Τάσος Θώμογλου
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Γιώτα Φέστα: «Τα έκανα τα λάθη μου και πρέπει να προχωρήσω με αυτά»

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΤΑΣΟΣ ΘΩΜΟΓΛΟΥ

Η Γιώτα Φέστα από το 1983 που συστήθηκε στο ευρύ κοινό, κινηματογραφικά μέσα από την ταινία Ρεβάνς του Νίκου Βεργίτση, μέχρι σήμερα που την απολαμβάνεις στην παράσταση Outro στο Θέατρο ΠΛΥΦΑ και τον τηλεοπτικό Τιμωρό του Alpha, θέλει να αφήνει πίσω της μία αίσθηση εντιμότητας. Και το καταφέρνει.

Μεγάλωσε σε ένα αθηναϊκό σπίτι έχοντας πάντα την αίσθηση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας να την οδηγεί στη φυγή, από νεαρή ηλικία. Σπούδασε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, αργότερα στην Αγγλία, μπήκε στον χώρο του σινεμά στα νιάτα της κι ας την τρόμαξε η έκθεση στην αρχή κι υπηρετεί ακόμα την τέχνη που αγάπησε. Φέτος την υπηρετεί αφηγούμενη μία ιστορία επιστροφής ενός μέλους μιας οικογένειας δυσλειτουργικής στις ρίζες της. Η Γιώτα Φέστα, μητέρα 2 κοριτσιών στην πραγματικότητα, υποδύεται τη μητέρα του κεντρικού ήρωα, της οποίας την αλήθεια κοιτά με βλέμμα κατάνοησης. Παράλληλα βουτάει στο μέσα της, στα δικά της κομμάτια που αναγνωρίζει μέσα από την ενασχόλησή της με το έργο Outro. Νομίζει ότι κι εμείς αν το δούμε, θα ανακαλύψουμε δικά μας κομμάτια. Και κάτι μου λέει ότι έχει δίκιο.

«Τo Outro είναι βασισμένο στο θεατρικό έργο του Jean – Luc Lagarce με τίτλο Ακριβώς στο τέλος του κόσμου. Αυτό το θεατρικό έργο, διαπραγματεύεται την επιστροφή ενός “ασώτου” στην οικογένεια, που λειτουργεί σαν προσδιορισμός της ταυτότητάς του. Σαν να θέλει να προσδιορίσει ποιος είναι και πού πάει μετά από τόσα χρόνια απουσίας. Επίσης αυτό το έργο έχει γίνει και ταινία από τον Xavier Dolan.

Η διασκευή που έχει κάνει ο Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος, είναι πάνω στο έργο και στην ταινία, το έχει φέρει όμως κάπως στην ελληνική πραγματικότητα. Νομίζω ότι αυτό που στην πραγματικότητα διαπραγματεύεται, είναι πώς μπορούν οι άνθρωποι όταν είναι σε ένα περιβάλλον οικογενειακό να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Εδώ βλέπουμε ότι είναι σε ένα δυσλειτουργικό περιβάλλον, όχι κάτι τρομερό αλλά δυσλειτουργεί. Δεν λειτουργεί υπέρ της ανθρώπινης ιδιαιτερότητας. Δηλαδή είναι σαν να μην καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον. Και από τη μία υπάρχει η θέση του Λουκά, αλλά υπάρχει και η θέση της μάνας, την οποία υποδύομαι εγώ, η οποία επίσης έχει μια ισχυρή θέση. Έχει και αυτή μία αλήθεια. Όπως και κάθε πρόσωπο της οικογένειας», μου εξηγεί η Γιώτα Φέστα για την παράσταση.

«Στην πραγματικότητα διαπραγματεύεται αυτές τις 5 θέσεις των προσώπων του έργου. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον έργο, αλλά πάρα πολύ σκληρό, γιατί προσπαθεί να δείξει το πώς αυτοί οι άνθρωποι, ενώ έχουν την ανάγκη να επικοινωνήσουν, εντέλει δεν τα καταφέρνουν», συμπληρώνει. Κι από αυτή τη δυσκολία της επικοινωνίας που διαπιστώνουμε γύρω μας πιάνουμε την κουβέντα για όλα.

