Γυναίκες ρεπόρτερ στις φωτιές: 14 δημοσιογράφοι μάς μιλούν για όσα είδαν και έζησαν στα πύρινα μέτωπα
- 20 ΑΥΓ 2021
Από το μεσημέρι της Τρίτης 3 Αυγούστου ξεκίνησε ένας ακόμα πύρινος εφιάλτης. Οι τηλεοράσεις σταμάτησαν να δείχνουν μπικίνι και τραγούδια κι έγιναν από τη μια στιγμή στην άλλη, μαύρα, ζοφερά κουτιά. Εικόνες πορτοκαλί και γκρι μεταδίδονταν συνεχώς σε όλα τα κανάλια, ενώ τα κινητά μας βούιζαν από σημάνσεις έκτακτης ανάγκης, εκκενώσεις περιοχών και κίνδυνο πυρκαγιάς. Ειδικοί στα πλατό έψαχναν τις αιτίες, πολιτικοί εκπρόσωποι σε ζωντανές συνδέσεις τις αποποιούνταν, και πάντα κάπου εκεί, υπήρχε ένα «Πάμε να συνδεθούμε τώρα με την ανταποκρίτριά μας στο μέτωπο της φωτιάς», να διακόψει το τεταμένο κλίμα της κουβέντας, για λίγη, σκληρή πραγματικότητα.
Οι γυναίκες ρεπόρτερ που βρέθηκαν στα πύρινα μέτωπα ήταν πολλές και ξεχώρισαν για το θάρρος, την ψυχραιμία και την ανθρωπιά που επέδειξαν κάθε στιγμή στην οποία κλήθηκαν να κάνουν τη δουλειά τους. Σίγουρα οι αλλεπάλληλες φωτιές συγκαταλέγονται στα ρεπορτάζ που όλες τους, θα θυμούνται για μια ζωή. Από τις πιο έμπειρες, μέχρι τις μικρότερες σε ηλικία, βρέθηκαν όλες τους μια ανάσα πριν την απόλυτη καταστροφή: να απειλείται η ζωή τους κι εκείνες να πρέπει να βγουν στον αέρα, με μάτια να τσούζουν, χέρια να καίνε και τις πιο δύσκολες ανάσες που έχει χρειαστεί να πάρουν ποτέ.
Ακολουθούν ορισμένες από τις γυναίκες ρεπόρτερ που βρέθηκαν στα πύρινα μέτωπα και αφηγούνται στο LadyLike, μερικές συγκλονιστικές εικόνες, όπως ακριβώς τις έζησαν (και ορισμένες τις ζουν ακόμα) στις πιο σκοτεινές ημέρες του Αυγούστου.
Μαρία Βούσουλα, ΣΚΑΪ
«Το να ακούς το βουητό της φωτιάς την ώρα που ο καπνός σού τρυπάει τα ρουθούνια και νιώθεις μια αφόρητη ζέστη από τις φλόγες που πλησιάζουν στην πλάτη σου, δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολο – ειδικά όταν πρέπει να είσαι ψύχραιμη για να μεταφέρεις την εικόνα. Ποσο ψύχραιμη βέβαια, όταν βλέπεις κόσμο να μαζεύει τα πράγματά του και να εγκαταλείπει το σπίτι του, όταν με αγωνία φτάνουν στο σημείο για να δουν εάν έχουν πια σπίτι ή όταν αρνούνται να απομακρυνθούν;
Κάποιες στιγμές η ένταση της δουλειάς σε οδηγεί και σε μονοπάτια που δεν πρέπει, σε δρόμους που βγάζουν σε αδιέξοδα γιατί η περιοχή που έχει παραδοθεί στις φλόγες δεν είναι η γειτονιά σου, αλλά ένα άγνωστο μέρος που τα δρομάκια του δεν ξέρεις αν σε οδηγούν σε ασφαλές μερος. Είναι δύσκολο να δίνεις το ρεπορτάζ και παράλληλα να μην ξέρεις από πού να φύγεις όταν έρθουν τα δύσκολα γιατί τα δύσκολα έρχονται και πρέπει να είσαι σε εγρήγορση για να τα καταφέρεις».
«18 ώρες την ημέρα ήμασταν εκεί, χωρίς τα βασικά, χωρίς τα αυτονόητα, ακούγοντας μόνο ιστορίες πόνου, δίχως να μπορούμε να πούμε κάτι παραπάνω από το “όλα καλά θα πάνε”».
«Βλέπουμε πολλά, σοκαριστικά, μακάβρια, συγκλονιστικά, νομίζω, όμως αυτό που νομίζω ότι κρατάμε μέσα μας είναι τα λόγια των πρωταγωνιστών, εκείνων που από τη μια στιγμή στην άλλη είδαν την ζωή τους να αλλάζει δραματικά.
Εγώ σε κύριο γύρω στα 55:
“Δικό σας είναι το σπίτι;”
“Ναι”, μου απαντάει. “Ήταν.Τώρα δεν έχω τίποτα! Στάχτες κι αποκαΐδια. Είναι η δεύτερη φορά που καίγομαι. Η πρώτη ήταν στην Ηλεία το 2007. Δεύτερη φορά φιλοξενούμενος”.
Δεν είναι μόνο τα λόγια, είναι η στάση του σώματος, η έκφραση του προσώπου, τα χέρια που τις περισσότερες φορές τρίβουν τα μάτια ή χτυπούν σαν γροθιά διαφορά αντικείμενα. Δεύτερη φορά φιλοξενούμενος! Εκεί τι μπορείς να απαντήσεις;
Κυρία γύρω στα 60 μάς λέει την ιστορία της, πώς έφυγε την ώρα της φωτιάς, τι πέρασε, είχε και παιδί ΑμεΑ κι ενώ σκουπίζει δάκρυα πετάγεται λέει «και δεν έχω και ψυγείο πια να σας κεράσω κάτι». Τα είχε χάσει όλα, αλλά όχι το φιλότιμο, την ανθρωπιά! Πώς ξεχνιούνται όλα αυτά»;
Γεωργία Γαραντζιώτη, OPEN
«Έκοψα την άδειά μου και γύρισα στη δουλειά γιατί μού φαινόταν αδιανόητο να βλέπω τους συναδέλφους μου στα μέτωπα. Νόμιζα ότι το ζούσα κι εγώ. Την πρώτη μέρα πήγα στο Καπανδρίτι και βρέθηκα μπροστά σε μέτωπο με έναν μοναδικό πυρoσβέστη που του είχε χαλάσει ο ασύρματος και προσπαθούσε με κλαδιά να σβήσει τη φωτιά. Μου ζήτησε να καλέσω κάποιον για βοήθεια και του είπα δεν έχω άλλον τρόπο, θα βγούμε ζωντανά. Κι έτσι μέσα σε ένα πεντάλεπτο ήρθε ένα πυροσβεστικό που υπήρχε εκεί κοντά για να φυλάει το στρατόπεδο.
