OPINIONS

Το εξοχικό θα μας γεννάει πάντα τα πιο καλτ συναισθήματα

Παλιό κτίσμα μεσαίου μεγέθους, λίγα ή περισσότερα χιλιόμετρα μακριά από το πατρικό σπίτι, συνήθως αρκετά κοντά στη θάλασσα, το εξοχικό είναι η σταθερά που ενώνει τις ετερόκλητες ζωές μιας πολύ μεγάλης μερίδας Ελλήνων. Ειδικά το καλοκαιρινό εξοχικό, με την πάροδο των ετών έχει αναπτύξει τη δική του “προσωπικότητα”, που, όσο κι αν ο χώρος του εκσυγχρονίζεται με νέα αντικείμενα και κτιριακές προσθήκες, τόσο αυτό παραμένει στάσιμο σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όπου όλα ήταν διαφορετικά.

Μερικές δεκαετίες πριν, όταν ακόμα η κατασκευαστική δραστηριότητα ήταν έντονη σε όλη τη χώρα (και έννοιες όπως ο ΕΝΦΙΑ δεν υπήρχαν ούτε στην πιο οργιώδη φαντασία του πιο επιμελούς εφοριακού υπαλλήλου), κάθε οικογένεια που επένδυε στις διακοπές της ήθελε ένα ακόμα σπίτι για να μπορεί να κάνει τα μπάνια της τα καλοκαίρια. Ξεκινώντας, συνήθως, με ένα μικρό κεφάλαιο, αγόραζε ένα οικόπεδο ή, σε περίπτωση που το οικόπεδο ήταν ήδη διαθέσιμο, ξεκινούσε με λαχτάρα τη διαδικασία ανοικοδόμησης του εξοχικού.

Όχι κάτι σπουδαίο. Ένα σαλόνι, μια κουζίνα, ένα μπάνιο, δυο υπνοδωμάτια και, ιδανικά, ένας κήπος ή μια βεράντα, για να μπουν τα φερ φορζέ ή τα μπαμπού έπιπλα και να κάθεται η οικογένεια έξω, ιδίως το βράδυ, στην αναζήτηση της χαμένης καλοκαιρινής δροσιάς.

Μόλις το εξοχικό ήταν έτοιμο, παραδιδόταν με το κλειδί του στον αρχηγό της οικογένειας, πατέρα ή μητέρα κατά περίπτωση και ξεκινούσε η διαδικασία της επίπλωσης. Παλιοί καναπέδες και ανακλινόμενα τραπέζια με επιφάνεια από καπλαμά, παλιά κρεβάτια από ανοιχτό σουηδικό ξύλο με άβολα στρώματα ελατηρίων, παλιές βιβλιοθήκες, σκρίνια και έπιπλα τηλεόρασης, ό,τι είχε περισσέψει από την επίπλωση της κύριας κατοικίας έβρισκε ξανά τη χαμένη του χρησιμότητα εντός των τοίχων του εξοχικού. Ένα καλό λουστράρισμα και τα παλιά έπιπλα, που είχαν αποσυρθεί από τα 70s στις αποθήκες, γινόταν σαν καινούργια και γέμιζαν όμορφα το νέο σπίτι. Κουρτίνες σε παστέλ αποχρώσεις, μαξιλάρια από γυαλιστερό ύφασμα, βάζα στα χρώματα της γης, κεραμικά τασάκια και μπολ, κουταλοπήρουνα με πλαστικά τελειώματα, που συχνά κρεμόταν από γάντζους σε ειδικό εξάρτημα, που έμενε εκτος συρταριού, μίξερ που άλλοτε δούλευαν, άλλοτε όχι, πορσελάνες των οποίων η μόδα είχε παρέλθει, αλλά ήταν ακριβές και καμία μάνα δεν θα τις ξεφορτωνόταν τόσο εύκολα, κιτς Murano κομμάτια – συνήθως δώρα γάμου – γυαλικά σε βαθύ τυρκουάζ χρώμα, κάδρα με παιδικές ζωγραφιές, παλιά ρολόγια και δεκάδες κάδρα και κορνίζες, φορτωνόταν στο οικογενειακό αυτοκίνητο και έβρισκαν στο εξοχικό τη φιλοξενία που τους είχε στερήσει η – αναπόφευκτα επελθείσα λόγω αλλαγής της μόδας – καλτιά τους.

