Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη δεν συμπαθεί τον έρωτα και ξέρει ότι θα φύγει συγχυσμένη
MUA & HAIR STYLIST: ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΔΕΡΕ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΤΟ IL GIARDINO
- 7 ΜΑΡ 2024
Αν έπρεπε να γράψω για τη μία και μοναδική αλήθεια της ζωής, θα επιστράτευα την πιο χαοτική εκδοχή μου για να ρίξω στο ίδιο καζάνι με αυτόν τον πεντανόστιμο εθιστικό ζωμό, αρκετό χρήμα, τόσο όσο ναρκισσισμό, μοναξιά αλλά και συνύπαρξη, μια πρέζα κυνισμό σαν αυτόν του χήρου Οράτιου που αναζητά νύφη, λίγο ντράμα για τα κλικς, χαχανητά σαν αυτά που ακούγονται στο REX από τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου, μια υπόσχεση ευτυχίας, λίγη παραπάνω σύγχυση και πολύ έρωτα. Ο έρωτας θα ήταν αυτό το μυστικό συστατικό που απογειώνει τη συνταγή της ζωής, όπως η κανέλα στην κόκκινη σάλτσα.
Η Ντόλυ Λεβί το ξέρει πολύ καλά αυτό και ως γυναίκα που αγαπά να τρώει, αλλά κυρίως να σερβίρει την αγάπη με τη σέσουλα, αναλαμβάνει να «παντρέψει» τα θέλω και τα μπορώ του καθενός και να τους «τακτοποιήσει», ως η θαυματουργή, πανούργα Προξενήτρα του Εθνικού Θεάτρου. Στην τελευταία παράσταση που ανεβαίνει στη σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη στο Θέατρο REX πριν αυτό κλείσει για να ανακαινιστεί, η Γαλήνη Χατζηπασχάλη βρίσκει ταίρια σε ανθρώπους που τους ενώνει τελικά η μοναξιά και η βαθιά τους ανάγκη να έχουν κάποιον να κάτσει δίπλα τους στον καναπέ, απέναντί τους στο τραπέζι, πλάι τους στο κρεβάτι.
«Άκου, εγώ έχω ένα μικρό μειονέκτημα. Δεν διαβάζω ποτέ τα έργα πριν την πρώτη πρόβα. Κυρίως το κάνω από τεμπελιά. Προτιμώ δηλαδή αν είναι ένας άνθρωπος να μου πει κάποια πράγματα για το έργο, να μου πει λίγο το ζουμί. Δεν ήθελα λοιπόν να τη διαβάσω την Προξενήτρα, αλλά μόνο και μόνο ο τίτλος, μού άρεσε πάρα πολύ, όταν μου τον είπε ο Θωμάς (σ.σ. Μοσχόπουλος που σκηνοθετεί την παράσταση). Το θεώρησα πολύ ελαφρύ, οπότε όταν είναι κάτι ελαφρύ πάω αμέσως. Δεν το σκέφτομαι.
Αν είναι κάτι βαρύ, σίγουρα θα το διαβάσω, αλλά αυτό το θεώρησα λίγο πρωτοεπίπεδο. Μου αρέσουν αυτά εμένα και έτσι και είναι δηλαδή κάπως το πράγμα. Το θεωρώ γενικά το έργο αυτό μια ελαφριά κωμωδία, ένα μπουλβάρ με μια ωραία υπόθεση, αρκετά καλογραμμένο και πολύ ωραία μεταφρασμένο από τον Θωμά.
Έχω και μεγάλη χαρά που είμαι με τη Ράνια (σ.σ. Οικονομίδου). Λίγο είμαι στη σκηνή μαζί της, αλλά έστω αυτό το λίγο που ακυρώνομαι σαν θεατρική ύπαρξη και ας πούμε μπορώ να κάθομαι μόνο να τη βλέπω. Αυτό όλο που φέρει αυτή η γυναίκα, όλη αυτή την ιστορία, όχι μόνο τη θεατρική, την ιστορία της ζωής της. Και σκηνικά είναι η ιστορία αυτή μπροστά μου και τίποτα. Θα ήθελα πολύ να παίζω δηλαδή με τη Ράνια συνέχεια και να κάθομαι, να λέω κι εγώ 5 ατάκες κι αυτή να παίζει».
