Η Αμάντα Μιχαλοπούλου ακόμα θυμώνει όταν σκέφτεται πώς ζούσε ως γυναίκα στα 20 της
- 23 ΑΠΡ 2025
Τι είναι το βιβλίο για σένα; Για μένα είναι μόνιμο καταφύγιο. Είναι κόσμοι που ανοίγονται μπροστά μου και μου επιτρέπουν να «ζω» πολλές ζωές κι όχι μόνο τη δική μου, αυτή που έχω ως αναγνώστρια. Μάλλον μου επιτρέπουν να γίνομαι μάρτυρας σε αυτές τις ζωές γιατί εκείνοι που τις «ζουν» γιατί εκείνοι τις χτίζουν και τις δημιουργούν είναι οι συγγραφείς τους. Με τα βιβλία της Αμάντας Μιχαλοπούλου έχω ταξιδέψει πολύ εντός μου. Έχω συναισθανθεί πολύ, έχω παρασυρθεί, έχω ταυτιστεί, το υποσυνείδητό μου ταυτίζεται με αυτό των ηρώων της. Tη συνάντησα στο βιβλιοπωλείο Πατάκης, λίγες ώρες αφού είχα τελειώσει το τελευταίο της βιβλίο, Το μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη. Αυτή τη φορά είχα νιώσει να κάνω ένα ταξίδι στη δίνη του φύλου μου. Και ήταν συναρπαστικό.
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου τα τελευταία χρόνια σκέφτηκε πολύ και συνειδητοποίησε πολλά για το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα. Τι σημαίνει να είσαι κόρη και μητέρα μίας κόρης, κόρη της κόρης σου και μητέρα της μητέρας σου. Η Αμάντα Μιχαλοπούλου θέλησε να μιλήσει για όλα αυτά στο νέο της βιβλίο. Και με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου, που γιορτάζεται στις 23 Απριλίου και φέτος, μίλησε μαζί μου για βιβλία, για συγγραφείς, για τα αντρικά ψευδώνυμα, για όλα όσα πρέπει να ειπωθούν για το γυναικείο βίωμα χωρίς καμία αυτολογοκρισία.
Μιλάμε ενώ δίπλα μας είναι τα βιβλία που μίλησαν στην ενήλικη καρδιά μου, αλλά και τα παιδικά βιβλία που έχει γράψει για να μιλήσει στην κόρη της για ό,τι μπορεί να την προβλημάτιζε σε κάθε ηλικία. Μιλάμε ενώ περιτριγυριζόμαστε από βιβλία. Στο κομοδίνο της αυτή την εποχή βρίσκεται το Οδήγησε το Αλέτρι σου Πάνω απο τα Οστά των Νεκρών, της Olga Tokarczuk, ενώ μόλις τέλειωσε Τα πρόσωπα της Tove Ditlevsen. Πάντα έχει δίπλα της δοκίμια και ποίηση. Αναρωτιέμαι όμως, πώς ξεκίνησε το ταξίδι της στα βιβλία. Κι έτσι ξεκινάμε την κουβέντα μας.
– Αμάντα Μιχαλοπούλου, ποια βιβλία σε έκαναν να θέλεις να γράψεις;
Στο δημοτικό η πρώτη μου επαφή με το μυθιστόρημα ήταν τα βιβλία Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου και Το καπλάνι της βιτρίνας, της Άλκης Ζέη. Τότε κατάλαβα ότι με τη λογοτεχνία μπορείς να φτιάξεις ένα σύμπαν και μία άλλη ζωή, πέρα από τη ζωή που ζεις.
Στο σχολείο διάβαζα πολλή ποίηση κι άρχισα να γράφω κι εγώ στίχους. Είχα πάθος με τον Ελύτη. Στα φοιτητικά μου χρόνια ήρθα σε επαφή με τον μοντερνισμό. Το πρώτο μυθιστόρημα που με έκανε να σκεφτώ ότι το σύμπαν είναι περίπλοκο ήταν το Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης, του Ίταλο Καλβίνο. Ήταν ορόσημο για μένα, ένα βιβλίο σαν παιχνίδι, που όλα όσα επιθυμείς ή ονειρεύεσαι ή θεωρείς απίθανα γίνονται μέρος της πλοκής.