 

Μόλις η λειτουργικότητα του εξοχικού είχε εξασφαλιστεί και ο καιρός “άνοιγε”, η οικογένεια το επισκεπτόταν κάθε σαββατοκύριακο, ενώ στη συνέχεια, το καλοκαίρι, έμενε σ’ αυτό μερικές βδομάδες σερί. Ενίοτε, το επισκεπτόταν για λίγες μέρες το φθινόπωρο ή τον χειμώνα, πιο πολύ για να ελέγξουν οι γονείς ότι δεν υπάρχει καμιά ζημιά ή κάποιο άλλο πρόβλημα στον χώρο.

Τα καλοκαίρια στο εξοχικό, όπου είχες άλλη ελευθερία κινήσεων, έκανες νέες παρέες, έπαιζες όλη μέρα έξω, έβλεπες μετρημένες ώρες τηλεόραση και, όσα βράδια δεν καθόσουν με την υπόλοιπη οικογένεια στη βεράντα, πήγαινες μια βόλτα στο παρακείμενο χωριό ή παραλιακή πόλη, για να φας παγωτό με κοκακόλα, να πιεις γρανίτα και να περπατήσεις με τους γονείς, οι οποίοι ήθελαν να ζήσουν τον, προσαρμοσμένο στα εκάστοτε δεδομένα, “τοπικό κοσμοπολιτισμό” της καλοκαιρινής εξόδου. Το βράδυ επέστρεφες με κούραση στο σπίτι, ξεφύλλιζες κανένα κόμικ ή τις “Χαρούμενες Διακοπές” και κοιμόσουν στο διπλανό κρεβάτι με τον αδερφό ή την αδερφή σου, καθώς ελάχιστοι γονείς είχαν χρήματα για να φτιάξουν πάνω από ένα υπνοδωμάτια στο εξοχικό.

Η καλτιά του ελληνικού εξοχικού, του θεσμού της μικρομεσαίας τάξης που ήταν κάποτε συνώνυμο της καλοπέρασής της, είναι κομμάτι από τη ζωή μας, από χρόνια διαφορετικά, τα οποία ποτέ δεν θ’ αφήσουμε να ξεχαστούν.

Όταν άρχιζες να μεγαλώνεις λίγο, εκεί κοντά στην εφηβεία, το εξοχικό μετατρεπόταν στο μέρος που λάτρευες να μισείς. Θεωρούσες ότι σου στερούσε τη δυνατότητα να κάνεις μόνος σου αυτά που ήθελες στο σπίτι σου, καθώς αναγκαζόσουν να ακολουθείς τους γονείς σου σε ένα μέρος που ήταν παλιό, σε μια μέθοδο διακοπών ξεπερασμένη, σε ένα μουσείο ή, για κάποιους, νεκροταφείο αντικειμένων και αναμνήσεων. Αισθανόσουν άσχημα που το μόνο που είχε αλλάξει μέσα στο εξοχικό την τελευταία εικοσαετία, ήταν η αγορά ενός CD player ή τα νέα σεντόνια στο δωμάτιο των γονιών σου. Ενδεχομένως να ντρεπόσουν να πας με τους φίλους σου, γιατί το Δήλεσι δεν ήταν το ίδιο πράγμα με τη Μύκονο.

