ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Αντίο, Σάκη Μπουλά…

Είχα γελάσει μαζί του, είχα τραγουδήσει - σε μουσικές σκηνές, σε συναυλίες, σε μπαράκια – είχα αγαπήσει την σκοτεινή τρυφερότητά του. Τον γνώρισα πριν από 4-5 χρόνια, σε μια συνέντευξη για το "Nitro", μαζί με τον Γιάννη – πάντα μαζί με τον Γιάννη, πάντα αξεχώριστοι αυτοί οι δυό, σαν μέρη της ίδιας πρότασης. Μου είχαν μιλήσει για τη γνωριμία τους, τη ζωή τους, την μεγάλη "περιπέτεια" του "Αχ Μαρία". Νομίζω πως θα του ταίριαζε να την ξαναθυμηθούμε, να τον αποχαιρετίσουμε, με την τελευταία, δική του φράση: "Το ροκ, αγάπη μου, δεν θα πεθάνει ποτέ…". Ούτε και ο Μπουλάς…

Πρέπει καταρχήν να τους ακούσεις να μιλάνε – με λόγια, χωρίς λόγια. Αρχίζοντας ο ένας προτάσεις που τελειώνει ο άλλος, συμπληρώνοντας εκκρεμείς χειρονομίες, στον αέρα. Πράγμα που τελικά είναι κάπως περίεργο γιατί, σε “πρώτη ανάγνωση”, είναι πολύ διαφορετικοί. Ο Γιάννης φουριόζος, γλυκομίλητος, χαρούμενος, τρυφερός. Φως. Ο Σάκης ευγενικός αλλά κάπως απόμακρος, ήσυχος, πιο αιχμηρός. Περισσότερες “σκοτεινές περιοχές”, εδώ.

Λένε πως γνωρίζονται μια ζωή: “Τι, να πούμε και χρόνια; Ε, βάλε καμιά τριανταπενταριά”.

Πρωτοβρέθηκαν, μαθητές ακόμα σε μια οντισιόν του Χατζιδάκι,  στην Πλάκα, το ’73, τότε που ο Μάνος ανέβαζε στο καφεθέατρο “Πολύτροπο”, το “Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης”, μείγμα από θεατρικούς μονολόγους, κείμενα και τραγούδια. “Πως ήταν ο Σάκης όταν τον πρωτοείδα; Ναι, θυμάμαι. Ενας τύπος με γενειάδα, μακριά μαλλιά. Φορούσε αμπέχωνο κι έπαιζε φλογέρα. Μόλις τραγούδησε, του είπε ο Χατζιδάκις “Είστε εξαίσιος τραγουδιστής, ξέρετε όμως εμείς, σ’ αυτή την παράσταση για ποιο ρόλο ψάχνουμε; Του Αλκιβιάδη. Και ξέρετε ποιος ήταν ο Αλκιβιάδης; Ο ωραιότερος των Αθηναίων εφήβων. Εσείς δυστυχώς νεαρέ, μοιάζετε με τον Αρη Βελουχιώτη”…(γέλια)… Μόλις κατέβηκε, πήγα και του μίλησα. Τρελάθηκα με τον Σάκη. Δεν περίμενα ποτέ πως θα συναντούσα στη ζωή μου τέτοιο άνθρωπο”…

Λοιπόν, την οντισιόν δεν την πέρασαν. Όμως – απ’ ό,τι λένε – εκεί, στο υπόγειο του Χατζιδάκι, δυό πιτσιρίκια από άλλη “χώρα” (Πειραιώτης ο “Βελουχιώτης”, Πατησιώτης ο Γιάννης, μεγαλωμένος στα πέριξ του Αγίου Νικολάου) σκάρωσαν αυτοστιγμεί μια “ιερή συμμαχία” σε ένα σύμπαν που το όριζε η μουσική, το ταλέντο, το πάθος, η πολιτική. Α, και η πλάκα.

“Καμιά φορά, στη χούντα όταν βλέπαμε μπάτσους το βάζαμε στα πόδια, ότι και καλά ήμασταν ύποπτοι. Ακουγες πίσω σου “Στοπ!” “Πιάστε τους!”, εμείς τρέχαμε βολίδα και οι μπάτσοι ψαχνόντουσαν – κινούσε βλέπεις υποψίες το τρέξιμο. Η πηγαίναμε στον Αγνωστο Στρατιώτη, στην Πλατεία Συντάγματος τέσσερις η ώρα το πρωί – και ψέλναμε δυνατά, για να κάνει αντήχηση η φωνή μας γύρω γύρω. Μας κοιτάγανε και κάνανε το σταυρό τους….”.

