Εύα Νάθενα: «Όταν τελείωσα τη Φόνισσα, κατέρρευσε το σώμα μου»
STYLING ASSISTANT: ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΥΣΣΕΑΣ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΤΗ VIEW MASTER FILMS.
- 30 ΝΟΕ 2023
Συναντηθήκαμε με την Εύα Νάθενα στα γραφεία της View Master Films, της εταιρείας που ήταν συμπαραγωγός της ταινίας Φόνισσα, στον χώρο που πραγματοποιηθήκαν οι πρόβες της με τους ηθοποιούς, το μοντάζ της ταινίας, έναν χώρο ποτισμένο από την πολύχρονη ενασχόλησή της με το ομώνυμο αριστούργημα του Παπαδιαμάντη. Η Φόνισσα κυκλοφορεί στις κινηματογραφικές αίθουσες από την Tanweer σήμερα, Πέμπτη 30 Νοεμβρίου. Το ταξίδι της όμως στο μυαλό και τη ζωή της σκηνοθέτιδάς της, Εύας Νάθενα, είχε ξεκινήσει πολλά πολλά χρόνια πριν.
Η Εύα Νάθενα έχει μία σχέση ζωής με αυτό το αφήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Κι έφερε αυτή την προσωπική της «εμμονή» μπροστά στα μάτια μας, έχοντας αρωγούς ηθοποιούς και συνεργάτες που πλέον νιώθει συγγενείς της. Συστήνεται ακόμα όχι ως σκηνοθέτρια, αλλά ως εικαστικός που έκανε μία ταινία. Και μας παίρνει από το χέρι σε αυτό το ταξίδι που περνά από το Ηράκλειο της Κρήτης όπου μεγάλωσε, σε ένα φοιτητικό σπίτι στο Παγκράτι, σε ένα laptop που περιελάμβανε όλη τη σπουδή της πάνω στη Φραγκογιαννού, στα γραφεία όπου βρισκόμαστε και καταλήγει στο σπίτι όπου μεγαλώνουν τα 2 της παιδιά.
– Ποια είναι η δική σας σχέση με την επαρχία και τις πάντα μαυροφορεμένες γυναίκες των χωριών;
Μεγάλωσα σε μία πόλη που θεωρείται βέβαια επαρχιακή πόλη, παρόλο που είναι η πρωτεύουσα της Κρήτης. Το Ηράκλειο Κρήτης είναι η πόλη μου. Και οι δύο γονείς μου είναι από το Ηράκλειο, ο πατέρας μου όμως κατάγεται από ένα χωριό ορεινό, δύσκολο, απόκρημνο, με αυτά τα τοπία που περιγράφει η ταινία πολύ ζωντανά, τα οποία με στοίχειωναν από πάντα. Μεγαλύτερη, μπόρεσα να καταλάβω το πώς δημιούργησαν τόσο σκληρούς ανθρώπους αυτά τα τοπία. Είναι πολύ ισχυρή προσλαμβάνουσα. Ήταν τόπος αναφοράς για μένα ο τόπος καταγωγής μου και οι μαυροφορεμένες γυναίκες, αν και προσπάθησα να μην έχει εντοπιότητα η ταινία. Να είναι σαν να ανήκει σε ένα ευρύτερο ελληνικό περιβάλλον πολύ γνώριμο σε όλους μας και πολύ οικείο, για να φύγει από το μυαλό μας αυτό γρήγορα και να μπορέσουμε να συγκεντρωθούμε στο περιεχόμενο και την ουσία.
– Πότε ξεκίνησε το ταξίδι σας με τη Φόνισσα;
Το 2009 μού δώρισε ο άντρας μου ένα laptop κι εγώ, εγκαινιάζοντάς το, έφτιαξα έναν φάκελο για τη Φόνισσα. Για 10 χρόνια αυτός ο φάκελος με τον τίτλο «Ταινία» γιατί δίσταζα να τον ονομάσω Φόνισσα ήταν μία δική μου, εσωστρεφής εργασία. Δεν θεωρούσα τον εαυτό μου ακόμα τότε ικανό να κινητοποιήσει την πραγματοποίηση αυτού του εγχειρήματος.
«Το σίγουρο είναι ότι το είχα ονομάσει “Ταινία” γιατί ήμουν βέβαιη 100% ότι για να αναπαρασταθεί σωστά έπρεπε να γίνει ταινία».
