Τι είναι ψυχική υγεία για σένα; 4 δημοσιογράφοι απαντούν
- 10 ΟΚΤ 2022
To βασικό αξίωμα για να λειτουργεί κάπως εύρυθμα μια κοινωνία είναι πως όταν κλείνουμε πίσω μας την πόρτα του σπιτιού μας, αφήνουμε μέσα το «έτσι είμαι εγώ». Είναι ξεκάθαρο ότι αν δεν κάνουμε όλοι ένα βήμα πίσω, δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε με άλλους. Θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο και ότι εν αντιθέσει με όσους έχουν επιλέξει να ζουν μαζί μας ή να είναι στη ζωή μας, όσοι συναντάμε εκτός των σπιτιών ή των παρεών, δεν έχουν επιλέξει να μας ανέχονται -και δεν έχουμε επιλέξει να τους ανεχόμαστε.
Οπότε, αν δεν τα βρούμε στη μέση, δεν θα τα βρούμε πουθενά και η συνέπεια είναι το χάος.
Εάν οδηγείς, εάν πας στο σούπερ μάρκετ και γενικά εάν γίνεσαι κοινωνός ανθρώπινων συμπεριφορών, έχεις καταλάβει πως -και δη μετά την έξαρση της πανδημίας- κανείς δεν είναι καλά.
Όλοι έχουμε προβλήματα και άγχη. Και ο καθένας έχει τη δική του μέθοδο για να ανταπεξέλθει. Όλες είναι θεμιτές, αν δεν κάνουν κακό σε κάποιον. Αν κάνουν, υπάρχει θέμα. Που καλούμαστε να διαχειριστούμε.
Και μολονότι υπάρχει ακόμα στίγμα για όσους ζητάμε βοήθεια, στην πραγματικότητα όσοι φτάνουμε να χτυπήσουμε την πόρτα κάποιου επαγγελματία, δείχνουμε πως έχουμε το θάρρος και τη δύναμη να το κάνουμε. Άρα μόνο αδύναμοι δεν είμαστε.
Αυτό που είμαστε, είναι υπεύθυνοι -κατ’ αρχάς προς τον εαυτό μας.
Με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας (10/10) ζήτησα από ανθρώπους με τους οποίους περνάω ένα μεγάλο μέρος της καθημερινότητας μου (συνεργάτες), να γράψουν πώς αντιλαμβάνονται τον όρο.
Που μας αφορά όλους. Γιατί η ψυχή είναι μέρος μας και όπως πάμε στο γιατρό αν πονάμε οπουδήποτε στο σώμα, το αυτό θα έπρεπε να κάνουμε αν «πονάει» η ψυχή μας.
Πριν περάσω σε όσα είχαν να πουν οι συνάδελφοι, θα ήθελα να πω ότι μπορεί να μην είμαστε υποχρεωμένοι να ανεχόμαστε συμπεριφορές και αντιδράσεις όσων δεν έχουμε επιλέξει να έχουμε στη ζωή μας, ωστόσο, οφείλουμε να θυμόμαστε πως όπως έχουμε εμείς προβλήματα, έχουν και άλλοι. Ενδεχομένως να ‘χουν και κάποια που δεν «φαίνονται», αλλά τους ταλαιπωρούν στην καθημερινότητα.
Πάντα βοηθάει να βάζουμε όρια (εάν έχουν χαθεί), χωρίς να ξεχνάμε πως τελικά, όλοι είμαστε άνθρωποι με ανάγκες και αδυναμίες.
