Αθανασία Παϊταζόγλου
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Αθανασία Παϊταζόγλου: Η Ελληνίδα σχεδιάστρια του οίκου Hermès

Oμολογώ πως δεν θα ανακάλυπτα την Αθανασία αν δεν έκανα μία συνέντευξη πέρυσι στην αδελφή της και αγαπημένη μου ηθοποιό, Κίττυ Παϊταζόγλου, πρωταγωνίστρια στο εξαιρετικό θεατρικό Doctor αλλά και στην Έρημη Χώρα. Στην κουβέντα πάνω, μου λέει πως η αδελφή της είναι designer στον ιστορικό οίκο και ασφαλώς αρπάζω την ευκαιρία. Για καλή μας τύχη, βρέθηκε στην Αθήνα για λίγες ημέρες και μας έδωσε μια αποκλειστική συνέντευξη και φωτογραφίες.

Η Αθανασία Παϊταζόγλου είναι ένα πλάσμα χαρισματικό και σεμνό, μια κοπέλα που δεν «φωνάζει» μόδα, αλλά αυτή κυλάει στο αίμα και στο μυαλό της. Δουλεύει σε υψηλή θέση, ίσως στον σπουδαιότερο οίκο μόδας του κόσμου, τον Hermès έχοντας κατακτήσει τον χώρο με τα προσόντα της και απέναντι σε έναν τεράστιο ανταγωνισμό. Ξέρω καλά πως δεν επιβιώνεις εκεί, ανάμεσα στα θηρία του εξωτερικού και του κέντρου της τεράστιας αυτής βιομηχανίας, αν δεν το αξίζεις πραγματικά.

Η Αθανασία έχει το ταλέντο, αλλά και όλα τα αυτονόητα που σου γράφουν τα βιβλία για τη μεγάλη επιτυχία: προσήλωση, αφοσίωση, επιμονή, διαρκή έρευνα και επιμόρφωση, φαντασία, ταπεινότητα και ευελιξία, αντοχή και ατόφια επιθυμία για δημιουργία. Το Παρίσι την κέρδισε και το κέρδισε και εκείνη. Με ένα χαμόγελο, πάντα διακριτικό, μας διηγείται τη ζωή και την καριέρα της, διατηρώντας τη δική της προσωπική «υπογραφή» και συνάμα αποδεχόμενη πως είναι ένας κρίκος μιας μακράς ιστορίας μαγευτικών δημιουργιών από δέρμα και όχι μόνο, που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στα χέρια ανθρώπων σε όλη τη γη που τα τιμούν και τα εκτιμούν. Γνωρίζοντας πως μια δημιουργία της θα περάσει από γενιά σε γενιά. Δεν είναι και μικρό πράγμα…

-Πότε αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη μόδα;

Δεν θυμάμαι καν. Γενικά μου άρεσαν τα καλλιτεχνικά -ζωγράφιζα, σχεδίαζα, μου άρεσε να κάνω πράγματα με τα χέρια. Μου άρεσε και η μουσική- μάθαινα πιάνο. Στο σπίτι δεν υπήρχε κάποια καλλιτεχνική ρίζα πάντως, ο μπαμπάς είναι δικηγόρος και η μαμά δουλεύει σε τράπεζα, αν και εκείνη το ψάχνει αρκετά με τη διακόσμηση και την αρχιτεκτονική. Μεγαλώνοντας παρακολουθούσα τη μόδα και μάζευα περιοδικά μόδας, τα οποία μάλιστα τα είχα πάρει μαζί μου όταν πήγα στο Παρίσι λίγες ημέρες, «ξεφορτώθηκα» κάποια.

