ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ένας έρωτας με διάρκεια ζωής 24.090 μέρες

24Media

O Άγιος Βαλεντίνος είναι η πιο εύκολη μέρα να γιορτάσει κανείς όταν είναι ερωτευμένος. Εκείνος ο πρώτος καιρός μαζί του, που θες να τριφτεί για ώρες στο μαξιλάρι σου ώστε να τον μυρίζεις εκεί ακόμα κι όταν κοιμάστε χώρια. Η περίοδος που ό,τι κι αν σκέφτεσαι θες να τον περιλαμβάνει, τότε που νιώθεις την αγάπη σας άμετρη κι απέραντη και το ανοσοποιητικό σου είναι πιο δυνατό από ποτέ.

Αυτές οι μέρες – κι αν είσαι τυχερή, μήνες, είναι εκείνοι που θα θυμάσαι ως τους πιο ρομαντικούς σε κάθε σχέση σου. Τότε που και οι δυο δίνετε τον καλύτερό σας εαυτό, βουτάτε ο ένας τα νύχια στη σάρκα του άλλου και προσπαθείτε να ρουφήξετε όσο πιο πολύ μπορείτε από το ιδανικό που έχετε απέναντί σας. Γιατί δεν έχει ατέλειες. Ακόμα.

«Να αγαπιέστε κορίτσι μου, κι αν πει και μια κουβέντα, να μην του δίνεις σημασία»

Η γιαγιά μου κι ο παππούς μου είναι μαζί εδώ και 66 χρόνια. Αν κάποιος με ρωτήσει τι τους κρατάει μαζί, νομίζω θα πω η φθορά. Κάτι που για τους περισσότερους από εμάς έχει αρνητικό πρόσημο, εκείνους τους φέρνει πιο κοντά και τους έχει κάνει ένα. Μεγαλώνοντας, δεν ένιωσα ποτέ να απειλείται από αυτό το ουσιαστικό καμια μου σχέση με άνθρωπο. Είχα μάθει πως το «συνέχεια», το «κάθε μέρα» και η «συνήθεια» και  δε μπορούσαν να φέρουν κακό. Η γιαγιά και ο παππούς μου όσα χρόνια τους θυμάμαι είναι συνέχεια μαζί. Ξυπνoύν κάθε μέρα με τον ίδιο άνθρωπο για κάτι παραπάνω από μισό αιώνα: αυτό μας κάνει περίπου 21,535 καλημέρες σε κάποιον που έχεις συνηθίσει να βλέπεις. Και δεν έδειξαν ποτέ να μην τους αρέσει αυτό.

«Εγώ θέλω αγάπη. Να σηκώνεσαι το πρωί να μου λες “καλημέρα γυναικούλα μου τι κάνεις”, να λέω “καλημέρα αντρούλη μου”, να με φιλάς, να σε φιλάω, αυτό μου αρκεί».

Ένας έρωτας με διάρκεια ζωής 24.090 μέρες

Σκέψου να βλέπεις κάθε πρωί το ίδιο βλέμμα και να μεγαλώνει μαζί σου, κι εσύ μέσα απ’ αυτό. Ξυπνάνε γύρω στις 7.30, αλλά μένουν κουκουλωμένοι μέχρι τις 9. Το πρωί, όταν ακόμα ο εγκέφαλος δεν έχει αρχίσει να λειτουργεί πλήρως, νομίζω πως η γιαγιά και ο παππούς μου κοιτάζονται και βλέπουν πάλι αυτούς που ερωτεύτηκαν όταν ήταν νέοι, με λιγότερες ρυτίδες και χωρίς λευκές τρίχες. Πίνουν μαζί καφέ ελληνικό που φτιάχνει εκείνη και για τους δύο. Συζητάνε τι θα μαγειρέψουν και τι ψώνια έχουν να κάνουν. Ο παππούς μου ντύνεται για να πάει στην τράπεζα και στο ΚΑΠΗ. Η γιαγιά μου εκφράζει αντιρρήσεις, κάνει διορθώσεις στις ενδυματολογικές του επιλογές και μένει συνήθως πίσω για να ξεκινήσει το φαγητό.

Τους θυμάμαι πάντα να γελάνε. Ακόμα κι όταν τσακώνονται – δηλαδή κάθε μέρα – λίγα λεπτά μετά, γελάνε. Φταίει που ο παππούς μου φοράει ακουστικό και δεν ακούει τα μισά απ’ αυτά που λέει η γιαγιά ή ότι εκείνη βρίσκει πολύ αστείες τις γκριμάτσες του όταν αυτός θυμώνει; Δεν ξέρω, αλήθεια. Αλλά για μένα, αυτό είναι το μυστικό της μακροβιότητας των ανθρώπινων σχέσεων.

«Δεν τη βαριέμαι τη γιαγιά σου, περνούσαμε και περνάμε πολύ ωραία. Έχουμε τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας και χαιρόμαστε που είμαστε όλοι καλά.»

