ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Η Ασημίνα Προέδρου, Πίσω από τις Θημωνιές και πολύ μπροστά στη σκηνοθεσία

Photo: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson/24Media

 

 

 

Με την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία Πίσω από τις Θημωνιές*, η Ασημίνα Προέδρου κυριάρχησε στη φετινή απονομή των βραβείων ΙΡΙΣ της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, αποσπώντας συνολικά 10 βραβεία, μεταξύ των οποίων και αυτά για την Καλύτερη Ταινία, την Καλύτερη Σκηνοθεσία και τον Καλύτερο Πρωτοεμφανιζόμενο Σκηνοθέτη.

Λίγο μετά από το θριαμβευτικό της ντεμπούτο, η Ασημίνα Προέδρου μιλά στο LadyLike για το πώς ερωτεύτηκε τον κινηματογράφο, για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι νέοι δημιουργοί στο χώρο, για το γυναικείο βλέμμα στις ταινίες, αλλά και τα μελλοντικά της σχέδια.

-Πώς θα περιέγραφες τις «Θημωνιές» σε κάποιον που δεν έχει δει την ταινία;

Πρόκειται για ένα κοινωνικό-οικογενειακό δράμα με στοιχεία θρίλερ και σπονδυλωτή δομή, το οποίο αναπτύσσεται μέσα από τις τρεις διαφορετικές οπτικές των τριών κεντρικών χαρακτήρων. Διερευνά το πώς μια ολόκληρη κοινότητα μπορεί να διαβρωθεί, να οδηγηθεί στην υποταγή, στο έγκλημα, στη συγκάλυψη και στη συλλογική άρνηση.

Η ιστορία της ταινίας διαδραματίζεται το 2015, σε ένα μικρό ελληνικό χωριό κοντά στη λίμνη Δοϊράνη, στα σύνορα Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, όπου συγκεντρώνεται ένα τεράστιο κύμα προσφύγων με στόχο να διαφύγουν στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη.

Ένας ψαράς και αγρότης, πνιγμένος στα χρέη, αρχίζει να μεταφέρει μετανάστες με τη βάρκα του έναντι αδράς αμοιβής. Η γυναίκα του, νοικοκυρά και εκκλησάρισσα του χωριού, αναζητά τον πραγματικό Λόγο του Θεού, ενώ η κόρη τους προσπαθεί να ορίσει τη ζωή της μέσα στο καταπιεστικό περιβάλλον στο οποίο ζει. Μέχρι που ένα τραγικό γεγονός θα αλλάξει τις ισορροπίες και θα φέρει τους 3 ήρωες μπροστά σε προσωπικά αδιέξοδα και αδυναμίες, με τον καθένα να πρέπει να αναλογιστεί για πρώτη φορά στη ζωή του το κόστος των πράξεών του.

-Οι «Θημωνιές» μετά από τις διακρίσεις τους στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σάρωσαν και στα βραβεία ΙΡΙΣ. Πώς αντιλαμβάνεσαι αυτή την επιτυχία σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο;

Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη για τα βραβεία και για μένα, αλλά και για τους συντελεστές της ταινίας. Τόσο για την αναγνώριση, όσο και για τους δρόμους που μπορούν να ανοίξουν ώστε να συνεχίσουμε να κάνουμε ταινίες.

-Υπάρχει κάτι που δεν θα ξεχάσεις με τίποτα από τα γυρίσματα της ταινίας;

Τη μαγεία της δημιουργίας, το πάθος και τη δοτικότητα των καλλιτεχνικών συντελεστών. Α! Και το πάρα, πάρα, πάρα πολύ κρύο!

-Πως προέκυψε η σκηνοθεσία στη ζωή σου;

Ασημίνα Προέδρου

Όταν ήμουν 10 χρονών είδα την ταινία Cinema Paradiso του Giuseppe Tornatore. Ερωτεύτηκα το σύμπαν της κι από τότε έλεγα ότι θέλω να γίνω σκηνοθέτης κινηματογράφου. Όμως, ένιωθα ότι αυτή η επιθυμία ήταν κάπως όχι πολύ «καθωσπρέπει». Πέρασαν τα χρόνια, σπούδασα Οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ. Έκανα και μεταπτυχιακό. Κανείς από τους γύρω μου δεν κατάλαβε ποτέ γιατί. Ούτε κι εγώ ακριβώς να πω την αλήθεια. Τελειώνοντας το μεταπτυχιακό μου, άρχισα να δουλεύω σε μια κατασκευαστική εταιρία ως οικονομολόγος, και μερικά χρόνια μετά, ξεκίνησα να σπουδάζω κινηματογράφο.

