Η Γωγώ Δελογιάννη μαγειρεύοντας στο Μάτι πήρε το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής της
- 23 ΙΟΥΛ 2019
Ένας χρόνος. Για εμάς είναι 365 ημέρες που πέρασαν. Για τους ανθρώπους που έχασαν τους ανθρώπους τους στις φλόγες είναι μία ημέρα, μία ώρα, ένα λεπτό. Αυτές οι 365 ημέρες συρρικνώνονται, μαζεύουν και τελικά γίνονται μία στιγμή. Η στιγμή που ανέτρεψε τα πάντα τους. Η 23η Ιουλίου είναι η στιγμή που οι φωτιές στο Μάτι, τον Νέο Βουτζά και το Κόκκινο Λιμανάκι τύλιξαν 102 ανθρώπινες ζωές. Δάκρυα στα μάτια κι ένα σφίξιμο στην καρδιά. Άνθρωποι που έφυγαν αγκαλιασμένοι μην μπορώντας να κάνουν τίποτα άλλο. Μία αγκαλιά γίναμε κι όλοι εμείς. Οι οικογένειες στο Μάτι έγιναν δικές μας οικογένειες και ξαφνικά μία τεράστια αλυσίδα αγάπης σχηματίστηκε. Η μαγείρισσα Γωγώ Δελογιάννη ήταν από τις πρώτες που πήγαν στην περιοχή για να βοηθήσουν. Για να κάνει ό,τι της αναλογεί. Στο περίφημο spot του Νέου Βουτζά η Γωγώ στήνει το τσουκάλι της και μαγειρεύει για όσους την έχουν ανάγκη. «Η βοήθεια, η αλληλεγγύη, ο ενθουσιασμός, η χαρά, είναι μικρές αλυσιδωτές αντιδράσεις μεταξύ ανθρώπων που σκέφτονται και νιώθουν περίπου το ίδιο» θα γράψει λίγες ημέρες μετά την έλευσή της στο Instagram. Κι αν πας σήμερα στο Μάτι θα δεις γη καμένη. Θα δεις όμως και χρωματιστά λουλούδια να ξεπροβάλλουν από τη γη. Θα δεις την αντίθεση. Θα την νιώσεις και θα καταλάβεις πως μέσα στην τραγωδία η αλληλεγγύη ήταν, είναι και θα είναι το αιώνιο γιατρικό. Το φάρμακο που απαλύνει τον πόνο. Η Γωγώ γέμιζε τα καζάνια της για 23 ημέρες, «για όσα με χρειάζονταν εγώ ήμουν εκεί». Χέρια που άπλωναν να πάρουν όχι μία μερίδα φαγητού, αλλά μία μερίδα σεβασμού, αξιοπρέπειας και αγάπης. Ένα χρόνο μετά μιλά στο Ladylike για τη στιγμή που την έκανε καλύτερο άνθρωπο. Για τη στιγμή που δε θα ξεχάσει ποτέ. Κι αν η λήθη θέλει να επιβληθεί, ένα ζευγάρια (κάποτε) λευκά αθλητικά κρεμασμένα στον τοίχο θα της υπενθυμίζουν πως στις 23 Ιουλίου του 2018 πήρε το πιο σπουδαίο μάθημα.
Διάβασε ακόμα: Οι στάχτες στο Μάτι συνεχίζουν να καπνίζουν μέσα μας
Στις 23 Ιουλίου είμαι στη Χαλκίδα για δουλειά. Τελειώνοντας, ανεβαίνω στο δωμάτιό μου κι αρχίζω να διαβάζω και να βλέπω τι γίνεται στο Μάτι. Μιλώ με φίλους που μένουν στην περιοχή και ρωτάω αν όντως όσα βλέπω είναι αλήθεια. Μέχρι τις 3:00 τα ξημερώματα είχα καταλάβει πως κάτι πάρα πολύ κακό είχε συμβεί. Την επόμενη, τελειώνω τη δουλειά μου κι όσο πιο γρήγορα μπορώ φεύγω για να επιστρέψω στην Αθήνα. Απευθείας πηγαίνω στη Νέα Μάκρη, δεν πέρασα ούτε από το σπίτι μου.