Κατάλαβα ότι υπάρχει μία μεγάλη δυνατότητα ελευθερίας στη λογοτεχνία, κι ήθελα να τη διερευνήσω ξανά και ξανά. Άρχισα να διαβάζω Ισπανόφωνους συγγραφείς, μαγικό ρεαλισμό, τους κλασικούς Ρώσους. Θυμάμαι ότι μου άρεσε πολύ για παράδειγμα Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα, του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, δεν ξέρω πως θα το διάβαζα σήμερα, αλλά τότε ήταν βιβλία-κλειδιά που άνοιγαν παράξενους κόσμους συμβόλων, σαν περίπλοκα όνειρα.
– Η ελληνική λογοτεχνία πότε μπήκε ξανά στο παιχνίδι της ανάγνωσης για σένα;
Άργησα λίγο να διαβάσω ελληνική λογοτεχνία. Ξεκίνησα με την πεζογραφική μας παράδοση, με τους άντρες στυλοβάτες, μου άρεσε, ας πούμε, ο Βιζυινός και ο Βουτυράς. Αλλά μου άρεσε και η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου που ήταν δασκάλα και δεν την ξέρουν πολλοί, αλλά ήταν μια χαρακτηριστική γυναικεία φωνή.
Μετά αγάπησα πολύ τη Μάτση Χατζηλαζάρου στην ποίηση, τη Μέλπω Αξιώτη στην πεζογραφία, γυναίκες της προηγούμενης από τη δική μου γενιά, όπως την Έρση Σωτηροπούλου ή τη Μαρία Μήτσορα.
Με αναστάτωσε πολύ η Κλαρίσε Λισπέκτορ. Το πως στα βιβλία της ελευθερώνει, αναποδογυρίζει τη γλώσσα. Μαζί της σαν να πέρασα λίγο από ένα ανδρικό σύμπαν που ήταν ο Χέμινγουεϊ με τη μινιμαλιστική γραφή και τις κοφτές φράσεις σε μια αφήγηση πιο κυκλική, πιο χυμώδη, πιο «γυναικεία». Όχι εκείνη που γράφεται απαραιτήτως από γυναίκες, αλλά εκείνη που απευθύνεται στη γυναικεία μας πλευρά, ανεξαρτήτως φύλου
– Όλοι μας δεν περάσαμε αναγκαστικά κάπως από αυτή την αντρική ματιά και σκοπιά γιατί αυτό υπήρχε;
Ναι, αυτό ξέραμε. Αυτό ήταν το υπόδειγμα. Κι επίσης νομίζω ότι όσα μάθαμε και για το φύλο μας τα μάθαμε μέσα από το male gaze.
«Έχει ενδιαφέρον το πώς στη λογοτεχνία το ανδρικό βλέμμα έφτιαξε ηρωίδες στα μέτρα του. Η Μαντάμ Μποβαρύ, η Άννα Καρένινα, οι πολύ σημαντικές αρχετυπικές μορφές είναι γυναίκες που φτιάχτηκαν από άντρες- δραματικές, απελπισμένες, που αυτοκτονούν από έρωτα».
Σου δίνει αυτό πολλά να σκεφτείς.
– Πότε συστήθηκες πρώτη φορά ως «Είμαι η Αμάντα Μιχαλοπούλου και είμαι συγγραφέας»;
Το πρώτο μου μυθιστόρημα αποπειράθηκα αφελώς να το γράφω στα 12, ήταν η ιστορία ενός κοριτσιού που ξεκινάει από το άγονο Σινγιάνγκ στην Κίνα και πάει στη Σανγκάη να γίνει ηθοποιός. Ενθουσιάστηκα με την ιδέα, έγραψα μία σελίδα και σταμάτησα. Θυμάμαι την έξαρση τη δημιουργική του να θες να πεις μία ιστορία. Αλλά βέβαια, όταν δεν ξέρεις τίποτα για την Κίνα ούτε για τους ηθοποιούς, δεν ξέρεις από πού να το πιάσεις. Μετά έγραψα αρκετή ποίηση ως έφηβη κι έπειτα, γύρω στα 25, συνέχισα με διηγήματα. Η αρχή ήταν ένα διήγημα που έγραψα όταν ήμουν 27 ετών με αντρικό ψευδώνυμο. Ήμουν ήδη δημοσιογράφος, με ήξεραν ως πολιτιστική συντάκτρια και γι’ αυτό ήθελα να υπογράψω με ένα άλλο όνομα, να μην συνδεθεί με το όνομά μου.
