ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Η Λίτσα και η Νίτσα: Από κόρη, μαμά και τούμπαλιν- μια σχέση σαν τη δική σου

Αγγελική Καλαμαρά

«Εγώ με την κόρη μου έχουμε μια πορεία που είναι σαν να είναι οι ζωές μας ίδιες. Μοιάζουμε σε πολλά πράγματα. Έχουμε και τις διαφορές μας βέβαια, αλλά μοιάζουμε κιόλας σε πολλά. Κοίταξε να δεις τώρα.» Μια Κυριακή του Μαΐου του 1993 – με πιθανότερη αυτή που ακολουθεί τη Γιορτή της Μητέρας – η Λίτσα και η μαμά της, η Νίτσα, ξεχώρισαν τις μέχρι τότε παρόμοιες, παράλληλες ζωές τους. Σε αυτό το κείμενο θα τις ξαναμπλέξουμε, με σκοπό να μιλήσουμε για την αρχή του παραμυθιού που ονομάζουμε ζωή, τη μητρότητα.

Η Νίτσα ήταν 14 χρονών όταν γνώρισε τον σύζυγό της, τον Σωκράτη. «Ήταν 6 χρόνια μεγαλύτερος. Έρωτας μεγάλος. Αρραβωνιαστήκαμε, πήγε στρατιώτης, γύρισε. Εκεί κάπου μπερδευτήκαμε. Έμεινα έγκυος στα 18, τυχαία.

Στην αρχή φοβόμασταν και πήγαμε να το ρίξουμε. Ήμασταν σε αναβρασμό. Πήγαμε σε μία στους Αμπελόκηπους με τον σύζυγο. Καθόμασταν και περιμέναμε στην αίθουσα αναμονής. Ήταν εκεί κι ένας κύριος που περίμενε τη γυναίκα του που ήταν ήδη μέσα. Ακούω εγώ φωνές από μέσα, να στριγγλίζει αυτή. Εκείνο τον καιρό έκαναν εκτρώσεις χωρίς αναισθησία και όποιος ζούσε, ζούσε. “Σήκω” μου λέει ο σύζυγός μου, “φεύγουμε”. Έτσι αποφασίσαμε να το κρατήσουμε. Το είπαμε και στους γονείς μας και έτσι έγινε. Παντρευτήκαμε.

Επειδή τα οικονομικά δεν ήταν καλά, μείναμε με τη μητέρα και τον πατέρα μου. Ζούσαμε σε ένα προσφυγικό σπίτι το οποίο ήταν ενάμιση δωμάτιο σχεδόν. Η κουζίνα και η τουαλέτα έξω απ’ το σπίτι. Εδώ στον Περισσό ήταν. Το δωμάτιο το κάναμε δική μας κρεβατοκάμαρα και σ’ ένα χωλάκι πιο μικρό που είχε, είχαν ένα κρεβάτι εκεί η μητέρα μου με τον πατέρα μου και κοιμόντουσαν». Όταν η κόρη της ήταν περίπου 4, η Νίτσα είχε μαζέψει αρκετά χρήματα για να νοικιάσει το δικό της σπίτι στην Καλογρέζα. «Τα πήρα όλα μόνη μου, ό,τι χρειάζεται ένα σπίτι, με δικά μου χρήματα».

Δούλευε ως κομμώτρια στην αρχή και στη συνέχεια σε σούπερ μάρκετ. Η Λίτσα θυμάται τη μαμά της να τρέχει όλη μέρα: «Έλειπε από το πρωί μέχρι το βράδυ η μαμά μου. Πάντα πολύ δυναμική, πάντα να είναι όλα στην πένα. Μπορεί να έκανε δουλειές στις 12 τη νύχτα. Δεν την είχα πολύ κοντά μου με την έννοια ότι δεν είχαμε την πολυτέλεια αυτή να καθίσουμε να συζητάμε, δεν υπήρχε χρόνος.»

«Αυτό της στέρησα», συνειδητοποιεί φωναχτά η Νίτσα. Έλειπε όλη μέρα από το σπίτι και την κόρη της πρόσεχε η γειτόνισσά της, καθώς έλειπε και ο σύζυγός της για δουλειά. «Είχα πρόβλημα με τον σύζυγο. Είχε θέμα με το αλκοόλ. Ήθελα να χωρίσω, αλλά ήταν πολύ δύσκολα. Προσπαθούσα να κρατήσω το σπίτι, την οικογένεια, τα πάντα μόνη μου. Προσπαθούσα να μην δείξω στην κόρη μου τι περνάω. Δίναμε ραντεβού με τον σύζυγο εκτός σπιτιού για να τσακωθούμε. Βέβαια, μετά μεγάλωσε και τα καταλάβαινε, τα ήξερε όλα και η κόρη μου. Ήθελα κι εγώ να τα ξέρω όλα, πού είναι η Λίτσα, με ποιον, πότε θα έρθει για να μπορώ να την προστατέψω.»

