H Μπέτυ Αρβανίτη απελευθερώθηκε όταν «τσαλάκωσε» την εικόνα της
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ.
- 30 ΙΑΝ 2025
Η Μπέτυ Αρβανίτη είναι ταυτισμένη στο μυαλό των θεατρόφιλων με το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Είναι ταυτισμένη στο μυαλό του κοινού που λατρεύει τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο με τις κωμωδίες και τα δράματά του. Η Μπέτυ Αρβανίτη δεν έχει απαίτηση από το κοινό να τη θυμάται από το θέατρο, αναγνωρίζει ότι είναι μία τέχνη θνησιγενής. Ένα πολύ μεγάλο πλήθος ανθρώπων ωστόσο, την ξέρει από αυτό κι από το μέρος όπου η ίδια επέλεξε να αρχίζει να δείχνει με θάρρος τον εαυτό της και τις καλλιτεχνικές της επιλογές. Φέτος, η Μπέτυ Αρβανίτη δεν ανεβαίνει στη σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας. Είναι η Μάνα Κουράγιο, στο Εθνικό Θέατρο.
Η Μπέτυ Αρβανίτη υποδύεται τον κεντρικό ρόλο του έργου Η Μάνα Κουράγιο και τα Παιδιά της, του Μπέρτολντ Μπρεχτ στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στο Κτήριο Τσίλλερ. Εκεί ακολουθεί τις σκηνοθετικές οδηγίες του Στάθη Λιβαθηνού και πρωταγωνιστεί σε μία παράσταση τεράστιων απαιτήσεων, μία παράσταση που χρειάζεται ενέργεια και αντοχή, ψυχική και σωματική, όπως λέει η ίδια.
Το έργο ακολουθεί την τυχοδιώκτρια Άννα Φίρλινγκ –γνωστή στα πεδία των μαχών ως Μάνα Κουράγιο– στον αγώνα της για επιβίωση. Μια αδίστακτη γυρολόγος, που πουλά αγαθά στους στρατιώτες, ενώ μάταια προσπαθεί να προστατεύσει από την καταστροφική δίνη του πολέμου, τα 3 της παιδιά: τον μεγάλο της γιο Άιλιφ, τον μικρότερο Έμενταλ και τη μουγκή της κόρη Κατρίν. Για τη δαιμόνια αυτή γυναίκα, το κέρδος θα έρχεται πάντα πάνω και από την οικογενειακή της ευτυχία. Κι ας πληρώνει το υψηλότερο τίμημα: την τραγική απώλεια των ίδιων της των παιδιών.
Για την Μπέτυ Αρβανίτη είναι παράξενο να παίζει μακριά από το «σπίτι» της, αλλά το απολαμβάνει. Όπως απολαμβάνει και τη ζωή, με την περιέργεια που τη διακατέχει. Όπως απολαμβάνει να γίνεται υπερπροστατευτική μάνα μεγαλώνοντας, αλλά και μία γιαγιά «ερωτευμένη» με τον εγγονό της.
Η Μπέτυ Αρβανίτη μου μίλησε για όλα αυτά, ενώ φωτογραφήθηκε στους χώρους του Εθνικού Θεάτρου, εκεί που γίνεται τα βράδια μία Μάνα Κουράγιο, που θυσιάζει την ηθική μπροστά στην επιβίωση. Αυτά είναι τα δικά της λόγια.
Μπέτυ Αρβανίτη, ποια είναι η Μάνα Κουράγιο για σένα;
«Η Μάνα Κουράγιο ποια είναι; Είναι μία γυναίκα με βαθιές ρίζες στη φύση. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ανάγκη της για επιβίωση, της ίδιας και των παιδιών της. Κι αυτό φτάνει σε ακραία σημεία, με την έννοια να μην έχει ηθική και να προσπαθεί μέσα από την ανάγκη αυτή της επιβίωσης να ξεπερνάει κάθε τι που θα μπορούσε έναν άνθρωπο με ηθικές βάσεις να τον αποτρέψει.