Στις 24 Ιουλίου είμαι στη Νέα Μάκρη. Δεν ήξερα κανέναν. Το μόνο που ήξερα είναι πως κάποιος, κάπου, θα με χρειαζόταν. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισα είναι ένα χάος. Μία παλιά αμερικανική βάση, έχει μετατραπεί στον χώρο που συγκεντρώνονται όλα τα αγαθά που έρχονται από όλη την Ελλάδα. Πήγα εκεί και μας είπαν: «βοηθήστε όπου μπορείτε».
Φωτογραφίες: Ladylike.gr / Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson
Υπήρχαν και άνθρωποι που ήταν επιφυλακτικοί στο να έρθουν μαζί μου γιατί πραγματικά δεν ήξερες και τι θα βρεις μπροστά σου. Έψαξα και βρήκα ένα τηλέφωνο από τη διεύθυνση κοινωνικής προστασίας του δήμου. Τηλεφώνησα και δήλωσα την ιδιότητά μου. «Είμαι μαγείρισσα και μπορώ να μαγειρεύω για όσο χρειαστεί. Θέτω τον εαυτό μου στη διάθεσή σας. Όταν με χρειαστείτε, πείτε μου.»
Η βάση της Νέας Μάκρης ανατροφοδοτεί άλλα δύο spots. Την τέταρτη πια ημέρα υπάρχει μία οργάνωση και οι άνθρωποι πηγαίνουν για να προμηθευτούν είδη πρώτης ανάγκης και επιστρέφουν στα σπίτια τους.
Αρχίζουμε να μαγειρεύουμε. Κάποιοι στον Νέο Βουτζά και κάποιοι στο Μάτι. Η αλήθεια είναι πως στο Μάτι υπήρχε πολύς κόσμος που έφερνε φαγητό. Υπήρχε ο στρατός που έβγαζε εξτρά μερίδες και μοίραζε στους ανθρώπους εκεί. Όσο πήγαινες προς τα επάνω, προς Νέο Βουτζά και Κόκκινο Λιμανάκι, δεν υπήρχε κανείς να τροφοδοτήσει τους κατοίκους.
Ξεκινήσαμε εθελοντικά και με καμία βοήθεια από κανέναν. Μόνο μία κυρία από τον δήμο μας διέθεσε κάποιους καταψύκτες για να μπορέσουμε να δουλέψουμε. Μέσω Instagram, σε κάποια «δυνατά» προφίλ φίλων αρχίζουμε να επικοινωνούμε αυτό που κάνουμε.
Μαγειρεύαμε σε καζάνια στο χώμα. Οι υποδομές ήταν ελάχιστες και χρειαζόμασταν πολλά χέρια για να βγει η δουλειά. Πραγματικά, μέσω Instagram, οργανώσαμε όλους τους εθελοντές που θα έρχονταν για να μαγειρέψουν. Δέχτηκα στο inbox μου εκατοντάδες μηνύματα και από ανθρώπους που ήρθαν τελικά να βοηθήσουν αλλά και από ανθρώπους που δεν τα κατάφεραν.
Το να μαγειρέψεις για τόσους ανθρώπους ενέχει μία ευθύνη, ειδικά σε περιόδους που δεν μπορείς να ελέγξεις την ποιότητα ή και τις συνθήκες υγιεινής. Πρέπει να διασφαλίσεις ότι η πρώτη σου ύλη είναι φρέσκια. Συνεργάστηκα με τον κρεοπώλη μου και μου έστελνε μερίδες κομμένες και καθαρισμένες για όσα καιρό ήμασταν εκεί.
Δεν είχαμε γούρνα ούτε για να πλύνουμε τα λαχανικά. Τα πλέναμε με το λάστιχο ενός γείτονα μέσα λεκάνες και μέσα στα τελάρα τους. Η φάση ήταν ζόρικη.
Ήταν το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής μου και μάλιστα οικειοθελώς. Ήταν μία μεγάλη εμπειρία για ‘μενα. Έμεινα 23 ημέρες. Ξυπνούσα, πήγαινα στον Νέο Βουτζά, μαγείρευα, πήγαινα το βράδυ στη δουλειά, κοιμόμουν στις 02:00 και στις 7:30 το πρωί ξαναπήγαινα.
Οι άνθρωποι που γνώρισα εκεί με έκαναν από τη μία πιο σίγουρη για το ανθρώπινο είδος. «Μπορούμε ακόμα, έχουμε ακόμα ανθρωπιά, έχουμε τη θέληση να βοηθήσουμε» έλεγα. Από την άλλη όμως είδα και ανθρώπους που με απογοήτευσαν τόσο πολύ με τη στάση τους.