Οταν ήμουν στο λύκειο, πήγαινα παράλληλα στη Merso Art School και έκανα μαθήματα σχεδίου, ζωγραφικής, βίντεο, Ιστορίας της τέχνης -είναι μια σχολή που σε προετοιμάζει για να περάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών. Επειδή ήμουν και καλή μαθήτρια, οι καθηγητές μου με συμβούλευαν να πάω στη Σχολή Καλών Τεχνών, γιατί όταν τους έλεγα ότι θέλω να ασχοληθώ με τη μόδα, το θεωρούσαν κάτι πολύ περιορισμένο. Εξάλλου στη χώρα μας δεν έχουμε κάποια σχολή μόδας, σε αντίθεση με το Παρίσι, όπου υπάρχουν πολλές καταξιωμένες.

Σχολείο πήγαινα στα Εκπαιδευτήρια Κωστέα- Γείτονα και τις δύο τελευταίες χρονιές του λυκείου παρακολουθούσα το πρόγραμμα του International Baccalaureate, με βασικό μάθημα Visual Arts. Εκανα διάφορα projects, δηλαδή έραβα κιόλας, έφτιαχνα φορέματα. Όταν έκανα αιτήσεις για να πάω στο εξωτερικό, αρχικά ήθελα να φοιτήσω στο St. Martins, στο Λονδίνο, αλλά επειδή δεν μου άρεσε μια έξτρα διαδικασία που είχαν για να μπεις στη σχολή, αποφάσισα να πάω στο Παρίσι, στο l’ Ecole de la Chambre Syndicale, για Master I. Τώρα, αυτή η σχολή έχει ενοποιηθεί με το Institut Français de la Mode, που είναι η πιο γνωστή σχολή μόδας στο Παρίσι. Οταν ήμουν στην 4η χρονιά φοίτησης, είχαμε και τότε πολλά μαθήματα με το IFM. H σχολή μου λοιπόν ήταν μία από τις καλύτερες -και τις πιο δύσκολες φυσικά- αλλά τότε, στα 18 μου, δεν το είχα συνειδητοποιήσει.

-Η σχολή απαιτούσε πολύ διάβασμα ή ήταν θέμα ταλέντου το πώς θα αντεπεξέλθεις;

Είναι και θέμα ταλέντου, αλλά έπρεπε να δουλεύεις σκληρά. Εγώ ήμουν τυχερή, γιατί είχα κάνει πολύ σχέδιο, κάτι που μας το ζητούσαν. Είναι πολλά τα παιδιά που πηγαίνουν για μόδα, αλλά δεν ξέρουν να σχεδιάζουν και αυτό τους δημιουργεί μεγάλη δυσκολία – το τεχνικό κομμάτι έχει σημασία. Αυτές οι σχολές δεν αρκούνται στο να σου αρέσει η μόδα και να έχεις κάποιο στυλ, γι’ αυτό και στο τέλος αποφοιτούν πολύ λιγότεροι από όσους ξεκίνησαν. Τώρα, που είμαι στον Hermès, βλέπω ότι αυτές οι γνώσεις που έχω πάρει, είναι πολύ σημαντικές για τη διαδικασία δημιουργίας μιας collection, κυρίως για να μπορώ να εξηγώ τι ακριβώς θέλω στους τεχνίτες.

-Πήρατε και υποτροφία…

Ναι, για τα δύο τελευταία χρόνια – κάτι σημαντικό γιατί δεν νομίζω ότι θα καταφέρναμε οικογενειακώς να αντεπεξέλθουμε οικονομικά. Τέλος πάντων, συνέχισα και τον 4ο χρόνο στη σχολή είχα πάρει για μάθημα επιλογής τα αξεσουάρ. Ήταν κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ και είχαμε και φανταστικούς καθηγητές που μας έκαναν να τα αγαπήσουμε ακόμη περισσότερο. Είχαμε μια φοβερή καθηγήτρια για τα παπούτσια που είχε δουλέψει στον Jimmy Choo, τον Isaac Reina που είναι δημιουργός τσαντών, που μας έκανε το μάθημα για τα γάντια και τα καπέλα και είχε δουλέψει στον Hermès -όλοι ένας κι ένας. Το αγαπημένο μου αξεσουάρ τότε ήταν τα παπούτσια, γιατί είχα πολύ καλή σχέση με αυτή την καθηγήτρια. Ανέλαβα μάλιστα ένα project και πήγα στην Ιταλία για να δημιουργήσω τα παπούτσια που είχα σχεδιάσει.