– Γιατί αντρικό;
Προφανώς ασυνείδητα σκεφτόμουν ότι ένας άντρας έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να πετύχει. Σήμερα έτσι το ερμηνεύω. Κι έτσι ο Δημήτρης Ρωμανός, η ανδρική μου περσόνα, πήρε το βραβείο για το Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη.
Ξεκίνησε η πορεία μου με μεγάλη ένταση γιατί ένα βραβείο φέρνει μαζί και κάτι βίαιο. Είναι μία έκθεση ξαφνική η οποία -σε εποχές που δεν υπήρχε διαδίκτυο- είχε κάτι αλλόκοτο. Ήμασταν και παρθένοι οργανισμοί τότε στη δημοσιότητα.
Και το πρώτο μου μυθιστόρημα το Γιάντες έφερε ένα βραβείο από το περιοδικό Διαβάζω. Νομίζω ότι οι συγγραφείς χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Αυτοί που τα καταφέρνουν στην αρχή κι αυτοί που τα καταφέρνουν αργότερα. Κι είναι και τα δυο φαντάζομαι, διαφορετικά βάρη. Είναι αλλιώς να ξεκινάς νέος με αυτό το φορτίο, να νιώθεις ότι πρέπει να αρθείς στο ύψος του βραβείου. Από την άλλη φαντάζομαι ότι αν έρθει η επιβράβευση αργά συσσωρεύεται πίκρα ή κούραση.
Πλέον, αν έρθουν, είναι καλοδεχούμενα. Καθώς μεγαλώνω -κι αυτή είναι η μεγάλη απελευθέρωση της ηλικίας- αισθάνομαι ότι ένα βραβείο είναι γιορτή.
– Πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα για μία γυναίκα συγγραφέα που ξεκινούσε τότε σε σχέση με τώρα;
Ήταν η μέρα με τη νύχτα. Στην Ελλάδα πριν από το #MeToo όλα μπορούσαν να συμβούν σε μία γυναίκα. Από το ενοχλητικό αντρικό βλεμμα μέχρι την κριτική και την λεκτική κακοποίηση η γκάμα ήταν τεράστια. Είχες την αίσθηση ότι η ζωή μας είναι μία ταινία για να διασκεδάζουν οι άντρες. Μία ταινία όπου μία γυναίκα είναι όμορφη, χαριτωμένη, ευγενής, ευπροσήγορη, που δεν προσβάλλει αλλά μπορεί να προσβάλλεται, που δεν μπορεί να βάλει κανέναν στη θέση του αλλά μπορούν να την τοποθετούν σε μια θέση που θεωρούν ότι της ταιριάζει.
«Μερικές φορές ακόμη θυμώνω. Αλλά προφανώς πίσω από το αίσθημα του θυμού υπάρχει πολύ μεγάλη στενοχώρια για το πώς έζησα ως 20χρονη γυναίκα, για το πώς ένιωθα ότι είμαστε όλες εκθέματα προς κατανάλωση».
Φαντάζομαι ότι σήμερα οι γυναίκες μπορεί να δυσκολεύονται αλλά τουλάχιστον έχουν περισσότερες επιλογές και τη συνείδηση αυτού που έχει συμβεί, ιστορικά: βρισκόμαστε σε μια εποχή που πλέον γνωρίζουμε όλο αυτό το παιχνίδι επιτέλεσης ρόλων από την καλή και την ανάποδη και η καθεμία αποφασίζει πώς θέλει να χειριστεί το σώμα της και το πνεύμα της. Για μένα καθοριστική φράση είναι αυτή της Ανιές Βαρντά που λέει ότι σημασία δεν έχει μόνο το βλέμμα που θα σου ρίξουν οι άλλοι, αλλά κι αυτό που θα επιστρέψεις εσύ πίσω. Αυτή η απόφαση είναι τεράστια πηγή ελευθερίας, ότι μπορείς δηλαδή να κρίνεις τον κριτή σου.