Πρακτικά εμείς μαγειρεύαμε στον δρόμο από τις 07:00 το πρωί μέχρι τις 21:00 το απόγευμα. Κάναμε καθημερινά 400 μερίδες το μεσημέρι και 250 το βράδυ. Ο κόσμος που συνάντησα ήταν πάρα πολύς. Ήταν μία μικρογραφία της κοινωνίας μας. Μέσα σε όλους αυτούς που γνώρισα υπήρχαν και κάποιοι που δεν ήθελες να βλέπεις μέσα σε αυτή τη συμφορά, ήθελες να τους φτύσεις. Υπήρχαν κάποιοι που απαιτούσαν από ένα εθελοντικό σώμα, όπως ήμασταν εμείς, ένα ειδικού τύπου φαγητό και συγκεκριμένη ώρα. Συνάντησα ανθρώπους που δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι είχαμε έρθει για να βοηθήσουμε στις πρώτες κρίσιμες ημέρες ώστε να ξεκινήσουν ξανά τη ζωή τους κι όχι για να γίνουμε ο προσωπικός σεφ κανενός.
Δεν περιμένω να μου πεις ευχαριστώ γιατί δεν το έκανα για να ακούσω ευχαριστώ. Περιμένω όμως να μη με εμποδίσεις να προσφέρω σε όσους έχουν πραγματική ανάγκη. Είδα ανθρώπους να έρχονται με ύφος, με τουπέ αλλά σε σχέση με όσα έζησα, αυτό ήταν μία μικρή παραφωνία. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν για ‘μενα μάθημα μεγάλο. Εκεί που όλοι ήταν συσπειρωμένοι και ενωμένοι για να μπορέσουν να πάνε παρακάτω, υπήρχαν αυτές οι παραφωνίες που σου επιβεβαίωναν ότι κάποιοι θα κοιτάξουν μονάχα τον εαυτό τους χωρίς να τους ενδιαφέρει ο γείτονας.
Ο τρόπος σκέψης μου από το Μάτι και μετά έχει αλλάξει. Εκεί συνειδητοποίησα ότι για όλο αυτό που συνέβη στο Μάτι έχει φταίξει, σε μεγάλο βαθμό, μία συλλογική ανοχή ως προς τα πάντα. Η συλλογική ανοχή που εμφανίζουμε όταν κάτι δε μας αφορά άμεσα, για ό,τι δεν είναι στην αυλή μας, μας έχει οδηγήσει σε δρόμους δύσκολους. Το ότι εγώ βλέπω κάποιον να πετά το σκουπίδι του σε ένα χέρσο χωράφι και δε λέω τίποτα, το ότι βλέπω κάποιον να πετάει το τσιγάρο του αναμμένο στον δρόμο και δε λέω κάτι, το ότι βλέπω κάποιον να περιφράζει στην παραλία και δε λέω κάτι, το ότι βλέπω κάποιον να παρκάρει στη ράμπα αναπήρων και πάλι δε λέω κάτι μας έφτασαν στο σήμερα. Αυτό το «και δε λέω κάτι» και το «άφησέ το θα το κάνει κάποιος άλλος» γίνονται νοοτροπία.
Κάθε φορά που σκέφτομαι το Μάτι μου έρχεται στο μυαλό ο μύθος για το μικροσκοπικό κολιμπρί, με άνοιγμα φτερών 2,5 εκατοστά. Κι έχει ως εξής: Το δάσος που έμενε το κολιμπρί και τα άλλα ζώα έπιασε φωτιά. Όταν λοιπόν εκείνο είδε τη φωτιά, πέταξε μέχρι τη θάλασσα και γύριζε στο δάσος με νερό στο ράμφος του. Στον γυρισμό συνάντησε τον ελέφαντα που του είπε πως είναι τρελό που γυρίζει μέσα στη φωτιά. Τότε εκείνο απάντησε: «έχω αυτό το ράμφος και μπορώ να κουβαλήσω μία σταγόνα νερό. Αυτό που μου αναλογεί, αυτό και θα κάνω. Όποιος είναι μεγαλύτερος από εμένα και μπορεί να κουβαλήσει περισσότερο νερό, ας το κάνει».
Ό,τι μου αναλογεί λοιπόν. Μου αναλογούσε να μαγειρέψω 10.000 μερίδες κι αυτό έκανα. Θα κάνω αυτό που μου αναλογεί κι αν κάνω αυτό μου αναλογεί θα είναι όλα καλύτερα. Τι μας αναλογεί και τι θέλουμε να κάνουμε. Μετά είναι θέμα συνείδησης.