Ήταν πολύ θαμνώδες το σημείο και είχε μπλεχτεί η μάνικα και με κοίταξε ο πυροσβέστης με τέτοιο έντονο βλέμμα που με παρακαλούσε για βοήθεια και δεν σκέφτηκα ποτέ ότι είμαι στον αέρα, ήθελα απλά να βοηθήσω. Είναι το δίλημμα του εμείς πρέπει να μεταδίδουμε, δεν πρέπει να συμμετέχουμε, αλλά νομίζω ότι όλοι το ίδιο θα έκαναν. Μπορείς έστω με μια μικρή κίνηση, με δυο χεριές να βοηθήσεις τους ανθρώπους που παλεύουν να σώσουν μια ολόκληρη πειροχή και δεν είναι καν πολλοί στο φινάλε. Μου βγήκε αυθόρμητα σαν να βάζω κι εγώ ένα πολύ μικρό λιθαράκι».
«Δεν προλαβαίναμε τα μέτωπα, μέχρι να μεταδώσεις τι γίνεται στο ένα χωριό είχε γίνει εκκένωση στο άλλο, ο κόσμος να ουρλιάζει, να μην ξέρεις τι να τους πεις, οι φλόγες να φτάνουν στα σπίτια, οι άνθρωποι να παλεύουν με τα χέρια, με τα βυτία, με λιωμένα παπούτσια. Ασύλληπτες εικόνες».
«Στο Μάτι είδαμε την επόμενη μέρα, ενώ αυτό το ζούσαμε παράλληλα με τους ανθρώπους. Πάλευαν μπροστά στα μάτια μας. Το να βλέπεις κάποιον να σάλτάρει πάνω από τις μάντρες με κλαδιά για να σώσει το σπίτι του γείτονα, ήταν συγκλονιστικό. Οι κάτοικοι είχαν μοναδική ενότητα και ανθρωπιά στην Εύβοια. Ανέβαιναν πανω στις καρότσες και μετακινούνταν από το ένα χωριό στο άλλο για να σώσουν και τους δίπλα οικισμούς. Ένας κάτοικος άκουσε ότι ζαλιζόμαστε και πήγε με το μηχανάκι δυο χωριά πιο κάτω και μας έφερε ηλεκτρολύτες από το φαρμακείο. Μια άλλη κυρία βγήκε να μας δώσει νερό επειδή μας έβλεπε όλη μέρα στο πόδι. Δεν το ‘χω ξαναζήσει αυτό.
Δεν θα ξεχάσω αυτό που μου είπε η κυρα-Παναγιώτα στις Γούβες: “Το βράδυ έτσι όπως καίνε οι κορμοί των δέντρων και είναι σαν μικρά, μικρα καντηλάκια και τα βλέπουμε και νιώθουνε ότι τα σπίτια μας περιβάλλονται από ένα νεκροταφείο πεύκων”.
Ήμουν 10 μέρες εκεί. Κάποια στιγμή νόμιζα ότι δεν είχαν όσφρηση, έκαιγαν τα μάτια μου, είχαν θολώσει ειδικά στην Αβγαριά ήταν πολύ δυνατό το μέτωπο κι έκαιγαν τα χέρια μας. Καιγόταν η χαράδρα και δεν μπορούσε να κάνει κανείς τίποτα, είχε λαμπαδιάσει ο τόπος».
«Ήμασταν ζωντανά στον αέρα και παίρνει φωτιά ένα πεύκο ακριβώς μπροστά μας. Δεν έχω ξαναφοβηθεί στη ζωή μου. Μας φώναζαν οι πυροσβέστες, δεν ξέραμε τι να πρωτοκάνουμε, να ακούσουμε τον πυροσβέστη; να σώσουμε τον οπερατέρ; έτρεχαν οι κάτοικοι, γινόταν χαμός».
Μαρίνα Δεμερτζιάν, ΕΡΤ
«Από τις μέρες αυτές μού έμεινε πολύ έντονα το πώς οι κάτοικοι στην αρχή με ελάχιστα μέσα και μετά με φοβερή οργάνωση μεταξύ τους, έγιναν η πρώτη και η τελευταία γραμμή προστασίας της φωτιάς. Οι εναέριες δυνάμεις απουσίαζαν, οι επίγειες ήταν πολύ λίγες και ήταν σαν χαμένοι, δεν ήξεραν τίποτα. Πού ήταν τα νερά, πού είναι τα βουνά. Οι κάτοικοι πέρα από την αυτοθυσία και το κουράγιο τους, έδειξαν πόσο πολύτιμο είναι να βάλεις στη δασοπυρόσβευση την τοπική αυτοδιοίκηση, τις αγροτικές περιοχές που ζουν από το δάσος. Βλέπαμε παιδάκια 17-18 χρονών να ξέρουν από πυρόσβεση, ενώ οι πυροσβέστες δεν ξέρουν τα πολύ βασικά, όπως από πού να βάλουν νερό. Την επόμενη μέρα εβλεπες μια φοβερή οργάνωση των κατοίκων των γύρω περιοχών και των εθελοντών πυροσβεστών, είχαν φτιάξει μόνοι τους αντιπυρικές ζώνες, έφερναν τα ψεκαστικά τους, έπαιρναν μόνοι τους τηλέφωνα και έφτιαξαν άμυνα για τουλάχιστον 3 χωριά».
«Είχαν έρθει παιδιά από τα δικά τους χωριά που είχαν κινδυνεύσει και προσπαθούσαν να σώσουν σπίτια με κουβαδάκια από την οικογενειακή συσκευασία ποπ κορν».
«Αυτό που φάνηκε στην Εύβοια, ανεξάρτητα από το αν πέρασε καλως ή κακώς σε δεύτερη μοίρα η περιοχή, ανεξάρτητα από πολιτικές ευθύνες, ήταν ότι υπάρχει κάτι δομικά πάρα πολύ λάθος στο σύστημα δασοπυρόσβευσης που έχουμε. Όταν βλέπεις τους κατοίκους να μπορουν να σώσουν τα χωριά τους και οι πυροσβέστες να λειτουργούν επικουρικά εκεί υπάρχει πρόβλημα.
Οι περισσότεροι κάτοικοι μάς θεωρούσαν συμμάχους, κάποιοι ελάχιστοι ηταν επιθετικοί. Μια γυναίκα δημοσιογράφος σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να ηρεμήσει την κατάσταση, ενώ με άντρες συναδέλφους ήταν πιο εύκολο να ανάψουν τα αίματα. Όταν ήμουν μικρότερη πολλές φορές άκουγα “τι να μας πει το κοριτσάκι”. Όχι μόνο στο ρεπορτάζ στο δρόμο, αλλά και σε ρεπορτάζ σε καταστάσεις σαλονιού. Πλέον δεν το ακούω πια».
Άννα Λίτινα, Star
«Όποιος δεν φοβάται τη φωτιά, έχει άγνοια κινδύνου και αυτό είναι το επικίνδυνο. Τώρα το πώς το βίωσα, η καρδούλα μου το ξέρει. Δεν είναι η πρώτη φορά που καλύπτω φωτιές. Δεν είναι η πρώτη φορά που φτάνω μια ανάσα από τις φλόγες. Δεν μπορείς να περιγράψεις με μια λέξη το πως νιώθεις. Είναι το άγχος της ενημέρωσης, να μεταφέρεις όλες τις λεπτομέρειες με καθαρότητα και αλήθεια, να εξηγήσεις στον κόσμο που εκείνη την ώρα χάνει το βιός του, γιατί κάποια πράγματα δεν μπορούν να γίνουν την ώρα που τα ζητάνε, να περιγράψεις την εικόνα που έχεις μπροστά σου χωρίς να δημιουργήσεις μεγαλύτερο πανικό, να ακούσεις τους πολίτες τι έχουν να σου πουν, γιατί κάθε σπίτι που καίγεται έχει μια ιστορία πίσω του που πολλές φορές είναι οδυνηρή. Έπειτα, πρέπει με τον ή τους συνεργάτες σου, την ώρα του πανικού, να είσαι ένα. Μαζί, δίπλα, ο ένας να βοηθάει τον άλλο, να μην τον χάνεις από τα μάτια σου. Δεν μπορεί να είναι αλλού ο δημοσιογράφος και αλλού ο οπερατέρ. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος, γιατί μπορεί να αλλάξει ο αέρας, να γυρίσει η φωτιά και μετά το απόλυτο χάος. Πρέπει να επιστρέψουμε σώοι και αβλαβείς. Επίσης πρέπει να μπορείς να φιλτράρεις τον όγκο των πληροφοριών που μαθαίνεις , γιατί τις περισσότερες φορές τρέχουν πιο γρήγορα από τη φωτιά».