Η Λίτσα την διακόπτει: «Θυμάμαι μεγαλώνοντας ότι είχαμε πάντα καρδιοχτύπι. Έβγαινα έξω με άγχος. Πάντα με προστάτευε. Πάντα τα συζητούσα όλα με τη μαμά μου για να έχω τη στήριξή της, αλλά και να μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε. Ήμασταν μια ομάδα και προσπαθούσαμε να κάνουμε το καλύτερο. Να μη γίνονται φασαρίες, να μην υπάρχουν θέματα. Αυτό μας έδεσε πιο πολύ. Αυτή η ιστορία με έκανε να έχω πάρα πολύ αδυναμία στη μαμά μου. Ήμασταν μια ομάδα, μια γροθιά.»

κόρη μαμά

Η Λίτσα παντρεύτηκε στα 24 της, χωρίς να έχει σκεφτεί ποτέ ότι θα επιδιώξει να κάνει οικογένεια. Έτυχε να μείνει έγκυος, ενώ ήταν με τον σύντροφό της 4 χρόνια και αποφάσισαν να το κρατήσουν και να μείνουν μαζί. «Τα συναισθήματά μου ήταν πολύ μπερδεμένα. Πήγαμε στον γιατρό, ακούσαμε την καρδιά του, αλλά ήταν όλα πολύ περίεργα για μένα. Η απόλυτη αλήθεια είναι ότι δεν είπα “αχ τέλεια, τι ωραία”, δεν ήμουν έτσι. Αλήθεια στο λέω δεν πέταξα από τη χαρά μου. Μου ήρθε κάπως, γιατί δεν το είχα στο μυαλό μου. Αλλά εννοείται ότι τον γιο μου τον λατρεύω.»

Τα πρώτα δύο χρόνια που ήταν μητέρα, η Λίτσα με την οικογένειά της έμεινε κι εκείνη μαζί με τους γονείς της. Η Νίτσα από τη μία ζούσε με το άγχος για δυνητικές φασαρίες στο σπίτι με τόσα άτομα και τον σύζυγό της εκεί, αλλά από την άλλη ένιωθε ότι είχε αποκτήσει και μια νέα ζωή, χάρη στο εγγόνι της. «Ο κάθε ρόλος έχει τη δική του μαγεία – γιατί για μένα είναι μαγεία. Το παιδί σου, είναι παιδί σου. Με λαχτάρα το έκανα. Δεν έχω μετανιώσει για ό,τι πέρασα. Αλλά και το εγγόνι μου το έζησα περισσότερο, το μεγάλωνα και μέναμε και μαζί. Δεν μπορώ να πω ότι δεν έχω αδυναμία στην κούκλα μου από ‘δω, αλλά ό,τι και να γίνει, ο εγγονός μου είναι πάνω απ’ όλα. Αυτός μου έδωσε ζωή και συνέχισα.»

Η Λίτσα κοιτώντας πίσω μετά από χρόνια ξέρει χωρίς δεύτερη σκέψη τι θα άλλαζε μεγαλώνοντας τον γιο της: «Θα ήθελα πολύ να είμαι πιο κοντά στο μεγάλωμά του. Από τη μία δεν γινόταν να μη δουλέψω, από την άλλη, αν είχα την πολυτέλεια θα ήθελα να μπορώ να έχω παίξει περισσότερο μαζί του. Μου έλεγε να παίξουμε, αλλά ήμουν τόσο κουρασμένη που δεν είχα το κουράγιο. Παίζαμε για λίγο και μετά έπρεπε να πάω να μαγειρέψω.

Είναι το ένστικτο πιστεύω της μαμάς που φέρεται στο παιδί έτσι όπως αυτή νομίζει. Και θεωρώ ότι αυτό είναι και το σωστό μεγάλωμα για το κάθε παιδί. 

Μεγαλώνοντάς τον, αισθανόμουν ότι σε παίρνει η μπάλα τόσο πολύ. Δηλαδή, η δουλειά, το σπίτι, τα κάνεις όλα τόσο γρήγορα και μηχανικά που στην ουσία δεν απολαμβάνεις και δεν προσέχεις και ακριβώς τι γίνεται. Δεν είναι όπως τα ζευγάρια τώρα που λένε “το παιδί περπατάει” και βγάζουν φωτογραφία ή καταγράφουν να βγάζει τα δοντάκια του. Εγώ δεν έχω πολύ καθαρές εικόνες από τέτοιες λεπτομέρειες. Έλειπα πάρα πολύ από το σπίτι. Ήταν σαν να μας προχωράει η ζωή και σε παίρνει η μπάλα. Και βέβαια, όταν έχεις την ωριμότητα αργότερα και τα συνειδητοποιείς όλα αυτά, έχουν τελειώσει.»

