Η Ελένη Ράντου για πάρτυ της και μόνο
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ MOXY ATHENS CITY ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ.
- 1 ΝΟΕ 2022
Ο εαυτός μας μέσα από τα μάτια των άλλων. Δεν μαθαίνουμε ποτέ αυτό που είμαστε χωρίς την αντανάκλαση που κάνουμε πάνω στα συναισθήματα και τις αντιδράσεις των ανθρώπων που διασταυρωνόμαστε. Τους γονείς, τα παιδιά, τους φίλους, τους εραστές μας. Η Ελένη Ράντου θα ήταν μια άλλη Ελένη χωρίς τη μάνα της, τον Βασίλη, τον Κωνσταντίνο, τη Νικολέτα, τους άγνωστους περαστικούς που την σταματούν για να της σφίξουν το χέρι, να βγάλουν μια φωτογραφία μαζί της, να της πουν ποσο την αγαπούν και πόσο την θαυμάζουν. «Θαυμάζω» στη γλώσσα των θνητών, συνήθως σημαίνει «ταυτίζομαι».
Η Ελένη Ράντου επιστρέφει θεατρικά στις 4 Νοεμβρίου με την παράσταση «το Πάρτυ της Ζωής μου» στη σκηνή του Διάνα, σε σκηνοθεσία Ανέστη Αζά. Με ένα έργο δικής της σύλληψης, μία απαιτητική solo performance και μόνους συνοδοιπόρους της το μουσικό δίδυμο των String Demons. Άραγε υπάρχει καλύτερη αφορμή για να συναντηθούν οι άνθρωποι, από ένα πάρτυ;
-Ταυτίστηκα πολύ με όλες σου τις σκέψεις και τις διαθέσεις την περίοδο του εγκλεισμού. Ήσουν από τους ανθρώπους που δήλωνε ανοιχτά πως δεν περνούσε καθόλου καλά μέσα στο σπίτι.
Δεν νομίζω πως περνούσε κανένας καλά, απλά ήθελαν να υπάρχει μία έξωθεν καλή μαρτυρία για να μην φρικάρουμε τελείως. Ήταν ένα συντονισμένο ψέμα.
-Ήταν δύσκολα μεν, αλλά σε ό,τι σε αφορά, γεννήθηκε έμπνευση.
Ξέρεις, η δημιουργία είναι κάτι που σε σώζει από πολλά, σαν ένα χάπι επιβίωσης από τα δύσκολα. Ήρθε και κούμπωσε στο τελείωμα της δεύτερης καραντίνας, λιγο πριν περάσω στην απόλυτη κατάρρευση. Έκατσα κι έγραψα παρά τον φόβο ότι όσα θα βγουν στο χαρτί θα είναι πολύ σκοτεινά εξαιτίας της πίεσης που ένιωθα από την εποχή. Αλλά εμπιστεύτηκα την ανάγκη μου αυτή λίγο παραπάνω γιατί πλέον υπήρχε μία απόσταση νηφαλιότητας από το σοκ. Έχω ακούσει μια σπουδαία φράση που λέει πως «για να γράψεις πρέπει να είσαι πρώην ασθενής» κι όντως αυτό συνέβη στην περίπτωσή μου.
-Δοκιμάστηκαν οι σχέσεις σου με τους ανθρώπους σου από εκείνη την περίοδο και μετά;
Εγώ έχω ένα θέμα με τη μητέρα μου, είναι άρρωστη και την φιλοξενώ. Αυτό έκανε ακόμα πιο δύσκολη την αγωνία του Covid. Η ανησυχία μου ήταν μεγάλη λόγω αυτού, αλλά από εκεί και πέρα όχι, με τους ανθρώπους που τα έχεις βρει, τα δύσκολα σε ενώνουν. Η καραντίνα λειτούργησε σαν την εγκυμοσύνη, σαν τον τρίτο παράγοντα που μπορεί να ενώσει ή να χωρίσει το ζευγάρι ανάλογα με το πώς το βρίσκει. Ό,τι ήταν δοκιμασμένο, κράτησε.