«Είναι πολύ δύσκολο να καλύψεις μία φωτιά, πόσο μάλλον όταν το μέτωπο είναι τεράστιο. Δεν μιλώ για τη σωματική κούραση, γιατί αυτή την ξεχνάς. Είναι, όμως, όλο το σκηνικό αποπνικτικό, αισθάνεσαι το κάψιμο στο σώμα σου, στην ανάσα σου».
«Είναι περασμένες 5 το απόγευμα. Με τον οπερατέρ μου έχουμε φύγει από ένα χωριό που οι φλόγες είναι μια ανάσα από τα σπίτια και κατευθυνόμαστε σε ένα άλλο μέτωπο. Με το που φθάνουμε στο χωριό Ασμήνιο, στη Βόρεια Εύβοια, και κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο η φωτιά έχει μπει στο χωριό και καίει τα πάντα. Οι φλόγες ξεπερνάνε τα 20 μέτρα, βράζει ο τόπος. Πυροσβέστες και κάτοικοι έχουν γίνει ένα και προσπαθούν να περιορίσουν τη φωτιά, πράγμα αδύνατο εκείνη την ώρα. Σε όλο αυτό το σκηνικό, με τις φλόγες να ξεπηδάνε από παντού, με τον ουρανό να έχει γίνει μαύρος από τους καπνούς , μέσα στο δάσος είναι δύο άντρες με λάστιχα ποτίσματος και καταβρέχουν το σπίτι τους, για να μην καεί. Έβλεπες δύο φιγούρες ανάμεσα στους καπνούς να προσπαθούν να σώσουν την περιουσία τους και τελικά τα κατάφεραν. Είναι, όμως, πολλές οι εικόνες που σου μένουν για πάντα στο μυαλό».
«Στην Ιπποκράτειο Πολιτεία δεν θα ξεχάσω το κόκκινο ποδηλατάκι του μικρού Μάριου που έλιωσε στην πίσω αυλή. Στην Εύβοια, πάλι, τα δάκρυα μίας κυρίας όταν μου έλεγε πως της τηλεφώνησαν τα εγγόνια της και της είπαν: “γιαγιά γιατί κάηκε το δάσος μας, εμείς πού θα παίζουμε τώρα;”».
Γωγώ Μπαλή, Mega
«Ήταν ένα ρεπορτάζ που σίγουρα θα μείνει χαραγμένο στο μυαλό μου, τόσο για τις συνθήκες όσο και για τα βλέμματα των ανθρώπων που είχε καταστραφεί η ζωή τους. Έβλεπες τον πόνο, το χάος και την οργή. Η αίσθηση ότι η φωτιά πλησιάζει είναι τρομακτική, η θερμότητα και μόνο σε κάνει να μουδιάζεις. Από φόβο, νομίζω, έλεγχα την απόσταση στην οποία βρίσκονταν οι συνάδελφοί μου, ενώ μιλούσα σε ζωντανή μετάδοση για να βλέπω πως δεν κινδυνεύει κάποιος. Είχαμε επισκεφθεί διάφορες περιοχές που είχαν καεί με το τηλεοπτικό συνεργείο του Mega ξέραμε πως ήταν τόση μεγάλη η μανία της φωτιάς που δεν άφηνε στο πέρασμά της τίποτα».
«Κάποια στιγμή στη βόρεια Αττική, ήμασταν έτοιμοι να βγούμε στον αέρα, αλλά είδαμε τις φλόγες να φτάνουν στον ουρανό, ακριβώς δίπλα μας και δεν βγήκαμε ποτέ, γιατί δεν θα προλαβαίναμε. Στο παρά πέντε μπήκαμε στο αμάξι».
«Στην Εύβοια, γνώρισα ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που πάλευε με κουβάδες να σώσει το σπίτι του μια νύχτα ολόκληρη. Ήταν ταλαιπωρημένοι, φοβισμένοι, αλλά ο κύριος Χρήστος και η κυρία Μαρία ήταν τόσο αγαπημένοι. Δεν θα ξεχάσω την κυρία Μαρία που ευχαριστούσε την Παναγιά με δάκρυα στα μάτια».
Μαριλένα Μπάμπου, Alpha
«Ήταν μακράν το πιο δύσκολο ρεπορτάζ πυρκαγιάς. Ήταν τρομακτική η φωτιά, τη μια στιγμή τη βλέπαμε στο βουνό και λίγα λεπτά μετά μάς πλησίαζε απειλητικά. Στην Εύβοια υπήρχε συμπαγές δάσος, παρθένο και πανέμορφο, η φωτιά μπορούσε να μεταδοθεί πολύ γρήγορα. Ήταν αποπνικτική η ατμόσφαιρα, όταν έφτασα ήταν ήδη 4 μετωπα σε εξελιξη και είχαν ήδη εκκενωθεί 10 οικισμοί. Αυτό που έκανε ακόμα πιο δύσκολη την κατάσταση ήταν ότι έβλεπες παντού γύρω σου ανθρώπους τρομαγμένους, φοβισμένους, απελπισμένους, με δάκρυα στα μάτια».
«Μέσα σε όλο το υπόλοιπο, που έπρεπε να καλύπτουμε το ρεπορτάζ, να ενημερώνουμε για τα νέα μέτωπα, έπρεπε να διαχειριστούμε και τον πόνο γύρω μας. Μας έλεγαν “πείτε κάτι να ερθουν για βοήθεια, καιγόμαστε!” Ήταν σοκαριστικό».
«Πάντα υπάρχει κάτι ελπιδοφόρο. Όλοι οι κάτοικοι, σε όλα τα χωριά, είχαν γίνει μια γροθιά. Ο ένας βοηθουσε τον άλλον. Μόλις έσβηναν τη φωτιά στο ένα σπίτι, έτρεχαν στο άλλο. Φοβερή αλληλεγγύη, την οποία την έχουμε, αλλά πρέπει να βιώσουμε τέτοιες καταστάσεις για να τη βγάλουμε στην επιφάνεια. Υπήρχε απίστευτη παρουσία εθελοντών και αυτοθυσία από νέα παιδιά από κάθε γωνιά της Ελλάδας. Και με τα χέρια τους ακόμα προσπαθούσαν να σβήσουν τις φωτιές. Οι υδροφόρες σταματούσαν σε ένα σημείο, δεν μπορούσαν να συνεχίσουν και στη συνέχεια οι εθελοντές και οι κάτοικοι μετέφεραν με δεξαμενές πανω σε αγροτικά το νερό».
