Η Μάρα Ζαλώνη νιώθει περηφάνια όταν την περνούν για τρανς
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ BROWN ACROPOL ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ.
- 11 ΜΑΡ 2022
«Είναι ένα inside joke με τα παιδιά του Cartel. Είχε ρωτήσει μια κυρία ποιοι παίζουν στο Άνθρωποι και Ποντίκια και της είχαν πει όλα τα ονόματά μας, με τη σημείωση ότι παίζουν οι ίδιοι που είναι και στα Κόκκινα Φανάρια, εκτός από την Μπέττυ Βακαλίδου. Εκείνη αναφώνησε «Δεν ήξερα ότι υπάρχουν τόσες τρανς ηθοποιοί». Υπάρχει και κόσμος που με πιάνει όταν τελειώνει η παράσταση και μου λένε «είναι φανταστικό που είσαι γυναίκα και παίζεις τον άντρα που νιώθει γυναίκα». Δουλεύω πολύ το σώμα μου, πρέπει να βγω από τη Μάρα εντελώς, να είναι η κίνησή μου σωστή. Χαίρομαι πολύ όταν ακούω τέτοια σχόλια. Είμαι περήφανη να μου λένε κάτι τέτοιο. Είμαι περήφανη γι’ αυτά τα άτομα. Είναι πολύ ωραίο να εκπλήσσονται και να λένε “Μα πώς; Αφού το είδα!”. Και τότε τους αποκαλύπτω ότι αυτό είναι κατασκευή». Η Μάρα Ζαλώνη πρωταγωνιστεί στην παράσταση Κόκκινα Φανάρια της θεατρικής ομάδας Cartel, σε σκηνοθεσία του Βασίλη Μπισμπίκη. Αυτά τα Κόκκινα Φανάρια μπορεί να βασίζονται στην ταινία του ’63 και το έργο του Αλέκου Γαλανού, αλλά έχουν μια πολύ βασική διαφορά: το χρώμα. Στον οίκο ανοχής του Βασίλη Μπισμπίκη, τα μάτια, τα αυτιά και η ψυχή σου θα γεμίσουν χρώμα, φως και αλήθεια.
Στα Κόκκινα Φανάρια έχει πολύ χορό, τραγούδι, σκοτάδι, φως, τραύματα, αλλά πάνω απ’ όλα θα δεις την αλήθεια.
Η Μάρα κρατά τον ρόλο της Άννας. Η Άννα, στην «μπισμπίκεια» drag εκδοχή των Φαναριών, είναι μια τρανς γυναίκα που λαχταρά να αγαπηθεί, αλλά δεν το ξέρει γιατί δεν έχει ιδέα πώς είναι να αγαπιέσαι. Η ιστορία της είναι καλά κρυμμένη σε αρκετές σελίδες ενός τετραδίου της Μάρας. Εκεί, όπου η ίδια έγραψε το βιογραφικό και τα βιώματα του ρόλου της, γιατί αυτή είναι και η μέθοδος του Βασίλη Μπισμπίκη: «Πρέπει να γράψουμε ο καθένας τα πάντα για τον ρόλο μας από τη στιγμή που γεννιέται, συνήθειες και όλα. Μετά τα διαβάζουμε μεταξύ μας ώστε να ξέρει ο καθένας την ιστορία του άλλου. Ο Βασίλης σού δίνει την απόλυτη ελευθερία και εμπιστοσύνη να κινηθείς υποκριτικά. Κάθε μέρα είναι και κάτι διαφορετικό. Πρέπει να ειπωθούν κάποια συγκεκριμένα πράγματα, αλλά το πώς θα ειπωθούν είναι ξεκάθαρα δικό σου. Αυτό είναι δημιουργία για έναν ηθοποιό».