– Υπάρχει αυτό στις οικογένειες έτσι δεν είναι; Λίγες είναι που πραγματικά επικοινωνούν…

Ναι και είναι φοβερό πράγμα αυτό για τους ανθρώπους. Από τη μια έχουμε φτάσει σε μια εποχή που πραγματικά έχουμε την ανάγκη της επικοινωνίας, αλλά από την άλλη δεν έχουμε τη δυνατότητα να το κάνουμε. Δεν μπορούμε, έχουμε μία ας πούμε «συναισθηματική αναπηρία» σε αυτό, στο να επικοινωνήσουμε ειλικρινά.

Έχει χαθεί δηλαδή ένα πράγμα, που νομίζω ότι οι άνθρωποι παλιότερα το είχαν. Και αυτό βέβαια το έργο διαδραματίζεται και στην ελληνική επαρχία, που κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα.


– Εσείς παρόλο που δεν μεγαλώσατε στην ελληνική επαρχία είχατε επίσης μία τάση φυγής έντονη;

Κι εγώ είχα, ναι. Κάπως αν θέλετε ταυτίζομαι περισσότερο με τον Λουκά που έρχεται προσπαθώντας να βρει μία επικοινωνία με την οικογένειά του, παρά με τη μητέρα. Γιατί κι εγώ προσπαθούσα να φύγω από ένα οικογενειακό περιβάλλον που δεν ήταν τίποτα φοβερό. Ναι, αλλά εντέλει αυτό νομίζω που μας οδηγεί σε αυτό, είναι ότι είναι περισσότερο θέμα των γονιών. Δηλαδή είναι ευθύνη των γονιών να προσπαθήσουν να επικοινωνήσουν με τα παιδιά τους. Κάπως κάνουμε κάποια όνειρα για τα παιδιά και δεν θέλουμε να ξεφύγουμε από αυτό που έχουμε ονειρευτεί.

«Δεν βλέπουμε ότι δεν είναι κομμάτι δικό μας τα παιδιά, είναι κομμάτι ανεξάρτητο. Αν είναι συμπαντικό, είναι ένας αστέρας που πάει μόνος του στο σύμπαν. Έχει αποκοπεί από εμάς. Αυτή την αποκοπή οι γονείς νομίζω δύσκολα τη “χωνεύουν”».

– Η δική σας επιστροφή και μετά τις σπουδές σας στην Αγγλία, πώς ήταν; Παλέψατε για την αποδοχή;

Νομίζω ότι δεν επέστρεψα ποτέ στο οικογενειακό περιβάλλον. Από τη στιγμή που πέρασα στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου τέλειωσε για μένα το οικογενειακό περιβάλλον, είχα πια φύγει. Και κάθε φορά, επειδή είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον έργο, βρίσκω κι άλλα πράγματα μέσα από αυτό.

Για παράδειγμα κάνοντας τη μητέρα αναγνωρίζω και τις δικές της ανάγκες. Την ανάγκη να έχει υπάρξει ένας διάλογος. Μόνο που πια δεν τα έχω καταφέρει, γιατί αυτά συνήθως λύνονται νωρίς. Αλλά της αναγνωρίζω ένα δίκιο, μία ματιά που μπορώ να πω ότι δεν είναι ακριβώς ότι μου είναι οικεία, αλλά δεν μου είναι και άγνωστη.