 

Γελάνε πάλι σαν παλιόπαιδα, που τους τσάκωσαν να κάνουν αταξίες, γιατί, ναι, όλο αυτό είναι αστείο. Όμως η αστοχία – ειδικά όταν έχεις να κάνεις με δυό τέτοιους, πληθωρικούς entertainers – είναι να μείνεις στα ψιλά γράμματα και να μη δεις όλη την εικόνα. Που είναι καταρχήν πως έχεις να κάνεις με δυό εξαιρετικούς μουσικούς (ποιος ξέρει π.χ. πως ο Ζουγανέλης, με πτυχίο Εθνικού Ωδείου, έχει σπουδάσει σύνθεση, ενορχήστρωση και όπερα στην Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου, απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα; Κι ο Μπουλάς, βέβαια, του “Μπουλάς- Ελλάς”, ξεκίνησε την καριέρα του δίπλα στο Θάνο Μικρούτσικο, συμμετείχε στην “Καντάτα για τη Μακρόνησο” και συνεργάστηκε με τον Σαββόπουλο στους “Αχαρνής”…), με στέρεη μόρφωση. Από θέση αντιεξουσιαστές.

Ωραία λοιπόν, πάμε πάλι πίσω στο ’73.  Το ’73 ο Γιάννης ήταν 17 χρονών αλλά είχε κιόλας δισκογραφία (“Είχα δάσκαλο τον Νίκο Μαμαγκάκη, που με σύστησε στον Πατσιφά της “LYRA”. Του ‘πα ψέματα για την ηλικία μου. Ετσι έβγαλα τον πρώτο μου δίσκο, το “Σώσον κύριε το λαόν σου”), ο “εξαίσιος” Σάκης, θα άρχιζε σε λίγο τη δική του – επίσης στη “LYRA”. Το ’73 η ζωή ήταν πολιτική, το τραγούδι επίσης, η διανόηση άστραφτε, το μέλλον ήταν πέλαγος από δυνατότητες. Ένα χρόνο αργότερο, όλα θα άλλαζαν: η χούντα θα ‘πεφτε, θα ακουγόταν το “Καραμανλής ή τανκς”, το αφρισμένο ποτάμι της μεταπολίτευσης θα κατέβαζε θησαυρούς και σκουπίδια.

Σήμερα, οι δυό τους θυμούνται πρόσωπα και πράγματα και γλέντια, τα βράδια με το Σαββόπουλο στο Rodeo, κι εκείνη τη φορά, στην Κυψέλη, που κολλούσαν παρέα με τον Αντρέα Μικρούτσικο – το ’76 δεν ήταν;– αφίσες για την μεγάλη συναυλία του Θάνου στο Σπόρτινγκ κι ένας περαστικός δάγκωσε τον Σάκη στο χέρι. Μάτωσε και οι άλλοι του έκαναν πλάκα πως ο τύπος είχε λύσσα και θα αρρώσταινε. Δεν αρρώστησε, από δάγκωμα δεν πεθαίνει κανείς. Από μουσική, μπορεί… 

“ΑΧ ΜΑΡΙΑ” ή ΘΑΝΑΤΟΣ

“Ο πρόδρομος του “Αχ Μαρία” ήταν το “Σούσουρο”, ένα μαγαζί που  είχαμε στήσει μαζί με τον Νικόλα τον Ασιμο, σε ένα υπόγειο στην Πλάκα. Ηταν το πρώτο μουσικό καφενείο, ή μάλλον το πρώτο πολιτικό καμπαρέ, όπου παίζαμε τα τραγούδια μας, κάναμε παρλάτες, διαβάζαμε ποίηση – άλλων και δική μας, “σουσουριακή” – παίζαμε σκετσάκια, δικά μας νούμερα, αποσπάσματα από Ράιχ, από Μπρεχτ. Ημασταν εγώ, ο Νικόλας, ο Σάκης, η Ισιδώρα Σιδέρη, ο Λάκης ο Παππάς, η Φλέρυ Νταντωνάκη, κι άλλοι πολλοί, πολλοί. Ερχόταν εκεί ο Αργύρης ο Κουνάδης, ο Κώστας ο Φιλίνης, διάφοροι διανοούμενοι της εποχής, ο Αντρόποφ, κόσμος και λαός. Είχε γίνει μεγάλο σούσουρο…”.