Όταν ανοίξει το μπαρ
Η Άννα έχει έναν πελάτη που την επισκέπτεται συχνά. Ο Νικόλας οδηγεί νταλίκα και ξέρει τι θέλει σε αυτή τη ζωή. Να τη ζήσει με την Άννα. «Εκείνη είναι ένας πολύ ευαίσθητος χαρακτήρας. Έχει φάει πολλές σφαλιάρες από τη ζωή γι’ αυτό βγάζει έναν πολύ οξύθυμο και αντιδραστικό χαρακτήρα. Δεν μπορεί να δεχτεί ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που την αγαπάει και τη θέλει όπως είναι. Δεν αναγνωρίζει την αγάπη γιατί έχει ζήσει στο βούρκο όλη της τη ζωή. Θέλει να πιστέψει ότι μπορεί να αγαπηθεί, αλλά δεν ξέρει τον τρόπο», εξηγεί η Μάρα όταν τη ρωτάω για το κορίτσι που διασχίζει το πάλκο του Cartel με εσώρουχα, τακούνια και άπταιστα καλιαρντά.
«Στα μάτια του Νικόλα, όχι μόνο η Άννα, αλλά κι εγώ, βλέπω τον άντρα που θα ήθελα να έχω στη ζωή μου. Που θα αγαπήσει την ψυχή μου».
Τα Κόκκινα Φανάρια είναι ένα συνονθύλευμα εικόνων και λέξεων που θα σε παρασύρουν σε έναν χείμαρρο συναισθημάτων. Στη θέα αυτού που συμβαίνει πίσω από τις βελούδινες κουρτίνες και τα διάφανα κουτιά που φιλοξενούν τον πληρωμένο έρωτα του Phryne’s Bar, υπάρχει κόσμος που αρνείται να μείνει στις καρέκλες του.
«Ο κόσμος που θα σηκωθεί να φύγει, είναι αυτοί οι άνθρωποι που δεν θέλουν να αλλάξει ο κόσμος. Ακόμα κι αυτή η αντίδραση βέβαια, για εμάς είναι επιτυχία. Σημαίνει όμως ότι εκείνοι δεν είναι έτοιμοι για την αλλαγή. Εφόσον στη ζωή, γυρνούν το κεφάλι στην πραγματικότητα, έτσι θα φύγουν κι από το θέατρο. Γιατί κι εμείς εκεί την πραγματικότητα αναπαριστούμε. Βέβαια, όταν από τις 234 θέσεις, οι 230 είναι εκεί και συνεχίζουν να βλέπουν, είναι ξεκάθαρο ότι ο κόσμος είναι έτοιμος γι’ αυτή την παράσταση και για την αλλαγή. Πιστεύω ότι κι αυτοί που φεύγουν, πάνε σπίτι κι αναρωτιούνται τι με έκανε να φύγω;»
«Κάποια στιγμή άκουσα έναν λυγμό απο το κοινό. Ήταν τέτοιος που ήξερα πως ανήκει σε κάποιον που έχει περάσει κάτι παρόμοιο με αυτό που βλέπει. Είναι αλήθεια όλο αυτό που διαδραματίζεται στη σκηνή. Υπάρχει και συμβαίνει. Έχει έρθει κιόλας τρανς άτομο να μου μιλήσει μετά την παράσταση και έκλαιγα. Μου έλεγε ότι έπαθε σοκ κι αναρωτιόταν ποια είμαι και δεν με ξέρει. Είχε τις ίδιες απορίες με την Άννα. Ήταν σαν να λέω και τη δική του ιστορία, μαζί με της Άννας».
«Αν φύγει ένα τρανς άτομο από το κοινό, θα θεωρήσω ότι έχω αποτύχει. Για τους άλλους δεν με ενδιαφέρει».
Τα Κόκκινα Φανάρια είναι περισσότερο ένας οίκος αποδοχής. Ένα μεγάλο πάρτι που κάθε πληγή βάφεται με γκλίτερ και περιμένει την επόμενη φορά που κάποιο δάκρυ θα δουλέψει σαν ντεμακιγιάζ. Οι ήρωες του Cartel, υπάρχουν και στη ζωή. Ο στόχος της ομάδας του Βασίλη Μπισμπίκη, είναι να τους φωτίσει με επαγγελματικά φώτα, έτσι ώστε να τους δούμε πιο καθαρά. Να τους δώσουμε σημασία. Να τους πάρουμε από το χέρι και να τους αγαπήσουμε την επόμενη φορά που θα τους δούμε κάπου έξω στον δρόμο.