Ήταν μια τεράστια ανάγκη μου, θα ήμουν δυστυχισμένη αν δεν το έκανα.

Ολοκλήρωσα το bachelor στην ΑΚΜΗ (AMC) στη Σκηνοθεσία Κινηματογράφου, κι έκανα, στα πλαίσια των σπουδών μου, τη μικρού μήκους Red Hulk (2013). Η ταινία κέρδισε το Χρυσό Διόνυσο στο Φεστιβάλ της Δράμας και το Α’ βραβείο στις Νύχτες Πρεμιέρας, ενώ ταξίδεψε σε πάρα πολλά φεστιβάλ, μεταξύ των οποίων και το Clermont-Ferrand και πήρε και 6 διεθνή βραβεία.

Μετά από αυτό, ξεκίνησα μεταπτυχιακό στον κινηματογράφο εξ’ αποστάσεως, επειδή δούλευα. Έγραφα παράλληλα το σενάριο για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου Πίσω από τις Θημωνιές και το ένα έφερε το άλλο. Πήρα την απόφαση να αφήσω τη δουλειά μου πριν ενάμιση χρόνο, τον Ιούνιο του 2021, όταν ήδη βρισκόμουν στη μέση του μοντάζ.

-Μερικές από τις αγαπημένες σου ταινίες και μερικούς από τους δημιουργούς που θαυμάζεις; 

Θα πω ενδεικτικά τα 400 χτυπήματα (1959) του Φρανσουά Τρυφώ, το Undergournd (1995) του Εμίρ Κουστουρίτσα, το Ένας Χωρισμός (2011) του Ασγκάρ Φαραντί, το Fish Tank (2009) της Άντρεα Άρνολντ.

-Στη μέχρι τώρα φιλμογραφία σου, καταπιάνεσαι με ζητήματα, όπως το προσφυγικό ή η επιρροή του νεοφασισμού στην ελληνική κοινωνία. Πόσο τυχαία ή σκόπιμη ήταν η επιλογή αυτών το θεματικών;

Τυχαία δεν είναι σίγουρα. Είναι ζητήματα που προφανώς με προβληματίζουν. Ωστόσο, στις Θημωνιές, το προσφυγικό προέκυψε στην πορεία. Είχα ήδη ξεκινήσει να επεξεργάζομαι το θέμα και ήξερα ότι ήθελα να μιλήσω για τους μηχανισμούς που διαβρώνουν καθημερινούς και γενικά τίμιους ανθρώπους. Αυτό είναι κάτι το οποίο βασανίζει το μυαλό μου εδώ και πολλά χρόνια, δεδομένου ότι υπάρχει έντονα στην κοινωνική και πολιτική ζωή και της χώρας μας, επηρεάζοντας, με ποικίλους τρόπους και τη δική μου ζωή.

Για τη λίμνη Δοϊράνη μου μίλησε μια φίλη, το 2014, όταν ήμουν στο Λονδίνο για κάποια σεμινάρια στα πλαίσια των κινηματογραφικών σπουδών μου. Είδα φωτογραφίες. Η λίμνη είχε μια πολύ άγρια ομορφιά που με μαγνήτιζε. Την πρώτη φορά όμως, που επισκέφτηκα την περιοχή με στόχο να ξεκινήσω έρευνα για την ταινία, στο ξενοδοχείο όπου έμεινα και βρισκόταν ακριβώς δίπλα στη λίμνη και το συνοριακό σταθμό, διανυκτέρευσαν περίπου 50 Σύριοι και Ιρακινοί πρόσφυγες, οι οποίοι είχαν προσπαθήσει για πολλοστή φορά να περάσουν τα σύνορα προς τη Βόρεια Μακεδονία, με προορισμό τη Βόρεια Ευρώπη.

Όταν αυτοί ήταν ήδη στην καρδιά της Βόρειας Μακεδονίας, η αστυνομία, αφού τους καταλήστευσε (κινητά, χρήματα κλπ) και τους εκφόβισε, τους εξανάγκασε, ακολουθώντας όπως έμαθα αργότερα, άτυπες συμφωνίες των κυβερνήσεων της Βόρειας Μακεδονίας με διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, να επιστρέψουν στην Ελλάδα, περνώντας πάλι παράνομα τα σύνορα.