Και κείνοι; Καταλάβαιναν τότε πως έκαναν κάτι σπουδαίο; Ο Γιάννης είναι σαφής: «Σπουδαίο όχι.  Κάτι καλό, ίσως. Δεν είχαμε όμως κανένα κάμωμα – την ψυχή μας βάζαμε και, βέβαια, είχαμε μια ξεκάθαρη ιδεολογική στάση: ήμασταν πάντα με τον αδικημένο. Αριστεροί. Ξέραμε δηλαδή από ποιόν θέλαμε να διαφοροποιηθούμε…” (Κι άλλες εικόνες: Καραμανλής, φάκελλος Κύπρου, ταραχές στην Καμπότζη, Αλντο Μόρο και Ερυθρές Ταξιαρχίες, πεθαίνει ο Μακάριος, ΕΟΚ και ΝΑΤΟ- το ίδιο συνδικάτο, κυβέρνηση Ράλλη. Κρακ, άλλη πλάκα…) .

“Εκεί, γύρω στο ’80 μας φώναξε ο Βασίλης ο Παπακωνσταντίνου και μας είπε “παιδιά υπάρχει ένας χώρος στα Εξάρχεια έτσι κι έτσι. Γουστάρετε να κάνουμε μια κατάσταση εκεί σαν το Σούσουρο;”. Γούσταραν. Και πήγαν.

 

“Αυτό το μαγαζί” θυμάται ο Σάκης “ήταν μια υπόγα, μια αποθήκη. Εμείς το φτιάξαμε, βάψαμε τους τοίχους, οι γυναίκες μας ράβαν τις κουρτίνες, εμείς όλα. Καμαρίνια δεν είχε, είχε έναν ακάλυπτο, όπου βγαίναμε εναλλάξ κι αλλάζαμε – άμα έβρεχε, κράταγε ο ένας στον άλλο την ομπρέλα. Και “Αχ Μαρία” το βαφτίσαμε εμείς, “διασκευάζοντας” μια ιδέα του Ασιμου. Ακόμα κρέμεται απέξω η ταμπέλα με τ’ όνομα…”. Το όνομα, πιθανόν δεν θα ήταν τίποτα, χωρίς τις παρέες που γράφουν την ιστορία. Και η Ιστορία λέει πως η σκηνή του “Αχ Μαρία”, μπορεί να μη γέννησε το ελληνικό ροκ, έθρεψε όμως τη μουσική πρωτοπορία, τη σάτιρα και τα εναλλακτικά ρεύματα. “Δέκα χρόνια κράτησε αυτή η ιστορία. Πέρασαν από κει μέσα οι πάντες – από τους Φατμέ και τον Τζιμάκο τον Πανούση, μέχρι τον Τουρκογιώργη, τους Socrates, τον Σαββόπουλο, τον Μούτση, τη Μάνου και τον Κούτρα”. Και τον Λάκη Παπαδόπουλο, τον Γιάννη Γιοκαρίνη, την Ισιδώρα Σιδέρη, τον Κώστα Θωμαϊδη, τον  Χατζηκουτσέλη, τον George Pilali, τον Κώστα Τουρνά. Και άλλους πολλούς. “Δουλεύαμε με ποσοστά – μην φανταστείς τίποτα τρελά λεφτά, το ποτό ήταν φτηνό και ίσα ίσα έβγαινε το μεροκάματο. Υπήρχε κανονικό πρόγραμμα, μια μουσική παράσταση 2,5 ωρών, έξι μέρες τη βδομάδα και τα Σαββατοκύριακα διπλές. Στην ουσία, βέβαια, το “Αχ Μαρία” δεν ήταν μόνο μπαρ, ή καφεθέατρο. Πρωτίστως ήταν τόπος συνάντησης. Ο κόσμος ερχόταν από νωρίς μιας και – περιμένοντας – μπορούσες να κάνεις διάφορα πράγματα, να μιλήσεις, να παίξεις σκάκι, τάβλι, ντόμινο, ή να παρακολουθήσεις μια προβολή. Δουλεύαμε γεμάτοι, φουλ. Το μαγαζί έπαιρνε 300 άτομα, αλλά βάζαμε 400 – μέχρι και 480 είχαν χωρέσει κάποτε. Να σκεφτείς, τη δεύτερη χρονιά, ο επιχειρηματίας, ο Βασίλης ο Καραγιάννης έπιασε και έκοψε τις καρέκλες, σχεδόν στη μέση, για να χωράνε περισσότεροι. Δική του πατέντα. Δεν υπήρχαν, βλέπεις, στο εμπόριο τόσο μικρές καρέκλες…”.