Είναι μία πανέξυπνη γυναίκα και πολύ πονηρή. Έχει αναπτύξει δηλαδή όλες αυτές τις ικανότητες του ανθρώπου που θέλει να επιβιώσει. Δεν σημαίνει ότι δεν ξέρει τι γίνεται γύρω της. Ξέρει βαθιά τι συμβαίνει και έχει συμβιβαστεί με αυτό. Ουσιαστικά ο Μπρεχτ, μέσω αυτού του έργου δείχνει πόσοι άνθρωποι διαστρέφονται μέσα από αυτή την ανάγκη και μέσα από τις κοινωνικές συνθήκες και πλέον μπαίνουν σε έναν απόλυτο συμβιβασμό, χωρίς να νοιάζονται πια τι σημαίνει το καλό και το κακό. Ξέροντας τι σημαίνει, το ξεπερνάνε λόγω αυτών των αναγκών. Δείχνει πώς το σύστημα διαστρέφει τους ανθρώπους, τους αλλοιώνει».
Ένα αντιπολεμικό έργο στο σήμερα
«Ήταν δική μου μανία να κάνω αυτό το έργο. Ήταν ένας ρόλος που πολύ τον ήθελα. Βεβαίως δεν μπορούσε ποτέ να παιχτεί στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, γιατί οι απαιτήσεις του είναι τεράστιες και ο χώρος δεν προσφέρει. Και όταν έγινε αυτή η πρόταση στον Στάθη Λιβαθινό καταρχήν και στο Εθνικό μετά, ήταν ο ιδανικός χώρος για να μπορέσει να υλοποιηθεί αυτή η επιθυμία. Το Εθνικό Θέατρο προσφέρει απίστευτες δυνατότητες. Το έργο αυτό έχει και πάρα πολλή μουσική και μάλιστα ζωντανή και όλο αυτό χρειάζεται τεράστιο χώρο και πολλές τεχνικές δυνατότητες».
«Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία ειδικά σήμερα, ένα αντιπολεμικό έργο. Εκτός των άλλων, εγώ πιστεύω ότι τα περισσότερα κλασικά έργα αφορούν και το σήμερα. Γιατί όλες οι βασικές ανάγκες των ανθρώπων δεν έχουν αλλάξει».
«Μπορούν να βρουν ανταπόκριση, δηλαδή στο σήμερα, αρκεί αυτό να μπορεί να μεταδοθεί σε ένα σύγχρονο κοινό με μία πιο σύγχρονη ματιά στη διήγηση, στην αναπαράσταση. Που αυτό σημαίνει και την εικόνα και τα πάντα και έναν τρόπο υποκριτικής που δεν είναι ο παλιός. Έχει μεγάλη σημασία αυτό».
«Εγώ νιώθω απολύτως ότι εξελίσσομαι μέσα από αυτό που κάνω. Σκέφτηκα ότι έχοντας κάνει μία σειρά από πολύ σημαντικούς ρόλους, ίσως να μπορούσα να αγγίξω και αυτόν ο οποίος έχει απαιτήσεις τεράστιες και σωματικές και ψυχικές και διανοητικές και όλα. Είναι ένα φοβερό ταξίδι».
Η Μπέτυ Αρβανίτη, οι απώλειες, και οι «κόκκινες γραμμές» της
«Η Μάνα Κουράγιο έχει μια φράση που τα λέει όλα. Λέει: “Μου φαίνεται ότι το παράκανα στα παζάρια”. Και όντως το παράκανε στα παζάρια και το τίμημα είναι να χάσει τα παιδιά της. Ασφαλώς φτάνοντας σε αυτό το σημείο το τίμημα είναι πάρα πολύ βαρύ. Κι είναι και πολύ φυσικό να συμβαίνει αυτό μετά απ’ όσα έχουν προηγηθεί. Αυτό κερδίζει από όλα αυτά, κερδίζει την απώλεια κι ας ακούγεται αντιφατικό αυτό που λέω.