«Στρατιώτες, πυροσβέστες, μαζί με κατοίκους και εθελοντές προσπαθούσαν να δημιουργήσουν αντιπυρική ζώνη κόβοντας τα δέντρα ώστε να μην μπορέσει η φωτιά να περάσει στο χωριό. Ένας κάτοικος έκοψε το χέρι του αναμεσα στον καρπό και τον αγκώνα με ένα ηλεκτρικό πριόνι. Όταν τον ρώτησα τι εγινε, μου λέει “τίποτα, τίποτα, θα μου το ράψουν και συνεχίζω”. Δεν ένιωθαν τίποτα, ούτε καν πόνο, τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει».
Φωτεινή Νάσσου, ANT1
«Όταν όλα γύρω σου καίγονται και η φλόγα σε ξεπερνάει σε ύψος, κάνεις ρεπορτάζ στην εμπόλεμη ζώνη. Πόλεμος είναι η φωτιά. Όταν είσαι, λοιπόν, στην πρώτη γραμμή του μετώπου δεν σκέφτεσαι, δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς. Σφίγγεις καλά το μικρόφωνο στο χέρι που τρέμει, όχι από φόβο, αλλά από θλίψη για τις εικόνες που αντικρύζεις, τα μάτια καίνε από την στάχτη, δακρύζουν, τα παπούτσια σου τσουρουφλίζονται, παλεύεις να πάρεις αναπνοή, μιλάς με τα μάτια στον εικονολήπτη και τον ηχολήπτη και πλησιάζεις τους στρατιώτες: Πυροσβέστες, αστυνομικούς, εθελοντές, κατοίκους, γυναίκες παιδιά. Μεταδίδεις και πονάς μαζί τους σαν να χάνεις τον δικό σου άνθρωπο σαν να χάνεις το πατρικό σου σπίτι, τη γη σου».
«Περιγράφεις εικόνες που σου γρατζουνάνε τα μέσα σου, σε απευθείας συνδέσεις που διαρκούν για ώρες και όταν διακόπτεις την μετάδοση αντί να πιεις νερό, παίρνεις τις κλάρες και βοηθάς στην κατάσβεση γιατί μέσα σε λίγες ώρες γίνεσαι φίλος καρδιακός, αχώριστος με αυτούς τους ανθρώπους που τυχαία βρέθηκες στο μέτωπο. Βλέπεις τις φωτιές και δεν το πιστεύεις. Σαν φλεγόμενα κύματα είναι, ένα φλεγόμενο τσουνάμι».
«Το ρεπορτάζ δύσκολο. Άγριο το σκηνικό και με έντονο τον πόνο. Όμως ταυτόχρονα πρέπει να είμαι υπέρμετρα προσεκτική στα όσα μεταδίδω. Οφείλω να κινούμαι με οδηγό την αλήθεια και έχοντας κατά νου το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Η δημοσιογραφία δεν είναι ψυχαγωγία.
Θα μπορούσα να γράψω βιβλίο για τις αμέτρητες συγκλονιστικές στιγμές στα πύρινα μέτωπα της χώρας, κάθε χρόνο. Μιλάς με ανθρώπους, τους ακούς, τους παρατηρείς. Σαν μοναχικοί λύκοι δίνουν τη μάχη, μουτζουρωμένοι, ολομόναχοι διψασμένοι. Χαμογελάς προς στιγμή, αλλά στην πραγματικότητα η γεύση είναι πικρή, θα μπορούσες και να κλάψεις. Βράδυ ήταν θυμάμαι στη Βαρυμπόμπη, στον Τύμβο του Σοφοκλή. Η επιχείρηση κατάσβεσης μιας αναζωπύρωσης στέφθηκε με επιτυχία. Περπατούσαμε ανάμεσα στους καμένους κορμούς όταν άκουσα κλάμα γοερό, μας συντάραξε όλους. Κατευθύνθηκα κατά ‘κει που άκουγα τους λυγμούς, σαν υπνωτισμένη. Τότε γνώρισα τον κύριο Ανδρέα που στηριζόταν στην γκλίτσα του και έκλαιγε με αναφιλητά για το κοπάδι του, που είχε γίνει κάρβουνο. Κρατούσε στα χέρια του ένα κουδούνι από τα ζώα του που τον συνέδεε με το παρελθόν, τότε που τα ζωντανά του έτρεχαν με γλυκόηχα κουδούνια στις φιλόξενες βουνοκορφές».
Κάτια Νιάκαρη, ΕΡΤ
«Σχεδόν 13 χρόνια κάνω αστυνομικό ρεπορτάζ. Αυτό σημαίνει ότι τις περισσότερες φορές πρέπει να μεταδώσω κάποια δυσάρεστη είδηση. Ο Αύγουστος φέτος ήταν από τους πιο δύσκολους. Συνεχόμενα πύρινα μέτωπα, ανεξέλεγκτα να μαίνονται κοντα σε οικισμούς, οι φλόγες να απειλούν – και σε αρκετες περιπτώσεις να «καταπίνουν» -σπίτια. Είναι δύσκολο να είσαι ανάμεσα σε ανθρώπους που χάνουν το βιος τους, κλαίνε, αρνούνται να εγκαταλείψουν τις περιοχές τους που απειλούνται. Έρχονταν άνθρωποι σε εμάς -που καλύπταμε δημοσιογραφικά αυτά τα γεγονότα- και ζητούσαν βοήθεια. Έβλεπες την αγωνία στα πρόσωπά τους. Εκείνη τη στιγμή πρέπει να σταθείς στα πόδια σου, να βρεις όση δύναμη έχεις μέσα σου, να μην λυγίσεις και να κανεις αυτό το οποίο έχεις κληθεί: να καταγράψεις τις εικόνες και να μεταφέρεις το ρεπορτάζ. Παρά την κούραση, τις ατελείωτες ωρες, το ξενύχτι έσφιξα τα δόντια και με τους συναδελφους οπερατέρ και ηχολήπτες, δώσαμε το ρεπορτάζ.
Σε τέτοιες καταστροφές καμία εικόνα δεν ξεχνιέται. Δεν μπορείς να ξεχάσεις τη μαυρίλα, το καμένο. Όπου κοιτάζαμε, ύστερα από τον πύρινο εφιάλτη, όταν τα μέτωπα βρίσκονταν σε ύφεση, ήταν αποκαρδιωτικά. Μόνο καμένα, στάχτες και αποκαΐδια. Το πρώτο σοκ είναι εκεί, όταν καταλαβαίνεις, όταν συνειδητοποιείς το μέγεθος της τραγωδίας, όταν βλέπεις ολόκληρα δάση, ζώα, να έχουν απανθρακωθεί.
Το δεύτερο σοκ ειναι οταν μπαίνεις -σε ότι έχει απομείνει – στα σπίτια. Εκεί που στέκεσαι για να κάνεις το ρεπορτάζ και δεν υπάρχει τίποτα. Βλέπεις μόνο ερείπια. Πατάς μέσα σε αυτά, και τότε σκέφτεσαι ότι εδώ κάποιοι άνθρωποι ζούσανε, έχουν τις αναμνήσεις τους, μεγάλωσαν τα παιδιά τους, ίσως τα εγγόνια τους. Και τώρα δεν υπάρχει τίποτα. Άνθρωποι που μέσα σε λίγη ώρα έχασαν τα πάντα. Από τα πιο μικρά προσωπικά τους αντικείμενα, μέχρι το σημαντικότερο. Το σπίτι τους.