-Το τελικό project σας στη Σχολή τι ήταν;

Μια collection 3 λουκ συν μία με ρούχα. Επίσης, παρουσίαζες και τα projects που είχες κάνει μέσα στη χρονιά -παπούτσι, τσάντα, καπέλο κ.λπ. Τα εκθέσαμε σε ένα showroom και έρχονταν άνθρωποι της μόδας να τα δουν. Η πρώτη μου δουλειά ήταν για μια μάρκα παπουτσιών που λέγεται Karine Arabian. Είχα γνωρίσει τον διευθυντή της και με τη μεσολάβηση μιας καθηγήτριας Αγγλικών που δούλευε εκεί ως σύμβουλος, ήρθαν στο showroom για να βρουν νέα ταλέντα διότι η βασική δημιουργός τους είχε φύγει.

Εμεινα εκεί 4 χρόνια – ήταν μεγάλο σχολείο για μένα. Ημουν μόλις 22 χρονών και σχεδίαζα παπούτσια, κάποιες τσάντες, ζώνες και διάφορα άλλα αξεσουάρ. Είχα όλη την καλλιτεχνική διεύθυνση -από το να πηγαίνω στην Ιταλία και να μιλάω με αυτόν που έφτιαχνε τα δέρματα για τα είδη που είχαμε, μέχρι να βρίσκομαι στην μπουτίκ και να συνομιλώ με τις πελάτισσες για να ακούω άμεσα τη γνώμη τους. Κάποια στιγμή όμως άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα και εγώ ήδη ετοίμαζα το portfolio μου για να βρω την επόμενη δουλειά μου. Αυτή τη φορά ο σκοπός μου ήταν να πάω σε έναν οίκο μεγάλο, όπου θα υπήρχε μια μεγαλύτερη ομάδα σχεδιαστών, έτσι ώστε να μάθω πράγματα. Άλλωστε ήμουν ακόμα πολύ μικρή για να συνεχίσω στη θέση της καλλιτεχνικής διευθύντριας. Ηθελα να μάθω μέσα από ένα δούναι και λαβείν με άλλους σχεδιαστές.

-Και πώς φθάσατε στον σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, οίκο του κόσμου;

Εκανα κάποιες αιτήσεις σε οίκους, μεταξύ των οποίων και στον Hermès. Είχα μια φίλη Γαλλίδα, η οποία δούλευε εκεί στα αξεσουάρ -σχεδίαζε καπέλα, φαντεζί μπιζού και ζώνες- και όταν εκείνη έφυγε για να πάει σε έναν άλλο οίκο, έκανα αίτηση για να πάρω τη θέση της. Είδαν το portfolio μου, μου ανέθεσαν μια «άσκηση» και τελικά με προσέλαβαν για να σχεδιάζω καπέλα ανδρικά και γυναικεία. Η θέση είχε κάπως αλλάξει και η δουλειά ήταν ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. Στη συνέχεια, προστέθηκαν τα γάντια και τα αξεσουάρ για τα μαλλιά, τα οποία ξεκίνησαν όταν μπήκα εγώ στoν Hermès – πριν δεν υπήρχε τέτοιο τμήμα.

-Πότε ιδρύθηκε ο Hermès;

Το 1837 από τον Thierry Hermès. Η πρώτη του δραστηριότητα ήταν να δημιουργεί σέλες και εξοπλισμό για την ιππασία, με στόχο να διευκολύνει το lifestyle των νέων πελατών, δημιουργώντας όμως τα καλύτερα είδη που τους αφορούσαν, σε κάθε επίπεδο. Δηλαδή, εκτός από όμορφα, ήθελε να είναι και τεχνικά άρτια.