– Και η «γυναικεία λογοτεχνία» τότε θεωρούνταν ως «παραλογοτεχνία». Ένας διαχωρισμός δηλαδή όπως αυτός των εμπορικών και θεατρικών ηθοποιών…
Ναι, ήταν light. Για να ανήκεις στη λογοτεχνία που δεν ήταν light έπρεπε να αποποιηθείς το φύλο σου. Το έκανες «κολλώντας» πάνω στο σώμα της αντρικής λογοτεχνίας, λέγοντας τη φράση «η λογοτεχνία δεν έχει φύλο».
«Όταν γράφεις δεν έχεις φύλο, είναι αλήθεια. Αλλά μερικές φορές μπορεί να γράφεις με το φύλο σου ή εξαιτίας του φύλου σου. Και δεν είναι ντροπή».
Θυμάμαι όταν είχα γράψει τη Γυναίκα του Θεού, είχε γίνει ένα συνέδριο με γυναίκες συγγραφείς, πιο μεγάλες από μένα κι έλεγαν ότι δεν υπάρχει γυναικεία λογοτεχνία. Και προσπαθούσα να αρθρώσω το αντεπιχείρημα ότι υπάρχει λογοτεχνία γραμμένη από γυναίκες και δεν μπορεί, θα πρέπει να έχει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Για να σπάσουμε την εξίσωση της γυναικείας λογοτεχνίας ως ροζ λογοτεχνίας – που υπάρχει και γράφεται εξίσου από γυναίκες και από άντρες που συναισθηματολογούν. Η ροζ λογοτεχνία, η κακή λογοτεχνία, δεν έχει να κάνει με το φύλο αλλά με τις προθέσεις.
Θυμάμαι ότι παλιά, στη δκαετία του 90, ζητούσαμε αποκλειστικά από άντρες συγγραφείς να παρουσιάσουν για τα βιβλία μας επειδή πιστεύαμε ότι έτσι τα βιβλία μας αποκτούσαν κύρος.
– Στη δουλειά σου έχεις αυτολογοκριθεί ποτέ επειδή ως γυναίκα δεν πρέπει να είσαι άβολη ή δυσάρεστη;
Μπορεί. Ίσως σήμερα γράφω πιο ελεύθερα, γιατί έχω σκεφτεί πολύ τα τελευταία χρόνια γύρω από ζητήματα αυτοδιάθεσης και ελευθερίας. Έχω και μία κόρη 22 χρονών, η οποία με εκθέτει σε κάθετι νέο, γίνεται η δασκάλα μου. Για εκείνη είναι οργανικός ο τρόπος που σκέφτεται, είναι ο τρόπος της γενιάς της, για μένα είναι σαν να παίρνω μαθήματα.
«Σίγουρα ασυνείδητα υπήρχε αυτολογοκρισία. Δηλαδή πώς επιτρέπεται να μιλάμε για το σεξ; Πώς βρίζουμε, πώς περιφρονούμε στη λογοτεχνία; Πώς δείχνουμε τα πιο δύσκολα, άβολα αισθήματα; Μπορεί να στρογγύλευα».
Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά μία στιγμή μεγάλης συνειδητοποίησης. Ήταν ένα διήγημα της Σωτηροπούλου που λέγεται Το μουνί μέσα στη ζέστη που περιέγραφε μία γυναίκα που παρατηρεί το αιδείο της σε έναν καθρέφτη. Είχε γίνει χαμός. Ο Φίλιπ Ροθ γράφει πώς τελειώνει σε μία κάλτσα, όλη η λογοτεχνία η αμερικανική, οι beat, όλοι οι άντρες έγραφαν με άνεση, χιούμορ και φυσικότητα για το σώμα τους και τις λειτουργίες του σώματός τους, για τον ερωτισμό, για το σεξ που μερικές φορές έφτανε στα όρια της κακοποίησης. Κι έγραψε η Σωτηροπούλου αυτό το εξαιρετικό διήγημα και σοκαρίστηκαν οι άντρες κριτικοί.
– Τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει αυτό, να, εσύ γράφεις για την εμμηνόπαυση στο βιβλίο σου…
Ναι και γι’ αυτό στο ετυμολογικό λεξικό που περιλαμβάνει το βιβλίο μου συνέλεξα φράσεις που χρησιμοποιούνται σε διάφορες γλώσσες και διαλέκτους για την περίοδο, όπως στα ηπειρώτικα που λένε «Τα έχω ακόμα εκειά». Πιστεύω ότι αν δεν έχεις βρει τις λέξεις να μιλήσεις για τα πράγματα δεν μπορείς να αρχίσεις να μιλάς. Αυτή η μικρή έρευνα που έκανα για το πώς δεν μιλάμε για όσα μας απασχολούν είναι ένα σημαντικό κομμάτι του δεύτερου μέρους του βιβλίου μου.
– Ποια ανάγκη σε έκανε να μιλήσεις τώρα για το γυναικείο βίωμα;
Ένα βιβλίο γράφεται όταν κάποια συγκεκριμένα ερωτήματα σε συναντούν ξανά και ξανά. Αυτή η συνάντηση για μένα ήταν το δίπολο μάνας κόρης. Η κόρη μου ενηλικιώθηκε και μπορούσα να μιλήσω για τη μητρότητα έχοντας απέναντί μου μία ενήλικη νέα γυναίκα. Επίσης σκεφτόμουν με ότι η μητέρα μου ζει ακόμα και θέλω και τη δική της καταγραφή- έναν διάλογο ανάμεσα στις τρεις γενιές. Με απασχολούσε επίσης η αϋπνία, βασικό πρόβλημα της εμμηνόπαυσης, έντονο και στη δική μου ζωή. Σκεφτόμουν πολύ τη σιωπή της αΰπνίας, πώς αντικρίζεις το σκοτάδι έτσι ευάλωτη, μόνη, βαθιά υπαρξιακά μόνη, με την έννοια του ποια είμαι, πώς έφτασα εδώ και ακόμα τι σημαίνει εμμηνόπαυση, παύση παραγωγής. Χρειαζόμαστε περισσότερες γυναίκες που να μιλάνε για όσα ήταν μυστικά και ψέματα.
«Μερικοί καλοθελητές μπορεί να πουν ότι τώρα όλες οι γυναίκες γράφουν για την εμμηνόπαυση. Όχι, δεν είναι της μόδας. Ήταν πάντα εκεί, απλώς τώρα συζητάμε, είναι η στιγμή μιας μεγάλης νέας συζήτησης».
Όπως έγινε και με τη λογοτεχνία των μαύρων, όταν άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι ήταν υποδουλωμένοι για αιώνες και να επεξεργάζονται το συλλογικό τους τραύμα. Αυτή τη «σκλαβιά» επεξεργαζόμαστε τώρα, γιατί ήταν σκλαβιά- όχι φυλής αλλά φύλου. Και δεν πάει καλά αυτό καθώς τώρα ανοίγουν συζητήσεις που είχαν κλείσει, για δικαιώματα κεκτημένα. Και τις δεχόμαστε κανονικά αυτές τις υποτιμητικές συζητήσεις για την έκτρωση, τα εργασιακά δικαιώματα, την παρενόχληση. Είναι για να βγεις στον δρόμο και να αρχίσεις να τα σπας όλα.
– Η ιδέα να συμπεριλάβεις ιστορίες άλλων γυναικών όπως της μαμάς της Ελένης Τοπαλούδη, πώς προέκυψε;
Οργανικά αλλά και πολύ αργά μέσα από την κριτική που άσκησε η οικογένειά μου στο βιβλίο μου. Σκεφτόμουν ότι σε ένα βαθμό χρησιμοποίησα ως πειραματόζωο τη δική μου εμπειρία, αλλά οι άλλες οικογένειες είναι διαφορετικές και οι άλλες γυναίκες είναι διαφορετικές. Τι κοινό έχουν; Πώς συμπεριφέρονται οι μητέρες και οι κόρες; Πόσα είδη μητέρας υπάρχουν; Αυτό ήθελα να καταλάβω.