– Εσάς ως μητέρα, ήταν στόχος σας οι κόρες σας να νιώσουν αποδοχή, να νιώθουν ότι είναι αυτόφωτες;

Το είχα στο μυαλό μου, αλλά και τώρα ακόμα δεν ξέρω αν το έχω καταφέρει. Ξέρετε, δεν είναι το θέμα οι προθέσεις. Οι προθέσεις καμιά φορά είναι καλές. Είναι λόγω των συμπτωμάτων των δικών μας, των προσωπικών που έρχονται από πίσω και τα κουβαλάμε που δεν τα καταφέρνουμε να κάνουμε αυτό που θα θέλαμε. Αυτό το είχα στο μυαλό μου, αλλά για να είμαι ειλικρινής θα πω ότι δεν ξέρω αν τα κατάφερα.

– Το «τι θα πει η κοινωνία» ήταν κάτι που σας επηρέαζε ποτέ;

Όχι. Μεγάλωσα στην Αθήνα, δεν είμαι ένα παιδί της επαρχίας, μιας κλειστής κοινωνίας και είχα φύγει πολύ νωρίς, οπότε δεν με απασχόλησε. Σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον γιατί πάντα σε έναν βαθμό μας απασχολεί το τι θα πουν οι άλλοι, έτσι;

– Ήταν φαντάζομαι μία κατάκτηση ότι μείνατε σταθερή στις επιλογές σας παρόλο που το περιβάλλον σας δεν ήταν υποστηρικτικό στην επιλογή να γίνετε ηθοποιός;

Ναι ήταν. Κυρίως ο πατέρας μου δεν το αποδεχόταν, η μάνα μου το αποδεχόταν η καημένη. Κι ήταν κι άλλες εποχές τότε. Τώρα φαντάζομαι ότι οι γονείς είναι πιο δεκτικοί στις επιθυμίες και στα σε αυτά που διαλέγουν τα παιδιά τους.


– Και η επιλογή σας να μην παντρευτείτε παρόλο που ήσασταν σε σχέση και είχατε τα παιδιά σας;

Ήταν και τυχαίο κάπως. Ανατρεπτική επιλογή μπορεί να ήταν, αλλά ήταν και τυχαία. Ήταν λίγο σημάδι των καιρών. Κάναμε λίγο τους επαναστάτες.

– Οι κόρες σας ασχολούνται με την τέχνη στο εξωτερικό. Υπάρχουν πράγματα που βλέπετε να ισχύουν στην τέχνη στο εξωτερικό και να λέτε «Αχ να τα είχαμε κι εδώ»;

«Οι κόρες μου είναι καλλιτέχνιδες και ζουν στο εξωτερικό. Βλέπω διαφορετικά πράγματα, ναι, πολύ συχνά. Καταρχάς υπάρχει μεγαλύτερη αξιοκρατία. Υπάρχει μεγαλύτερη αποδοχή αυτής της δουλειάς, μεγαλύτερος και καλύτερος προγραμματισμός».

– Βλέπουν τους καλλιτέχνες περισσότερο ως επαγγελματίες έξω, ενώ εδώ περισσότερο ως ερασιτέχνες;

Ακριβώς. Αλλά από την άλλη, υπάρχουν κι εδώ πολύ καλά πράγματα. Δηλαδή το ότι αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα το θέατρο πάει τόσο καλά, ο κόσμος δηλαδή θέλει να δει θέατρο, αυτό είναι πολύ θετικό πράγμα, πολύ θετική ιστορία για τον πολιτισμό.

Νομίζω ότι και μετά τον κορωνοϊό ο κόσμος επανήλθε δριμύτερος στο θέατρο, σαν να θέλησε να ενώσει κάποια πράγματα που είχαν χαθεί. Αυτό δεν ξέρω αν ισχύει στις άλλες χώρες. Ναι, πηγαίνει ο κόσμος, αλλά εδώ είναι κάπως πιο μαζικό αυτό κι αυτό είναι πολύ θετικό.

Σκέφτομαι και πάλι την παράσταση και πώς όποιος έρθει να τη δει, θα αντιληφθεί πράγματα ασυνείδητα σε μία καθημερινή συμπεριφορά του που δεν τα παίρνει χαμπάρι. Είναι σαν να φωτίζει αυτή η παράσταση κομμάτια ενός προσωπικού, οικογενειακού βίου που δεν τα παίρνουμε χαμπάρι στην καθημερινότητα.