Παπούτσια Tsakiris Mallas
«Αυτό που είναι πολύ ωραίο, είναι ότι οι χαρακτήρες είναι πολύ αληθινοί και έχουν και κάποιες μικρές στεναχώριες. Και η ίδια η Ντόλυ έχει, οπότε και αυτό είναι πολύ ωραία κινητήριος δύναμη για να μην είναι μια απλή που θέλει να κάνει προξενιά, έτσι χωρίς να επηρεάζεται συναισθηματικά. Επηρεάζεται πάρα πολύ γιατί είναι επίσης μια μόνη και θέλει κι αυτή να βολευτεί. Ψάχνει κι αυτή έναν άντρα. Κυρίως αυτό είναι που την κινεί και μέσα σε αυτό φτιάχνει και τους άλλους. Τους συμμαζεύει, τους φέρνει κοντά και τους ταιριάζει έτσι και αλλιώς – γιατί το έργο κανονικά λέγεται Μatchmaker που σημαίνει ξέρω ‘γω, “ταιριάστρα” κάπως. Δεν είναι δηλαδή προξενιό με την έννοια με το ζόρι να πάει κάποιος να πάρει μία που είναι γεροντοκόρη ας πούμε. Έχει μια ευφορία η ίδια και σκηνική και γενικά, που την έχουν και όλοι οι άλλοι ήρωες. Οπότε μου αρέσει.»
Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη είναι για μένα το ονοματεπώνυμο που όταν τοποθετηθεί δίπλα στο «παίζουν οι», με κάνει πάντα χωρίς δεύτερη σκέψη να θέλω να δω εκείνη την παράσταση. Διαθέτει ένα αμάλγαμα υποκριτικών ποιοτήτων που θαυμάζω και βρίσκω σαρωτικές όταν τις ξεδιπλώνει στη σκηνή: η φωνή της είναι τόσο μοναδική που δεν χρειάζεται να κοιτάς για να βεβαιωθείς ότι πάτησε στο σανίδι. Η εκφορά του λόγου και η ευκολία με την οποία κάνει δικό της κάθε είδους ρόλο, της δίνει αυτή την υπερδύναμη να έχει πάνω στον θεατή όποια επιρροή θέλει: Με κάνει να κλαίω από τα γέλια κάθε φορά, αλλά είναι ακόμα πιο λυτρωτικό όταν μεταμορφώνει με τον δικό της «γαλήνιο» τρόπο τις πιο δραματικές ατάκες.
Στην Ντόλυ Λεβί, η Γαλήνη έχει δώσει μια τέτοια υπόσταση. Μια γυναίκα που κρύβει τα δικά της μικρά σκοτάδια, εκεί ακριβώς που αντανακλά το χρήμα που περνά μια στο τόσο από τα χέρια της. Μια ακόμα έξυπνη, που με το να ξεγελά τους άλλους με το πνεύμα της, ταΐζει τη δική της επίπλαστη και πρόσκαιρη ευτυχία. Είναι λοιπόν μια παράσταση ναι μεν εύκολη (αν εξαιρέσεις τα ονόματα με προσωπικό μου αγαπημένο την Ερμενεγάρδη), με γρήγορο και αστείο κείμενο, που όμως κρύβει μικρά τσιμπήματα αλήθειας, ανάμεσα στα φαρσικά του στοιχεία.
– Γιατί προτιμάς τα ελαφριά κείμενα;
«Δεν μου αρέσει να επιβαρύνομαι στη δουλειά συναισθηματικά. Γιατί εντάξει, παλιά που ήμουνα και πιο νέα και πιο μικρή, αισθανόμουν ότι δεν επηρεάζομαι καθόλου από τον ρόλο. Σαν ο ρόλος και η ζωή μου να είναι δύο διαφορετικά πράγματα, το οποίο δεν ισχύει, ούτε και τότε ίσχυε, απλά τότε μπορούσα πιο εύκολα να κάνω τον διαχωρισμό. Τώρα πια δεν μπορώ.»
Μεγαλώνεις, μεγαλώνουν και οι φόβοι και όλα αυτά μεταφέρονται και στη δουλειά.
«Οπότε προτιμώ στη δουλειά να υπάρχει ένα κλίμα πιο ελαφρύ. Γι’ αυτό μου αρέσει η κωμωδία γενικά. Βεβαίως. Εντάξει, δεν σου κρύβω ότι φλερτάρω πολλές φορές και όταν παίζω κωμωδία να κάνω και κάτι έτσι που έχει και το δάκρυ του και είναι και αυτό λυτρωτικό. Απλά δεν θα μου άρεσε να νιώθω ότι πρέπει συνέχεια να πηγαίνω κάπου και να να σφίγγομαι. Και πάλι δηλαδή, δεν θα το έκανα με σφίξιμο, με μια ελαφρότητα θα το έκανα και το κάνω το δραματικό. Το άλλο όμως είναι πιο ανατατικό και με ευχαριστεί περισσότερο.»