Η σχέση μου με το λογοτεχνικό έργο είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Το διδάχτηκα στο σχολείο, αλλά γύρω στα 18 άρχισα να το διαβάζω στο φοιτητικό μου διαμέρισμα στο Παγκράτι και μία μέρα παρατήρησα ότι το διαβάζω δυνατά ώστε να ακούω τη φωνή μου.
Τότε κατάλαβα ότι οι 2 τόσο ισχυρές γλώσσες που χρησιμοποιεί ο Παπαδιαμάντης για να περιγράψει την ιστορία του, η ομιλούσσα, που μεταφέρθηκε στην ταινία αυτολεξεί και η τόσο σύνθετη, η λόγια, δημιουργούν ηχητικά τοπία. Οπότε άρχισα να έχω μία σχέση με το κείμενο τελείως διαφορετική.
Ήταν μία περίοδος που έδινα εξετάσεις για να μπω στη σχολή Καλών Τεχνών και σχεδίαζα επιτύμβιες στήλες στο αρχαιολογικό μουσείο, όπου είχα ανακαλύψει με μεγάλη έκπληξη και ενθουσιασμό το «από κάτω» των γλυπτών αυτών, τις αναλογίες και τα μαθηματικά και που είχε τόση γοητεία, όση και η όψη τους. Αυτό το υποδόρια κρυμμένο πάντα με γοήτευε, από μικρό παιδί κι αυτό ήταν που βρήκα και στη Φόνισσα, ακριβώς.
– Και πώς από την ατομική ενασχόληση έγινε ένα ομαδικό project;
Σε αυτά τα 10 χρόνια ενασχόλησης προστέθηκαν κι άλλα 3 χρόνια, από τη στιγμή που ξεκίνησε το σενάριο μέχρι την ώρα αυτή που μιλάμε. Χρόνια, στα οποία το ατομικό, έγινε ομαδικό και άρχισε να μεστώνει όλο αυτό το εγχείρημα.
Η εκκίνηση αυτής της 3ετίας, συνέβη στην Επίδαυρο, όταν σε μία παρέα, στην οποία βρισκόταν και η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη -συνηθίζω να λέω ότι είχαμε ήδη τη Φόνισσα γι’ αυτό και ξεκινήσαμε την ταινία-, εξιστόρησα μία ιστορία της συνάντησής μου με τον Alexander Payne, το 2013 και την παρορμητική πρόταση που του απηύθυνα, να έρθει στην Ελλάδα και να κάνει τη Φόνισσα. Το βράδυ εκείνης της μέρας, της 25ης Μάρτιου, ανήμερα της γιορτής μου, πήρα τηλέφωνο την Κατερίνα Μπέη και της ζήτησα να ξεκινήσει το σενάριο.
Τη δουλειά και την τεράστια έρευνα που ακολούθησε, καθώς και αυτή της προηγούμενης δικής μου, μοναχικής 10ετίας, πήρε μέρες να την περιγράψω στους συντελεστές. Είχα φτιάξει ένα μεγάλο ντοσιέ που είχε μέσα το σενάριο με εικόνες, αλλά και τις βασικότερες διατριβές που είχα μελετήσει αυτά τα χρόνια, προκειμένου να έχουμε όλοι την ίδια αφετηρία,να συνεννοηθούμε ότι θα κάνουμε την ίδια ταινία.
Έχω δει ταινίες να ξεκινούν με τις καλύτερες των προθέσεων και να μην έχουν συνεννοηθεί οι άνθρωποι, όχι στο τέλος αλλά ούτε και στην αρχή. Ήθελα πολύ να το αποφύγουμε αυτό.
– Το όνειρο της σκηνοθεσίας το είχατε πάντα μέσα σας ή προέκυψε από αυτό το project;
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη μού είχε πει 20 χρόνια πριν, πως συν-σκηνοθετώ. Υπήρξαν σκηνοθέτες στη ζωή μου που το δέχτηκαν αυτό, κι εγώ το προσέφερα πάντα απλόχερα, πολύ ωραία και γόνιμα και έγιναν πάρα πολύ ωραίες συνεργασίες. Και όντως η συμμετοχή μου ήταν λίγο παραπάνω από αυτή της σκηνογράφου σε ορισμένες δουλειές.