-Νιώθατε έτοιμη, λοιπόν, να ανταποκριθείτε στις απαιτήσεις ενός οίκου τέτοιου μεγέθους;

Δεν ξέρω αν ένιωθα έτοιμη, πάντως άγχος είχα πολύ. Επρεπε επίσης, όπως όλοι, να μάθω τόσα πολλά για την κουλτούρα του Hermès, τις αξίες του οίκου, τι αντιπροσωπεύει… Σχεδιάζουμε αντικείμενα τα οποία πρέπει να είναι διαχρονικά, μοντέρνα, πρακτικά, να έχουν ένα νόημα, να έχουν δύναμη και να εκπλήσσουν χωρίς να είναι υπερβολικά και να είναι φτιαγμένα από καλά υλικά. Επίσης, να αναδεικνύουν τη δουλειά του τεχνίτη – είναι σημαντικό να διαιωνίζουμε μια τεχνογνωσία.

Αθανασία Παίταζόγλου: «Μας αφορά ακόμη και το πώς παλιώνει ένα κομμάτι Hermès, γιατί θέλουμε πραγματικά να είναι κάτι που να περνάει από γενιά σε γενιά και να διατηρεί την ποιότητά του».

-Ο οίκος Hermès είναι από τους ελάχιστους που παραμένουν ακόμα οικογενειακές επιχειρήσεις.

Ναι, εξακολουθεί να είναι οικογενειακή επιχείρηση, κάτι που περιλαμβάνει και εμάς που δουλεύουμε εκεί -με τα καλά και τα κακά του. Ολα, δηλαδή, πρέπει να είναι όπως… πρέπει – δημιουργικά αλλά όχι επιθετικά ακόμη και όσον αφορά την προώθηση των δημιουργιών. Ποτέ δεν θα χρησιμοποιηθεί επώνυμος σε καμπάνια, ποτέ δεν θα συνεργαστούμε με influencer ή οποιονδήποτε διάσημο, ποτέ δεν κάνουμε δώρα.

Είναι πολύ δυνατό το savoir-faire και η ουσία και εκεί πέφτει όλο το βάρος. Για παράδειγμα, την εσπραντρίγια θα την κάνουμε πάντα στην Ισπανία, τα κοκάλινα μπιζού στο Βιετνάμ, τα τζιν στην Ιαπωνία -και όχι επειδή είναι πιο φτηνά αλλά επειδή στα συγκεκριμένα μέρη έχουν τα καλύτερα υλικά και την τεχνογνωσία γι’ αυτά.


-Αρα εσείς κάνετε πρωτίστως τα σχέδια;

Ακριβώς. Από εκεί και πέρα, προσπαθούμε να στηρίξουμε διάφορες τοπικές παραγωγές, που είναι οι καλύτερες στον τομέα τους, σε κάθε επίπεδο. Το τζιν ύφασμα, όπως σας είπα, θα το πάρουμε από την Ιαπωνία, γιατί είναι το καλύτερο. Το περιθώριο κέρδους του Hermès είναι πολύ μικρό, γιατί είναι μεγάλο το κόστος παραγωγής του κάθε αντικειμένου. Τα υλικά είναι ακριβά και τα περισσότερα αντικείμενα είναι χειροποίητα.

Τις τσάντες, για παράδειγμα, τις φτιάχνει ένας και μόνο τεχνίτης στη Λυόν, ο οποίος έχει περάσει πέντε χρόνια να μάθει πώς θα τις φτιάξει -δεν μπορεί να τις κάνει ο καθένας. Mια Kelly bag θα τη φτιάξει ένας τεχνίτης από το Α ως το Ω και θα βάλει την υπογραφή του -και δεν υπάρχουν πολλοί τέτοιοι τεχνίτες. Γι’ αυτό είναι τόσο τέλεια και τόσο περιζήτητη. Επίσης ο οίκος έχει δημιουργήσει μια σχολή, τη L’École Hermès des savoir-faire, για να εκπαιδεύονται οι τεχνίτες. Τα μεταξωτά φουλάρια του οίκου είναι γύρω γύρω ραμμένα στο χέρι, με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Για να το μάθει αυτό κάποιος χρειάζεται 2 χρόνια εκπαίδευση.