Μετά από χρόνια απουσίας, αναγκάστηκες να επιστρέψεις στο εξοχικό. Στην αρχή δειλά, με μια ελαφριά απαξίωση, πήρες το αυτοκίνητο, οδήγησες ως εκεί και, με την πρώτη μακρινή ματιά, άρχισες να αναγνωρίζεις τα σημάδια μιας περασμένης εποχής και τις ενδείξεις μιας νέας. Οι γονείς σου το είχαν βάψει, τα μπαμπού έπιπλα είχαν περιοριστεί αισθητά, η τηλεόραση ήταν καινούργια, φλατ, η εσπρεσιέρα κυριαρχούσε στον πάγκο της κουζίνας, τα υπόλοιπα, όμως, είχαν μείνει όπως ακριβώς τα είχες αφήσει. Στο άνοιγμα της ντουλάπας του υπνοδωματίου σου, η μυρωδιά των αντισκωριακών σου έφερε φτάρνισμα, αλλά δεν πτοήθηκες και άρχισες να σκαλίζεις τα συρτάρια. Παλιές σαγιονάρες με απεικόνιση “Στρουμφάκια”, t-shirts αναμνηστικά από ταξίδια στα Ιόνια Νησιά, τα οποία δεν θυμόσουν καν ποιος σου είχε φέρει δώρο, σορτς με χαλαρωμένα λάστιχα, μαγιό που μύριζαν πλαστικό και πλεκτά παρεό – δώρα από περιοδικά που πλέον έχει διακοπεί η κυκλοφορία τους. Στα ράφια της βιβλιοθήκης, paperback μυστηρίου και μεγάλων ερώτων από τις εκδόσεις Bell, τα κόμικς σου, πλήρης εργογραφία Ρώσων προεπαναστατικών συγγραφέων, την οποία έδιναν δώρο με κουπόνια οι μεγάλες εφημερίδες προ εικοσαετίας, κασέτες με ποπ μπάντες των 90s, μολύβια ζωγραφικής και μπλοκ φθαρμένα από την υγρασία.

Η “καλτιά” των παιδικών και εφηβικών σου χρόνων είχε μπλεχτεί γλυκά με την καλτιά της εποχής που οι γονείς σου ήταν πιο νέοι και το “παιδί” αυτών των δυο καταστάσεων ήταν το εξοχικό σου.

Παρατηρώντας τον χώρο, αναρωτήθηκες τι να απέγινε εκείνο το κορίτσι του γείτονα με την οποία παρακολουθούσες κάθε μεσημέρι την “Κάντι Κάντι”. Έπειτα, σε έπιασε το παράπονο γιατί το ψιλικατζίδικο που έφερνε τα ωραία παγωτά, με το δωράκι στον πάτο τους, έγινε μια κακόγουστη καφετέρια. Και, μετά από μια βόλτα στην παραλία, συνειδητοποίησες ότι η πιτσαρία όπου, ως παιδί, είχες κάνει μερικά από τα πιο απολαυστικά γεύματα της ζωής σου, δεν είχε πια τόσο νόστιμο φαγητό και πλέον σέρβιρε την πίτσα σε μεγάλα καλάθια με λαδόκολλα και όχι σε μεταλλικά ταψάκια.

Το ελληνικό εξοχικό είναι μια συνάντηση αναμνήσεων, πρωτίστως μέσα από πράγματα ευτελούς αξίας, τα οποία στο μυαλό μας μετατρέπονται σε καταστάσεις και ανθρώπους με τους οποίους μοιραστήκαμε τη χρήση των αντικειμένων, στο πλαίσιο των ξένοιαστων καλοκαιριών του παρελθόντος μας. Η καλτιά του ελληνικού εξοχικού, του θεσμού της μικρομεσαίας τάξης που ήταν κάποτε συνώνυμο της καλοπέρασής της, είναι κομμάτι από τη ζωή μας, από χρόνια διαφορετικά, τα οποία ποτέ δεν θ’ αφήσουμε να ξεχαστούν. Η Μύκονος είναι, φυσικά, πιο όμορφη από το Δήλεσι, ωστόσο το τελευταίο είναι που κουβαλάει τα παιδικά μας καλοκαίρια και γι’ αυτό πάντα θα το αγαπάμε λίγο περισσότερο από το Νησί των Ανέμων. Κι ας μην το παραδεχτούμε ποτέ.