Το προξενιό και ο έρωτας
Η Γαλήνη είναι παντρεμένη με τον Πάνο και έχουν μαζί τρία παιδιά. Σε μια κάπως νομοτελειακή εξέλιξη γι’ αυτήν εδώ τη συνέντευξη με αφορμή την Προξενήτρα, μαθαίνω πως οι δυο τους γνωρίστηκαν με «προξενιό».
«Έχω μια πολύ καλή φίλη που είχε γνωρίσει τον αδερφό του και τα είχανε φτιάξει και μου έλεγε συνέχεια ότι “θέλω να σου γνωρίσω αυτόν. Το πιστεύω, θα σου αρέσει, πρέπει κάτι να κάνουμε”. Και σ’ αυτόν έλεγαν διάφορα για μένα και διάφορα ψέματα κιόλας, ότι είμαι κάτι το φοβερό ας πούμε. Και θυμάμαι αυτή τη μέρα, που βρεθήκαμε σε αυτή την ταβέρνα όλοι μαζί, μόνο και μόνο για να βρεθούμε εμείς οι δύο. Κάναμε ότι ήταν τυχαίο και τέτοια.»
«Οπότε ξέρεις από πρώτο χέρι τι χρειάζεται για να πετύχει το προξενιό», της λέω.
«Εντάξει, η τύχη είναι μεγάλο πράγμα, γιατί έχω κάνει κι εγώ σε μια φίλη μου προξενιό τελείως αποτυχημένο. Πιστεύω υπήρχε μια αναγκαιότητα και για μένα και για κάποιους άλλους που πετυχαίνει όταν γνωρίζονται δύο άνθρωποι που τους γνωρίζουν κάποιοι άλλοι επί τούτου. Μια αναγκαιότητα να το κάνεις το βήμα.
Δηλαδή να μην είσαι κλειστός. Άμα είσαι ανοιχτός, με μια ωραία παρέα, γιατί επηρεάζει σίγουρα ο εξωτερικός παράγοντας την κατάσταση για να δημιουργηθεί κάτι. Το θεωρώ πιο ωραίο αυτό από το να βγαίναμε μονάχοι ή να βρισκόμασταν στα σόσιαλ. Είναι πιο παιχνιδιάρικο και σε κάνει και αισθάνεσαι κι εσύ ότι δεν έχεις τόσο ευθύνη».
Μπορείς να αφεθείς πιο εύκολα πιστεύω στο να σε ταιριάξουν, από το να πας μόνος σου να ταιριάξεις.
«Η Ντόλυ και ο Οράτιος αντιμετωπίζουν κάπως κυνικά τον έρωτα. Εσύ;»
«Δεν τον συμπαθώ τον έρωτα. Εντάξει, όχι, ότι δεν με έχει κινήσει σ’ αυτή τη ζωή και πάρα πολύ βαθιά, μάλιστα. Με έχει κινήσει και με έχει βοηθήσει να βρω και τον εαυτό μου καλύτερα. Είναι ένα μονοπάτι σκοτεινό, ο έρωτας για μένα. Η αλήθεια είναι στα πρώτα χρόνια ήταν πολύ σκοτεινό. Μετά από ένα σημείο, ε αποφάσισα να του δώσω εγώ η ίδια λίγο φως. Και εκεί πιστεύω ότι τίθεται το θέμα του ερωτισμού πια.
Είναι άλλο πράγμα ερωτισμός κι άλλο έρωτας. Ο ερωτισμός είναι ένα πράγμα περιρρέον, πολύ πιο φωτεινό που μου αρέσει γενικά να υπάρχει στη ζωή μου. Ο έρωτας θεωρώ είναι λίγο πιο άρρωστο πράγμα».
Όταν αφοσιώνεσαι, θες να το κατακτήσεις, θες να το έχεις μόνο για σένα. Αυτά είναι στοιχεία του έρωτα που δεν μου αρέσουν πάρα πολύ. Μου αφαιρούν από την ελευθερία μου.
