Τη μέρα που ο καθηγητής της Φυσικής μού ζήτησε να πάω στο σπίτι του
- 26 ΦΕΒ 2021
Δεν θυμάμαι αν ήμουν στη δεύτερη ή την τρίτη τάξη του λυκείου. Θυμάμαι ωστόσο, πως ήταν μια από αυτές τις δυο τάξεις, καθώς ήταν και αυτές που είχα δίπλα μου -στο θρανίο- τον φίλο μου. Τον σύντροφό μου, αν θες. Γνώριζαν δε, για τη σχέση μας και οι κιμωλίες που είχε η κάθε τάξη -αφού δεν ήταν η πιο ώριμη και ειρηνική του πλανήτη, ενώ ο φίλος μου είχε και τη συνήθεια να με απατά με άλλες μαθήτριες του σχολείου. Δεν είναι η στιγμή να εξετάσουμε την αυτοπεποίθηση ή τον αυτοσεβασμό που είχα τότε, ως άνθρωπος. Ωστόσο, σίγουρα έπαιξαν ένα ρόλο στην ιστορία που ακολουθεί.
Μια μέρα, με πλησίασε ο καθηγητής της Φυσικής (του οποίου θυμάμαι και το όνομα -μολονότι φημίζομαι για το ασθενές της μνήμης μου), για να με ενημερώσει ότι θέλει να μου πει κάτι ιδιαιτέρως. Επειδή δεν ήμουν και του «Άριστα» στο μάθημά του, ούτε από τα πιο ήρεμα παιδιά στην τάξη, υπέθεσα ότι το περιεχόμενο της συζήτησης που θα είχαμε, θα είχε να κάνει με την ανάγκη που υπήρχε να ασχοληθώ λίγο περισσότερο με το αντικείμενο που δίδασκε. Αυτό που μου είπε ήταν ότι θα ήταν χρήσιμο να συναντηθούμε εκτός σχολείου -σε μια καφετέρια που ήταν κάπου στα 20 μέτρα μακριά από αυτό και σύχναζαν όλοι οι μαθητές.
Ομολογώ ότι είχα παρατηρήσει μια αλλαγή στο βλέμμα του (από αυστηρό που ήταν έως τότε, είχε γίνει κάπως πιο γλυκό) και ενστικτωδώς ένιωσα ένα «σφίξιμο» στο στήθος. Παρ’ όλα αυτά, δέχθηκα να δεχθώ τις συνέπειες της αδιαφορίας μου για τη Φυσική (και της τακτικής που είχα να κάνω φασαρία εν ώρα μαθήματος), το απόγευμα της ίδιας ημέρας.
Θα σου υποσχεθώ σε ό,τι έχω ιερό ότι δεν πίστεψα πως όλο αυτό είναι ύποπτο. Δεν συμφώνησαν μαζί μου οι φίλοι μου και ο σύντροφός μου, τους οποίους προφανώς και ενημέρωσα για το meeting.
Ο Π. (ο φίλος μου) με ρώτησε αν ήθελα να έρθει μαζί μου, διαβεβαιώνοντάς με ότι δεν είχα λόγο να ανησυχώ ή να φοβάμαι, καθώς ο καθηγητής ήξερε για τη σχέση μας -και τι θα ακολουθήσει αν έκανε κάτι που δεν έπρεπε. Για την ακρίβεια μου είπε «πήγαινε να δούμε τι θέλει». Πρόσθεσε και ότι θα είναι κάπου εκεί κοντά, την ώρα της συνάντησης, χωρίς όμως να γίνει αντιληπτή η παρουσία του από τον καθηγητή, για παν ενδεχόμενο. Θα ήθελα κάπου εδώ να σημειώσεις ότι δεν υπήρχαν τότε κινητά τηλέφωνα. Προχωράω.
Πήγα που λες, στην καφετέρια και με το που κάθισα άρχισε να μου λέει για τον εαυτό του, πως ήταν παντρεμένος, αλλά διατηρούσε με ένα φίλο του και ένα άλλο διαμέρισμα, ξεχωριστά από αυτό που μοιραζόταν με τη σύζυγά του. Κάπου εκεί κατάλαβα ότι κάτι έχει πάει πάρα πολύ λάθος. Θυμάμαι είχα νιώσει πολύ άβολα και ότι δυσκολευόμουν να αναπνεύσω. Όταν έφτασε στο “θα ήθελες να συναντηθούμε στο διαμέρισμα;” το αίμα μου είχε συγκεντρωθεί στο κεφάλι μου, απάντησα «όχι», σηκώθηκα από την καρέκλα μου και έφυγα. Όπως περπατούσα προς το σπίτι, ο φίλος μου εμφανίστηκε μπροστά μου, του είπα ό,τι είχε συμβεί, είδα το δικό του αίμα να μαζεύεται στο κεφάλι του πριν γυρίσει την πλάτη για να κατευθυνθεί προς τα εκεί όπου είχα συναντηθεί με τον καθηγητή μας. Τον σταμάτησα, εξηγώντας του ότι δεν υπήρχε λόγος. Αφενός γιατί δεν με είχε ακουμπήσει (αργότερα έμαθα πως η λεκτική παρενόχληση είναι ό,τι χειρότερο υπάρχει αφού δεν αποδεικνύεται -δεν αφήνει διακριτά σημάδια), αφετέρου δεν είχα κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει όσα είχε πει, ως εκ τούτου αν τον χτυπούσε θα βρισκόμασταν και υπόλογοι.