Εσείς τι σχεδιάζετε συγκεκριμένα;

Εγώ τώρα σχεδιάζω καπέλα, στέκες και γάντια. Πάνω από μένα είναι η καλλιτεχνική διευθύντρια, που επιβλέπει τα πάντα. Το υπόλοιπο τμήμα αποτελείται από την ομάδα development, η οποία έχει άμεση επαφή με τους τεχνίτες και την ομάδα προώθησης, που οργανώνει το πώς θα βγει η collection και συνεργάζεται με το εμπορικό τμήμα. Εγώ σχεδιάζω για δύο σεζόν κάθε χρόνο και τα δείχνουμε στις μπουτίκ σε ένα showroom, το οποίο ονομάζουμε podium. Κάθε μπουτίκ μπορεί να διαλέξει όποια θέλει από αυτά.

-Τι θεωρείτε το πιο σημαντικό στοιχείο στη δουλειά σας;

Θεωρώ ότι είναι τα γάντια, γιατί πρόκειται για μια τεχνογνωσία που σιγά σιγά χάνεται και ο Hermès είναι από τους λίγους οίκους που προσπαθούν να τη διατηρήσουν. Το savoir-faire των δερμάτινων γαντιών ήταν στο Σεντ Ετιέν στη Γαλλία και ο Hermès, το 1920, αγόρασε το ατελιέ που έκανε αυτά τα γάντια και ήταν από τα πρώτα αντικείμενα που λάνσαρε ο οίκος.

Αθανασία Παϊταζόγλου: «Αυτήν την περίοδο σχεδιάζω την collection Kαλοκαίρι 2026, δηλαδή περίπου δύο χρόνια μπροστά, γιατί όλη η διαδικασία, από το σχέδιο μέχρι το τελικό αντικείμενο, παίρνει πολύ χρόνο».

 

-Έχετε αγωνία κάθε φορά που σχεδιάζετε; Μπορεί κάποια από αυτά τα σχέδια να πεταχτούν;

Φυσικά υπάρχει ένα άγχος, αλλά όχι, δεν πετιούνται σχέδια. Η διαδικασία είναι η εξής: Κάνουμε πρώτα μία συνάντηση με την καλλιτεχνική διευθύντρια, η οποία μπορεί να δώσει κάποιες κατευθύνσεις. Εκεί ενδέχεται να παρουσιάσω και εγώ κάποια σχέδια, γιατί προφανώς η έμπνευση είναι πάντα ένα έργο σε εξέλιξη. Πηγαίνω σε μουσεία, σε εκθέσεις, ακόμα και σε ταξίδια με τη δουλειά, ακριβώς για έμπνευση. Κάθε χρονιά, ο οίκος μάς δίνει μία «λέξη», την οποία εμείς, μέσα από την έμπνευσή μας, μεταφράζουμε ποικιλοτρόπως.

Φέτος για παράδειγμα, ήταν το Faubourg, που ήταν η απαρχή και η ιστορική μπουτίκ του Hermès. Κάθε σεζόν εγώ πρέπει να σχεδιάσω περίπου 30 γυναικεία καπέλα, 30 ανδρικά και 35 αξεσουάρ. Το καλοκαίρι κάνουμε αξεσουάρ για τα μαλλιά και τον χειμώνα, τα γάντια. Οι αλλαγές στα σχέδια κάθε φορά δεν είναι μεγάλες, αλλά σίγουρα υπάρχουν κάνα δυο καινούργιες φόρμες -πάντα με μέτρο και βασισμένες στις αξίες του οίκου.

-Στο «όχι» σε κάποιο σχέδιό σας απογοητεύεστε ή είναι κομμάτι της διαδικασίας;

Είναι σίγουρα κομμάτι της διαδικασίας, δεν γίνεται να αρέσουν όλα όσα προτείνει κάποιος και δεν είναι κάτι που με δυσαρεστεί σε σημείο απογοήτευσης. Επίσης το «όχι» μπορεί να έρθει στην πορεία της διαδικασίας, γιατί μπορεί μια ιδέα να είναι καλή αλλά να μην είναι δυνατόν να υλοποιηθεί για διάφορους λόγους.