Επισκεπτόμενη αρκετές φορές τα ιδιαίτερα φτωχά ελληνικά χωριά της περιοχής, διαπίστωσα ότι οι τοπικές τους κοινωνίες εκμεταλλεύονται οικονομικά με διάφορους τρόπους τους πρόσφυγες (ξενοδοχεία, ταξί κλπ). Παράλληλα, η παράνομη διακίνηση εμπορευμάτων για προσωπική χρήση ή μικρεμπόριο κάθε είδους μέσω των συνόρων, είναι ιδιαίτερα έντονη και συχνή. Κάτι που είναι εντελώς νομιμοποιημένο στη συνείδηση των κατοίκων.

Αποφάσισα λοιπόν, να δημιουργήσω τον κόσμο της ταινίας, αντλώντας πραγματικά στοιχεία από την τοπική κοινωνία της περιοχής, γνωρίζοντας ότι το προσφυγικό πρόβλημα θα αποτελούσε κομμάτι της ιστορίας μου.

-Έχεις αντιμετωπίσει διακρίσεις ως γυναίκα δημιουργός στο χώρο σου;

Ναι, αλλά κυρίως όμως από ανθρώπους μεγαλύτερης γενιάς. Είναι κάτι που δεν γίνεται συνειδητά.

Δε λένε «Α, είσαι γυναίκα, δε σε παίρνω στα σοβαρά». Γίνεται κάπως αυτόματα. Απλά δεν τους πολυγεμίζεις το μάτι.

-Τι συμβουλές θα έδινες στις νέες γυναίκες που θέλουν να ασχοληθούν με τον κινηματογράφο και τη σκηνοθεσία;

Να μην φοβούνται να ακούσουν τη «φωνή» τους.

-Ποιες είναι οι κύριες προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν οι κινηματογραφιστές στην Ελλάδα;

Η γενικότερη υποχρηματοδότηση και απαξίωση του κινηματογράφου, καθώς και το γεγονός ότι δεν μπορείς να ζήσεις σε καμία περίπτωση σκηνοθετώντας μια ταινία στα 5 με 7 χρόνια.

 

-Μπορούμε να μιλάμε για «γυναικείο βλέμμα» στο σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο και αν ναι, ποια θεωρείς τα βασικά χαρακτηριστικά του;

Δυσκολεύομαι ν’ απαντήσω σ’ αυτό. Κι αυτό γιατί έχουν υπάρξει αρκετές από τις λεγόμενες «γυναικείες» ταινίες, με τις οποίες δεν έχω ταυτιστεί καθόλου.

Οπότε φαντάζομαι ότι υπάρχουν τόσα βλέμματα όσες γυναίκες είμαστε.

Πριν από ένα μήνα όμως, βρέθηκα στο φεστιβάλ του Σίδνεϋ, μαζί με άλλες 5 γυναίκες σκηνοθέτιδες, στα πλαίσια του προγράμματος Europe! Voices women in Film at Sydney Film Festival 2023 σε συνεργασία με το European Film Promotion. Ήταν απίστευτη εμπειρία. Υπήρξε μεταξύ μας μια πολύ ενδιαφέρουσα ζύμωση σε ζητήματα καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά και πρακτικής εμπειρίας. Για παράδειγμα για τη δυσκολία του να σταθείς ως γυναίκα στο χώρο, αλλά όχι μόνο.

Την ίδια στιγμή, ήταν εντυπωσιακό το ότι όλες οι ταινίες, αν και αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους, είχαν πολλά κοινά σημεία σε σχέση με την αναπαράσταση χαρακτήρων, όχι μόνο γυναικείων, οι οποίοι ήταν δυνατοί και ευάλωτοι ταυτόχρονα.

Δεν μπορώ να πω ότι αυτό αποτελεί τη γυναικεία ματιά του τι σημαίνει «δυνατός». Αλλά ακόμα κι αν σε ένα βαθμό υπάρχει αυτή η διάσταση, σίγουρα ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σύμπτωση.

-Μπορείς να μας δώσεις μια ματιά στα μελλοντικά σου σχέδια;

Ετοιμάζω δύο μεγάλου μήκους ταινίες και τον πιλότο για μια τηλεοπτική σειρά. Βρίσκονται όλες στο στάδιο ανάπτυξης του σεναρίου.

-Υπάρχει τελικά η «μυστική συνταγή» για μια καλή ταινία;

Δεν υπάρχουν συνταγές. Κι αυτό είναι κομμάτι της μαγείας. Το πάθος και η πολλή δουλειά είναι όμως νομίζω προϋπόθεση.

 

*Η ταινία Πίσω από τις Θημωνιές κυκλοφορεί στις κινηματογραφικές αίθουσες σε διανομή της Tanweer

Exit mobile version