-Στην πραγματικότητα, πώς έγραψες το «Πάρτι της Ζωής μου»;
Το σπίτι μας ησυχάζει γύρω στις 10 το βράδυ, οπότε εκείνη την ώρα έμπαινα στο γραφείο κι έβγαινα στις 7 το πρωί. Αυτό συνεχίστηκε για 4 μήνες. Νυχτοπούλι γνήσιο δεν είμαι, αλλά αναγκαστικά έγινα, γιατί έπρεπε να προσαρμοστώ με τις ώρες κοινής ησυχίας που ευνοούν τη δημιουργία. Όταν μέσα στο σπίτι γίνεται της μουρλής, δεν μπορείς να λειτουργήσεις. Η αίσθησή μου όμως είναι πως αυτό το έργο γραφόταν πολλά χρόνια μέσα μου. Έχει να κάνει με ιστορίες ανθρώπων από το οικογενειακό μου δέντρο που κουβαλάω καιρό τώρα. Που τις έχω ακούσει στα 7, στα 10, στα 15 μου. Οπότε το σωστό είναι να πω ότι μου πήρε 50 χρόνια να το γράψω.
-Η σχέση της ηρωίδας σου με τη μητέρα της είναι σκοτεινή. Γίνεται κι ένας παραλληλισμός με την Ελλάδα, με την οποία περνάς δύσκολα αν την έχεις μάνα.
Η Ελλάδα είναι μία χώρα που θα σου τα κάνει όλα δύσκολα. Εμείς έχουμε συνηθίσει τη δύσκολη ιδιοσυγκρασία της όπως ο κακοποιημένος άνθρωπος συνηθίζει την κακοποίησή του. Έχουμε μάθει στο «έτσι γίνονται τα πράγματα, με ζόρι», είμαστε δρομείς ανώμαλου δρόμου, δεν υπάρχει ισιάδα πουθενά, μόνο ανηφόρες και κατηφόρες.
– Η σχέση σου με τη δική σου μητέρα και το γεγονός ότι έχει διαγνωσθεί με άνοια ή ο δικός σου ρόλος ως μητέρα απέναντι στην κόρη σου, υπάρχουν μέσα στο έργο;
Για μένα ένα έργο που αξίζει να μείνει, πρέπει να μιλάει για κάτι μεγαλύτερο από μία προσωπική σχέση. Ωστόσο, ναι, αναπόφευκτα υπάρχουν φράσεις που μου έχει πει το παιδί μου, φράσεις που έχω πει εγώ στη μαμά μου, πολλά πράγματα βιωμένα, αλλά όπως τα θυμάμαι εγώ. Ο τρόπος που θυμάσαι κάτι, δεν είναι ο ακριβής τρόπος που έγιναν τα πράγματα. Είναι η δική σου αίσθηση, ό, τι καθόρισε εσένα, ό,τι θυμάσαι εσύ και σε διαμόρφωσε.
– Τι έχεις να πεις σε όσους αντιμετωπίζουν μια παρόμοια κατάσταση με τη δική σου, ζώντας δίπλα σε έναν δικό τους άνθρωπο που πάσχει από άνοια;
Έχω να πω ότι οι άνθρωποι που φροντίζουν αυτούς τους ανθρώπους χρειάζονται και οι ίδιοι φροντίδα, γιατί είναι εύκολο να βουλιάξεις χωρίς να το πάρεις χαμπάρι. Μην αφήνετε τον εαυτό σας αφρόντιστο, γιατί αυτή η κατάσταση μάς ξεπερνά όλους. Είναι ένας γολγοθάς για όλους αυτή η ασθένεια. Κάτι που σου ξεριζώνει την έννοια της ύπαρξης. Βλέπεις τον δικό σου άνθρωπο να συγκρατεί μόνο το εξωτερικό κουκούλι και όλο το μέσα του να έχει γίνει κάτι άλλο. Το ακόμα πιο στενάχωρο του πράγματος είναι πως ακριβώς επειδή η άνοια χτυπάει κυρίως τις μεγαλύτερες ηλικίες και άρα τη λιγότερο παραγωγική κατηγορία της κοινωνίας, δεν πέφτουν πολλά λεφτά για την έρευνά της, αν και μαστίζει. Πρέπει να δοθεί παραπάνω προσοχή στο τι είναι τελικά αυτό που εκφυλίζει και διαλύει το νευρικό σύστημα.
