Το βιολογικό μου ρολόι δε χτυπάει. Να ανησυχήσω;
- 22 ΜΑΡ 2016
«Εγώ πότε θα γίνω μάνα», αναρωτιόταν συχνά η Δήμητρα στη σειρά «Σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς», εκφράζοντας την αγωνία της να ζήσει σύντομα τις εμπειρίες της μητρότητας. Το «καυτό» ερώτημα που ταλάνιζε τον χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας και καθόριζε, σε μεγάλο βαθμό, τη συμπεριφορά της, μου φαινόταν – τότε – κάπως αστείο. Βέβαια, στα 18 μου χρόνια, όπου μόλις είχα περάσει στο πανεπιστήμιο και θα μετακόμιζα για πρώτη φορά μόνη μου σε άλλη πόλη, ήταν αναμενόμενο να μη με απασχολεί η μητρότητα και, συνακόλουθα, να αντιμετωπίζω τις αγωνίες (και λαχτάρες) των μεγαλύτερων γυναικών ως κάτι μη οικείο.
Τα χρόνια πέρασαν και ο φιλικός μου κύκλος άρχισε σταδιακά να «αποκαθίσταται». Εδώ και δυο τρία χρόνια, οι γάμοι και οι εγκυμοσύνες σχεδόν μονοπωλούν την ατζέντα των φίλων μου. Πριν τρεις μήνες γέννησε μια από τις πιο στενές μου φίλες και αυτόν τον μήνα θα γεννήσει και η κολλητή μου από το σχολείο. Και, βέβαια, κάθε βδομάδα μαθαίνω από το ευρύτερο φιλικό και κοινωνικό μου περιβάλλον για μια νέα εγκυμοσύνη ή για μια νέα προσπάθεια εγκυμοσύνης.
Κι εγώ, στο μεταξύ, τι κάνω; Καλά είμαι, υπό την έννοια ότι ξυπνάω το πρωί, πάω στη δουλειά, επιστρέφω, μαγειρεύω, βλέπω τις σειρές και τις ταινίες μου, βάζω κανένα πλυντήριο, και ενίοτε πάω για ποτό. Σε σχέση με το «να γίνω μάνα» δεν κάνω τίποτα. Όχι επειδή «είναι στη μόδα, αλλά επειδή, πολύ απλά, δεν το σκέφτομαι. Καθόλου.
Θεωρητικά, οι πιθανότητες να μείνω έγκυος έχουν ήδη αρχίσει να μειώνονται και, με το που θα φτάσω τα 35 (σε 2,5 χρόνια δηλαδή), η γονιμότητά μου θα πέσει κατακόρυφα.
Οι ψυχολόγοι ορίζουν το «βιολογικό ρολόι» ως την – με την πάροδο του χρόνου – σταδιακή αύξηση των μητρικών ενστίκτων. Θεωρητικά, το ρολόι αυτό «χτυπάει», όταν οι πιθανότητες να μείνεις έγκυος έχουν αρχίσει ήδη να μειώνονται, δηλαδή από τα 30 και μετά. Ο όρος, βέβαια, λένε ότι επινοήθηκε στα τέλη των 70s από έναν δημοσιογράφο της Washington Post, που προσπαθούσε να περιγράψει το μικρό χρονικό περιθώριο γονιμότητας που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν οι γυναίκες καριέρας για να αποκτήσουν παιδιά. Δεν αποτελεί, δηλαδή, συγκεκριμένη επιστημονική ανακάλυψη, αλλά αποτέλεσμα παρατήρησης μιας συμπεριφοράς που καθορίζει κάποιες επιλογές ζωής.
Θεωρητικά, οι πιθανότητες να μείνω έγκυος έχουν ήδη αρχίσει να μειώνονται και, με το που θα φτάσω τα 35 (σε 2,5 χρόνια δηλαδή), η γονιμότητά μου θα πέσει κατακόρυφα. Παρά ταύτα, δε συγκινούμαι εξ αιτίας του γεγονότος αυτού και δε σκέφτομαι την προοπτική των παιδιών, παρότι το «χρονικό παράθυρο» έχει αρχίσει ήδη να στενεύει.
Κατά καιρούς, αναζητώντας τα αίτια αυτής της συμπεριφοράς (μου), έδινα μεγάλη σημασία στον οικονομικό παράγοντα. Καμιά φορά, δηλαδή, όταν με ρωτούσε κάποιος αν θέλω να κάνω παιδιά, η απάντησή μου ερχόταν υπό τη μορφή ερώτησης: «με τι λεφτά θα τα μεγαλώσω»; Μετά από παρατήρηση και, κυρίως, συζήτηση με τους φίλους μου που απέκτησαν πρόσφατα παιδιά, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, εκτός αν είσαι εκατομμυριούχος, ποτέ δεν είσαι έτοιμος, από οικονομικής άποψης, να κάνεις παιδιά. Η ανατροφή των παιδιών συνεπάγεται ένα μεγάλο κόστος, το οποίο οι άνθρωποι που θέλουν να αποκτήσουν παιδιά είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν, όσα πράγματα κι αν πρόκειται να στερηθούν οι ίδιοι. Η οικονομική στενότητα, λοιπόν, είναι μάλλον η αφορμή για μια τέτοια απάντηση, όχι η αιτία.
