Θα λες γυναικοκτονία αλλά θα είναι σαν να μην τη λες
- 12 ΣΕΠ 2022
Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης είναι το μέρος όπου κάθε χρόνο ακούμε πολιτικές εξαγγελίες, προγράμματα για το μέλλον μας, ανάθεμα για το παρελθόν μας κ.ο.κ. Ο πρωθυπουργός της χώρας Κυριάκος Μητσοτάκης ταξίδεψε στη ΔΕΘ το περασμένο σαββατοκύριακο, 10 και 11 Σεπτεμβρίου. Την δεύτερη ημέρα της παρουσίας του στη ΔΕΘ παραχώρησε συνέντευξη Τύπου και μεταξύ άλλων ρωτήθηκε για τον όρο γυναικοκτονία. Και κάπως έτσι μάθαμε ότι το μέλλον μας θα τον περιλαμβάνει, αλλά θα είναι σαν να μην τον περιλαμβάνει.
«Αποδέχομαι τον όρο γυναικοκτονία, γιατί θέλω να προσδιορίσω με αυτό τον τρόπο ότι τα εγκλήματα -που κάποτε τα χαρακτηρίζαμε εγκλήματα πάθους- και τα κρύβαμε κάτω από το χαλί, τα θεωρούσαμε ότι ήταν μέρος της εγκληματικής δραστηριότητας που υπήρχε στη χώρα και λέγαμε ότι ίσως έφταιγε και η γυναίκα που το προκάλεσε, αυτά πρέπει να αποκτήσουν έναν ιδιαίτερο χαρακτηρισμό», είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης για να προσθέσει αμέσως μετά: «Ο οποίος δεν πρέπει να αποκτήσει ιδιαίτερη νομική κατοχύρωση». Όχι συζητώντας το να δούμε και τι μπορούμε να κάνουμε ουσιαστικά για την αποτροπή των γυναικοκτονιών. Απλά δεν μας αποθαρρύνει κανείς να χρησιμοποιούμε τον όρο.
«Έχουμε ένα ιδιαίτερα αυστηρό νομικό πλαίσιο για τις ανθρωποκτονίες. Δεν μπορώ να δεχτώ πως μια γυναικοκτονία, δηλαδή μια δολοφονία μίας γυναίκας που έχει ως αιτία το ίδιο της το φύλο, είναι πιο απεχθής από μια δολοφονία παιδιού ή από τη δολοφονία ενός ηλικιωμένου», συνέχισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Κι αυτό είναι το επιχείρημα όσων δεν θέλουν τον όρο γυναικοκτονία να υπάρχει ούτε στον δημόσιο διάλογο. Η γυναίκα είναι άνθρωπος και η ζωή της έχει την ίδια αξία με τη ζωή ενός άνδρα, ενός παιδιού, ενός ηλικιωμένου.
Ο όρος γυναικοκτονία δεν δημιουργήθηκε για να αποκτήσουν περισσότερη αξία οι δολοφονημένες γυναίκες. Δημιουργήθηκε για να καταλάβουμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο ακραίας έμφυλης βίας το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Και στην Ελλάδα ειδικά σε αυτή τη χρονική συγκυρία πρέπει να αντιμετωπιστεί κάπως άμεσα. Στην Ελλάδα, σε αυτή τη συγκυρία ο πρωθυπουργός φαίνεται να αγνοεί τους λόγους που οι γυναικοκτονίες ονομάστηκαν γυναικοκτονίες in the first place.
Η πρώτη φορά που διατυπώθηκε ο όρος γυναικοκτονία ήταν τον 19ο αιώνα για να περιγράψει τις δολοφονίες γυναικών. Προτάθηκε ως εναλλακτική στην ανθρωποκτονία όπου το φύλο δεν έπαιζε κανέναν ρόλο, αλλά που γι’ αυτόν τον λόγο, παρέβλεπε την συστηματική βία κατά των γυναικών και την ανισότητα που επικρατεί μεταξύ των δύο φύλων. Το 1970 μπήκε στον δημόσιο διάλογο μέσα από τον αγώνα του φεμινιστικού κινήματος να βρουν ένα όνομα για να περιγράψουν την έσχατη μορφή βίας που βιώνουν οι γυναίκες ως θύματα της έμφυλης βίας.
Η Diana Russell το 1992 όρισε τη γυναικοκτονία ως «τον φόνο γυναίκας από άντρα που έχει ως κίνητρο το μίσος, την ευχαρίστηση ή ενός είδους αίσθηση ιδιοκτησίας της γυναίκας». Δεν είναι διαφορετική η αξία των δολοφονημένων. Τα κίνητρα για τα οποία σκοτώνονται όμως υποδεικνύουν ένα πρόβλημα στο σύστημα, ένα φαινόμενο στο οποίο τα θύματα είναι γυναίκες που δεν προστατεύονται επαρκώς επειδή εμείς τσακωνόμαστε για το πώς θα έπρεπε να το ονομάζουμε.