-Η μητρότητα πόσο σε έχει παιδέψει;
Από την ώρα που γίνεσαι μητέρα, στην ψυχή σου φωλιάζει ένα άγχος που δεν φεύγει ποτέ. Πρέπει να μάθεις να ζεις με αυτή την έννοια χωρίς να σε καβαλήσει γιατί μπορεί να τρελάνεις το παιδί και να τρελαθείς κι εσύ. Έχω περάσει από πολλά στάδια, έχω υπάρξει υπερπροστατευτική, έχω πάρει συνειδητή απόσταση ώστε να αφήσω το παιδί μου να αναπνεύσει, έχει τύχει να βλέπω ότι κάνει λάθος, να το λέω και να μην έχει κανένα νόημα γιατί προφανώς κάθε παιδί πρέπει να κάνει τα λάθη του για να μάθει. Πλέον φροντίζω να είμαι εκεί σε όλες τις συνθήκες και να τις αποδέχομαι, χωρίς να εκτοξεύω αυτά τα «σ’τα λεγα εγώ» γιατί είναι ένα ταξίδι ζωής που ο άλλος πρέπει να το κάνει, όσο κι αν εσύ θες να τον προστατέψεις για να μην πληγωθεί.
-Το ένα παιδί ήταν συνειδητή επιλογή;
Ξεκίνησε για ένα και παρέμεινε στο ένα. Στην πορεία ένιωθα ότι δεν αντέχω το άγχος ενός δεύτερου παιδιού. Μπορεί και να έκανα λάθος και το δεύτερο να αποσυμπίεζε το άγχος για το πρώτο. Το έχω ψιλομετανιώσει.
-Αξέχαστες αναμνήσεις από πάρτι έχεις;
Θυμάμαι ένα πάρτι που είχα κάνει 6-7 χρονών και η μαμά μου επειδή ήταν υστερική με την καθαριότητα μάς έβαλε να το κάνουμε με πατάκια. Χορεύαμε με πατάκια. Θυμάμαι άλλα πάρτι που με έπαιρνε η μεγαλύτερη αδερφή μου μαζί για να την αφήσουν οι γονείς μας να πάει και εγώ έκανα τον μπάστακα. Ήμουν εντελώς ανεπιθύμητη, οπότε καθόμουν στον μπουφέ κι έτρωγα γαριδάκια μέχρι να σκάσω. Έχω υπέροχες αναμνήσεις από ωραία, αυθόρμητα πάρτι που κάναμε στο σπίτι που ζούμε τώρα, το οποίο ήταν πάντα φιλόξενο και ανοιχτό.
«Μακράν το πιο αξέχαστο πάρτυ της ζωής μου, ήταν στους σεισμούς του 99′ που όλοι οι φίλοι μαζεύτηκαν σ’ εμάς γιατί το σπίτι μας αποδείχθηκε το πιο σταθερό. Καμιά 20αριά άτομα να κοιμούνται παντού, μέσα- έξω με sleeping bags. Ήταν ένα πάρτυ ασφάλειας».
-Καταλαβαίνω ότι δεν νοσταλγείς ιδιαίτερα την εποχή που ήσουν παιδί.