Ωστόσο υπήρχε και μια προσωπική στιγμή, που τρομαξα όσο δεν έχω ξανατρομάξει αυτά τα χρόνια. Βρισκόμουν με τον οπερατέρ μου στην Δροσοπηγή. Ακριβώς δίπλα στο πύρινο μέτωπο το οποίο έκαιγε δασική έκταση, δεν είχε φτάσει ακόμα στα σπίτια. Εμείς δίναμε ζωντανή εικόνα στο μεσημεριανο δελτιο της ΕΡΤ, ήμασταν στον αέρα. Μέσα σε μερικά μόλις δευτερόλεπτα και με την αλλαγή του ανέμου οι φλόγες ήρθαν πάνω μας. Μέσα στο δάσος, ήμασταν ακριβώς στην αντιπυρική ζώνη. Τρέξαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε όμως οι φλόγες μας ακολουθούσαν με ταχύτητα».
«Ακόμα ακούω τις φωνές του οπερατέρ μου, του Κώστα του Παπαδάτου, όταν δεν είχα άλλη δύναμη να τρέξω, να μου φωνάζει “μην σταματάς, προχωρά, θα καούμε”. Καταφέραμε και μπήκαμε στο αυτοκίνητο, με τις φλόγες να συνεχίζουν να “τρέχουν” πίσω μας, δίπλα μας».
Ευτυχία Πενταράκη, ΕΡΤ
«Ήμασταν στην Εύβοια, στο Άνω Καστρί και γνωρίσαμε μια οικογένεια που κάηκε το μαντρί τους. Είχαν 150 ζώα κι ενώ εμείς πλησιάζαμε για να κάνουμε το ρεπορτάζ, ο γιος της οικογένειας δεν μπορούσε να έρθει. Πλησίαζε, έβαζε τα κλάματα και γυρνούσε πίσω γιατί δεν ήθελε να αντικρύσει την περιουσία του που είχε χαθεί. Μου έδειχναν εικόνες από το πώς ήταν το σημείο πριν τις πυρκαγιές. Ήταν υπέροχα. Υπήρχε ακόμα κι ένα φίδι στην είσοδο, κάτω από μια πέτρα και δεν το πείραζαν. Ζούσε εκεί. Και μια χελώνα. Κάηκαν κι αυτά. Σήμερα, μου έστειλε μήνυμα αυτός ο ίδιος άνθρωπος να δει τι κάνω κι αν είμαι καλά. Αυτό είναι μεγαλείο: το να μην ξέρουν τι θα κάνουν στη ζωή τους και να σκέφτονται εσένα. Είναι συγκλονιστικό».
«Ήταν πολύ ζόρικα. Όλο αυτό που βλέπαμε και το να νιώθεις ανήμπορος να βοηθήσεις και παράλληλα να πρέπει να δώσεις το ρεπορτάζ, ήταν πολύ δύσκολο».
«Έφυγα από την Κρήτη, όπου είμαι προϊστάμενη στην ΕΡΤ Χανίων, και άφησα το 3,5 ετών παιδί μου με τον άντρα μου για να βρεθώ στην Εύβοια να καλύψω τις φωτιές. Στις 2 η ώρα τη νύχτα, κι ενώ τα πάντα καίγονταν γύρω μας, μας πλησίασε ένας κάτοικος με ένα ταψί γεμιστά και ένα καρβέλι ψωμί, επειδή έβλεπε όλους τους δημοσιογράφους που παλεύαμε όλη μέρα και έφερε το φαγητό που είχε φτιάξει για να μας ταΐσει. Πίσω μας φλεγόταν το σύμπαν, κι εμείς τρώγαμε με τα χέρια γεμιστά από το ταψί».
Ηλιάνα Πετρή, ΣΚΑΪ
«Οι καταστροφικές πυρκαγιές που έπληξαν την Αττική και γενικότερα την Ελλάδα τις τελευταίες ημέρες, θα έλεγα πως ήταν από τις πιο δύσκολες αποστολές στην επαγγελματική μου πορεία. Το να καλύπτεις ένα τόσο μεγάλο μέτωπο ήταν κάτι πρωτόγνωρο για όλους μας. Η τηλεόραση είναι πρωτίστως εικόνα και εμείς οφείλαμε και θέλαμε να μεταδώσουμε στους τηλεθεατές όσο το δυνατόν πιο “αληθινες” εικόνες και μάλιστα τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το να δουλεύεις σε ένα σημείο που γυρω σου καίγονται τα πάντα είναι επίσης δύσκολο και πολλές φορές επικίνδυνο. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες καλούμαστε να δουλέψουμε είναι αντίξοες. Υψηλή θερμοκρασία, φωτιά, καπνός, δυσκολία αναπνοής πολλές φορές χωρίς καν να έχουμε εξοπλισμό (μπορεί για παράδειγμα να “σκάσει” η φωτιά την ώρα που κάνεις ρεπορτάζ σε κάποια παραλία και είσαι με πέδιλα και φόρεμα). Και σε όλα αυτά, συμπεριλαμβάνεται και το ψυχολογικό κομμάτι. Βλέπεις να καταστρέφονται εκτάσεις πράσινου, να καίγονται σπιτια και περιουσίες, να χάνονται ζωάκια και άνθρωποι πανικόβλητοι, στεναχωρημένοι που κλαίνε γιατί φοβούνται.
Στο μυαλό μου έχουν μείνει χαραγμένες δύο στιγμές από την πυρκαγιά στη Βαρυμπόμπη. Η μία έχει να κάνει με τους πυροσβέστες και τους εθελοντές, οι οποίοι επιχειρούσαν για την κατάσβεση της πυρκαγιάς που είχε έρθει από την πλαγιά στην αυλή ενός σπιτιού και απειλούσε να το κάψει. Με συγκλόνισε ο τρόπος με τον οποίο επιχειρούσαν. Έτρεχαν και έμπαιναν κυριολεκτικά μέσα στη φωτιά. Οι εθελοντές κουβαλούσαν κουβάδες με νερό που προμηθεύονταν από μια πισίνα σε ένα σπίτι δίπλα».
«Αυτοί οι άνθρωποι, με αυταπάρνηση και αυτοθυσία μπαίνουν στο μέτωπο, ρισκάρουν τη ζωή τους και δίνουν όλο τους το “είναι” για να σώσουν περιουσίες άλλων. Πολλοί λένε “είναι η δουλειά τους”, η εμπειρία μου, όμως, μου επιτρέπει να τους αποκαλώ ” ήρωες”».
«Η δεύτερη έχει να κάνει με ένα πολίτη που συνάντησα την επόμενη μέρα. Είχα μεταδώσει live την επιχείρηση στο σπίτι του, το οποίο τελικά δεν κατάφεραν να σώσουν. Καταστράφηκε ολοσχερώς, ο ίδιος είχε εκκενώσει. Πήγα να δω την επόμενη ποια ήταν η εικόνα. Ήταν εκεί, με φώναξε με το όνομά μου και μου είπε πως με είχε δει live να μεταδίδω το σπίτι του που καιγόταν. Ζούσε την αγωνία που ζούσα και εγώ, παρακαλούσε να τα καταφέρουν».