Ο πατέρας μου είναι Αντιστράτηγος του Πυροσβεστικού Σώματος. Κατά κάποιο τρόπο οι φωτιές ήταν στη ζωή μας, στο σπίτι μας. Έφευγε τον Ιούνιο και πριν τον Σεπτέμβριο δεν τον βλέπαμε και πολύ συχνά. Ήταν πάντα μάχιμος, επέλεγε πάντα αυτόν τον δρόμο. Όταν ακόμα με τον βαθμό που είχε θα μπορούσε να καθίσει στο γραφείο, εκείνος προτιμούσε να μπαίνει στη μάχη με τις φλόγες. Η μητέρα μου ήταν νοσηλεύτρια. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον που ήθελε να προσφέρει. Όταν ήμασταν στον δρόμο και γινόταν ένα τροχαίο, εκείνοι έτρεχαν να δώσουν τη βοήθειά τους. Ήμασταν ένα αυτοκίνητο που σταματούσε. «Πρέπει να βοηθήσουμε» έλεγαν. Έτσι κι εγώ είχα πάντα στο μυαλό μου πως ό,τι μπορώ, πρέπει να το κάνω.
Τώρα συνειδητοποιώ πως αυτό το «ό,τι μου αναλογεί θα το κάνω» το έλεγε ο πατέρας μου όταν ήμασταν πιτσιρίκια και έχει περάσει ασυνείδητα στο DNA μου. Δεν μπορούμε να ζούμε με τον ωχαδερφισμό, πρέπει να αναλαμβάνουμε δράση. Εν τέλει όλα αυτά εμένα με έχουν διαμορφώσει στη Γωγώ του σήμερα κι έχω επιλέξει να έχω και ανθρώπους γύρω μου με τον ίδιο τρόπο σκέψης και δράσης.
Στο Μάτι έγινα ένας πολύ καλύτερος άνθρωπος. Όσο κι αν απογοητεύτηκα από μεμονωμένες συμπεριφορές και την αδιαφορία του κρατικού μηχανισμού, είδα πιτσιρίκια που ήρθαν για να βοηθήσουν, όπως μπορούσαν. Συνάντησα μία μέρα ένα αγόρι 15 ετών και το ρώτησα από πού έρχεται. Από την Κυψέλη. Και πώς ήρθες από την Κυψέλη; Με το λεωφορείο. Γιατί δεν πας για ποδήλατο του είπα κι έρχεσαι εδώ; Εμένα οι φίλοι μου μένουν εδώ, οπότε εδώ θέλω να είμαι. Ερχόταν στη βάση της Νέας Μάκρης και μετέφερε πράγματα μέσω «αλυσίδας», χέρι με χέρι. Έρχονταν παιδιά με θέληση να βοηθήσουν. Ήρθε ένα κοριτσάκι κι έλεγε: «ξέρω να τακτοποιώ ρούχα, μπορώ να τακτοποιήσω;»
Υπήρχαν άνθρωποι που θεωρούσαν πως οι συντοπίτες τους έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από εκείνους. Με καμένα σπίτια και πήγαιναν να βοηθήσουν τους άλλους. Ήταν ένας μεγάλος κύριος που είχε χάσει τη γυναίκα του. Τελευταία φορά που την είδε ήταν μέσα στο σπίτι τους, το οποίο και είχε καεί ολοσχερώς. Είχε πάρει μία πλαστική καρέκλα και καθόταν στην αυλή του σπιτιού, περιμένοντας την πυροσβεστική για να ελέγξει αν η γυναίκα του ήταν απανθρακωμένη κάτω από τα χαλάσματα. Καθόταν και περίμενε. Περνούσαν λοιπόν, κάποιοι εθελοντές και του πρόσφεραν ένα μπουκάλι νερό. Δεν το πήρε και είπε πως λίγο πιο κάτω υπάρχουν παιδιά που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από εκείνον.
Ήταν ένα μαύρο τοπίο. Βλέπεις τις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν και πιστεύεις πως έχουν φίλτρο. Τσιμέντα και στάχτη. Όπου κι αν κοίταζες έβλεπες καμένη γη. Ήταν χάος. Δεν μπορώ να το περιγράψω καλύτερα. Και μέσα στο χάος, έβρισκες μικρές οάσεις. Ανθρώπους που βοηθούσαν με όποιο τρόπο μπορούσε ο καθένας.