Κοίταξε, δεν έχω να θυμηθώ κάτι που θα ήθελα να επιστρέψω σε αυτό. Η παιδική μου ηλικία ήταν μια πολύ θυμωμένη περίοδος. Ήμουν παιδί αντιδραστικό, δεν μπορούσα να ενταχθώ εύκολα, μου έφταιγαν όλα από 7-8 ετών. Γεννήθηκα με πολύ αστιγματισμό, οπότε στην Α’ δημοτικού ήμουν το κορίτσι με τα τεράστια τζάμια. Με θύμωνε συνέχεια αυτή η απομόνωση. Ίσως τελικά να ήμουν ένα πολύ φοβισμένο παιδί που δεν ήθελε να δείξει πόσο φόβο είχε, οπότε με τον θυμό πήγαινα κόντρα και κατάφερνα πράγματα. Ήταν παραγωγικός θυμός, είχε πείσμα. Αυτόν τον θυμό τον κουβαλούσα για πολλά χρόνια, μετά τα 30 άρχισα να μαλακώνω.
«Ο θυμός που κουβαλούσα από παιδί ήταν η κινητήριος δύναμή μου. Από ένα σημείο και μετά φοβόμουν να τον χάσω, γιατί ήξερα πως αν θυμώσω, μπορώ να γυρίσω τη Γη ανάποδα».
-Αυτό το βίωμα πώς βγήκε απέναντι στο δικό σας παιδί;
Δεν βγήκε πουθενά. Η κόρη μου, η Νικολέτα από μικρή ήταν πολύ πιο σοφή από μένα και δεν μου έδωσε ποτέ το δικαίωμα να υψώσω τον τόνο της φωνής μου. Με έκανε καλύτερη, με ηρέμησε.
-Δύο καλλιτέχνες, εσύ και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Μια συνύπαρξη 28 χρόνων. Πόσο ανταγωνιστική είναι η σχέση σας;
Ο ένας χαίρεται για την επιτυχία του άλλου κι αν ζηλεύει κάτι, είναι η πληρότητα που νιώθει μέσα από τη δουλειά του μία δεδομένη στιγμή. Καμιά φορά, αν ο ένας κάνει κάτι που αρέσει πολύ στον άλλο, θα ειπωθεί ένα «αχ πολύ το ζηλεύω αυτό που κάνεις τώρα». Μέχρι εκεί φτάνει ο ανταγωνισμός μας.
-Πού σας παραδέχεστε σαν ζευγάρι;
Στην υπομονή, την κατανόηση, τον χρόνο που έχει κυλήσει και είναι τεράστιος. Ο Βασίλης έχει πιο πολλή υπομονή, εγώ περισσότερη κατανόηση.
-Είναι ζήτημα ανατροφής να αποδέχεται πλήρως ένας άνδρας παλιότερης γενιάς την επιτυχία της γυναίκας του;
Είναι θέμα σπουδαίας αγάπης πάνω απ’ όλα αυτή η αποδοχή: Να αγαπάς αυτό που κάνει ευτυχισμένο τον άλλον ακόμα κι αν εσύ δεν είσαι κομμάτι αυτού. Να σέβεσαι την ταυτότητά του. Σίγουρα δεν είναι εύκολη υπόθεση.
«Ο Βασίλης δεν ομολόγησε ποτέ αυτή τη δυσκολία, αλλά φαντάζομαι ότι στριμώχτηκε τις ώρες που στέρησα από την οικογενειακή φροντίδα για να κάνω το όνειρό μου».
-Στο θέατρο είσαι πιστή σε ένα πιο δραματικό ρεπερτόριο. Παρόλο που προσθέτεις τη δική σου δόση γλυκόπικρου χιούμορ, δεν επιλέγεις να κάνεις φάρσα. Αντιθέτως οι τηλεοπτικοί ρόλοι που έχεις ενσαρκώσει είναι στην πλειονότητά τους κωμικοί.