«Παρακαλούσε να μην αλλάξουμε πλάνο για να ξέρει τι απέγινε το σπίτι του. Τότε συνειδητοποίησα ότι η δημοσιογραφία είναι κάτι παραπανω απο μια απλή “δουλειά”».
Κατερίνα Ρίστα, Star
«Όταν καλύπτεις φωτιές δεν προλαβαίνεις εκείνες τις στιγμές να αντιληφθείς και πολλά γιατί δίνεις μάχη πρώτον να καλύψεις το συμβάν όσο γίνεται πιο σωστά και με ασφάλεια και δεύτερον, η φωτιά από μόνη της δεν σου αφήνει και πολλά περιθώρια να σκεφτείς τι βιώνεις. Σε απειλεί και πρέπει να γλιτώσεις. Το ρεπορτάζ λοιπόν σε τέτοιες συνθήκες είναι πάρα πολύ δύσκολο γιατί νιώθεις άμεση απειλή της ζωής σου και των συνεργατών σου. Από τη μια νιώθεις μια απίστευτα υψηλή θερμοκρασία να σε πλησιάζει: η φωτιά, από την άλλη δεν βλέπεις μπροστά σου από τον καπνό και δεν μπορείς να ανασάνεις, σου κόβεται η ανάσα, ενώ εκείνα τα δευτερόλεπτα προσπαθείς να γλιτώσεις και από τις καύτρες που πέφτουν κατά δεκάδες πάνω σου και σε καίνε».
«Αυτά τα ρεπορτάζ, δεν έχουν γραβάτα και αυτά τα ρεπορτάζ, δεν είναι ρεπορτάζ. Εκεί δεν είσαι απλά δημοσιογράφος, εκεί είσαι κι εσύ ένας από όλους όσοι παλεύουν για να σώσουν ό,τι σώζεται».
«Γι’ αυτό φέτος είδαμε όλοι να έρχονται στο φως φωτογραφίες με συναδέλφους που ρίχτηκαν στη μάχη της κατάσβεσης γιατί εκείνη τη στιγμή δεν έχεις άλλη επιλογή, γι’ αυτό φέτος είδαμε συναδέλφους να λυγίζουν την ώρα της συνέντευξης, γιατί είναι τόσο έντονα τα συναισθήματα που βιώνεις όταν καλύπτεις τέτοια θέματα που “σπας”. Προσωπικά θεωρώ ότι η κάλυψη των πυρκαγιών είναι από τα πιο δύσκολα γεγονότα, καθώς ο ρεπόρτερ μεταδίδει live ενώ η φωτιά εξελίσσεται και δεν ξέρει κανείς πού θα καταλήξει. Ενώ στις πλημμύρες τα πράγματα είναι διαφορετικά όπως και στους σεισμούς.
Για παράδειγμα στις φωτιές στην Β. Ευβοια, ενώ βρισκόμουν με τον οπερατέρ μου σε ένα χωριό όπου η φωτιά είχε τεθεί υπό έλεγχο ξαφνικά ξεσπά αναζωπυρωση, λαμπά διασε ο τόπος, το νερό είχε τελειώσει στα πυροσβεστικά οχήματα και η περιοχή μετατράπηκε σε κόλαση με εμάς από τη μια να τρέχουμε για να γλιτώσουμε και από την άλλη να πρέπει να μεταδώσουμε το συμβάν. Στο σημείο επικράτησε χάος. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή το μόνο που έβλεπα ήταν κάτι κόκκινα φώτα στο βάθος ανάμεσα στους καπνούς και άκουγα σειρήνες, δεν έβλεπα ούτε τον κάμεραμαν μου που υποτίθεται ηταν δίπλα μου. Όμως δεν σταμάτησα λεπτό να μιλάω και να μεταδίδω στον κόσμο το τι έβλεπα. Όπως και ο οπερατέρ μου δεν σταμάτησε λεπτό να καταγραφεί. Δεν θα ξεχάσω ότι μόλις έκλεισε η σύνδεση πήγα σε ένα πυροσβεστικό όχημα όπου έτρεχε νερό στο κούμπωμα της μάνικας και έβαλα το κεφάλι μου από κάτω για τουλάχιστον 5 λεπτά».
«Το βράδυ γυρνώντας στο ξενοδοχείο αντιληφθηκαμε με τον οπερατέρ μου τα “παράσημα” που πήραμε από τις καύτρες. Εκείνος καμένος ανάμεσα στα δάχτυλα κι εγώ στην πλάτη και φυσικά φωνή ανύπαρκτη καθώς είχε κλείσει».
«Αυτό που δεν μπορείς να ξεχάσεις ποτέ είναι οι εικόνες της επόμενης μέρας. Η καταστροφή, η απογοήτευση, η διάλυση των ζωών. Αυτά δεν μπορείς να ξεχάσεις ποτέ. Τα πρόσωπα της τραγωδίας. Τους ανθρώπους που μένουν χωρίς σπίτι, χωρίς δουλειές, χωρίς αύριο. Τα αθώα ματάκια των παιδιών που καταλαβαίνουν ότι κάτι κακό έχει συμβεί, σε κοιτούν με απορία και συνεχίζουν να παίζουν ανάμεσα στις στάχτες.
Ξέρετε αυτό είναι κι ένα μάθημα. Όταν μέσα στο μαύρο βλέπεις ένα παιδί να παίζει με τις στάχτες είναι σαν να σου λέει: “Η ζωή προχωράει”. Σου δίνει ελπίδα. Και τελικά για εμάς τους δημοσιογράφους, όταν τελειώνει η κάλυψη της φωτιάς, αυτό που μας μένει και παίρνουμε μαζί μας, είναι οι άνθρωποι που γνωρίζουμε και που μέσα σε δευτερόλεπτα γινόμαστε φίλοι. Ο κάτοικος που θα ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του, για να σε κεράσει έναν καφέ, για να ξεκουραστείς. Ο κάτοικος που θα σπρώξει τη μισογκρεμισμένη, απο τη φωτιά, πόρτα του σπιτιού του και θα σου πει πως έχτιζε εκεί μέσα τη ζωή και τα όνειρα του και στη συνέχεια θα ψάξει να βρει κουράγιο από σένα και από τα λόγια σου. Να βλέπεις γιαγιάδες και παππούδες 90 ετών και να σου λένε “Με αυτά τα ζαρωμενα χέρια, για όσο ζήσω όλα θα τα φτιάξω ξανά” και να τρέχει το δάκρυ. Αυτά σου μένουν, οι άνθρωποι και οι ιστορίες που γράφονται στις στάχτες. Όταν ήμουν στο καράβι της επιστροφής, το τηλέφωνό μου χτυπούσε ασταμάτητα από αυτούς τους ανθρώπους που γνώρισα σε αυτόν τον τόπο. Άλλοι επαιρναν για να ρωτήσουν αν είμαστε καλά, άλλοι για να μας πουν το παράπονο τους από την επιχείρηση, άλλοι για να μας προκαλέσουν στο σπίτι τους. Οι άνθρωποι μένουν».
Αφροδίτη Σπηλιώτη, Alpha
«Η φωτιά στην Αθήνα και στη συνέχεια στην Εύβοια, ήταν μια μοναδική εμπειρία. Το ρεπορτάζ εκεί είχε πολλές αντικειμενικές δυσκολίες. Στην Αθήνα δεν ήξερα τους δρόμους, τις περιοχές, αλλά έχω πάθος με την δουλειά μου και κατάφερα γρήγορα να προσαρμοστώ. Σ’ αυτό με βοήθησαν πολύ και οι συνάδελφοι τεχνικοί που είχα την τύχη να συνεργαστώ. Είναι άψογοι επαγγελματίες.
