OPINIONS

«Την Καρολάιν δεν την τεμάχισε όπως ο Φραντζής», η Ιωάννα Μάνδρου τοποθετείται. Σοβαρά τώρα;

Papadakis Press Γιώργος Παπαδάκης

Στις πόσες άστοχες ατάκες της Ιωάννας Μάνδρου για τα ζητήματα της επικαιρότητας παθαίνεις ανοσία; Εγώ κατέληξα ότι τρεις ήταν αρκετές. Κάπως δεν με εξέπληξε το γεγονός ότι μετά τα μαλλιά της Μάγδας Φύσσα και τα φερόμενα ως θύματα βιασμού από τον Δημήτρη Λιγνάδη, που «γονείς δεν είχαν;» όπως είχε αναρωτηθεί, τρίτωσε το κακό με ένα σχόλιο για τη γυναικοκτονία στα Γλυκά Νερά.

Σε πρωινή εκπομπή του ΣΚΑΪ, την Δευτέρα 21 Ιουνίου, η Ιωάννα Μάνδρου ως έμπειρη δημοσιογράφος του δικαστικού ρεπορτάζ που είναι, σχολίασε την υπόθεση της γυναικοκτονίας στα Γλυκά Νερά. Προσπέρασε την ομολογία του συζύγου της Caroline, προτιμώντας να τον αποκαλέσει «φερόμενο ως δράστη» κι έδωσε τη δική της εκδοχή για τη «συγκρότηση της προσωπικότητάς του».

«Αυτός για να είμαστε ειλικρινείς, ο φερόμενος ως δράστης, μόλις είδε το πτώμα, σκέφτηκε να το εξαφανίσει – όπως έχουν κάνει πάρα πολλοί άλλοι που βρέθηκαν στην ίδια θέση. Θυμόμαστε την υπόθεση του Φραντζή. Αυτός μπόρεσε να την τεμαχίσει. Αυτός ο τύπος εδώ, ο φερόμενος ως δράστης, η συγκρότηση της προσωπικότητάς του δεν του επέτρεπε κάτι τέτοιο. Δεν είναι για αίματα. Είναι πιο αποστειρωμένος. Και οδηγήθηκε, λοιπόν, στη λύση της σκηνοθεσίας της ληστείας», είπε η Ιωάννα Μάνδρου. Ήταν μια απλή λύση για έναν αποστειρωμένο άνθρωπο και κάπως έτσι η προμελέτη βγήκε από το παράθυρο μαζί με την ομολογία για την Ιωάννα Μάνδρου.

Η αναφορά, όπως θα περίμενες, πυροδότησε κύμα αντιδράσεων στο Twitter καθώς υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν επιτύχει ακόμα το ποσοστό ανοσίας που χρειάζεται για να διατηρεί κανείς την ψυχραιμία του.

Δεν ξέρω αν φταίει που παρασυρόμαστε στο να μιλάμε πιο πολύ απ’ ό,τι χρειάζεται σε υποθέσεις που συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον του κοινού, δεν ξέρω αν φταίει που πρέπει να γεμίζει ο τηλεοπτικός μας χρόνος. Αυτό που ξέρω είναι ότι τέτοια σχόλια περί «αποστειρωμένης» προσωπικότητας συνοδευόμενα κι από ένα «προσπάθησε να την επαναφέρει» που σχολίασε ο Δημήτρης Οικονόμου, είναι πλέον αχρείαστα μετά την ομολογία του συζύγου της Caroline ως του ανθρώπου που τη δολοφόνησε και τη σύλληψή του.

H συγκρότηση της προσωπικότητάς του μπορεί κατά την Ιωάννα Μάνδρου να μην επέτρεψε τα αίματα, αλλά επέτρεψε σύμφωνα με την ομολογία του τον φόνο και τη σκηνοθεσία του τόπου του εγκλήματος. Οπότε, σοβαρά τώρα, τι άλλο εξετάζουμε;

Δεν χρειάζονται τέτοια σχόλια που «μαλακώνουν τις γωνίες» όπως δεν χρειάζεται να συνεχίζει κανείς να μιλά για ένα «ευτυχισμένο ζευγάρι», όπως έκανε την Τρίτη 22 Ιουνίου ο Γιώργος Λιάγκας στο Πρωινό για να συναντήσει την ανατριχίλα του Τάσου Τεργιάκη που έβλεπε στο ίδιο μόνιτορ την εικόνα μίας ανήλικης στην αγκαλιά ενός ενήλικα. Όλο αυτό το παρελθόν έχει ούτως η άλλως επισφραγιστεί από το αδυσώπητο παρόν, κατά το οποίο μία ακόμα γυναικοκτονία έχει γραφτεί στον μακρύ κατάλογο των τελευταίων ετών. Μία ακόμα γυναίκα δεν αναπνέει πια. Κι αν θέλουμε κάποτε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα καλύτερα θα είναι να την βλέπουμε ως έχει.

Όσα «καλό παιδί» κι αν ακουστούν, όσα «δεν έδινε δικαιώματα», όσα «την αγαπούσε» κι όσα «τουλάχιστον δεν την τεμάχισε», η πραγματικότητα δεν αλλάζει. Και στην πραγματικότητα μία γυναίκα 20 ετών, δεν ζει πια. Κι όσες ιδιότητες κι αν είχε στο παρελθόν ο καθ’ ομολογία δράστης της δολοφονίας στα Γλυκά Νερά, πλέον έχει μία μόνο να τον ορίζει. Είναι γυναικοκτόνος.

«Δολοφονίες γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους, οι οποίες διαπράττονται ή γίνονται ανεκτές τόσο από ιδιώτες όσο και από δημόσιους φορείς. Ο όρος περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από ερωτικό σύντροφο, τον βασανισμό και τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα μισογυνισμού, τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών ως “εγκλήματα για λόγους τιμής” και λοιπές μορφές δολοφονίας», μας ορίζει για τη γυναικοκτονία το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων. Μπροστά σε αυτό, όλα τα άλλα οφείλουν να σβήνουν. Γιατί όλα τα «καλό παιδί» αργά ή γρήγορα καταλήγουν στο «ποιος ξέρει τι θα του έκανε;» εκφράζοντας τελικά την κυρίαρχη κουλτούρα στην οποία ζούμε, στην οποία ακόμα κι όταν βιαστούμε, χτυπηθούμε, δολοφονηθούμε, κάπως, κάπου έχουμε φταίξει.

Όσοι έχουμε δημόσιο λόγο, λοιπόν, ίσως την επόμενη φορά να μπορούσαμε να είμαστε πιο προσεκτικοί όταν μιλάμε για τεμαχισμούς και μη, για προσπάθειες να συνέλθει κάποιος από τον καθ’ ομολογία δολοφόνο του, όταν μιλάμε για την ευτυχία ενός ζευγαριού από το οποίο το ένα μέλος κατέληξε δολοφονημένο από το άλλο. Ας σιωπούμε καλύτερα.