«Ενώ το άλλο το να είμαι “γενικά ερωτευμένη”, που το λέμε και είναι και λίγο γελοίο, αλλά είναι πιο γλυκό και πιο κοντά στην πραγματικότητα. Γι’ αυτό τώρα σε σχέση με τη Ντόλυ και τον Οράτιο, ναι μεν είναι κυνικοί, αλλά είναι πιο πραγματιστές. Δηλαδή εντάξει, πόσο αυτή η κοπέλα, η Ντόλυ, ή οποιαδήποτε κοπέλα, να ψάχνει κάτι το ιδανικό; Κάτι που ενώ έχεις έναν άνθρωπο απέναντί σου που έχει ας πούμε πέντε καλά και πέντε κακά και αυτά τα πέντε καλά όμως κάπως καθρεφτίζονται μέσα σου, οπότε λες πάμε μ’ αυτά. Αυτά τα θεωρώ πιο ωραία στη ζωή και νομίζω ότι είναι πιο ζωή.
Εγώ τώρα ξέρεις, επειδή έχω κάνει και οικογένεια, μετά τα βλέπεις αυτά και λίγο έτσι σαν κυνικά. Οπότε εντάξει, δεν δίνω μεγάλη βάση στον έρωτα, αλλά όχι ότι δεν είναι ένα πράγμα που έχει μεγάλη δύναμη και παλμό μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Είναι ένα τοπ πράγμα, αλλά πρέπει κι αυτό κάπως νιώθω να τοποθετηθεί μέσα μας εκεί που του πρέπει ας πούμε, έτσι ώστε να έχει μια αξία μεγάλη, αλλά όχι να έχει την αξία όλης της ζωής.»
Το βολικό με τους ανθρώπους που δεν αυτοπροσδιορίζονται ως παραδοσιακά ρομαντικοί, είναι ότι αναγνωρίζουν χειρονομίες και συνθήκες αγάπης εκεί που οι άλλοι βλέπουν απλά «καθημερινότητα». Και κάπως έτσι η Γαλήνη επιβεβαιώνει τον ίδιο της τον εαυτό όταν δηλώνει «ερωτευμένη με τη ζωή»: Απολαμβάνει τις στιγμές που βλέπουν και οι πέντε τους ταινίες, να κάνουν χαβαλέ, ή να ακούνε τα ανέκδοτα που τους λένε τα παιδιά τους, ακόμα κι αν τις περισσότερες φορές δεν είναι και πολύ πετυχημένα. Της αρέσει όμως που τα βλέπει να χαίρονται με το τίποτα. Όσο για τον σύζυγό της: «Μου αρέσει ας πούμε, να τώρα πριν έρθω, μου έκανε εσένα. Σαν πρόβα για τη συνέντευξή μας. “Για πείτε μας κυρία Χατζηπασχάλη”», μου λέει και χαμογελά.
Το χρήμα
Πρακτικά, κινητήριος μοχλός της ζωής της Ντόλυς, του Οράτιου, αλλά και όλων εμάς εδώ που δεν αποτελούμε αποκυήματα κάποιας ευφυούς πένας, είναι το χρήμα. Όσο παραδόπιστη κι αν δείχνει σε μια πρώτη ανάγνωση η ηρωίδα του Ουάιλντερ που ενσαρκώνει η Γαλήνη, η ηθοποιός φροντίζει να μου επισημάνει ότι δεν τα κάνει όλα κυνηγώντας το πολύ χρήμα, αλλά αυτό που είναι «τόσο όσο. Αρκετό ώστε να ζούμε καλά». Η ίδια, τι σχέση έχει με τα χρήματα;
«Δεν έχω καλή σχέση με τα λεφτά. Τα μπερδεύω, δεν δίνω σημασία. Δεν ξέρω πόσα λεφτά έχω στο πορτοφόλι μου. Μπορεί να έχω 20ευρώ, αλλά να νιώθω ότι έχω 70 ας πούμε ή μπορεί να έχω 120 και να μην ξέρω, να νομίζω ότι έχω 30. Το χρήμα είναι κάτι στο οποίο δεν δίνω πολλή σημασία στην καθημερινότητα. Ξέρω όμως πόσα παίρνω και περίπου πόσα δίνω. Επειδή άμα είσαι και με έναν άλλον μαζί, το έχω λίγο αφήσει στον Πάνο αυτό, δηλαδή με τους λογαριασμούς, όταν μου έρχονται τα μηνύματα, τα περνάω έτσι, δεν προσέχω πόσο ήρθε το αέριο. Κάτι ξέρω περίπου, δεν είμαι χάπατο, αλλά όχι, δεν είμαι καλή σε αυτό. Εκείνος που ασχολείται με τους υπολογιστές, ξέρει να πληρώνει πολύ καλά. Εγώ κάνω άλλα πολύ ωραία. Βάζω τα πλυντήριά μου, τις σκούπες μου. Αυτά τα κάνω πιο ωραία από αυτόν. Ο καθένας έχει τις ευκολίες του. Κάπως το έχουμε οργανώσει.»
