιράζεται χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του τον πατέρα μας. Κι επειδή η αντρική συμπεριφορά και εν γένει ψυχοσύνθεση είναι κάτι που το μαθαίνουμε σταδιακά, αν ξεκινήσουμε μια σχέση με κάποιον που μας φαίνεται οικείος, ένα κομμάτι του “homework” έχει ήδη πραγματοποιηθεί.

Ωραίο πράγμα η οικειότητα και η επιρροή της σε μια ερωτική σχέση. Είναι όμως αρκετή για να καθορίσει συνολικά την επιλογή των συντρόφων μας;

Η απάντηση στο καυτό ερώτημα είναι, μάλλον, αρνητική. Πρώτον, γιατί η οικειότητα πολλές φορές μπορεί να προκύψει κι από τα χαρακτηριστικά των συντρόφων μας τα οποία δεν είναι κοινά με αυτά του πατέρα μας. Τα γνωρίζουμε, μας αρέσουν ή, έστω, τα θεωρούμε χαριτωμένα κι έτσι τα συνηθίζουμε στην πορεία της σχέσης. Δεύτερον, πάντα θα αναζητάμε το άγνωστο και το διαφορετικό. Είναι στη φύση μας να συναρπαζόμαστε με πράγματα που δεν γνωρίζουμε και η πρόκληση που ενέχεται σ΄αυτά μας δημιουργεί κάτι απαραίτητο για την ίδια τη ζωή: τον ενθουσιασμό. Χωρίς αυτόν, καμία ερωτική σχέση δεν θα ξεκινούσαμε, ούτε θα συνεχίζαμε, ούτε θα δουλεύαμε μέσα μας και με τον άνθρωπο απέναντί μας.

Έχουν, δηλαδή, άδικο οι ψυχολόγοι και ερευνητές του κλάδου που επιμένουν ακόμα και σήμερα στην άποψη ότι αυτό που ψάχνεις σε έναν σύντροφο το γνωρίζεις ήδη και σου έχει δοθεί έτοιμο από τα παιδικά σου χρόνια, μαζί με την υπόλοιπη “ψυχολογική προίκα” που σε συνοδεύει; Η απάντηση βρίσκεται στη φράση “εκτός από την φύση, υπάρχει και η επιλογή”. Όσο η δεύτερη προσπαθεί να επιβληθεί μέσα σου, τόσο ο Μπάμπης από το λύκειο, ο Κώστας από τις διακοπές στη Σίφνο και ο Θανάσης τον οποίο θα γνωρίσεις σε λίγους μήνες στο σπίτι ενός κοινού φίλου, θα μοιάζουν ή δεν θα μοιάζουν με τον πατέρα σου στο μέτρο που εσύ θα επιλέξεις.