Κι ακόμα κι αφού παραδεχόμαστε όλοι το όνομά του, το υποτιμούμε γιατί: « Δεν μπορώ να δεχτώ πως μια γυναικοκτονία, είναι πιο απεχθής από μια δολοφονία παιδιού η τη δολοφονία ενός ηλικιωμένου», όπως είπε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Το 58% των γυναικών, θυμάτων ανθρωποκτονιών έχουν θανατωθεί από τον σύντροφό τους ή μέλος της οικογένειάς τους, μιλάμε λοιπόν για χαρακτηριστικές μορφές γυναικοκτονίας. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 137 γυναίκες καθημερινά», είχε πει κάποια στιγμή στο LadyLike η δικηγόρος Ανθή Αργυρίου, αναφερόμενη στα στατιστικά του τμήματος για την ενδυνάμωση των γυναικών και την ισότητα του φύλου των Ηνωμένων Εθνών, UN Women. «Ο Π.Ο.Υ. αναφέρει ότι η βία κατά των γυναικών είναι το βασικότερο πρόβλημα της δημόσιας υγείας αυτή τη στιγμή», πρόσθετε. Η έμφυλη βία συμβαίνει συχνότερα σε γυναίκες παρά σε άντρες κι αν αρνούμαστε να δούμε αυτή την ανισότητα, στο ματωμένο άκρο της οποίας βρίσκεται ο όρος γυναικοκτονία, θα περπατάμε τυφλοί, ανάμεσα σε ολοένα και περισσότερα πτώματα.
«Κατά συνέπεια “ναι” στον όρο γυναικοκτονία, αλλά για το δημόσιο διάλογο. Για την αύξηση της ευαισθητοποίησης για ένα πραγματικό πρόβλημα που υπήρχε πάντοτε στην ελληνική κοινωνία αλλά το κρύβαμε κάτω από το χαλί. “Ναι” σε όλες τις δράσεις που δίνουν στις γυναίκες τη δυνατότητα να καταφύγουν σε κάποιον που μπορεί να τις στηρίξει αν αισθάνονται ότι είναι αντικείμενα άσκησης βίας. “Ναι” σε όλα τα τμήματα που αναπτύσσονται στην Ελληνική Αστυνομία. Έχουμε κέντρα υποστήριξης έναντι της ενδοοικογενειακής βίας. Να χρησιμοποιούμε τον όρο στο δημόσιο διάλογο γιατί βοηθάει στο σπάσιμο της σιωπής που περιβάλλει αυτά τα εγκλήματα», είπε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ουσιαστικά αναγνώρισε αυτό που ήδη κάνουμε. Η γυναικοκτονία έχει μπει στον δημόσιο διάλογο, ήθελε δεν ήθελε, το ενέκρινε ή όχι ο ίδιος κι ο καθένας, εδώ που τα λέμε.
Μπήκε στον δημόσιο διάλογο όταν κουραστήκαμε να διαβάζουμε για «εγκλήματα πάθους» και «εγκλήματα τιμής» και για «κακές στιγμές» που από πίσω τους έκρυβαν το γεγονός ότι οι γυναίκες ακόμα θεωρούνται κτήμα των συντρόφων, των συζύγων, των αντρών συγγενών τους.
Το ζήτημα είναι η επόμενη μέρα, που στην χώρα μας ήρθε με μία ακόμα γυναικοκτονία. Η 55χρονη στην Κομοτηνή την οποία είχε περιλούσει με βενζίνη και πυρπολήσει ο σύζυγός της, υπέκυψε στα τραύματά της τα ξημερώματα της Δευτέρας 12 Σεπτεμβρίου 2022. Ο σύζυγός της, που έχει συλληφθεί και αντιμετωπίζει πλέον κατηγορία ανθρωποκτονίας είχε πει στις Αρχές ότι η σύζυγός του ήθελε να χωρίσουν κι έτσι προέβη στην αποτρόπαια πράξη του.
Η γυναικοκτονία θα έπρεπε να είναι ένας νομικά κατοχυρωμένος όρος, όπως είναι στη Γαλλία, το Βέλγιο και πρόσφατα και στην Κύπρο. Όπως έχει γίνει σχεδόν σε όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Όχι ότι είναι από μόνο του αρκετό αυτό. Φυσικά και δεν είναι αρκετό.
Σε μία χώρα όμως που ένας συνδικαλιστής της ΕΛΑΣ έδωσε on air οδηγίες σε επίδοξους γυναικοκτόνους για το πώς θα «πέσουν στα μαλακά», μόνο ωφέλιμο θα ήταν να αναγνωριστεί νομικά ένας όρος που θα έδινε έμφαση στην ένταση και τα κίνητρα μίας πράξης.
Θα ήταν μία ελάχιστη προσπάθεια αποτροπής του φαινομένου. Πόσο μάλλον αν λειτουργούσε επιβαρυντικά σε μία ανθρωποκτονία.
Η νομική κατοχύρωση θα βοηθούσε την πιο σωστή καταγραφή του φαινομένου, ενώ επιπλέον θα μπορούσε να λειτουργεί αποτρεπτικά για άλλους επίδοξους δράστες. Το παράδειγμα του Μεξικό, όπου την επόμενη χρονιά από αυτήν που θεσπίστηκε ο General Law on Women’s Access to a Life Free of Violence, που έκανε την γυναικοκτονία ξεχωριστό έγκλημα, σημειώθηκε σοβαρή μείωση των γυναικοκτονιών, είναι ένα καλό παράδειγμα. Έπειτα βέβαια παρατηρήθηκαν αυξομειώσεις μέσα στα χρόνια, αλλά είπαμε δεν αρκεί μόνο αυτό. Είναι όμως ένα πρώτο βήμα, που αρνούμαστε να κάνουμε.
Το να μιλάμε για τις γυναικοκτονίες μόνο δεν βγάζει πουθενά. Βγάζει μόνο εμάς από τα ρούχα μας μετρώντας το ένα θύμα πίσω από το άλλο, κρατώντας μόνες μας τα στατιστικά. Το να τις πούμε με το όνομά τους έγινε, το να τις αποτρέψουμε, ακόμα εκκρεμεί.