Κι έκανα έρευνες, γλωσσολογικές, εξελικτικές -σε σχέση, για παράδειγμα, με την παρθενογένεση που ο Δαρβίνος φτιάχνοντας τη θεωρία των ειδών πολύ σχηματικά την είχε παραλείψει ή απλουστεύσει. Με ενδιέφερε ο περιορισμός που άσκησε ύπουλα η θρησκεία, εξ ου και η εικόνα της Παναγίας. Τώρα για τις συνεντεύξεις ήθελα να έχω μία πληθώρα διαφορετικών γυναικών.
Με την ιστορία της Τοπαλούδη είχα αρρωστήσει. Εχα πάθει εμμονή, τα διάβαζα όλα, λες και συνέβησαν στο διπανό σπίτι. Θέλησα να μιλήσω στην Κούλα Αρμουτίδου, όχι όμως δημοσιογραφικά, ήθελα να την αφήσω να μιλήσει η ίδια, με τις ποντιακές της λέξεις, με τη γλώσσα της.
Μας ξύπνησε αυτή η υπόθεση, μας αγρίεψε, ήταν το δικό μας #MeToo. Δεν ήθελα να μιλήσω για το ίδιο το έγκλημα αλλά για την ευτυχία και τον πόνο του να φέρνεις στον κόσμο ένα παιδί. Και σε μία στιγμή συγκινήθηκα τρομερά όταν μου είπε «Κάτσε να πάω να δω τα βιβλία που έχει στη βιβλιοθήκη». Ευτυχώς ήταν στο τηλέφωνο κι είχα το χρόνο να συνέλθω.
-Ποιο είναι το μεγαλύτερο μάθημα που σου δίνει η κόρη σου ως ενήλικας προς ενήλικα;
Η δυνατότητα της ελευθερίας και του επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας, ότι δεν είσαι ένα συμπαγές πράγμα, μονολιθικό. Μέσα από αυτήν έμαθα ότι δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν στα 20 και τα 30 μου.
«Κι επίσης η κόρη μου με μαθαίνει ότι έχεις δικαίωμα να αλλάζεις και να επισκέπτεσαι την ιστορία σου κριτικά. Μερικές φορές είναι τεράστιο σοκ, λέω “πώς επέτρεψα αυτό ή εκείνο”. Αλλά δεν τυραννιέμαι πια, δεν μετανιώνω».
Σκέφτομαι τι ωραία θα ήταν να έχω γεννηθεί 20 χρόνια μετά και τι θα είχα κερδίσει ως γυναίκα, αλλά δεν πειράζει. Είμαστε παιδιά της εποχής μας, όλοι και όλες μας και νομίζω ότι αυτό που φέρνουμε στη μεταξύ μας συζήτηση είναι το νόημα και η αξία της συνομιλίας των γενεών.
– Στο βιβλίο σου αναφέρεις νέες γυναίκες λογοτέχνισσες και ποιήτριες. Πόσο σημαντική είναι για σένα η γυναικεία αλληλεγγύη;
Μεγάλωσα σε μία εποχή που ο σύντροφος, ο άντρας ήταν το πιο σημαντικό και οι φίλες ήταν δορυφόροι. Σήμερα είναι εξίσου σημαντικό στοιχείο της ζωής οι φίλες μου, να τις δω, να τους μιλήσω, να κάνουμε μαζί διακοπές το καλοκαίρι, όλα αυτά που στον μικροαστικό βίο της δεκαετίας του 80 και του 90 ήταν λίγο ανάρμοστα. Κι η λογοτεχνία των γυναικών με ενδιαφέρει πολύ. Όταν είχε πρωτοβγεί αυτό το σύνθημα στην Αμερική, πριν γίνει σκοταδιστική όπως τώρα, το “Read More Women” μου φάνηκε περίεργο, έλεγα τι είναι αυτό, θέμα ποσόστωσης; Τώρα το πιστεύω απόλυτα. Γιατί δεν μπορείς να δεις τη ζωή των γυναικών πραγματικά παρά μόνο μέσα από τα μάτια τους.
– Συνειρμικά θέλω να μου λες μία λέξη για κάθε μία που σου λέω: Γραφή, μητέρα, κόρη, γυναίκα…
- Αυλάκι.
- Κοιλιά.
- Λουλούδι.
- Χείλη.
Info: Το βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου, Το μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Μπορείς να το βρεις εδώ.