Λέω φωναχτά αυτό που σκέφτομαι: «Δεν μου βγάζεις καθόλου αυτή την εικόνα της εργαζόμενης, πολύτεκνης μητέρας που τρέχει και δεν φτάνει και προσπαθεί να είναι και νοικοκυρά και σύζυγος και απ’ όλα. Έχεις βρει τη λύση στη σύγχυση των ρόλων της γυναίκας;»
«Σίγουρα υπάρχει αυτό, αλλά ξέρεις κάτι, η σύγχυση ρόλων είναι ένα πράγμα βαθύ στη γυναίκα. Και γι’ αυτόν τον λόγο δεν μ’ αρέσει να το εξωτερικεύω. Να μείνει εκεί που είναι, όπως κι αυτό που λέγαμε πριν, ας πούμε για τον έρωτα. Έχει τη θέση του μέσα μου. Δεν είμαι μια που νομίζω ότι όλα τα κουμαντάρει και το καθένα έχει τη θέση του. Σε καμία περίπτωση. Τα μπερδεύω κι εγώ καμιά φορά τα πράγματα. Πόσο να είμαι με τα παιδιά, πόσο να είμαι παρούσα στη δουλειά, αυτές όλες οι ισορροπίες. Αλλά δεν θέλω κι αυτό να το υπερβάλλω. Γίνεται, συμβαίνει.
Βέβαια η γυναίκα τα τελευταία χρόνια έχει αυτές τις πολλές θέσεις στην κοινωνία, όμως εμένα και η γιαγιά μου που μπορεί να μην της έλεγαν ότι έχει αυτή τη θέση, σηκωνόταν το πρωί να μαζέψει τα αυγά, να σφάξει την κότα, να πάει να κάνει το ψωμί. Δηλαδή αυτό τι ήταν; Επειδή εκείνη δεν πληρωνόταν; Μέσα μας το έχουμε αυτό, τη σύγχυση.
Οπότε μια χαρά, αφού είναι μέσα μας, κάπως λίγο ας το αποδεχτώ. Λέω “αυτό είναι, συγχυσμένη θα είμαι, συγχυσμένη θα φύγω”. Έχω και μια μάνα που είναι πολύ βράχος και ένα πατέρα δηλαδή, αλλά μια μάνα που με βοηθάει πάρα πολύ για να μπορώ να το φτιάξω αυτό το τοπίο και αυτούς τους ρόλους να είναι μια χαρά και να δουλεύουν. Δηλαδή η μάνα μου είναι μια κολώνα».
Την παρατηρώ ενώ φωτογραφίζεται. Μοιράζεται μαζί μας τι σκέφτεται: «Κάνω κάπως να σαν να κοιτάω προς τα εκεί και περιμένω κάποιον να έρθει. “Πού να ‘ναι, έρχεται;”. Τον αναζητώ», λέει και ποζάρει στον φακό. Της αρέσει άραγε να φροντίζει τον εαυτό της, όταν δεν το επιβάλλει η δουλειά;
Μου αρέσει το έξω να αντανακλά το μέσα και μου αρέσει και το αντίθετο, δηλαδή να φτιάχνουμε το έξω, για να ομορφύνει και το μέσα.
«Μου αρέσει η εξωτερική εμφάνιση. Δεν μου αρέσουν οι φόρμες, δεν είμαι πολύ του αθλητικού για κάτι πιο κάζουαλ. Μ’ αρέσει λίγο η κοκεταρία, αλλά γενικά με τα βαψίματα και το μαλλί δεν το ‘χω. Λίγο κάπως σαν να μην ασχολούμαι ιδιαίτερα με το κεφάλι. Μου αρέσει μια φυσικότητα, μια επίφαση φυσικότητας γενικά, αλλά και στο ντύσιμο. Δεν θέλω πολύ να είναι εξτρίμ το πράγμα.»