Έκτοτε κάθε φορά που έμπαινε στην τάξη, ένιωθα αηδία
Δεν μπορούσα καν να σηκώσω το βλέμμα μου να τον δω στα μάτια -λες και ήμουν εγώ αυτή που είχα κάνει κάτι το μεμπτό. Βασικά ένιωθα ένοχη, γιατί είχα δεχθεί τη συνάντηση. Αλλά να σου πω κάτι; Ένοχος είναι όποιος έχει την παραβατική συμπεριφορά. Όχι εσύ που δεν μπήκες στο μυαλό του.
Προφανώς και συνέχισα να διαταράσσω το οικοσύστημα, στα μαθήματά του. Μόνο που φρόντιζα πια, και να διαβάζω (να μελετώ) προκειμένου να εξασφαλίζω βαθμολογίες που δεν θα του έδιναν ποτέ άλλο λόγο να ζητήσει να μου μιλήσει, κατ’ ιδίαν. Μάλλον από το ύφος μου (δεν έχω καταφέρει ποτέ στη ζωή μου να ελέγξω τις γκριμάτσες μου -που εκφράζουν ακριβώς ό,τι νιώθω ανά πάσα στιγμή) και το γεγονός ότι ακριβώς δίπλα μου ήταν ο φίλος μου (με ανάλογο ύφος) κατάλαβε ότι θα ήταν χρήσιμο να μη το συνεχίσει. Μετά, άρχισα να ενημερώνω και τα κορίτσια της «τάξης» μου για αυτό που είχε γίνει, ώστε να ξέρουν τι να περιμένουν αν τυχόν τις πλησιάσει.
Eίκοσι επτά χρόνια αργότερα, θα παραδεχθώ ότι έκανα τεράστιο λάθος που δεν σκέφτηκα να καταγράψω με κάποιον τρόπο όσα ειπώθηκαν στη συνάντηση, ώστε να παραδώσω τα ντοκουμέντα στη διεύθυνση του σχολείου. Όπως ήταν λάθος που δεν μίλησα στη μητέρα μου -δεν της είπα ποτέ τίποτα, γιατί έκρινα πως της είχα βγάλει αρκετά την Παναγίτσα ως έφηβη και άρα θα ήταν χρήσιμο να μην προσθέσω άλλο ένα πρόβλημα σε αυτά που είχε να διαχειριστεί.
Λάθος ήταν και ότι επικέντρωσα στο γεγονός ότι είχα γλιτώσει από τα χειρότερα και στην ενημέρωση που παρείχα σε όσες συμμαθήτριες ήταν στο περιβάλλον μου. Βλέπεις, παρέμεναν σε άγνοια όλα τα άλλα κορίτσια του σχολείου (ήταν γυμνάσιο-λύκειο), τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν πιθανοί στόχοι του τύπου αυτού. Βάσει των πιθανοτήτων, έπειτα από εμένα προχώρησε στο επόμενο δυνητικό θύμα -και επειδή δεν μίλησα όταν έπρεπε θα σου πω ότι νιώθω ενοχές.
Έως ότου έφυγα από το σχολείο δεν ενημερώθηκα για κάποιο σχετικό περιστατικό. Μάλλον όχι γιατί δεν υπήρξε, αλλά επειδή δεν καταγγέλθηκε. Και κάπως έτσι, φτάνω στο βασικό ερώτημα των ημερών: το «γιατί τώρα». Αν σ’ τα έγραφα όλα αυτά πριν δέκα (ή δύο) χρόνια, θεωρώ δεδομένο ότι δεν θα έκανες καν click. Κάτι που αλλάζει με το ελληνικό #metoo και το #δενείστεμόνες της εταιρίας στην οποία εργάζομαι. Τώρα νιώθω πως πραγματικά διάβασες όσα προηγήθηκαν και ότι ίσως η ιστορία αυτή να βοηθήσει έστω ένα κορίτσι να χειριστεί καλύτερα μια άβολη και ενδεχομένως επικίνδυνη κατάσταση.
Να μην νιώσει αδύναμη μπροστά σε κάποιον που εκμεταλλεύεται τη θέση του, για να εξασφαλίσει τη σιωπή σου (ως φυσική συνέπεια «ο λόγος ο δικός σου εναντίον του δικού μου»). Αυτήν την εποχή έχεις με το μέρος σου και την τεχνολογία: κάθε φορά που το ένστικτο σου βαράει το καμπανάκι, έχε πρόχειρο το smartphone για ηχογράφηση ή λήψη video. Και να μη φοβάσαι να μιλήσεις ή/και να ζητήσεις βοήθεια από όσους νιώθεις πως είναι δικοί σου άνθρωποι.
ΥΓ: Περιττό να σου πω ότι στα χρόνια που δουλεύω (κοντά στις 3 δεκαετίες, εκ των οποίων οι δύο ήταν στα αθλητικά) ήλθα αντιμέτωπη με ουκ ολίγα περιστατικά λεκτικής παρενόχλησης και κακοποίησης. Σωματική δεν έζησα ποτέ, μάλλον γιατί περιστατικό με το περιστατικό υιοθέτησα μια περσόνα που παρέπεμπε σε τραμπούκο. Για όλα αυτά (για το πώς μπορεί να αλλάξει ένας άνθρωπος, ώστε να αποφύγει τραγικά συμβάντα -με κίνδυνο να χάσει τον εαυτό του) θα σου γράψω άλλη φορά.