Στις φυλακές του Αυλώνα που πήγα να διδάξω εθελοντικά πριν από 2,5 χρόνια και έφτιαξα ένα εικαστικό εργαστήριο, υπήρχε ήδη ένα θεατρικό εργαστήριο και μου ζητήθηκε να πάω να βοηθήσω. Εκεί, με την αδυναμία που διέκρινα να ολοκληρωθεί μία παράσταση που δούλευαν εκείνη την περίοδο, πρότεινα μεταξύ αστείου και σοβαρού στον διευθυντή του σχολείουτων φυλακών, τον κο Πέτρο Δαμιανό, έναν άνθρωπο που θαυμάζω απεριόριστα και που έχει δώσει σε αυτά τα παιδιά ορίζοντες ζωής κάνοντας τη φυλακή, πραγματικά σωφρονιστικό ίδρυμα, να επιχειρούσαμε αντί για παράσταση μία μικρού μήκους ταινία. Συμφώνησε κι εγώ έψαξα να βρω σκηνοθέτη που θα το έκανε εθελοντικά. Δεν μπόρεσα να τον βρω κι έτσι αποφάσισα να το κάνω εγώ.
«Την ώρα που είπα “Μοτέρ, πάμε”, ήταν σαν να το κάνω χρόνια».
Αυτή η ταινία μικρού μήκους που σκηνοθέτησα εκεί, έγινε άθελα μου, το εισιτήριό μου για να κάνω εγώ τελικά αυτή τη μεγάλου μήκους ταινία, μιας και την είδε ο Διονύσης Σαμιώτης, ο παραγωγός μας. Όταν με πήρε και μου πρότεινε να σκηνοθετήσω εγώ τη Φόνισσα, τον άκουγα με απορία. Όμως εκείνος είχε μία σιγουριά. Πήρα τους βασικούς συντελεστές και ηθοποιούς να βολιδοσκοπήσω τη γνώμη τους κι όλοι συμφωνούσαν να το αναλάβω.
– Πιάσατε ποτέ τον εαυτό σας να δειλιάζει;
Κάθε μέρα, αλλά δεν προλάβαινα. Την ώρα που το σκεφτόμουν, υπερίσχυε τόσο το αίσθημα του καθήκοντος που είχα αναλάβει, που έλεγα ότι έχω τόση πολλή δουλειά που δεν προλαβαίνω να το σκεφτώ τώρα αυτό, θα το σκεφτώ μετά.
Αυτό είναι ένα θέμα που με απασχόλησε και με το αφήγημα. Από τα 17 κεφάλαια ο Παπαδιαμάντης τα 7 τα αφιερώνει στην αγρύπνια, στο καθήκον που της επέβαλε αυτή η συνθήκη του φιλάσθενος νεογέννητου μωρού της κόρης της για να το επιβλέπει.
Οι άνθρωποι τότε δούλευαν τόσο πολύ, που το βράδυ απλώς έπεφταν σαν κούτσουρα και λιποθυμούσαν από κούραση. Αυτό το φιλάσθενο μωρό, της έδωσε την κατάρα και την πολυτέλεια του χρόνου να μείνει ξάγρυπνη τόσα βράδια και να συμβεί αυτό που περικλείει στη φοβερή αυτή φράση ο Παπαδιαμάντης: «Ενθυμείτο η γραία».
– Η πολυτέλεια του χρόνου την έφερε αντιμέτωπη με όλη της τη ζωή…
Και η ζωή της ήταν τόσο τραγική, που δεν μπορούσε παρά να «ψηλώσει ο νους της» και να θελήσει να σώσει τα κορίτσια, από αυτό που τα περίμενε. Είτε δηλαδή το διαβάσει κανείς με τις αναφορές του σήμερα, είτε το διαβάσει με πολύ αυστηρό πλαίσιο στο τότε, οι λόγοι είναι φανεροί που το έκανε.
Διάβασα μια μέρα μια φοβερή μελέτη που έλεγε ότι αν διαγιγνώσκονταν σήμερα η Φόνισσα θα έπασχε από σχιζοτυπική διαταραχή. Γιατί όλα αυτά τα έχει περιγράψει Παπαδιαμάντης με ψυχιατρική ακρίβεια. Το λέω αυτό γιατί είμαστε τυχεροί στην εποχή μας. Οι ζωές μας πια αποκρυπτογραφούν τα θέματά μας και τα τραύματα μας. Σαν εξίσωση. Δηλαδή λες ένα παιδί που έχει αυτές τις καταγραφές και αυτά τα βιώματα, αυτο θα πρέπει να προσέξει, αυτό μπορεί να του συμβεί, αυτό πρέπει να επιδιώξει.
Και είναι τρομερή τύχη να το έχουμε αυτό στην εποχή μας και τρομερή βλακεία να μην το λαμβάνουμε σαν βοήθεια, ούτε καν σαν πληροφορία. Δηλαδή είναι τόσο επιβεβλημένο ας πούμε να πηγαίνουμε στον οδοντίατρο και τόσο ταμπού να πηγαίνουμε στον ψυχολόγο ή στον ψυχίατρο. Λες και τα αόρατα και αυτά που δεν φαίνονται, δεν υπάρχουν.