Η δική μου σχέση με την απώλεια είναι η φυσιολογική σχέση των ανθρώπων με την απώλεια. Είναι πολύ δύσκολο πράγμα και δεν ξέρω πώς αντιμετωπίζεται. Θα μου πείτε “δεν έχεις υποστεί ποτέ απώλειες”; Πώς δεν έχω; Εγώ νομίζω ότι το μόνο που μπορεί να συμβαίνει είναι όλες αυτές οι απώλειες να μένουν στη μνήμη των ανθρώπων. Είναι η μόνη μετά θάνατον ζωή, που λέμε.
Όσο θυμάσαι τους ανθρώπους τόσο ζουν. Όταν φεύγουν από τη μνήμη, αυτό είναι ο θάνατος».
«Η Μάνα Κουράγιο δεν έχει ηθική. Όταν δίνει χαστούκι στον γιο της γιατί δεν παραδόθηκε, ε τι ηθική είναι αυτή; Είναι «επιβίωση και ό,τι μας συμφέρει». Αλλά είναι ένας άνθρωπος πάρα πολύ δεμένος με τη ζωή, με τη φύση, έχει πολύ βαθιές ρίζες στη Γη. Μερικές φορές την βλέπω σαν μια λέαινα. Που κι αυτή σκοτώνει τα άλλα παιδάκια για να φάνε τα δικά της. Οι κανόνες της φύσης δεν έχουν ηθική. Κυρίως έχουν ανάγκες. Εγώ δεν έχω καμία σχέση με αυτό (γελάει).
«Η δική μου οπτική για τον κόσμο είναι αλλιώτικη. Ονειρεύομαι, σκέφτομαι, έχω περιέργειες, έχω αναζητήσεις, επιθυμίες. Αλλά ασφαλώς υπάρχουν τεράστια όρια κι αυτά έχουν να κάνουν με μία δικαιοσύνη, με τις αξίες στις οποίες πιστεύω».
«Δεν πιστεύω ότι πρέπει κανείς να κάνει τα πάντα προκειμένου να… Το ανάποδο πιστεύω. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν κατανοώ τον ρόλο».
Η Μπέτυ Αρβανίτη μακριά από το θεατρικό της «σπίτι» και η επιλογή να έχει το δικό της θέατρο
«Είναι περίεργο να παίζω μακριά από το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Και το πιο περίεργο πιστεύω ότι θα είναι ο γυρισμός, που ελπίζω να υπάρξει (γελάει). Το Εθνικό είναι ένα θέατρο, που έχει τεράστιες απαιτήσεις δύναμης. Είναι ένα πολύ μεγάλο θέατρο που για να φτάσεις κάπου κάτω πρέπει να έχεις μια μεγάλη ενέργεια. Όχι ότι δεν χρειάζεται ενέργεια στο Κεφαλληνίας, τεράστια ενέργεια κι εκεί, αλλά άλλου τύπου. Το κοινό εκεί είναι δίπλα σου, εδώ πρέπει να το φτάσεις. Είναι μεγάλη διαφορά κλίμακας».
«Εγώ πιστεύω ότι μόνο αν εκτεθείς προσωπικά μπορείς να μιλάς για το θέατρο που πιστεύεις. Και ο μόνος τρόπος είναι αυτός: να κάνεις τις δικές σου επιλογές και να μην αναγκάζεσαι να μπαίνεις στις επιλογές των άλλων. Γιατί πολλές φορές ταιριάζουν με τις δικές σου, αλλά άλλες φορές δεν ταιριάζουν. Για μένα είναι πολύ βασικό να συνεργάζεσαι με ανθρώπους με τους οποίους μιλάς μία κοινή γλώσσα. Και μόνο αν έχεις τον τρόπο να μπορείς να τους επιλέγεις και να σε επιλέγουν, μόνο τότε μπορεί να επιτευχθεί αυτό. Γιατί αλλιώς είναι μόνο θέμα τύχης πια. Αυτή την ανάγκη έχει καλύψει το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, την ανάγκη των συνεργασιών και των προσωπικών επιλογών ως προς το θέατρο. Από έργα, από σκηνοθέτες, από ηθοποιούς. Δεν γίνεται αλλιώς, μόνο μέσα από την έκθεση και από το ρίσκο γίνεται κάτι. Τι άλλος δρόμος υπάρχει καλλιτεχνικός;
«Δεν την ένιωσα την αμφισβήτηση. Οι άνθρωποι που με ήξεραν δεν με αμφισβήτησαν. Υπήρχαν άνθρωποι που ταυτίζονταν με τις ελληνικές ταινίες και σίγουρα θα υπήρξε αμφισβήτηση από αυτούς. Εσύ όμως έτσι δηλώνεις το “θέλω” σου».