Η δεύτερη πιο συχνή μου απάντηση ήταν «δεν αισθάνομαι έτοιμη να μεγαλώσω ένα παιδί». Με παρόμοιο τρόπο κατέληξα στο συμπέρασμα ότι κανείς δεν είναι έτοιμος να μεγαλώσει ένα παιδί, καθόσον ούτε σχολές γονέων υπάρχουν, ούτε όλοι οι χαρακτήρες των ανθρώπων μοιάζουν μεταξύ τους.
Για κάποιο λόγο, η μητρότητα είναι μια φάση που μου φαίνεται πολύ μακρινή. Φοβάμαι δε ότι, από αγνή ανασφάλεια, μπορεί σε x χρονικό διάστημα να πω «ας κάνω ένα παιδί για να δω πώς είναι, γιατί αργότερα, που θα μου έρθει η επιθυμία, ίσως να μη μπορώ πια».
Προσεγγίζοντας περισσότερο στην ειλικρίνειά μου, άρχισα να σκέφτομαι ότι, ίσως, περνάω μια παρατεταμένη περίοδο εφηβείας ή, έστω, μετεφηβείας. Βέβαια, εξετάζοντας τα δεδομένα της ζωής μου, μάλλον πρόωρη περίοδο συνταξιοδότησης θα τη χαρακτήριζα συνολικά. Ούτε «παρτάρω» πια (για την ακρίβεια, δε νομίζω να «πάρταρα» και ποτέ), ούτε περνάω φάση άρνησης των πάντων και, κυρίως, των κοινωνικών και άλλων θεσμών. Έχω μια πολύ ήσυχη ζωή, από δική μου επιλογή.
Mέσα σ’ αυτή την «ησυχία», μπορώ να πω ότι χαίρομαι όταν βλέπω τα παιδιά των φίλων μου, ειδικά όταν με αυτά μπορώ να έχω κάποια αλληλεπίδραση (δηλαδή αν βρίσκονται σε ηλικία όπου μιλάνε και μπορώ ν’ ασχοληθώ μαζί τους). Όταν είναι μωρά, δεν ξέρω πώς ακριβώς να ασχοληθώ μαζί τους, και πάλι, όμως, δεν θα περάσω άσχημα όταν υπάρχουν μωρά στην παρέα. Δε με ενοχλούν (ούτε όταν κλαίνε/ γκρινιάζουν/ κάνουν οτιδήποτε ενοχλεί τον περισσότερο κόσμο), αλλά δε μου μονοπωλούν και το ενδιαφέρον. Δε θ’ αρχίσω τα (με μια αναπνοή και με μάτι που γυαλίζει) «μα τι γλυκός που είναι ο μικρός Γιωργάκης, έλα να σου γαργαλήσω τις πατούσες, θα τρελαθώ, τι καλός που είναι». Δε θα πω, όμως, και «αχ, θα ήθελα κι εγώ να έχω ένα παιδί». Και, για να είμαι εντελώς ειλικρινής, δεν είμαι καθόλου σίγουρη αν θα το πω σύντομα. Για κάποιο λόγο, η μητρότητα είναι μια φάση που μου φαίνεται πολύ μακρινή. Φοβάμαι δε ότι, από αγνή ανασφάλεια, μπορεί σε x χρονικό διάστημα να πω «ας κάνω ένα παιδί για να δω πώς είναι, γιατί αργότερα, που θα μου έρθει η επιθυμία, ίσως να μη μπορώ πια».
Τι φταίει, λοιπόν, που δεν αναρωτιέμαι «πότε θα γίνω μάνα»; Τι είναι αυτό που ώθησε και εξακολουθεί να ωθεί τους φίλους μου να αποκτούν παιδιά και εμένα με αφήνει αδιάφορη; Θα μου πάρει αρκετό καιρό για να απαντήσω με βεβαιότητα. Ωστόσο, δε νομίζω ότι έχει μεγάλη σημασία. Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει, καθώς η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις. Το μόνο σίγουρο είναι ότι, μέχρι να έρθει, αν έρθει, εκείνη η ώρα, δε θα περάσω το χρόνο μου αναρωτώμενη πού βρίσκεται ένα ρολόι που άλλοι ακούνε να χτυπάει, ενώ εγώ αμφισβητώ πλέον και την ίδια του την ύπαρξη.