Η λέξη τραύμα δεν υπήρχε καν εκείνη την εποχή. Κι όμως ο Παπαδιαμάντης μιλάει για τραύματα φανερά, προδιαγεγραμμένα μπροστά μας, τα οποία έχουν αυτό το αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει περίπτωση ένα παιδί που έχει λάβει βία, είτε σωματική είτε λεκτική ακόμα, να μην την αναπαράγει κάποια στιγμή, αν αφήσει τον εαυτό του αδούλευτο, χωρίς συναίσθηση. Και μπορεί να μην το κάνει στους άλλους, αλλά θα το κάνει σίγουρα στον εαυτό του.
– Μήπως τη Φόνισσα μπορούσαν να την κάνουν μόνο γυναίκες τελικά;
Όχι, δεν είναι έτσι και οι άντρες θα την έκαναν καλά αυτήν την ταινία. Γιατί οι άνθρωποι που την έκαναν αυτή την ταινία ήθελαν να κοιτάξουν τον άνθρωπο. Για μας τις γυναίκες ήταν δύσκολο ότι έπρεπε να φανερώσουμε την πικρή αλήθεια της βίας που δέχτηκε η γυναίκα από το ίδιο το φύλο της. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο πράγμα στην ταινία, γιατί η πρόθεση ήταν, ότι δεν θέλουμε να πούμε αυτό που ήδη ήταν είναι γνωστό: Ότι καταπιέστηκαν και δέχτηκαν βία οι γυναίκες από τους άντρες.
Αυτό που θέλησε να πει η ταινία ήταν ότι οι γυναίκες φέρθηκαν στο φύλο τους βίαια, προορισμένες και μεγαλωμένες για να το κάνουν αυτό. Και σε αυτό το τραπέζι των προβών, ξεδιπλώθηκαν τρομερές οικογενειακές ιστορίες, μυστικές, φορτισμένες, σκοτεινές, δύσκολες.
«Το έχω ξαναπεί ότι φεύγαμε από εδώ πέρα πολλές μέρες από πρόβες και αισθανόμασταν ότι δεν έχουμε κάνει πρόβα, αλλά ομαδική ψυχοθεραπεία».
– Πώς νιώθετε που έχετε υπογράψει μία ταινία που ο κόσμος ήδη έχει υψηλές προσδοκίες γι’ αυτήν;
Αυτό προσπαθώ να μην το σκέφτομαι. Δεν υποτιμώ καθόλου ούτε τα βραβεία, ούτε τα κείμενα τα υπέροχα που γράφονται, ούτε τα σχόλια. Όμως εγώ είμαι ευγνώμων ήδη που έχω κάνει την ταινία. Είμαι ευγνώμων που αυτά που εγώ κατάλαβα, μπόρεσαν να ολοκληρωθούν, να κουμπώσουν σε ένα έργο, να συμπράξουν και άλλοι άνθρωποι σ’ αυτό και να παρουσιαστεί αυτή τη στιγμή στον κόσμο, προκειμένου τώρα να είναι χρήσιμο.
Θα ήθελα πολύ αυτό που κέρδισα εγώ, που κατάλαβα τους γρίφους της ζωής μου πολύ ισχυρά και ιαματικά, να μπορούσε να το καταλάβουν κι άλλοι, μακάρι πολλοί, άνθρωποι. Οπότε αυτή τη χαρά εκφράζω βλέποντας ότι έχει απήχηση. Αυτή τη χαρά δέχομαι, αυτή τη χαρά αναγνωρίζω πριν από τη χαρά της προσωπικής επιτυχίας. Γιατί δεν είναι προσωπική. Ποτέ μία δουλειά δεν είναι του ενός. Ακόμα κι εγώ που ήρθα εδώ σ’ αυτό το γραφείο, να μιλήσω στους ηθοποιούς, προσπαθώντας να τους διδάξω αυτό το φοβερό πράγμα που είχα καταλάβει:
Το διαγενεακό τραύμα -το οποίο είχε διαποτίσει τις ζωές μας-, διαπίστωσα, ότι δεν είχα καταλάβει και συλλάβει σε τι βαθμό με είχε εμένα την ίδια, διαποτίσει το διαγενεακό τραύμα της μητέρας μου».