Γελάνε πάλι – μα είναι αλήθεια πως υπήρξε μια εποχή που οι παρλάτες  και τα ανέκδοτά τους έκαναν το γύρο όλης της Αθήνας; “Εμείς” λέει ο Γιάννης, “γράψαμε νούμερα, που κυκλοφόρησαν μετά ως ανέκδοτα ή έγιναν σλόγκαν. Για παράδειγμα, δικό μας είναι το “Παπούτσι από τον τόπο σου και ας είναι και Αdidas”, το “Στου κουφού την πόρτα, πάρε την πόρτα και φύγε”, ή το “Αν η μαλακία ήταν εργόχειρο, θα ‘χαμε κάνει την προίκα μας”. Πολιτική σάτιρα δεν κάναμε, τουλάχιστον όχι στοχευμένη. Δε κάναμε δηλαδή προσωπικές αναφορές στον Μητσοτάκη, ή στον Καραμανλή . Σατιρίζαμε όμως μια κατάσταση, “φωτογραφίζοντας” τα πρόσωπα  της εξουσίας. Είχαμε φίλους δημοσιογράφους, που μας έγραφαν κάθε μέρα ένα μικρό “δελτίο” ειδήσεων, με πραγματικές ειδήσεις. Αυτοσχεδιάζαμε κιόλας. Τώρα, βλέποντάς το από μακριά, νιώθουμε κι εμείς, πως ε… κάτι συνέβη τότε, εκεί στο “Αχ Μαρία”. Δημούργησε μια σχολή αυτό πράγμα”. 

Μια σχολή, μια εποχή, μια δεκαετία. Δε δούλευαν συνέχεια, ο Σάκης π.χ. έφυγε το ’85 και ξαναπήγε το ’90, ο Γιάννης ήταν στο σχήμα από ’80 ως το ‘82 και μετά πάλι από το ‘85-’89. “Όμως εκεί γελάσαμε, κλάψαμε, φτιάξαμε οικογένεια. Η κόρη μου η Ελεονώρα σχεδόν μεγάλωσε μες στο “Αχ Μαρία”. Είχαμε πιστό κοινό, υπήρχαν άνθρωποι που έρχονταν και ξανάρχονταν. Πολιτικοί, καλλιτέχνες, διανοούμενοι. Ποιον να πρωτοπώ; Ο Λαζόπουλος, ο Κιμούλης, ο Μανιώτης, ο Φασουλής, ο Παύλος ο Μάτεσις, ο Θάνος ο Μικρούτσικος, ο Λοϊζος. Ολοι. Ζόρικα σκηνικά ; Μες το “Αχ Μαρία”; Α όχι, δε γίνονταν. Σκέψου, πως μέχρι και οι αναρχικοί το σεβάστηκαν. Τόσες φασαρίες, κυνηγητά, φωτιές, ξύλο, δακρυγόνα κι όμως… Ποτέ δεν έσπασε στο μαγαζί ούτε ένα τζαμάκι, δεν το χάλασαν, δεν έγραψαν στους τοίχους του με σπρέι. Ποτέ”.