Στην Εύβοια, συχνά μάς κύκλωνε η φωτιά μέσα στο δάσος και τις περισσότερες φορές φτάναμε πολύ πριν την πυροσβεστικη. Περνούσε αρκετή ώρα μέχρι να έρθει κάποιο πυροσβεστικό όχημα ή κάποιο εναέριο μέσο. Ήμασταν με τους εθελοντές και τους κατοίκους που ριχνονταν στη μάχη της κατάσβεσης. Από το μυαλό μού περνούσε η σκέψη, αν θα μπορέσουμε να φύγουμε ή αν κινδυνεύουμε να παγιδευτούμε. Και μιλάω στον πληθυντικό γιατί ήμασταν με τον εικονολήπτη. Είχα την αγωνία να βλέπω τριγύρω και για τους δυο μας, αν όλα είναι εντάξει, ενώ έβγαζα συνεχώς ζωντανές συνδέσεις. Ο εικονοληπτης εκείνη την ώρα κοιτάζει μόνο μέσα από τον φακό. Ήμουν όμως πολύ φορτισμένη συναισθηματικά καθώς έβλεπα τη φωτιά να καταστρέφει τις περιουσίες των ανθρώπων και να είναι εξοργισμένοι με όλους και με όλα. Με το δίκιο τους φυσικά».
«Έχω πάει σε αρκετές φωτιές στη βόρεια Ελλάδα, σε πλημμύρες με νεκρούς στην Χαλκιδική. Για αυτή τη φωτιά ομως, όταν την κάλυπτα, έλεγα “Θεέ μου δεν θα τελειώσει ποτέ;”».
«Ένα τεράστιο παρθένο δάσος έβλεπα να καταστρέφεται μπροστά στα μάτια μου. Να συντελείται μια μεγάλη οικολογική καταστροφή. Να την ακολουθεί και η οικονομική καταστροφή των κατοίκων που ζουν από το δάσος. Παραγωγοί ρετσινιού, μελισσοκόμοι, ελαιοπαραγωγοί κλπ. Παράλληλα να καταστρεφεται και ο τομέας του τουρισμού . Όσοι τουρίστες ήταν εκεί έφυγαν και οσοι θα πήγαιναν, ακύρωσαν τις κρατήσεις».
«Ήταν συγκλονιστικο ότι από τον καπνό είχε γίνει η μέρα νύχτα. Δεν υπήρχε ορατότητα στον δρόμο, δεν μπορούσαμε να πάρουμε σωστές ανάσες. Παντού αιωρούνταν στάχτες».
«Μου έμεινε χαραγμένο στη μνήμη μου ένα περιστατικό με μια γυναίκα που βρέθηκε μπροστά μας την ώρα που ο δρόμος από το χωριό Ελληνικά προς το χωριό Αγριοβοτανο είχε κλείσει από τη φωτιά. Είχαμε ζωντανή σύνδεση. Εκείνη ταραγμένη, φώναζε και ήθελε να περάσει με το αυτοκίνητό της να πάει στο σπίτι της για να δει αν το σκυλάκι της κινδυνεύει. Προσπαθούσα στον “αέρα” της εκπομπής να την πείσω να μην περάσει μέσα από τις φωτιές γιατί θα καιγόταν ζωντανή και τωρα είμαι χαρούμενη που το κατάφερα. Τελικά και το σκυλάκι της δεν έπαθε τίποτα».
Ελευθερία Σπυράκη, Open
«Ήταν ένα πολύ απαιτητικό ρεπορτάζ. Πρέπει ενώ κάνεις τη δουλειά σου να προστατεύσεις παράλληλα τον εαυτό σου και το συνεργείο και να είσαι συνεχώς σε επιφυλακή, ενώ έχεις πολύ λίγες ώρες να ξεκουραστείς. Κοιμόμασταν περίπου 2,5-3 ώρες την ημέρα, οπότε τα αντανακλαστικά μας μειώνονταν γιατί υπήρχε συνεχής ροή.
Δεν ήμασταν εμείς οι ήρωες, άλλοι ήταν. Εμείς έπρεπε να προσέχουμε τι λέμε, γιατί ο κόσμος ενημερώνεται και ακούει τα πάντα. Δεν πρέπει να πανικοβάλλεις κάποιον, ακόμα κι αν καίγεται το σπίτι του. Δυσκολέψαμε πολύ και το έργο των πυροσβεστών, τους ζητούσαμε πληροφορίες όλη την ώρα με ένα μικρόφωνο μπροστά τους, ενώ προσπαθούσαν να κάνουν τη δουλειά τους, αλλά έπρεπε να κάνουμε και το ρεπορτάζ. Ήταν εμπειρία ζωής για μένα».
«Εμάς είναι η δουλειά μας αυτή, αλλά τόσοι άνθρωποι έχουν υποστεί καταστροφές και είναι αδύνατο να μη λυγίσεις μπροστά σε αυτό το θέαμα. Και η συνάδελφος, Ευλαμπία Ρέβη, ήταν άδικο που δέχτηκε κριτική επειδή λύγισε. Άνθρωποι είμαστε».
«Το ρεπορτάζ στις φωτιές μού έχει αφήσει μόνο μαύρες αναμνήσεις, αλλά μου έμαθε πολλά. Ήταν σχολείο για μένα. Θυμάμαι ήμουν σε έναν οικισμό στην Εύβοια μάς είδε ένα ζευγάρι και με φώναξε για να μου μιλήσει, να μου πει τι τους έχει συμβεί. Με κράτησαν όλη μέρα εκεί, μου έλεγαν τον πόνο τους και παράλληλα πρόσφεραν σε μένα και το συνεργείο μου τα πάντα. Ό,τι τους είχε μείνει, έτρεχαν να μας το προσφέρουν. Ήθελαν να μας περιποιηθούν σαν να ήμασταν παιδιά τους, ενώ δεν είχαμε γνωριστεί ποτέ».
Σχετικά με την επίθεση που δεχτήκαμε, νιώθω ότι απλά ήμασταν στο λάθος σημείο, τη λάθος στιγμή. Μας χτύπησαν, εμένα με έριξαν στο καπό, ήταν σοκαριστικό. Παρόλα αυτά, εγώ θα συνεχίσω να κάνω τη δουλειά μου, κι ας υπάρχουν κάποιοι που δεν σέβονται».
Αναστασία Τσιβγούλη, Mega
«Μόλις ξέσπασε η φωτιά εκείνο το μεσημέρι της Τρίτης 3 Αυγούστου, διαισθάνθηκα πως θα είναι πολύ άσχημη η εξέλιξη. Πήρα βαθιά ανάσα έβγαλα τα καλοκαιρινά παπούτσια, φόρεσα τα αθλητικά που είναι πάντα στο συρτάρι του γραφείου κι έτρεξα με τους συναδέλφους μου οπερατέρ στον “πόλεμο” προσπαθώντας να είμαι όσο γίνεται πιο αντικειμενική και ψύχραιμη».