Το κατάλαβα με αυτή τη διαδικασία. Ήταν πολύ διαφωτιστικό και λυτρωτικό. Και τώρα πια το λέω και συγκινούμαι. Και τώρα πια που το έχω αναγνωρίσει, προσπαθώ να σταθώ ένας πιο δυνατός κρίκος ανάμεσα στη μητέρα μου και στην κόρη μου για να μην περάσει σε εκείνη. Κι αυτό, με κάνει ευγνώμων.
– Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ήταν ήδη η Φόνισσα, είπατε. Τις άλλες γυναίκες πώς τις διαλέξατε;
Ο δορυφόρος της Φραγκογιαννούς ήταν η μητέρα. Ήταν επιθυμία μου, ιδέα ειλημμένη σχεδόν από την αρχή, να είναι εκεί αυτή η γυναίκα ,παρούσα. Οπότε ο ρόλος της μητέρας ήταν πολύ σημαντικός και για μένα. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και η Μαρία Πρωτόπαππα για μένα ήταν η αρχέτυπη κόρη και αρχέτυπη μάνα.
Με τη Μαρία Πρωτόπαππα που γνωριζόμαστε πολλά χρόνια, είχαμε περάσει ωραίους μήνες νωρίτερα γιατί είχαμε δουλέψει την υπέροχη αυτή παράσταση, την Αντιγόνη του Ανούιγ στο Θέατρο Τέχνης. Με τη Μαρία είχαμε συνεννοηθεί άπαξ. Βλέπαμε τη ζωή με το ίδιο βλέμμα.
Όταν πήρα να της προτείνω τη Φόνισσα, μου είπε «ναι» πριν ακόμα της πω τι θα παίξει. Της έλεγα «περίμενε, δεν θα κάνεις εσύ τη Φόνισσα», μου έλεγε «ναι», «θα πάρεις στους ώμους σου τον αρνητικό ρόλο», έλεγε «ναι». Και ήταν πολύ σημαντικό και για μένα και για την Καρυοφυλλιά ότι η 3η γυναίκα που θα συνέπρατε, θα ήταν αυτή. Και μετά ήρθαν μαζί ταυτόχρονα η Πηνελόπη Τσιλίκα και η Γεωργιάννα Νταλάρα και προστέθηκε πολύ σύντομα η Έλενα Τοπαλίδου. Προστέθηκε σε αυτό και μία νεαρή ηθοποιό, η Νίκη Παπανδρέου που μοιάζει τόσο με τη Γεωργιάννα. Κι έτσι φτιάξαμε τον πυρήνα αυτής της οικογένειας.
Έπειτα έπρεπε να βρω ανθρώπους γύρω μου που θα με βοηθούσαν σ’ αυτό που λέμε υποκριτικό τρόπο και δρόμο. Και είχα αρωγούς, 2 πολύ ιδιαίτερες γυναίκες. Την Άννα Παγκάλου, που είναι μια μεσόφωνος με την οποία συμπράττουμε και μουσικά στην ταινία, η φωνή της και η φωνή μου ανάλαβαν να εκτελέσουν τη μουσική σύνθεση του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Και μία κινησιολόγο καταπληκτική,την Κατερίνα Φωτιάδη.
Οι βασικοί συντελεστές είχαμε ήδη συνεννοηθεί από την αρχή και αφεθήκαμε στο να παρασυρθεί ο ένας από τον άλλον εποικοδομητικά.
Το λέω αυτό το «παρασυρθεί» γιατί ας πούμε στον Διευθυνή Φωτογραφίας, Παναγιώτη Βασιλάκη, που μετράμε χρόνια συνεργασίας και φιλίας, ζήτησα να βγει από τα παπούτσια του και να μπει στα δικά μου. Να δουλέψει με σταθερό κάδρο, γιατί εγώ αυτό μπορούσα να υποστηρίξω και το έκανε. Και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, που ήρθε με μια ενορχηστρωμένη μουσική και του ζήτησα να εκτελεστεί η μουσική με ένα και μόνο όργανο, την ανθρώπινη φωνή, με άφησε να το κάνω.
Το θέμα είναι ότι αυτές οι δουλειές γίνονται επιτυχημένα όταν υπάρχει συνέπεια του ενός, που όμως συμπράττουν όλοι και μπαίνουν σ’ αυτό για να επιτευχθεί ο στόχος.