Στα δέκα χρόνια όμως, κάτι, κάπως θα σπάσει, ακόμα και αν δεν είναι το τζάμι. Το “Αχ Μαρία” του ’80, δεν θα μπορούσε να είναι ίδιο με το “Αχ Μαρία”» του ’89, όταν όλα πια θα είχαν αλλάξει: η ζωή, η πολιτική, η διασκέδαση. Κι όλα, θα είχαν την τιμή τους. “Παλιά δουλεύαμε μια τεράστια σεζόν, κάναμε πρόβες δύο μήνες. Κι αυτό τί προϋπέθετε: Να μπορείς να κάνεις σκηνικά, να πάρεις όργανα, να φτιάξεις ήχο… αλλά να μπορεί να πάρει κι ο άλλος ένα ποτό και να μη κοστίζει. Στο τέλος, το κόστος ήταν δυσβάσταχτο… Είπαμε πως ο μόνος τρόπος για να πληρωθούμε γι’ αυτό που κάναμε, ήταν να πάμε σε έναν άλλο, μεγαλύτερο χώρο…”. Άλλωστε, όπως λένε και τα σλόγκαν, “Αχ Μαρία ή θάνατος, κανείς δεν είναι αθάνατος…”.

ΜΠΟΥΛΑΣ, ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ

 

Για την επόμενη εικοσαετία – από το “Τούνελ” και πέρα, μέχρι φέτος, στην Ακτή Πειραιώς – ο Μπουλάς και ο Ζουγανέλες θα δημιουργήσουν το πιο sui generis, ελληνικό, καλλιτεχνικό δίδυμο. Αντισυμβατικό, άναρχο, πολυτάλαντο. Θα δουλέψουν μαζι στο θέατρο (κυρίως σε επιθεωρήσεις, με peak τις “χρυσές” εποχές του “Μινώα”, το ’94-’95, τότε που ο κόσμος έκλεινε την Πατησίων έξω από το θέατρο, ερχόταν η αστυνομία  και οι θεατές έπαιζαν ξύλο για ένα εισιτήριο), λιγότερο στο σινεμά ( Πατρίς, ληστεία, οικογένεια, Ας περιμένουν οι γυναίκες, Το φιλί της Ζωής), πιο πολύ στην τηλεόραση, όπου, πρώτοι, θα εισάγουν τη σάτιρα. (Τρία χρόνια και διακόσιες εκπομπές “Απίστευτα και όμως ελληνικά” στην κρατική τηλεόραση, προγράμματα επετειακά, εορταστικά, τα “Ζουγανελληνικά” στον – τότε- ΣΚΑΪ, “Γειά χαραντάν Ζούγκα” κ.α).

“Υπήρχαν” λέει ο Σάκης “και διαστήματα που δεν δουλεύαμε μαζί αλλά ο κόσμος συνέχιζε να μας ταυτίζει. Πάντα, η πρώτη ερώτηση που θα κάνουν άμα μας δουν, είναι “που είναι ο Γιάννης;” ή “που είναι ο Σάκης;”. Και στο YouTube αν χτυπήσεις “Ζουγανέλης”, θα βγεί δίπλα το “Μπουλάς”. Και το ανάποδο”.

Τι αισθάνονται όταν παίζουν μαζί; Χαρά; “Ναι. Και μια τεράστια ασφάλεια. Εγώ δεν μπορώ να παίξω με κανέναν άλλο όπως παίζω με τον Σάκη…”. “Τις περισσότερες φορές συνεννοούμαστε με τα μάτια, χωρίς να πούμε τίποτα. Σαν εγγαστρίμυθοι”.