Ο Χ.Δ. λέει πως ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τα ψυχικά μας ζόρια
«Η πανδημία μάς έμαθε και δεν μας έμαθε πολλά πράγματα. Μας έμαθε ας πούμε, πως τα ψυχικά νοσήματα, οι διαταραχές, οι ψυχικές εντάσεις, οξύνθηκαν από την αόρατη απειλή του ιού, και από τους εγκλεισμούς της καραντίνας. Δεν μας έμαθε από την άλλη το να μιλάμε σωστά για τη ψυχική υγεία. Τώρα που τελειώνει όλο αυτό με τον covid, ή ας πούμε τώρα που περνάει σε μια πιο διαχειρίσιμη φάση ως προς το υγειονομικό (τουλάχιστον) σκέλος, αυτό που αποτυπώνεται στο δικό μου το μυαλό, είναι πως χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία. Η ευκαιρία του να σπάσουμε το ταμπού, να μιλήσουμε ανοιχτά για το μέσα μας, για τις φοβίες, τα άγχη, τα ψυχικά μας ζόρια.
Σε προσωπικό επίπεδο ο Covid έξυσε τις αγχώδεις διαταραχές μου, τις ξύπνησε και τις έφερε στο προσκήνιο.
Πρακτικά αυτό με έκανε αφενός να αναγνωρίζω καλύτερα σε άλλους ανθρώπους αντίστοιχα άγχη υγείας και προβληματισμούς, και αφετέρου, να μην μπορώ να ανεχτώ τσουβαλιάσματα και «ευκολίες» στα μεγάλα media της χώρας.
Από τη μια λοιπόν, πάθαμε, και από την άλλη, δε μάθαμε. Ήρθαμε αντιμέτωποι ο καθένας με τον εσωτερικό του πόλεμο και ταυτόχρονα συνεχίζουμε να βλέπουμε σε τίτλους και λεζάντες διατυπώσεις που μιλάνε για “ψυχοπαθείς”, “διαταραγμένους”, τρελούς που παρουσιάζουν επιθετική συμπεριφορά. Με ευκολία η ενδοοικογενειακή βία, οι γυναικοκτονίες αποδόθηκαν σε μια κάποια “τρέλα”. Με ευκολία, αλλά και με πρόγραμμα.
Το κοινό που κλήθηκε να παρακολουθεί καταιγισμό αρνητικών ειδήσεων, έβλεπε από τα ίδια τα δελτία να βαφτίζονται ως ψυχοπαθείς, άνθρωποι που παρουσίασαν κάποια παραβατικότητα.
Την ίδια ώρα, κάτι καμπάνιες για να σπάσει το στίγμα, περνάνε στα πολύ “ψιλά”, άντε να πάρουν ένα πεντάλεπτο τηλεοπτικού χρόνου ανήμερα κάποιας παγκόσμια ημέρα μνήμης και ευαισθητοποίησης.
Πώς μπορούμε λοιπόν να καλούμε τον κόσμο να μιλήσει ανοιχτά για όσα τον βασανίζουν, να κοιτάξει κατάματα τον φόβο και την αγωνία του, την ώρα που εργαλειοποιούμε με τον χείριστο τρόπο τα ψυχικά νοσήματα συνδέοντάς τα άκριτα και ανεδαφικά, με εγκληματικές πράξεις;
Πώς μπορούμε να καλούμε τον κόσμο να εκφράσει την αγωνία του, να καταλάβει πως δεν είναι μόνος απέναντι στα σκοτάδια του, να αναζητήσει βοήθεια όταν ως χώρα δεν έχουμε εθνικό πρόγραμμα για τη ψυχική υγεία στην εργασία;
Ζούμε στην εποχή που ή θα απειλείσαι με εργασιακό burn-out ή θα βιώνεις ψυχολογική παρενόχληση στην εργασία (mobbing), ή θα πρέπει να αντέχεις ψυχικά μέσα στο φάσμα της μακροχρόνιας εργασίας, προσπαθώντας να πάρεις ανάσα σε ένα πλαίσιο οικονομικής και πανδημικής κρίσης.
Και αντί να έχουμε κάνει τα ψυχικά νοσήματα, βασική προτεραιότητα μέριμνας στον εθνικό σχεδιασμό μας, διατηρούμε κάκιστες συνθήκες περίθαλψης σε ψυχιατρικές κλινικές, συνδέουμε τη διαταραχή με την έκνομη συμπεριφορά και κρύβουμε τη κατάθλιψη κάτω από το χαλάκι, ως συλλογικό συνειδητό και ασυνείδητο.