– Εσείς βιώσατε ποτέ τα εμπόδια που θέτει στις γυναίκες η πατριαρχία;
Λέω καμιά φορά ότι αυτό το αφήγημα δεν το διάβαζα, με διάβαζε. Και εννοούσα ότι αναγνώριζα 2 στοιχεία τα οποία διέκρινα και στη μητέρα μου. Το ένα ήταν η αδικία της προικοδότησης, που συμβαίνει στη Χαδούλα Φραγκογιαννού. Ο Παπαδιαμάντης που μπορεί να μην γνώριζε όσα διατύπωσε ο Φρόιντ, όμως, γνωρίζοντας πολύ καλά τους μύθους, μας λέει, ό,τι και οι ειδικοί: πως ένα παιδί που δεν παίρνει γονική παροχή, είτε ψυχική είτε υλική, όταν αυτή υπάρχει, έχει ένα έλλειμμα για το υπόλοιπο της ζωής του, το οποίο δεν μπορεί να το καλύψει κανένας, ούτε ο σύντροφος που θα έρθει, ούτε τα παιδιά, ούτε τίποτα.
Η μητέρα μου, ας πούμε, ήταν μια πρωτότοκη κόρη που δεν προικοδοτήθηκε ανάλογα κι αυτό την είχε πληγώσει σιωπηλά. Τη σιωπή της που ενείχε παράπονο, τη θυμάμαι, την ένιωθα. Δε μου την ομολόγησε ποτέ, την ένιωθα όμως κυτταρικά και την αναγνώρισα όταν την διάβασα στο βιβλίο. Ήταν σαν να την ξαναζούσα εγώ αντί για κείνη.
Και το άλλο είναι ότι η μητέρα μου, δέχτηκε σχόλια από κάτι απομακρυσμένους συγγενείς του πατέρα μου που ειχε φέρει στον κόσμο δύο κορίτσια κι αυτό την πίεσε πολύ και δυστυχώς στην εφηβεία ήθελα να επαληθεύσω αυτή την ιστορία που είχα ακούσει πίσω από κλειστές πόρτες.
Τη ρώτησα και εν αγνοία και άθελα της εκείνη, μου πέρασε το διαγενεακό της τραύμα, αυτό της υποτίμησης μιας γυναίκας που γέννησε κόρες. Η ίδια πίστεψε ότι η τραυματική αυτή ιστορία, έφερε τη βεβιασμένη επιθυμία της να αποκτήσει αγόρι κι ήταν τόση η επιθυμία που έκανε 2 γιους. Έχω δίδυμους αδελφούς.
– Αυτό όμως πόσο πληγωτικό ήταν για εσάς;
Αισθανόμουν ότι φέρω αυτό το βάρος. Το ήξερα, γιατί δεν το αναγνώριζα μόνο σε μένα. Το αναγνώριζα και στα κορίτσια που έκανα παρέα γύρω μου, σε μια επαρχιακή πόλη σαν το Ηράκλειο της Κρήτης εκείνα τα χρόνια, τα οποία είχαν μείνει πολύ πιο πίσω, είχαν ξεχαστεί λίγο σε ένα παρελθόν όχι τόσο φωτισμένο όσο τώρα. Το τρομερό είναι, ότι δεν μιλάμε για πολλά χρόνια πίσω.
«Όταν άρχισαν να ακουμπάνε στο τραπέζι της πρόβας οικογενειακές ιστορίες, ανέσυρα από τη μνήμη μου την ιστορία αυτή της μητέρας μου. Και θυμήθηκα τη στιγμή, γιατί το αποτέλεσμα αυτής, το είχα ήδη ενσωματώσει και πορευόμουν με αυτό για χρόνια».
– Έχοντας γίνει μητέρα η ίδια, πόσο πιο δύσκολες ήταν οι σκληρές σκηνές της Φόνισσας για εσάς;
Την ώρα που πήγα να συνειδητοποιήσω τον πόνο αυτόν, του πώς ένιωθαν αυτές οι γυναίκες που φέρνουν ένα παιδί στον κόσμο και κάποια συνθήκη τους το έπαιρνε κι ότι αυτή η ταινία μαζί με όλα τα άλλα θα είναι ένα τεράστιο μνημόσυνο σε αυτά τα παιδιά, έπαθα κάτι που είπα «Τώρα δεν μπορώ να το σκεφτώ αυτό, θα το σκεφτώ αργότερα» και το ανέβαλα ψυχικά να σηκώσω το βάρος του στους ώμους μου.
«Έπαιρνα μία απόσταση. Έβλεπα την Καρυοφυλλιά να ζορίζεται τρομερά σε αυτές τις σκηνές και να κλαίει και έλεγα ότι “Δεν θα πάω να την παρηγορήσω, γιατί αν πάω κι εγώ θα λυγίσω κι εγώ”».