Η τηλεόραση λειτουργεί πιο εύκολα με την ταμπέλα και η αλήθεια είναι πως η κωμωδία είναι δύσκολο είδος, έχει ρυθμό απαιτητικό, οπότε όταν κάποιος το κάνει καλά, εκείνοι που αποφασίζουν, δεν ρισκάρουν να πάνε αλλού. Το δράμα σώζεται πιο εύκολα. Επειδή το θέατρο το ελέγχω εγώ- επιλέγω τα έργα, κάνω την παραγωγή- αισθάνομαι πιο ελεύθερη να δοκιμάζω πράγματα. Στην τηλεόραση είμαι υπάλληλος, συν ότι αποκλείεται να έγραφα γι’ αυτήν, γιατί είναι πολύ χρονοβόρο. Οπότε είναι μόνοδρομος το πού κάνω τι, ειδικά σε αυτή τη φάση που θεωρώ πως η κωμωδία περνάει μια μεγάλη κρίση ταυτότητας ως ελεύθερο είδος.
Το political correct, η αίσθηση της λογοκρισίας, ο περιορισμός και τα πολλά «μη» πνίγουν την αναρχική της φύση. Είναι σαν να έχουμε χάσει λίγο το χιούμορ μας σαν κοινωνία. Συν ότι από τον Καπουτζίδη και μετά, δεν έχει βγει μια νέα φουρνιά που να γράφει με τρόπο ικανό να εξελίξει την κωμωδία. Πορευόμαστε ακόμα με το χιούμορ που διαμόρφωσε η πρώτη γενιά της ιδιωτικής τηλεόρασης.
Ελένη Ράντου: «Το ότι ο κόσμος εξακολουθεί να βλέπει το Κωνσταντίνου και Ελένης για να γελάσει, σημαίνει ότι 20 χρόνια τώρα η αίσθηση του χιούμορ είναι ίδια, άρα ούτε το είδος, ούτε η νοοτροπία μας έχουν προχωρήσει».
-Είσαι ηθοποιός, δημιουργός, θιασάρχης και παραγωγός. Έχεις βιώσει τον σεξισμό;
Εκατό τοις εκατό. Δεν υπάρχει γυναίκα που να διαθέτει ηγετικές ιδιότητες και να μην έχει δεχθεί σεξισμό από ηθοποιούς ή σκηνοθέτες που αποφεύγουν να συνεργαστούν μαζί της ακριβώς επειδή είναι leader. Δεν διαφέρει το θέατρο από όλη την υπόλοιπη ελληνική κοινωνία. Μπορεί καμιά φορά να κάνει πιο ανεκτικές επιλογές, να σου επιτρέπει να υπάρχεις σε σύγκριση με αλλους χώρους, αλλά έχει κι αυτό τις αγκυλώσεις του. Δεν αλλάζει η νοοτροπία επειδή εξελίξαμε το φραστικό μας κομμάτι. Το μίσος υπάρχει και θέλει πολύ χρόνο για να φύγει, ειδικά όταν χαρακτηρίζεσαι από καθυστερημένη αντίδραση στην αλλαγή, όπως εμείς. Πάντα πηγαίναμε 30 χρόνια πίσω, είμαστε πιο κλειστοί, πιο καχύποπτοι στις αλλαγές.
«Το μεγαλύτερο επίτευγμα ενάντια τον σεξισμό είναι να τον αποβάλλουν οι ίδιες οι γυναίκες».
-Τι γνώμη έχεις για το συνάφι σου;
Όπως κάθε συνάφι, έχει κομμάτια που λατρεύω και κομμάτια που αποστρέφομαι. Δεν ξέρω ποια είναι τα περισσότερα, αλλά σίγουρα είμαστε άνθρωποι βαθιά ανασφαλείς κι εκτεθειμμένοι. Κατά συνέπεια, οποιοδήποτε κουσούρι υπάρχει, διογκώνεται. Γιατί ακόμα και ο πιο γενναιόδωρος ή ισορροπημένος όταν βρεθεί σε μία τόσο στριμωγμένη στιγμή όσο είναι αυτή της έκθεσης, το χάνει. Υπάρχουν και εντελώς ανισόρροπα άτομα ανάμεσά μας, αλλά μπορώ να σου πω ότι επειδή εκπαιδευόμαστε στη διαχείριση της ανισορροπίας μας, είμαστε λίγο πιο υποψιασμένοι γι’ αυτό που μας συμβαίνει, από τους υπολοιπους.