«Θυμάμαι τη μαμά μου να είναι πάντα πολύ δυναμική. Έχει σταθεί στα πόδια της από πολύ μικρή. Δεν εξαρτιόταν από άλλους και αυτό ήταν πολύ καλό. Μακάρι να ήμουν κι εγώ σαν τη μαμά μου. Εγώ βέβαια ήμουν πολύ τυχερή, γιατί την είχα στήριγμα ό,τι κι αν ήθελα. Αλλά αυτό με έκανε να είμαι και προσκολλημένη. Τώρα πια που το συνειδητοποιώ, δεν ήμουν ποτέ έτσι δυναμική, να μην έχω ανάγκη κανέναν.»

Αυτό το χαρακτηριστικό που νιώθει πως δεν έχει κληρονομήσει από τη μαμά της, η Λίτσα το μεταφέρει ασυναίσθητα με κάποιον τρόπο στη σχέση που διατηρεί με τον γιο της, αντιστρέφοντας παράλληλα και τα βιώματα που είχε εκείνη μεγαλώνοντας: «Δεν είμαι καταπιεστική. Δηλαδή μπορεί όλη τη μέρα να μην μιλήσουμε καθόλου και να πούμε μια καληνύχτα το βράδυ. Γενικά δεν ήμουνα πάρα πολύ έτσι από πάνω. Δεν ήθελα κι ούτε θέλω γενικά να τον πιέζω. Απλά θέλω να τον ακούω κάθε μέρα να ξέρω ότι είναι καλά.»

Μαμάδες, οι μαμάδες μας. Η πιο ουσιαστική σχέση στον κόσμο, είναι ταυτόχρονα και η πιο αντιφατική. Η γυναίκα που μας μεγαλώνει και δεν μπορεί ουσιαστικά να κρύψει κανένα της κομμάτι, τρωτό ή άτρωτο, ξεδιπλώνει μια σειρά από σωστά και λάθη προσπαθώντας να κανεί (με) εμάς το καλύτερο που μπορεί. Όταν αναγνωρίζουμε το εκνευριστικό της, το σφάλμα της, την αδυναμία της, την ίδια ακριβώς στιγμή, το αγκαλιάζουμε και το υιοθετούμε και γινόμαστε μια μέρα ξανά εκείνη, η σπαστική, επικριτική, αλλά παντοδύναμη ξερόλα. Οι ομοιότητες που εντοπίζουν οι πρωταγωνίστριες αυτής της ιστορίας στις ζωές τους, είναι αυτές οι μικρές δήθεν συμπτώσεις που τυχαίνουν για να μας θυμίζουν κάθε τόσο ότι είμαστε οι μαμάδες μας.

Δεν διάλεξα τη Λίτσα και τη Νίτσα γιατί έχουν μια ιστορία καλύτερη ή χειρότερη από μια άλλη. Εντάξει οκ, τα ονόματά τους είναι πολύ χρήσιμα για τη συναισθηματική αποσυμπίεση και το comic relief, αλλά βασικά σε εκείνες νιώθω πως βλέπω κάθε σχέση μαμάς – κόρης: Τσακώνονται και μετά αγκαλιάζονται, κοιτάζονται με λατρεία και μετά από λίγο με θυμό, αγανακτούν με τα τηλεφωνήματά τους, αλλά ανυπομονούν να πάρουν η μία την άλλη για κάτι που συνέβη και δεν έχουν κάποιον που θα τις καταλάβει περισσότερο για να το μοιραστούν, εκνευρίζονται με πράγματα και συμπεριφορές που έχουν και οι ίδιες και θαυμάζουν η μια στην άλλη, όλα όσα τελικά είναι και οι δύο.

«Χρωστάω πάρα πάρα πολλά στη μαμά μου. Σε όλη μου τη ζωή ήταν δίπλα μου. Για μένα είναι η καλύτερη του κόσμου. Νοιάζεται για σένα ρε παιδί μου. Δηλαδή πάει να ψωνίσει, βλέπει κάτι και σκέφτεται “αυτό θα το πάρω, γιατί θα της αρέσει”. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Ναι, να σε έχει η μαμά σου στο μυαλό της πάντα για οτιδήποτε», μου λέει η Λίτσα κλείνοντας και μου προσφέρει ένα κομμάτι μπάρα βρώμης που πήρε όταν πήγε να ψωνίσει. Το είδε και σκέφτηκε “αυτό θα το πάρω, γιατί θα της αρέσει”.

Exit mobile version