«Όταν κινδυνεύουν άνθρωποι και περιουσίες καλείσαι να γυρίσεις έναν διακόπτη που τον έχουμε όλοι οσοι καλύπτουμε γεγονότα της πρώτης γραμμής το οποίο λέει “δεν φοβάμαι, δεν κουράζομαι, δεν πεινάω, δεν διψάω, είμαι ρεπόρτερ”».
«Είναι ένας μηχανισμός επιβίωσης τον οποίο αν δεν τον αναπτύξεις καλύτερα να μη βγεις “εκεί έξω”. “Εκεί έξω” λοιπόν την πρώτη μέρα βρέθηκα στην περιοχή της Βαρυμπόμπης δίπλα σε ανθρώπους που έβλεπαν τις φλόγες να πλησιάζουν στα σπίτια τους. Από το σημείο στο οποίο βρισκόμουν, οι φλόγες φαίνονταν πως απείχαν μόλις λίγα λεπτά και από το δικό μου σπίτι. Στο τηλέφωνο ήταν αδύνατον να μιλήσω με τους δικούς μου ανθρώπους στο σπίτι, αφού έπρεπε να είμαι συνδεδεμένη ασταμάτητα με την απευθείας μετάδοση του Mega.
Οι φλόγες θέριευαν, ακούγονταν εκρήξεις, οι άνθρωποι έτρεχαν με τα αυτοκίνητα τους μακριά και με όσα πρόλαβαν να πάρουν στα χέρια τους».
«Θυμάμαι μια γυναίκα στο κάθισμα του συνοδηγού να κρατά στην αγκαλιά της το σκυλί της να κοιτάζει αποσβολωμένη τον μαύρο καπνό και να μου λέει “εκεί μέσα είναι το σπίτι μου”».
«Έβλεπα τους αστυνομικούς να προσπαθούν να συγκρατήσουν την απελπισία, την οργή, τον πανικό ,κλείνοντας τον δρόμο προς τα φλεγόμενα σπίτια. Ήταν σαφές από την πρώτη στιγμή πως η προτεραιότητα ήταν οι ανθρώπινες ζωές. Καθώς περνούσε η ώρα, το μέτωπο έφθανε στις Αδάμες, είχε σκοτεινιάσει επικρατούσε πανδαιμόνιο, καθώς είχε ξεφύγει η φωτιά και πήγαινε στα σπίτια με ορμή. Μέσα από στενά με τις φλόγες δίπλα μας βρεθήκαμε ανάμεσα σε ανθρώπους που προσπαθούσαν με λάστιχα και κουβάδες με νερό να σώσουν ό,τι μπορούσαν. Αστυνομικοί της ομάδας ΔΙΑΣ ήταν εκεί για να συνδράμουν σε όσους επέμεναν να μην φύγουν από εκεί παρά την εντολή εκκένωσης Ιδιοκτήτες εθελοντές κάτοικοι και πυροσβεστικά οχήματα δήμων πάλευαν με το θηρίο. Θυμάμαι τη φωτιά να σιγοκαίει μέσα σε συγκρότημα 3 κατοικιών. Έξω από αυτό δεν υπήρχαν φλόγες αλλά δεν υπήρχε κι άλλη δυνατότητα εκείνη τη στιγμή».
«Είχαν εξαντληθεί όλα. Και οι ανθρώπινες δυνάμεις και το νερό. Γύρω μου απόλυτο σκοτάδι και λίγοι άνθρωποι που έβλεπαν βουβοί τα σπίτια να καίγονται. Κι εμείς σε απευθείας σύνδεση να περιγράφουμε την κόλαση ασταμάτητα».
«Όχι δεν με πειράζει σε τέτοιες στιγμές η κούραση ο καπνός η αφόρητη ζέστη. Δυο πράγματα μόνο έχω στο μυαλό μου. Να μην γίνω εγώ το θέμα, άρα να μην κινδυνεύσω, αλλά και να μην καταρρεύσω συναισθηματικά. Πρέπει να μεταφέρεις τις εικόνες, τις σκέψεις, τις καταστάσεις των ανθρώπων που τους αξίζει όλος ο σεβασμός κι η κατανόησή σου, όποιες κι αν είναι οι αντιδράσεις τους σε τέτοιες στιγμές.
Τρεις στιγμές κρατάω στην ψυχή μου σε αυτό τον μαραθώνιο συνδέσεων του Mega απ’ όλα τα μέτωπα και αυτές θεωρώ συγκλονιστικές. Τις βαθιά ανθρώπινες. Φλεγόταν η Πάρνηθα πάλι δυο βράδια μετά την πρώτη πυρκαγιά και με πλησίασε τη στιγμή που περιέγραφα το μέτωπο και την ανησυχία να ξεφύγει στους Θρακομακεδόνες ο ιδιοκτήτης ενός από τα πρώτα σπίτια που κάηκαν στη Βαρυμπόμπη. “Εχω στην τσέπη τα κλειδιά μου και νομίζω ακόμη πως θα πάω σπίτι μου”, λέει ενώ είμαστε στον τηλεοπτικό αέρα. Την ίδια στιγμή έχω το χέρι κι εγώ στην τσέπη και κρατάω τα δικα μου κλειδιά. Πρέπει να φανώ ψύχραιμη, βουρκώνω, αλλά ευτυχώς δεν το καταλαβαίνει κανείς, ούτε καν ο οπερατέρ. Όταν κλείνουν οι κάμερες αυτός ο άνθρωπος μου λέει πως είχε χάσει τον αδελφό του απο παθολογικά αίτια τη μέρα της τραγωδίας στο Μάτι.Τότε είχε πει “καλύτερα να μου καιγόταν το σπίτι παρά να έχανα τον αδελφό μου. “Στη μνήμη του βοήθησε έναν φίλο τους στο Μάτι να ξαναχτίσει το σπίτι του καθώς είναι κι ο ίδιος χτίστης .Με τα χέρια του είχε φτιάξει και το δικό του σπίτι στη Βαρυμπόμπη.
Οι φλόγες λίγες ώρες μετά φτάνουν στους Θρακομακεδόνες. Το επόμενο πρωί, βρίσκομαι στο καμένο σπίτι μιας γυναίκας που ζούσε εκεί με την κόρη της. Λείπει όλη η οροφή κι ο δεύτερος όροφος. Ένα ισόγειο έμεινε σε κακό χάλι, αδύνατο και να σταθείς εκεί μέσα. Αυτή η γυναίκα, λοιπόν, που ήταν απελπισμένη και θυμωμένη, έτρεξε να μας φέρει νερό και φαγητό. Σ’ εμάς “που τρέχουμε όλες αυτές τις μέρες και είμαστε πολύ ταλαιπωρημένοι”.
Πίσω στη Βαρυμπόμπη αμέσως μετά, για το οδοιπορικό της καταστροφής που άφησε πίσω της η πυρκαγιά. Μια γυναίκα 70 ετών μπροστά στο καμένο σπίτι της όπου έζησε τη μισή ζωή της να ποτίζει μια τριανταφυλλιά στον κήπο. Το μόνο που έμεινε όρθιο. Και να τρέχει να μας φέρει κρύο νερό από την πλατεία που “είναι γεμάτη καλά παιδιά”. Άνθρωποι πιο ψηλοί από τις φλόγες. Μακάρι κάποια στιγμή να μου δοθεί η ευκαιρία να επικεντρωθώ μόνο σε αυτούς. Είναι όλη η ζωή, είναι όσα αξίζουν όλη την κούραση στους δρόμους του ρεπορτάζ και της φωτιάς».