-Υπάρχει κάποια ερώτηση στην οποία έχεις βαρεθεί να απαντάς σ’ εμάς τους δημοσιογράφους;
Σε, ό, τι αφορά τη σχέση μου με τον Βασίλη.
-Με το χέρι στην καρδιά περίμενα να ακούσω ότι κουράστηκες με τις αναφορές στο Κωνσταντίνου και Ελένης.
Είναι θιγμένα ισόποσα. Αλλά το ένα είναι δουλειά και το άλλο προσωπική ζωή. Είναι κουραστικό να μιλάς για ό,τι συμβαίνει πίσω από την πόρτα του σπιτιού σου. Και ξέρεις κάτι; Το ότι ρωτάνε περισσότερο εμένα για τη σχέση μας, παρά τον Βασίλη το θεωρώ σεξιστικό.
-Πώς ξορκίζεις τη ρουτίνα που τόσο απεχθάνεσαι στην καθημερινότητά σου;
Όταν ρουτινιάζω χάνω το ενδιαφέρον μου, κοιτάω το ταβάνι για ώρες, σαν να ακινητοποιούμαι, γι’ αυτό και μου αρέσουν τα μεγάλα ταξίδια.
-Ένα θέμα για το οποίο δεν μιλάμε συχνά οι γυναίκες είναι η εμμηνόπαυση. Τι έχεις να πεις γι’ αυτό το κεφάλαιο της ζωής σου;
Είμαι ευτυχισμένη που ήρθε, γλίτωσα από φοβερές οδύνες. Πριν την εμμηνόπαυση υπέφερα από κάτι άπιστευτες ημικρανίες που κόπηκαν μαχαίρι. Δεν ένιωσα καθόλου πως μου στερεί τη θηλυκότητά μου, ίσα ίσα που απελευθερώθηκα. Το πήρα τελείως αντίστροφα από ό,τι λέγεται. Φυσικά βλέπω φίλες μου που ταλαιπωρούνται, λόγω των αλλαγών, αλλά προσωπικά μιλώντας, όταν ήρθε η εμμηνόπαυση ισορρόπησαν τα πάντα μέσα μου. Ίσως γιατί τα είχα όλα σε υπερβολή (γελάει).
«Η εμμηνόπαυση με απελευθέρωσε και της είμαι ευγνώμων».
-Με τι διάθεση θες να φεύγει ο θεατής από το «Πάρτυ της Ζωής σου»;
Όπως και να φεύγει, θέλω να μην ξεχνάει ό,τι είδε για τις επόμενες δύο ώρες. Ελπίζω βλέποντας την παράσταση να έχει κάτι να συζητήσει μετά. Το να με σταματάει κάποιος στον δρόμο και να μου λέει ότι μία παράστασή μου έγινε προσωπικό του σημείο αναφοράς, με κάνει να νιώθω πως ό,τι έχω τραβήξει για να την κάνω, άξιζε τον κόπο.
-Φαντάζομαι ότι το έζησες αυτό πολύ την εποχή που ανέβαζες το «Κατάδικός μου».
Ισχύει, ήταν ένα έργο που άφησε το στίγμα της σε πολύ κόσμο. Έχω ακούσει μέχρι και ηθοποιούς να λένε πως αποφάσισαν να ακολουθήσουν αυτό το επάγγελμα μετά από αυτή την παράσταση. Μάλιστα μάς έλεγαν τότε πως πολλές φορές στο διάλειμμα της παράστασης, πολλά ζευγάρια τσακώνονταν στο φουαγιέ και γύριζε μόνο ο ένας στη θέση του για το δεύτερο μέρος.
«Δεν κάνω θέατρο για λόγους ναρκισσισμού, για να αποδείξω πόσο σπουδαία ηθοποιός είμαι. Κάνω θέατρο για να προσφέρω».
-Αν η Ελένη Ράντου ήταν συναίσθημα, τι συναίσθημα θα ήταν;
Πάθος.