Δεν μπορούσα να φανταστώ το μέγεθος της αλληλεγγύης, ούτε για πλάκα. Είμαστε τη δεύτερη ημέρα στο spot του Νέου Βουτζά και εμφανίζονται κάποιοι πρόσφυγες από τη Μυτιλήνη. Μου είπαν πως έχουν μία οργάνωση ‘οι πρόσφυγες για τον πρόσφυγα’ και πως έχουν έρθει για να βοηθήσουν. Ήταν μάστορες και ήθελαν να βοηθήσουν, να φτιάξουν ό,τι μπορούσε να επισκευαστεί. «Εμάς οι Έλληνες, όχι όλοι, μας αγκάλιασαν, μας τάισαν, μας πότισαν και τώρα ήρθε η ώρα να το ανταποδώσουμε.» Έστησαν μία τέντα και καθάριζαν κήπους, έβαφαν τοίχους, έκαναν επισκευές.
Η αλληλεγγύη που είδα με τα μάτια μου ήταν τόσο ενθαρρυντική για το τι μπορούμε να καταφέρουμε ως είδος.
Κάθε βράδυ που έπεφτα για ύπνο, μετά από εκείνες τις ημέρες, σκεφτόμουν: «Έκανα αυτό που μου αναλογούσε σήμερα; Το αποτύπωμα που άφησα στον τόπο που ζω και μεγαλώνω ήταν σωστό; Είδα μία μεγάλη βλακεία να συντελείται μπροστά μου και την άφησα να περάσει; Αν ναι, τότε δεν έχω κάνει αυτό που μου αναλογεί.»
Η Μαίρη Συνατσάκη έβγαλε αυτή τη φωτογραφία από το φαγητό που φτιάξαμε στον Νέο Βουτζά. Κι ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που μας παρέσυρε όλους κι αρχίσαμε να φωτογραφίζουμε μια σαλάτα με φακές, σαν να ήταν ότι ομορφότερο είδαμε στη ζωή μας. Για ώρες ατελείωτες ψιλοκόβαμε. Δε θέλαμε το φαγητό να είναι ξεπέτα. Το κάναμε όπως θα το κάναμε στο σπίτι μας για τους φίλους μας.
Η κούραση ήταν εκεί, παρούσα, αλλά έβλεπα τόσους ανθρώπους να είναι ευγνώμονες που έλεγα δεν πειράζει και συνέχιζα.
Πήγα ξανά στο Μάτι πριν τα Χριστούγεννα και τον Γενάρη. Θα πάω και σήμερα. Για να μην ξεχνάω μωρέ. Κάποια πράγματα, ξέρεις, δε δικαιούμαστε να τα ξεχνάμε. Αυτό νομίζω, εγώ. Αν και συλλογικά αρνούμαστε να θυμόμαστε πράγματα και καταστάσεις για τις οποίες ντρεπόμαστε.
Τότε, είχα πάρει ένα ζευγάρι κατάλευκα Stan Smith. Τα φορούσα, ήμουν πολύ ευχαριστημένη. Με αυτά πήγα την πρώτη μέρα. Τα λέρωσα πολύ και είπα να φορέσω αυτά όλες τις ημέρες. Όταν άρχισα να μαγειρεύω στα καζάνια, η φωτιά από κάτω, ήταν τόσο δυνατή που ξεκόλλησε τους πάτους τους. Πια είναι χάλια. Τα έχω κρατήσει όπως ήταν, τα έχω δεμένα μεταξύ τους. Πριν από μία εβδομάδα μετακόμισα και έχω ήδη αποφασίσει σε ποια θέση στον τοίχο θα τα κρεμάσω. Τα παπούτσια αυτά είναι η υπενθύμισή μου. Όταν παίρνεις ένα δίπλωμα το κρεμάς στον τοίχο. Εγώ δεν έχω κρεμάσει τίποτα άλλο, ούτε το πτυχίο της Νομικής, ούτε της Μαγειρικής. Θα βάλω στον τοίχο μου τα λερωμένα και ξεκολλημένα Stan Smith που φορούσε και τις 23 ημέρες που μαγείρεψα στο Μάτι. Αυτή είναι η μεγαλύτερη σπουδή που έχω κάνει στη ζωή μου. Να, τη. Στον τοίχο μου. Για να θυμάμαι. Για να μην ξεχάσω.