Μα καλά, τόσα χρόνια, δεν έχουν τσακωθεί ποτέ; Για κάτι – μια γκόμενα, ένα αυτοκίνητο, μια σαχλαμάρα; “Όχι. Δεν συμφωνούμε σε όλα, αλλά δεν έχουμε τσακωθεί ποτέ. Αλήθεια σου λέω. Ποτέ. Και οι γονείς μου τον λατρεύανε τον Σάκη – η μάνα μου, μέχρι  που έφυγε από τη ζωή, όποτε πήγαινα να τη δώ, με ρώταγε: “ο Σάκης, τι κάνει; Καλά; Τον βλέπω, είναι πολύ καλός ο Σάκης”. “Καλός είναι”, την πείραζα, “αλλά εγώ είμαι καλύτερος”.”Όχι. Όχι, εσύ”, μου έκανε. “Ο Σάκης…”. Αυτό, βέβαια, μπορεί να μην σημαίνει και τίποτα, άλλωστε ο Μπουλάς είχε ανέκαθεν “μεγάλο σουξέ” στα θηλυκά, (κι ας γκρινιάζει ο Ζουγανέλης πως το σουξέ ήταν δικό του και ο άλλος, “από ζήλεια με υπονόμευε”), εντάξει, στο τέλος συμφωνούν και οι δύο: γουστάρουν τις γυναίκες, όλες τις γυναίκες. Τις όμορφες, τις πολλές. Τη μία, της ζωής τους. Τις επόμενες. Και τις πρώην. “Τον Σάκη τον έχω παντρέψει κιόλας. Ημουν κουμπάρος στο δεύτερο γάμο του – στον πρώτο ο Θάνος Μικρούτσικος – και έχω συνδεθεί πολύ και με τις δύο του γυναίκες, την Κατερίνα και την Αντα”. Στο περιθώριο αυτής της τρυφερής πλάκας γίνονται, καμιά φορά, πολύ σοβαροί. Και τότε π.χ. ο Σάκης θα σου πει πως ο Γιάννης είναι “ολοκληρωμένος καλλιτέχνης” και “πολύ επικοινωνιακός”, όπως επίσης και “οργανωτικός, τακτικός, επιμελής. Εγώ είμαι χύμα. Το μόνο που με εκνευρίζει σ’αυτόν είναι το είναι τρομερά αγχώδης”. Με τη σειρά του, κι ο Γιάννης θα δηλώσει πως “ο Σάκης είναι εξαιρετικός τραγουδιστής, έχει τρομερό ταλέντο στο στίχο”, πως θαυμάζει την ηρεμία του και το ένστικτο που έχει με τους ανθρώπους. “Το μόνο ελάττωμα του Σάκη είναι ότι δεν κάνει τίποτα λίγο. Τα κάνει όλα πολύ. Όταν καπνίζει, καπνίζει πολύ, όταν τρώει, τρώει πολύ, όταν έπινε, έπινε πολύ, όταν κάνει δίαιτα, δεν τρώει τίποτα. Από τους δυό μας, ο Σάκης είναι ο πιο “σκοτεινός” – πάντα έτσι βαρύς ήταν, από μικρός. Έχει μια μυστήρια, δική του εσωστρέφεια, μια σχεδόν έμφυτη μελαγχολία”.Δυό καλλιτέχνες σημαντικοί, με λαμπερή πορεία – ποτέ δεν την πρόβαλαν, δεν την “πούλησαν”, δεν την περιέφεραν κάτω από τα φώτα. Γιατί; Ο Σάκης σηκώνει τους ώμους.

“Και τι θα γινόταν τότε;  Θα ‘κανα πιο πολλά εξώφυλλα και θα ‘χα πιο πολλά λεφτά. Ε, προτίμησα τις ώρες αυτές, που θα δούλευα, εγώ να ζήσω. Ημουνα πολύ τυχερός, έκανα πάντα αυτό που ήθελα και κατάφερνα να ζω απ’ αυτό. Είμαι χορτασμένος. Να σου πω και κάτι άλλο; Εγώ πιστεύω στη δύναμη του γέλιου, πιστεύω πως οι άνθρωποι έχουν πια ανάγκη να γελάσουν, έστω και με κάτι απλό, με μια σαχλαμαρίτσα. Επειδή ακριβώς εγώ είμαι μελαγχολικός σαν τύπος, ξέρω πόσο μεγάλη σημασία έχει αυτό. Κι επειδή το ξέρω, το τιμώ. Αισθάνομαι τεράστια χαρά, όταν κάνω τον άλλο να γελάει”. 

Έτσι που το λένε, είναι σαν να γυρίζουν καμιά 35αριά χρόνια πίσω, στο υπόγειο του Χατζιδάκι – δυό πιτσιρίκια που τραγουδούσαν, γρατζουνούσαν κιθάρες, σκάρωναν πλάκες, έπαιζαν κυνηγητό με τους μπάτσους κι έλεγαν πως η ζωή είναι ροκ. Νιώθουν ακόμα έτσι; Ο Σάκης, γράφει το φινάλε : “Φυσικά. Ροκ είναι ό,τι ξυπνάει και αφυπνίζει και κεντρίζει την συνείδηση, ό,τι έχει ως στόχο την ελευθερία. Και την ελευθερία μπορείς να την ψάξεις παντού : σε ένα υπόγειο, ένα γραφείο, ένα στούντιο, μια πίστα, μέσα σου. Το ροκ, αγάπη μου, δεν θα πεθάνει ποτέ”.

Exit mobile version