Το μόνο που μένει είναι να κάνει ο καθένας τη προσωπική του αρχή.
Όχι ως ατομική ευθύνη, αλλά ως ατομική έκφραση. Να εξωτερικεύσει το γκρίζο του. Είναι βέβαιο πως θα βρει ανθρώπους γύρω του, που θα μοιραστούν ανάλογες εμπειρίες. Και αυτό το μοίρασμα ίσως γίνει σταδιακά συλλογικό και οι φωνές να αρθρωθούν σε κάτι που θα ακουστεί πλέον ως αίτημα για αλλαγή, όχι ως μια εθιμοτυπική ανάγκη.»
Ο Ν. Γ. θυμάται το «τι θες τους τρελογιατρούς καημένε;»
«Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι στο οποίο έμαθα και εκτίμησα από πολύ μικρός την έννοια της ψυχικής υγείας που, ας μην κρυβόμαστε, σημαίνει κυρίως να τα έχεις καλά με το μέσα σου. Ο καταθλιπτικός μπαμπάς ίσως ήταν από τους πρώτους ανθρώπους στην Ελλάδα που δοκίμασαν αντικαθλιπτικά.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον κοινωνικό μας περίγυρο (γείτονες, ας πούμε) να μας αντιμετωπίζει κάπως αμήχανα. Θυμάμαι επίσης και τις συμβουλές: “Τι τα θες τα φάρμακα και για τους τρελογιατρούς καήμενε; Μόνος σου θα γιάνεις”.
Όταν η παραπάνω ατάκα ειπώθηκε στο γιατρό, ο καθηγητής Στεφανής έβγαλε τα γυαλιά και είπε στον πατέρα ορθά-κοφτά: “Κύριε Γιαννόπουλε, πιστεύετε ότι θα γιατρευτείτε από μένα ή από τη γειτόνισσα;”. Αφού απαντήθηκε αυτό το όχι και τόσο αυτονόητο ως προς τη λύση του δίλημμα, προχωρήσαμε μπροστά ως οικογένεια.
Τόσο μπροστά, έτσι ώστε όταν ήρθε η δική μου ώρα να καθίσω στον καναπέ του ψυχιάτρου και να πάρω αντικαθλιπτικά να μην έχω το παραμικρό πρόβλημα για το “τι θα πει ο κόσμος”.
Πήγαινα στον ψυχίατρο-και πηγαίνω ακόμα στον ψυχοθεραπευτή-με την άνεση που ένας καρδιοπαθής πηγαίνει στον καρδιολόγο. Τα αντικαθλιπτικά, που ακόμη γεύομαι, είναι απλά βιταμίνες σεροτονίνης.
Ναι, τόσο απλό, όσο ακούγεται. Γιατί; Διότι κατάλαβα, δυστυχώς εξ απαλών ονύχων, ότι χωρίς να είναι καλά η ψυχή, το σώμα γρήγορα μαραζώνει και αρρωσταίνει. Είδα γρήγορα τη διαφορά μεταξύ ενός υγιούς ψυχικά ατόμου και ενός αρρώστου. Ήταν η μέρα τη νύχτα και έτσι εύκολα προτίμησα το φως από το σκοτάδι.
Ο Π. Π. εστιάζει στη διαρκή απειλή «όποιος δεν προσαρμόζεται, πεθαίνει»
«Αγχώδης διαταραχή, κατάθλιψη, κρίσεις πανικού. Όλο και συχνότερα ακούγονται αυτές οι λέξεις, από φίλους, συγγενείς, συναδέλφους. Από εμάς. Μία λέξη που να ταιριάζει σε αυτά που ο καθένας αισθάνεται, μία λέξη ως αποκούμπι για να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που δεν πάει καλά. Μία διάγνωση.