Ο παλιός (υπερεκτιμημένος) και ο νέος (ελπιδοφόρος) ελληνικός κινηματογράφος
«Εγώ έκανα πάντα θέατρο, αλλά δεν είναι απαραίτητο να το θυμάται κανείς. Θέλω να πω, επειδή οι ταινίες μένουν, το θέατρο μένει μόνο στη μνήμη και αν. Δεν έχω απαίτηση ο κόσμος να μην το πάθει αυτό, αλλά ευτυχώς ξεπεράστηκε πολύ γρήγορα γιατί είχαμε, ευτυχώς μεγάλη επιτυχία από την πρώτη μας επιλογή. Αν αυτό δεν το δεχόταν ο κόσμος έτσι όπως το δέχτηκε, δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να συνεχίζουμε, γιατί όλο αυτό δεν είναι κάτι που γίνεται και χωρίς χρήματα. Χρειάζεται πολλές θυσίες και οικονομικές και ψυχικές.
Μας ακολούθησε ένα κοινό κι αυτό μας βοήθησε πάρα πολύ στο να μπορέσουμε να πάμε και πιο βαθιά και πιο κοντά στις δικές επιθυμίες».
«Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος είναι υπερτιμημένος. Πιστεύω ότι εκείνο που έβγαλε και που θαυμάζω είναι τους κωμικούς. Αυτό πιστεύω ότι άξιζε τον κόπο να βγει. Από εκεί και πέρα, κάποιες μιμήσεις αμερικάνικες, δεν μας πέτυχαν και πολύ (γελάει). Πάντως είχε κάτι συγκινητικό και παράλληλα δεν μπορώ να το απορρίψω τελείως».
«Γενικά δεν είμαι νοσταλγός γιατί δεν έχω καιρό να σκέφτομαι τι θα γίνει μετά. Έτσι είμαι, ευτυχώς. Γιατί έτσι είμαι εντός της ζωής. Είμαι στο εδώ και τώρα. Και στο εδώ και αύριο ίσως».
«Πιστεύω πάρα πολύ στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που είναι πολύ ταλαντούχοι και μπορούν να φέρουν κάτι νέο στον κινηματογράφο. Μετά και από την εμπειρία μου με τον Γιάννη Οικονομίδη, τι να πω; Νιώθω ότι μου άνοιξε νέους δρόμους (σ.σ. συμμετέχει στη νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, με τίτλο Σπασμένη Φλέβα). Με ενδιέφερε πάρα πολύ η ματιά του Οικονομίδη και γενικά έχω πολλές ελπίδες για τον νέο ελληνικό κινηματογράφο ότι έχει να φέρει νέα πράγματα, κι αποδεικνύεται άλλωστε, για παράδειγμα, με τον Λάνθιμο».
Η Μπέτυ Αρβανίτη μαμά και γιαγιά
«Δεν νομίζω ότι υπήρξα υπερπροστατευτική μαμά. Τώρα αρχίζω και γίνομαι υπερπροστατευτική μαμά, που έγινα γιαγιά. Να, τώρα, ας πούμε μερικές φορές λέω στον γιο μου: “Βάλε ζακέτα” (γέλια). Και απορεί βέβαια και μου λέει: “Τι έπαθες παιδάκι μου; Τρελάθηκες; Γιατί;”. Επειδή είχαμε πολύ μικρή διαφορά ηλικίας, τον έκανα πολύ νέα, μεγαλώσαμε μαζί και είχαμε πάντα μία σχέση πολύ κοντινή. Δεν θα την έλεγα φιλική, αλλά δεν ήμουν η μαμά η κλασική. Μιλούσαμε, λέγαμε, μου έκανε κριτική, του έκανα. Με τον γιο μου είχαμε μία λίγο πιο ισότιμη σχέση. Τώρα όμως έχουν αλλάξει τα πράγματα (γελάει)».