«Ο Βασίλης και όλοι μας αγαπάμε πολύ τους ανθρώπους που μπορεί να είναι στο περιθώριο. Επειδή κι εγώ έχω βιώσει ρατσισμό για το βάρος μου και είχα κλειστεί σαν χαρακτήρας, βλέπω τώρα αυτούς τους ανθρώπους να μην ανοίγονται και ξέρω ότι ζητούν την αποδοχή. Όλοι την έχουμε ανάγκη».
«Στα κόκκινα φανάρια οι άνθρωποι λένε τις ιστορίες τους και ανοίγουν την ψυχούλα τους διεκδικώντας την ελευθερία της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό αφηγούνται, το γιατί υπάρχουμε».
Στα παρασκήνια
«Είμαι πολύ περήφανη που είμαι σε αυτή την ομάδα. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου αλλού».
H Μάρα Ζαλώνη γνώρισε τον Βασίλη Μπισμπίκη όταν ήταν καθηγητής της στη δραματική σχολή. Όταν εκείνη ήταν στο 3ο έτος, ήταν πολύ χάλια οικονομικά και είχε σκεφτεί να εγκαταλείψει το όνειρό της και να επιστρέψει στο σπίτι της στον Βόλο. Σκεφτόταν ότι τελικά μπορεί να μην το ‘χει. Έλεγε να ξενοικιάσει και να φύγει. Ήταν μια μέρα που πήγαινε στα Εξάρχεια να πληρώσει τη σχολή και να κλείσει τις εκκρεμότητές της, όταν πέτυχε τυχαία στο δρόμο τον Βασίλη. Τότε ήταν που της ζήτησε να αναπληρώσει για μια μέρα την εβδομάδα, τη χορογράφο της παράστασης στο Άνθρωποι και Ποντίκια, επειδή είχε και κάποιες άλλες υποχρεώσεις. Έτσι, 3 χρόνια πριν, η Μάρα απέκτησε μια ακόμα οικογένεια – αυτή του Cartel.
«Ο Βασίλης είναι πηγή έμπνευσης. Η φαντασία του, ο τρόπος του είναι ευφυής. Λέει κάτι και αναρωτιέσαι πώς το σκέφτηκε και λες ναι πάμε να το κάνουμε μαζί. Τρελαίνεσαι όταν συζητάς μαζί του. Είναι ο καλύτερος φίλος που θα μπορούσες να έχεις. Είναι οικογένεια το Cartel. H αποδοχή που έχω πάρει εκεί μέσα και η αγάπη που μου έχουν δώσει όλα τα παιδιά είναι τεράστια. Είναι το μέρος που αγαπάμε τον άνθρωπο και θέλουμε να βάζουμε το λιθαράκι μας στην εξέλιξή του. Παλεύουμε για να γίνει ο κόσμος λίγο καλύτερος».
«Σε μια κοινωνία που ο κλοιός στενεύει ασφυκτικά και όλα μάς πνίγουν, το Cartel είναι το οξυγόνο».
Όταν κλείσουν τα φώτα του μπαρ
Η Μάρα είναι μόλις 24χρονών. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Βόλο. Επέστρεφε στο σπίτι της πάντα στις 9 η ώρα. Τότε τελειώνε το παιχνίδι για τα άλλα παιδιά. Εκείνη μπορεί απλά να καθόταν στο πάρκο και να περιμένει να πάει 9 για να επιστρέψει. Δεν ήθελε να στεναχωρήσει τους γονείς της και να γυρίσει νωρίτερα. Ίσως έτσι καταλάβαιναν ότι τα άλλα παιδιά δεν την έκαναν και πολύ παρέα επειδή είχε περιττό βάρος.