Όταν τέλειωσα την ταινία, κατέρρευσε το σώμα μου. Έμεινα ένα μήνα στο κρεβάτι με 2 δισκοκήλες. Κατέρρευσε το φράγμα που είχα βάλει. Και ευτυχώς μετά ήρθε και το ευεργετικό μοντάζ, το οποίο με έκανε να πάρω μια απόσταση και έσωσε πολλά λάθη μου που η απειρία μου ήθελε να έχω κάνει. Μπήκε μία ευεργετική διαδικασία μέσα μου και ένα πολύ μεγάλο δέσιμο με την Αγγέλα τη Δεσποτίδου, την μοντέζ μας. Νομίζω αδελφοποιηθήκαμε σε αυτή την ταινία.
– Έπαιξε ρόλο στο να συνδεθείτε διαφορετικά με την ιστορία το γεγονός ότι είστε μαμά και αγοριού και κοριτσιού;
Καταρχάς ήμουν κόρη και είχα αδελφούς, οπότε το διέκρινα από μικρή στο σπίτι μου. Είχα μια πολύ χειραφετημένη γιαγιά, τη μητέρα της μητέρας μου, που δεν μεγάλωσε τη μητέρα μου, να νιώθει διαφορετική από τους αδελφούς της. Όμως, έμελλε να το εισπράξει αυτό από την άλλη της οικογένεια, με την οποία διαφώνησε βέβαια φρικτά ο πατέρας μου και καθόλου δεν δικαιολόγησε αυτές τις γυναίκες που κάνανε την παρατήρηση, όμως εκείνη το εισέπραξε βαθιά. Η γνώση του σήμερα με κάνει να λέω πως το τραύμα των γυναικών είναι έτοιμο να ανοίξει πάντα. Πώς να σβηστούν κυτταρικά τόσοι αιώνες;
Ανάλογα ισχύουν και για τους άντρες βέβαια και σίγουρα η ταινία δεν έχει να πει, το πόσο σκληρά φέρθηκαν οι άντρες στις γυναίκες. Η ταινία αυτή μπαίνει και στα παπούτσια των αντρών, γιατί και αυτοί κακοποιήθηκαν με έναν τρόπο τελείως διαφορετικό.
Οι άντρες ήταν αναγκασμένοι και εκείνοι, να μπούνε σε αυτά τα στερεότυπα και σ’ αυτά τα συγκεκριμένα καλούπια και δεν το επεδίωκαν μόνο οι πατεράδες τους. Το επιδίωκαν και οι μητέρες τους. Και οι γυναίκες τους το αξίωναν οι αργότερα. Είναι τρομερό. Είναι τέτοια φυλακή να πρέπει να είσαι πάντα δυνατός θες δε θες και σκληρός.
Είμαι πάλι ευγνώμων που εξαιτίας 2 γυναικών ψυχοθεραπευτριών της Ελισάβετ Μπαρμπαλιού και Φωτεινής Τσαλίκογλου και των θεωρητικών κειμένων τους, κατάλαβα και την πλευρά των αντρών. Και το κατάλαβα και μέσα στο σπίτι μου.
«Η κυρία που φροντίζει το σπίτι μας, είπε μια μέρα τη φράση “ε, κυρία Εύα άντρας είναι….!”. Σάστισα, γιατί όλη μου τη ζωή ακούω αυτή τη φράση που δίνει ένα άλλοθι στον άντρα όμοιο με αυτό του παιδιού».
Δεν τους αφήνουμε να ενηλικιωθούν και από την άλλη τους θέλουμε και απόλυτα ενήλικες και προστάτες. Αυτό είναι πάρα πολύ διχαστικό.
Το καλύτερο σχόλιο που άκουσα γι’ αυτή την ταινία, είναι ότι δεν είναι μια ταινία που αφορά στις γυναίκες, αφορά στον άνθρωπο. Και αν ισχύει αυτό, είμαι πολύ χαρούμενη και ευτυχισμένη.
– Ένας από τους λόγους που οι γυναίκες δεν γίνονται σκηνοθέτες είναι συνεχίζουν αν έχουν ξεκινήσει σύμφωνα με έρευνες και στατιστικά είναι η μητρότητα. Εσείς νιώσατε αυτή τη δυσκολία;
Πάρα πολύ. Και με απασχόλησε και πάρα πολύ. Καταρχάς να πω ότι εγώ η ίδια είχα από την κοινωνία λάβει ένα λανθασμένο μήνυμα για τα παιδιά. Κάποτε δέχτηκα την ερώτηση «Ποιο φόβο σας ξεπεράσατε στη ζωή αυτή;». Η απάντηση ήταν ότι νιώθω ευγνώμων και δυνατή που θέλησα να κάνω παιδιά, γιατί έτσι όπως είναι οι συνθήκες γύρω μας, μας κάνουν να μη θέλουμε.