«Ως γιαγιά δεν κάνω διαφορετικά τα πράγματα απ’ ό,τι τα έκανα με τον γιο μου. Πιστεύω ότι ο ρόλος της γιαγιάς είναι να την εκμεταλλεύονται. Κάνω ό,τι θέλει. Μου αρέσει πάρα πολύ. Δηλαδή παίζουμε σχεδόν ίσοις όροις. Είναι καταπληκτικό το συναίσθημα, μιλάω συνέχεια γι’ αυτό».
«Είναι καταπληκτικό γιατί έχεις όλο τον χρόνο και την ωριμότητα να βλέπεις ένα νέο πλάσμα να ανακαλύπτει τον κόσμο και τον εαυτό του. Είναι συγκλονιστικό γιατί το κάνεις κι εσύ μαζί, γιατί μπορείς να το κάνεις. Δεν είναι το ίδιο ο μπαμπάς και η μαμά με τη γιαγιά. Γιατί όλες αυτές οι ευθύνες είναι των άλλων. Εγώ μπορώ να έχω μία περισσότερη απόσταση. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν ανησυχώ, δεν ταυτίζομαι, δεν αγωνιώ. Όλα αυτά υπάρχουν, όλα τα συναισθήματα. Είναι κάτι σαν έρωτας αυτό το πράγμα. Σου λείπει, θέλεις να το δεις, σου τρέχουν τα σάλια (γέλια)».
Η ομορφιά που δεν ήταν ποτέ εμπόδιο
«Δεν αντιμετώπισα την ομορφιά ως εμπόδιο. Επειδή με έχουνε επιλέξει πολλές φορές μέσω αυτού, αισθάνομαι ότι όταν το ξεπερνάει κανείς αυτό είναι πιο απελευθερωμένος. Είναι απελευθερωτική η επιλογή προσώπων που δεν βασίζονται καθόλου στην εξωτερική εμφάνιση, αλλά σε άλλα πράγματα.
Δεν ένιωθα άσχημα, να λέω “γιατί να είμαι τόσο όμορφη ή τέλος πάντων, να έχω μία καλή εμφάνιση”, όχι. Δεν μπορώ να πω ότι δεν ήμουν και νάρκισσος και όλα αυτά, ήμουν. Αλλά αυτό δεν με βοηθούσε στο θέατρο τόσο, παρά μόνο όταν το είχε απόλυτη ανάγκη ο ρόλος. Γιατί έχω παίξει την Έλενα στον “Θείο Βάνια” που όφειλα να είμαι όμορφη».
«Όταν όμως, άρχισα να τσαλακώνομαι πιο πολύ, γιατί περνούσε ο καιρός και μπορούσα να το κάνω, είδα πόσο απελευθερωτικό είναι και πόσο ενδιαφέρον. Μπαίνεις σε έναν άλλο δρόμο».
«Μπαίνεις σε άλλα μονοπάτια. Για να στηρίξεις έναν ρόλο πρέπει να τον καταλάβεις βαθιά κι αυτό είναι μία κατάδυση που πλουτίζει φοβερά και απελευθερώνει».
Μπέτυ Αρβανίτη, η ασυμβίβαστη
«Σε κάποια πράγματα έχω υπάρξει ασυμβίβαστη όντως. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι δεν έτυχε κάποιες φορές να αναγκαστώ, λόγω αναγκών και πάλι, να μην είμαι πιο ελαστική απέναντι σε πράγματα, αλλά πιστεύω όχι πολύ συχνά. Νομίζω ήμουν τυχερή σε αυτό. Συνήθως έκανα αυτό που ήθελα».
Info: Η Μάνα Κουράγιο και τα Παιδιά της, στο Εθνικό Θέατρο κάθε Τετάρτη – Κυριακή στις 19:00, Πέμπτη – Σάββατο στις 20:30. Εισιτήρια εδώ.