– Εσείς δηλαδή μέσα από τις πρόβες έχετε ανακαλύψει πράγματα που δεν θέλετε να ξανακάνετε για παράδειγμα στα παιδιά σας;

Έχω ανακαλύψει πάρα πολλά πράγματα. Σίγουρα βρήκα και τέτοια κομμάτια, γιατί τα κορίτσια μου είναι και μεγάλα πια. Κι αντιλήφθηκα πάρα πολύ καλά μέσα από το έργο και τη δική τους θέση.

Είναι πολύ ιδιαίτερη παράσταση. Πέρα από τον Γιώργο Καραμίχο και εμένα που είμαστε πιο μεγάλοι, υπάρχουν 3 νέοι ηθοποιοί οι οποίοι είναι ο ένας καλύτερος από τον άλλον. Και πρέπει να σας πω ότι είναι και λίγο σαν οικογένεια όλο αυτό που έγινε. Δηλαδή αυτή την οικογένεια τη θεατρική την μεταφέραμε λίγο σε μας. Πήγαμε ας πούμε στο σπίτι του Καραμίχου και κάναμε πρόβες στη Νίσυρο. Το οποίο ήταν μια τελείως ιδιαίτερη, ξεχωριστή πολυτέλεια κι αυτό βοήθησε πάρα πολύ στις σχέσεις μας. Γιατί είναι και πολύ δύσκολες οι σκηνικές σχέσεις για όλους.

– Ανακαλύψατε και πράγματα για τα οποία είπατε «μπράβο» στον εαυτό σας, δηλαδή ότι «αυτό το απέφυγα. Μπράβο μου», ως μητέρα ή και ως κόρη;

Ναι. Κοιτάξτε, εγώ είμαι άνθρωπος που βλέπω πιο πολύ τα λάθη μου από τα προτερήματά μου. Αυτό είναι ένα είδος συμπτώματος γιατί κανείς καλό είναι να αρχίζει με τα καλά (γέλια).

«Δυσκολεύομαι να δω τα καλά μου, βλέπω περισσότερο τις ελλείψεις μου. Κι έχω αναγνωρίσει πολλές ελλείψεις».

– Αυτό δεν αλλάζει μεγαλώνοντας, ωριμάζοντας;

Βέβαια αλλάζει κι ευτυχώς που αλλάζει και κάποια στιγμή λέμε «Τα έκανα τα λάθη μου και πρέπει να προχωρήσω με αυτά», γιατί πέρα από το ότι δεν γυρίζουν πίσω είναι κι ανθρώπινα: Είμαι άνθρωπος και κάνω λάθη.

– Εσείς γίνατε ευρύτερα γνωστή μέσα από το σινεμά. Πόσο σπάνιο είναι αυτό για τα ελληνικά δεδομένα;

Είναι σπάνιο. Είμαι από τις τυχερές περιπτώσεις που δούλεψα πάρα πολύ στο σινεμά κι επίσης διαμορφώθηκα μέσα από το σινεμά. Γιατί εκείνη την εποχή υπήρχε μια αίσθηση παρέας που κάναμε τις ταινίες. Ήταν σαν μία βιοτεχνία οι ταινίες τότε, σαν να τις κάναμε όλες μαζί. Δεν ήταν ακριβώς η βιομηχανία όπως είναι του χολιγουντιανού προτύπου. Ήταν πάρα πολύ ωραίο αίσθημα. Και γι’ αυτό εγώ το σινεμά το ταυτίζω με τη νεότητα. Από την άλλη, επειδή έγινα πολύ γνωστή από το σινεμά πολύ νέα, δεν ξέρω αν μου έκανε πολύ καλό.

«Θαυμάζω πολύ τους ανθρώπους που βήμα- βήμα προχώρησαν σ’ αυτή τη δουλειά. Νομίζω ότι κέρδισαν περισσότερα πράγματα. Εμένα έτυχε απλώς να είναι έτσι τα πράγματα, οπότε οκ, το αποδεχόμαστε και προχωράμε».