Μπήκα σε μια ανδροκρατούμενη δουλειά από πολύ μικρή και συστατικό της επιτυχίας μου ήταν ότι με θεωρούσαν αδέσμευτη από οικογένεια και από παιδιά. Οι άνθρωποι θέλουν αποκλειστικότητες στη ζωή και στη δουλειά. Έχω δει σκηνοθέτες να μου λένε «τώρα που έκανες παιδιά θα σε χάσουμε». Είναι τόσο δεδομένο αυτό…
Αλλά εγώ έχω να πω ότι τα παιδιά μου ενέπνευσαν το μυαλό μου σε αυτό το επίπεδο. Στα παιδιά μου οφείλω ότι έσπασα το φράγμα του φόβου, ότι αναμετρήθηκα με τον εαυτό μου. Η απόφαση να τους δώσω τον καλύτερο εαυτό μου έβγαλε και αυτόν τον εαυτό που σήμερα σας μιλάει. Τα παιδιά μου ήταν και στο γύρισμα μαζί μου. Ευτυχώς δεν έχουν καταλάβει το περιεχόμενο αυτής της ταινίας. Έχουν καταλάβει όμως ότι είναι ένα παιχνίδι και ότι είναι και ψέματα το σινεμά και έχουν δεχτεί αυτή τη συνθήκη, την ωραία, την εποικοδομητική.
«Ήταν δύσκολο, πολύ, γιατί κάποιες μέρες έπρεπε να τα αποχωριστώ. Και αυτοί οι αποχαιρετισμοί ήταν αβάσταχτοι και ήμουν κι εγώ πολύ φορτισμένη».
Θυμάμαι μια μέρα δύσκολη και πιεσμένη. Προσπαθούσαμε να σώσουμε τη ασυνέπεια του καιρού, της κακοκαιρίας που μας είχε καταστρέψει κάποια πλάνα και είχα μια ιδέα και δεν με εμπιστευόταν σε αυτήν ο αντρικός πληθυσμός της ταινίας και με είχαν πικράνει. Την άλλη μέρα ο κύριος Νίκος, ο φύλακας του χωριού, ο πιο συντηρητικός, τους έπιασε και τους είπε «δεν ντρέπεστε να στεναχωρείτε αυτό το κορίτσι, που δεν έχω δει άνθρωπο να δουλεύει τόσο πολύ»;
Η αξία που είχα και στα μάτια εκείνου του ανθρώπου, ήταν του ανθρώπου που δουλεύει πολύ. Αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο να συμβεί, όταν έχεις παιδιά. Κάτι θα στερήσεις από τα παιδιά σου και κυρίως από τον εαυτό σου.
– Ποιο είναι το επόμενο βήμα για σας; Θα συνεχίσετε τον κινηματογράφο;
Πολλοί θέλουν να με πούνε σκηνοθέτη, όμως εγώ δηλώνω αυτό που δήλωνα πάντα στη ζωή μου. Μια εικαστικός, που έκανα μια ταινία. Τα τελευταία 2,5 χρόνια στις φυλακές Αυλώνα, μοιράζομαι με τα παιδιά εκεί, ένα εικαστικό έργο που δουλεύω πολύ περισσότερα χρόνια από τη Φόνισσα . Το σίγουρο είναι, ότι αυτό το έργο κάποια στιγμή θα κινηματογραφηθεί.
Τα παιδιά κι εγώ έχουμε τόσο γοητευτεί με τη διαδικασία της κινηματογράφησης που με ρωτάνε κάθε φορά που πάω πότε θα κάνουμε την επόμενη ταινία. Δεν μπορώ να αντισταθώ σε αυτό. Θα κάνω μαζί τους αυτή την ταινία και θα ολοκληρώσω κάπως έτσι αυτό το εικαστικό έργο, το οποίο μελετώ 20 χρόνια. Εύχομαι και ελπίζω να μπορέσω να το πυκνώσω και να το ολοκληρώσω και αυτό όπως τον άλλο μυστικό μου πόθο, τη Φόνισσα.
Info: Η Φόνισσα, από την Πέμπτη 30 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους από την Tanweer