«Social media γιατί δεν έχεις;»
«Αχ και μόνο που το σκέφτομαι αυτό λέω “δηλαδή θα έχω και αυτό από πάνω”. Γενικά με το κινητό έχω σχέση, αλλά όχι πολύ. Ας πούμε αποφεύγω και να διαβάζω ειδήσεις. Δεν είναι ένα πράγμα που με ευχαριστεί και το κατάλαβα κάποια στιγμή ότι κάτι μου ξύνει. Ένα πράγμα του ανθρώπου που τώρα εμένα δεν μου χρειάζεται. Ξέρεις, με τις ειδήσεις τονώνεις τους φόβους σου και αυτό κάνει καλό. Γιατί προσέχεις, ας πούμε, στη ζωή σου. Σκέφτεσαι πράγματα που μπορεί να συμβούν και τα αποφεύγεις και κερδίζεις από αυτό. Τώρα όμως εγώ επειδή έτσι κι αλλιώς έχω φόβους γύρω γύρω, όταν έχεις και τα παιδιά, δεν χρειάζομαι και να διαβάζω ότι ένας πατέρας στην Αμερική έκανε αυτό. Με κάνει πιο φοβισμένη. Γνωρίζω κάπως μέσα μου τι γίνεται. Δεν είμαι και σε άλλο πλανήτη, αλλά δεν θέλω κι εγώ συνέχεια να το ξύνω αυτό.
Τώρα για τα σόσιαλ δεν μπορώ να το φανταστώ. Να ασχοληθώ ας πούμε, να βλέπω αυτό στο instagram και να ψάχνω να δω ποιος είναι. Με κουράζει αυτό. Δεν έχω και χρόνο. Αυτή είναι η αλήθεια. Και κάπως δεν μου χρειάζεται. Τι να το κάνω τώρα κι εγώ το σόσιαλ. Δεν νομίζω ότι κάποιος θα μου προσφέρει κάτι. Ούτε στη δουλειά μου να βγάλω λεφτά. Λες να έβγαζα λεφτά;»
«Κανά εξτραδάκι, μπορεί».
«Ναι, εντάξει, δεν πειράζει. Εμένα τα πολλά μου λείπουν. Λίγα έχω».
H Γαλήνη δεν βρίσκει στην πραγματικότητα ποτέ τη γαλήνη. Όταν ξαπλώνει στο κρεβάτι και βρίσκεται ανάμεσα στα σκεπάσματα αναφωνεί ένα «αχ αυτό είναι» και νιώθει πως εκείνη η στιγμή τής ανήκει ολοκληρωτικά. Βέβαια, ακόμα και τότε η πιθανότητα να θελήσει τσίσα ο Αιμίλιος και να χρειαστεί να σηκωθεί, στέκεται εκτυφλωτική στο κομοδίνο δίπλα στο αναμμένο λαμπατέρ και την κρατά ξύπνια για κάποια ώρα. Την ηρεμεί ο αττικός ουρανός και ο ήλιος γιατί έχει φάει πολύ κρύο στη Θεσσαλονίκη που σπούδασε, και νιώθει ότι είναι ένα όνειρο που ζει εδώ, αλλά στις δύσκολες στιγμές σκέφτεται πάντα ότι θα ήθελε να είναι σε κάποιο χωριό. Να έχει ένα μποστάνι, κάπως να προσεγγίσει στην αληθινή ζωή αυτή την ευτυχία που είχαν στην τηλεόραση στο Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι.
«Αλήθεια Γαλήνη, η τηλεόραση;»
«Θα το ‘θελα ίσως, αλλά δεν έχει τύχει. Μπορεί κάποια στιγμή να με πλησιάσει ένας άνθρωπος να μου προτείνει κάτι ωραίο, μια ωραία σκέψη και να πω “αχ, τι ωραίο. Άντε ας το δοκιμάσουμε να δούμε αν είναι ταιριαστό πάνω μου”».
Γιατί τι διαφορετικό έχουν οι ρόλοι στη ζωή μας, από αυτούς στα έργα; Ένα ατελείωτο, αχανές προξενιό είναι και η πραγματικότητα: να βρεις τι σου ταιριάζει, να ματσάρεις με τον σωστό άνθρωπο, τους κατάλληλους φίλους, να σου προτείνουν τη δουλειά που θα σε κάνει ευτυχισμένη, ή και τον ρόλο που θα μιλήσει στο μέσα σου. Τουλάχιστον μπορώ να σου πω πού θα βρεις τη διασημότερη Προξενήτρα και αυτό είναι μια καλή αρχή.
info: Η Προξενήτρα στο Εθνικό Θέατρο, Τετάρτη – Κυριακή. Εισιτήρια εδώ