– Σας μπλόκαρε δηλαδή η επιτυχία εσάς;

Λίγο εκεί στην αρχή κάπως φοβήθηκα να πω την αλήθεια, υπήρχε αυτό το αίσθημα. Ήθελα λίγο να κλειστώ πάλι σπίτι μου. Ενώ φαίνομαι πολύ κοινωνική, δεν είμαι από τους πολύ κοινωνικούς ανθρώπους, οπότε όλο αυτό κάπως έπρεπε να το διαχειριστώ.

– Υπάρχουν πράγματα που ονειρεύεστε να κάνετε ακόμα και δεν τα έχετε τολμήσει;

Πολλά, αλλά δεν ξέρω αν θα τα τολμήσω. Εύχομαι να προλάβω και κυρίως εύχομαι να τολμήσω. Θέλω να σκηνοθετήσω 2 έργα, που εδώ και πολλά χρόνια το λέω, αλλά δεν το κάνω. Θέλω να παίξω κάποιους ρόλους επίσης. Ευτυχώς, μπορώ και ονειρεύομαι ακόμα. Και αυτό νομίζω ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό, στη δική μου ηλικία να ονειρεύομαι πράγματα.


Και τώρα είμαι σε μία αρκετά δημιουργική δουλειά. Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη με αυτή τη συνεργασία και θαυμάζω απεριόριστα τον Κωνσταντίνο Βασιλακόπουλο, γιατί είναι και πολύ νέος. Δηλαδή θαυμάζω την ωριμότητά του σε σχέση με την ηλικία του. Δεν είμαι και κανένας λάτρης της νεότητας, πιστεύω ότι υπάρχουν πολλοί νέοι άνθρωποι οι οποίοι είναι οπισθοδρομικοί και από την άλλοι γέροι που είναι πολύ νεανικοί στη σκέψη. Ο Κωνσταντίνος ήταν για μένα μια μεγάλη αποκάλυψη όπως αποκάλυψη ήταν και ο Γιώργος ο Καραμίχος, με τον οποίο αισθάνθηκα από την αρχή μια μεγάλη οικειότητα και δεν είχα συνεργαστεί μαζί του. Και αυτά τα 3 παιδιά που κάθομαι και τα χαζεύω.

– Τηλεόραση έχει το πρόγραμμα και φέτος…

Είμαι στον Τιμωρό, ο ρόλος μου θα εξελιχθεί στα επόμενα επεισόδια. Τα τελευταία χρόνια έχω σταθερή παρουσία στην τηλεόραση. Είδατε πώς είναι καμιά φορά τα πράγματα; Συμβαίνουν κάποια πράγματα πιο αργά απ’ ό,τι θα έπρεπε να συμβούν, αλλά τι να κάνουμε; Και η μυθοπλασία πλέον κατέκτησε μια θέση πολύ ισχυρή και δυναμική στην ελληνική τηλεόραση. Και αυτό είναι καλό για όλους μας, όχι μόνο για εμάς τους επαγγελματίες, τους ηθοποιούς, αλλά για τους τεχνικούς και κυρίως για το κοινό. Γιατί το κοινό νομίζω ότι έχει ανάγκη το μύθευμα. Έχει ανάγκη τις ιστορίες.

– Ποιο θα θέλατε να είναι το δικό σας Outro, ο επίλογος δηλαδή όπως είναι η ελληνική μετάφραση;

Δεν ξέρω τι θα ήθελα να αφήσω πίσω μου. Ίσως θα ‘θελα να αφήσω μια αίσθηση εντιμότητας, απέναντι στη ζωή, στα πράγματα.

*Info: Outro, του Κωνσταντίνου Βασιλακόπουλου στο ΠΛΥΦΑ, μέχρι και 30 Οκτωβρίου. Τετάρτη- Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο και Κυριακή στις 18:00 και 21:00. Εισιτήρια εδώ.