Άφηνε τη στεναχώρια της έξω από την πόρτα και έμπαινε στο σπίτι της. Εκεί, ο πατέρας της είχε ετοιμάσει ένα αυτοσχέδιο κουκλοθέατρο, χρησιμοποιώντας το πάσο της κουζίνας που την χωρίζει από το σαλόνι. Έπαιζε μια παράσταση με δύο κούκλες που ήθελαν να γίνουν ηθοποιοί. «Μου έδινε τόση χαρά που ξεχνούσα όλη τη στεναχώρια για το ότι δεν είχα φίλους. Από τότε είχα αποφασίσει ότι αυτό ήθελα να κάνω. Να δίνω στον κόσμο τη χαρά που μου έδινε ο πατέρας μου. Να επικοινωνώ έτσι με τον κόσμο. Έρχεται ο άλλος, σου δίνει το παλτό του με τα βαρίδιά του, το βάζει στην γκαρνταρόμπα του θεάτρου και λες “πέρασε τώρα ανακουφισμένος μέσα”. Του ηρεμείς την ψυχή και μετά παίρνει το παλτό του και φεύγει ακόμα πιο ανάλαφρος. Δεν ήξερα ότι αυτό λέγεται θέατρο, αλλά έτσι μου μπήκε στο μυαλό», μου λέει η Μάρα ενώ επαναλαμβάνει συνεχώς τη σχέση λατρείας που έχει με τους γονείς της, αφού σε αυτούς οφείλει ό,τι είναι σήμερα.
Παπούτσια: Tsakiris Mallas
Στα 12 της συμμετείχε στη Μελωδία της Ευτυχίας στο ΔΗΠΕΘΕ Βόλου και ανυπομονούσε να αρρωστήσει κάποιο από τα παιδιά του πλοιάρχου Φον Τραπ για να πάει ακόμα μία μέρα και να κάνει αναπλήρωση. Γράφτηκε σε όλες τις ερασιτεχνικές ομάδες που βρήκε στην περιοχή και έδωσε Πανελλήνιες χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Είπε στους γονείς της ότι θέλει να γίνει ηθοποιός κι εκείνοι είδαν το βλέμμα της να λάμπει και δεν έφεραν καμία αντίρρηση.
Η κόντρα ρόλου που έχει με την Άννα είναι ότι η Μάρα έχει πάρει πολλή αγάπη από τους δικούς της. Οι δυο τους συναντιούνται τελικά στο περιθώριο. Όχι όμως αυτό στο οποίο η κοινή γνώμη τοποθετεί τους ήρωες των Φαναριών του Μπισμπίκη. Αλλά αυτό στο οποίο ο καθένας μας βάζει τον εαυτό του. Η Μάρα απομονώθηκε γιατί δεν είχε φίλους. Η Άννα έπελεγε για χρόνια τη μοναξιά γιατί εκεί ένιωθε ασφαλής. Το περιθώριο είναι μάλλον αυτό που επιλέγουμε εμείς. Ας διαλέξουμε αυτή τη φορά την αγάπη και την αποδοχή. Κι ας συναντηθούμε όλοι σ’ αυτό το ίδιο περιθώριο.
Το χειροκρότημα
«Κάθε βράδυ γυρνάω σπίτι και σκέφτομαι ότι κάποιος έφυγε λίγο καλύτερος από το θέατρο απόψε. Λέω “Μάρα σ’ αγαπάω γιατί είσαι καλός άνθρωπος. Και δεν θέλω να αλλάξεις“. Δεν λέω μόνο το “αξίζω” και “είσαι όμορφη”. Όλες πρέπει να τα λέμε αυτά. Πρέπει, όμως να λέμε και “να συνεχίσεις να είσαι καλός άνθρωπος”. Δεν μπορούν όλοι να κοιταχτούν στον καθρέφτη και να το πουν αυτό. Εγώ μπορώ και νιώθω υπέροχα γι’ αυτό».
*Κόκκινα Φανάρια, Κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21.00, στο Cartel.
*Άνθρωποι και Ποντίκια, Κάθε Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή στις 21.00, στο Cartel.