-Συγχαρητήρια δέχεστε;

Βεβαίως, και ένας από τους λόγους είναι ότι το τμήμα των καπέλων είναι σχετικά νέο και αυτό που φέρνει τα περισσότερα χαμόγελα στη διεύθυνση.

-Η μόδα επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες -κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτικούς…Το γεγονός ότι σχεδιάζετε 2 χρόνια πριν, δεν μπορεί να φέρει μία έκπληξη που δεν την περιμένατε;

Η στάση του οίκου μας δεν είναι να απαντάει άμεσα στους καιρούς. Προφανώς πρέπει να είμαστε συνεχώς με τα μάτια ανοιχτά όσον αφορά το τι γίνεται στον κόσμο και αυτό είναι πολύ σημαντικό, αλλά και να διαισθανόμαστε το τι θέλει ο κόσμος εκ των προτέρων. Στον Hermès υπάρχει μια πιο εσωστρεφής διαδικασία αλλά οι κεραίες μας είναι πάντα ανοιχτές. Στην περίοδο του κορωνοϊού, η αντίδρασή μας ήταν θετική, δεν ήταν dark. Γενικά πάντως ο Hermès δεν είναι ένας οίκος μόδας «μόδας», είναι οίκος τεχνογνωσίας και από εκεί ξεκινούν τα πάντα.

-Εχετε δικό σας συγκεκριμένο στυλ;

Ναι, θεωρώ ότι έχω ένα στυλ, το οποίο όμως δεν μπορώ να το περιγράψω ακριβώς. Πολλοί όμως που βλέπουν τα σχέδιά μου, μου λένε ότι καταλαβαίνουν πως έχω μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Μου αρέσει να δημιουργώ την έκπληξη σε αυτά που κάνω. Για παράδειγμα να παίρνω κάτι που είναι πολύ συμβολικό από τα καπέλα, που έχουν μεγάλη ιστορία, και να βάζω ένα twist. Ή να παίρνω ένα αρχείο του οίκου και με κάτι που θα προσθέσω ή θα αλλάξω, να το επανεφεύρω, χωρίς όμως να καταφεύγω σε υπερβολές.


-Σχεδιάζετε με μολύβι;

Σχεδιάζω και στο χέρι και στον υπολογιστή. Κάνουμε πολλές μακέτες 3D, για να έχουμε καλύτερη άποψη του αντικειμένου που θέλουμε να δημιουργήσουμε.

-Εχετε αγαπημένα κομμάτια ανάμεσα σε αυτά που έχετε κάνει στα χρόνια που δουλεύετε;

Ναι έχω, αλλά όχι τόσο κομμάτια όσο τεχνικές. Φέτος κάναμε δύο ψάθινα καπέλα, που έχουν ένα κέντημα με δέρμα, το οποίο μέχρι τώρα δεν είχαμε καταφέρει να το κάνουμε και είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτό.

-Εχει τύχει κάτι που περιμένατε ότι θα έχει καλές πωλήσεις να σας διέψευσε και το αντίθετο;

Ναι, υπάρχουν κάποια αντικείμενα που κανείς δεν πίστευε ότι θα πάνε καλά και τελικά οι μπουτίκ τα αγόρασαν και είχαν πολύ καλό αποτέλεσμα. Πρέπει να πω όμως ότι εγώ πίστευα ότι θα πάνε καλά.

-Σκέφτεστε να μείνετε πολύ καιρό σε αυτόν τον οίκο;

Δεν ξέρω ακόμα πόσα χρόνια θα μείνω, αλλά είναι ένας πολύ ευπρόσδεκτος και υγιής χώρος, που σε κάνει να θέλεις να είσαι εκεί, από κάθε άποψη.