Βιβλία αυτοβελτίωσης, σεμινάρια, life coaches. Τι κάνεις λάθος; Γιατί οι άλλοι τα καταφέρνουν κι εσύ όχι; Γιατί δεν είσαι χαρούμενος/η/ο; Και το αίσθημα, όποιο κι αν είναι αυτό -ποτέ ευχάριστο- εντείνεται. Ψυχανάλυση, συστημική, γκεστάλτ. Να κοιτάξουμε μέσα μας. Να βρούμε τις απαρχές του λάθους, να το διορθώσουμε, να το ξεπεράσουμε να δούμε μπροστά.
Superfoods, SSRI’s, ηρεμιστικά. Κι αν βρούμε το μέσα μας λάθος, αλλά ακόμα δεν μας αρέσει το απ’ έξω; Το τριγύρω; Ρυθμοί διαρκώς επιταχυνόμενοι, απανωτές κρίσεις, αφραγκίες, εγκλεισμοί, πόλεμοι, θάνατος.
Και μία διαρκής απειλή. “Όποιος δεν προσαρμόζεται, πεθαίνει”.
Οι συνθήκες δεν είναι εύκολες. Και αν δεν είσαι αρκετά αναίσθητος(ή πλούσιος;) για να τις αγνοείς, η στιγμή που θα τις νιώσεις όχι στο πετσί αλλά στην ψυχή σου, θα έρθει. Η διαχείρισή εξαρτάται από σένα. Η ένταση όχι. Οικογένεια και φίλοι θα προσφέρουν την απαραίτητη στήριξη.
Το ίδιο και οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας. Για αυτό είναι εκεί, για να απευθυνθείς σε αυτούς όταν αισθανθείς ότι υπάρχει η ανάγκη να το κάνεις. Και η βοήθειά τους είναι πολύτιμη.
Όμως οι εξωτερικές συνθήκες δεν αλλάζουν. Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα σε αυτές τις καταστάσεις, να τις διαχειρίζεσαι, ίσως να τις αγνοείς. Για πόσους από εμάς, όμως, είναι αυτό λύση;
Θα πρέπει να δούμε την συνολική φύση του προβλήματος. Να εννοήσουμε πως είμαστε κοινωνία και όχι απλώς “άτομα και οι οικογένειές τους”, πως μπορούμε να δώσουμε το χέρι στην διπλανή μας όταν το χρειαστεί και να αισθανθούμε την βεβαιότητα πως θα είναι εκεί για εμάς.
Θα πρέπει να επιστρέψουμε στις κοινότητες μας, στην χαμένη μας αλληλεγγύη ώστε να αισθανόμαστε πιο κοντά και πιο ασφαλείς μεταξύ μας.
Αυτό δεν θα λύσει το πρόβλημα. Αλλά ίσως να είναι ένα βήμα πιο κοντά στην ισορροπία που χρειαζόμαστε για να βρούμε την συλλογικά χαμένη μας ψυχική υγεία.»
Η Β. Μ. ψάχνει ποιος κάθισε στο σβέρκο της
«Ψυχική υγεία ειναι να μην τρέμει το στομάχι σου, τα χέρια σου και το μυαλό σου. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο νου όταν με ρώτησαν “τι είναι για σένα ψυχική υγεία”. Μετά σκέφτηκα ότι ψυχική υγεία ειναι και να μην πονάς. Ούτε στην ψυχή, ούτε στο σώμα.
Όταν είπα κάποτε σε κάποιον ειδικό ότι έχω πρόβλημα στον αυχένα με ρώτησε: “Ποιος σου έχει κάτσει στο σβέρκο;”. Τον κοίταξα με ένα ειρωνικό μειδίαμα κι εκείνος μου έκανε ξανά την ίδια ερώτηση. Μέσα σε λίγα λεπτά μου ήρθαν στο μυαλό δεκάδες πρόσωπα, συμπεριφορές και καταστάσεις που δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα μπορούσαν να σχετίζονταν με το ορθοπεδικό μου (;) πρόβλημα.»