Γελούν ακόμα ο ένας με τον άλλον, δε γνωρίζουν τι θα πει μιζέρια και δε φοβούνται τίποτα πια. Δεν ξέρω αν κι εγώ στα 92 μου θα έχω ανοσία στους κινδύνους, αλλά πολύ ζηλεύω αυτή τη σιγουριά που εμπνέει ο ένας στον άλλον πως ό,τι κι αν γίνει, στο τέλος όλα θα πάνε καλά. Ίσως έτσι χρησιμεύουν οι μακροχρόνιες αγάπες, εκτός από το να σου γεμίζουν το διπλό κρεβάτι. Την οικειοποιείται ο οργανισμός και δημιουργεί κάτι σαν υπερδύναμη. Έτσι η γιαγιά και ο παππούς μου είναι ήρωες: επειδή αντέχουν ο ένας τον άλλον κι επειδή ό,τι κι αν πέρασαν, ποτέ δε σκέφτηκαν να χωρίσουν. Για στολή, έχουν ο ένας το σώμα του άλλου.

Πήγε και τη ζήτησε από τον πατέρα της. Έτσι έκαναν τότε. Δεν είχε ούτε ραντεβού, ούτε γνωριμίες. «Πότε αρραβωνιαστήκατε γιαγιά;»

«Κάτσε να δεις, ήταν χειμώνας, τι μήνα είχαμε βρε Στέφανε; Ήταν 27 Οκτώβρη;».

«Δε θυμάμαι βρε Κική… Στάσου κορίτσι μου», λέει ο παππούς μου κι επιστρέφει λίγα λεπτά μετά με μια φωτογραφία. «Αυτή τραβήχτηκε την ημέρα που αρραβωνιαστήκαμε, μπορείς να δεις τι λέει πίσω;»

20 Νοεμβρίου 1957

«Όλοι έλεγαν στον πατέρα μου να μη με δώσει γιατί ο Στέφανος είχε 6 αδελφές. Όμως η μαμά μου τον ήθελε γιατί ήταν φιλότιμος, κουβαλητής και με αγαπούσε. Φυσικά τον ήθελα κι εγώ. Βασικός όρος για να παντρευτούμε ήταν να τελειώσει το στρατό. Έτσι κι έγινε. Μετά ήρθε και με ζήτησε. Μείναμε δυο χρόνια αρραβωνιασμένοι και παντρευτήκαμε τον Οκτώβριο του ’59. Λίγα χρόνια μετά ήρθαμε στην Αθήνα. Μέχρι να βρει ο Στέφανος δουλειά ζήσαμε πολύ φτωχά, σ’ένα υπόγειο. Μετά όλα ήταν καλύτερα, δεν έχω παράπονο. Περάσαμε πολύ καλά, ήταν πολύ όμορφα».

«Με άλλον άντρα δεν έχω πάει ποτέ, αυτή είναι η αλήθεια. Ακούς Παλιούρα;»

«Θυμάσαι τα βραχιόλια που σου είχα πάρει; Εκείνα τα ωραία;», της λέει ο παππούς μου.

«Ναι έχω δώσει ένα στην κόρη μου, ένα στη νύφη μου και το άλλο το έχω εγώ. Το δαχτυλίδι που σου έδωσα παιδί μου, μου το είχε κάνει δώρο όταν είχε πάρει τη σύνταξή του. Τώρα τα χρήματα από τη σύνταξή μου τα δίνω στα παιδιά μου και ό,τι χρειάζομαι ζητάω από τον παππού σου».

Όταν ζητήσει κάτι η γιαγιά, εκείνος δε θα αρνηθεί να της το φέρει. Ειδικά τους τελευταίους μήνες που πέρασε χειρουργεία με μια φλεγμονή που βρήκαν στο στόμα της, ο Στέφανος την πρόσεχε περισσότερο απ’ ότι πριν. «Δεν μπορούσα να κοιμηθώ όταν μας είπαν ότι είναι καρκίνος. Πάντα λέω ότι προτιμώ να φύγω εγώ πρώτος.»

Όταν τους ρώτησα για το τραγούδι τους, η γιαγιά μου πλησίασε το κασετόφωνο, σήκωσε το σεμεδάκι και πάτησε το “Play”. Έπαιζε το Να ‘σαν τα νιάτα δυο φορές.

Η Βασιλική έπιασε τον Στέφανο από το χέρι και χόρεψαν. Δεν έμοιαζαν να έχουν περάσει τα 80. Μόλις το τραγούδι τελείωσε, η Ιφιγένεια τους ζήτησε ακόμα μια φωτογραφία μαζί. Η γιαγιά την κοίταξε και της είπε «Συγγνώμη Ιφιγένεια, να καθίσω στα γόνατά του να μας βγάλεις;». Αφού άνοιξε με τις παλάμες τις τα πόδια του παππού, έκατσε επάνω του χωρίς πολλή σιγουριά «Αγάπη μου, θα πέσω!».

«Μην μου κάνεις κουνήματα Κική!»

«Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ’ το να αγαπάς, κορίτσι μου. Ακόμα κι αν ειναι χωρίς επιστροφή, δεν πειράζει. Η αγάπη είναι ό,τι καλύτερο στη ζωή.»

Αυτή η ιστορία δεν έχει δράκους, νεράιδες, ή μόνο ένα happy end. Βλέπουν στην τηλεόραση το Μπρούσκο και το Χωρίς εσένα. Του φτιάχνει γάλα και κάτι να φάει και του το πηγαίνει στο κρεβάτι. Μετά ξαπλώνει δίπλα του. Το τέλος έρχεται κάθε βράδυ λίγο μετά τις 9. Το επόμενο πρωί θα προσθέσουν ακόμα μια καλημέρα στη σούμα του τίτλου. Και ανυπομονούν να μη σταματήσουν να τις μετράνε.

Φωτογραφίες: Gertrude Gary Milk

Exit mobile version