ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Η Marta Sanz θυμίζει στους Ισπανούς όσα θέλουν να ξεχάσουν

© MT Slanzi

Η Marta Sanz γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1967 κι είναι μία πολυβραβευμένη συγγραφέας και διδάκτωρ Φιλολογίας. Στα ελληνικά γράμματα εμφανίζεται μέσα από το εξπρεσιονιστικό γουέστερν με το οποίο ανατέμνει τη σύγχρονη ισπανική ιστορία, Μικρές Κόκκινες Γυναίκες, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Carnivora (μετάφραση Κωνσταντίνου Παλαιολόγου). Η Marta Sanz ήρθε και η ίδια στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του φεστιβάλ ΛΕΑ, όπου παρουσίασε το βραβευμένο με Tenerife Noir 2020 βιβλίο. Με αφορμή τις Μικρές Κόκκινες Γυναίκες. Με αφορμή το βιβλίο της και την παρουσία της στο Φεστιβάλ μίλησε στο LadyLike, για τις δολοφονημένες γυναίκες που βρήκαν φωνή στις σελίδες της, τον λόγο που αποφάσισε να το γράψει, τη θέση της γυναίκας συγγραφέως στην ισπανική λογοτεχνία και την πολιτική ορθότητα.

Η Marta Sanz έχει ένα ευγενικό πρόσωπο, χαμογελά συχνά όσο μιλά και κουνά τα χέρια της δίνοντας χρώμα σε κάθε της λέξη. Κοιταζόμαστε μέσα από τα ζευγάρια των γυαλιών μας και διακρίνουμε μία πέρα από τις γλώσσες, την ιστορία, τις λέξεις, ανεξήγητη κατανόηση. Μια κατανόηση που νιώθω, όσο μιλάμε, ότι είναι τόσο ταιριαστή στους ανθρώπους. Ότι θα γινόταν το καλύτερο έδαφος να χτίσουμε επιτέλους κόσμους στους οποίους θα συμπορευόμαστε αρμονικά.

Η Marta Sanz παλεύει κάθε μέρα για όσα την αφορούν για όσα την ανησυχούν και την προβληματίζουν, γι’ αυτόν τον κόσμο που θα μπορούσε να χτιστεί. Και γράφει γι’ αυτά με τη μοναδική της πένα. Ακολουθεί η συζήτησή μας, που έλαβε χώρα ένα ζεστό, καλοκαιρινό πρωινό, στο κέντρο της Αθήνας, λίγο πριν εμφανιστεί στο Φεστιβάλ ΛΕΑ για να μιλήσει για τις Μικρές Κόκκινες Γυναίκες της, τις πολύτιμες για όλες μας γυναίκες.

– Πώς νιώθεις που βρίσκεσαι στην Ελλάδα για ένα φεστιβάλ αφιερωμένο στην κουλτούρα και τη γλώσσα σου;

Νιώθω πολύ χαρούμενη, είμαι τρομερά ευτυχισμένη γιατί πιστεύω ότι υπάρχουν πολύ ισχυροί δεσμοί μεταξύ της ελληνικής και της ισπανικής κουλτούρας. Καταρχάς η δική σας κουλτούρα, είναι η βάση όλων όσα εμείς δημιουργήσαμε μετά.

«Κάθε ταξίδι μίας συγγραφέως που γράφει στα ισπανικά και που ζει την ευρωπαϊκή κουλτούρα στην Ελλάδα είναι ένα ταξίδι στις ρίζες, στην αρχή και σε πολλά από αυτά που πρέπει να ανακτήσουμε και που χάνουμε με κάποιες βαρβαρότητες του παρόντος. Γι’ αυτό είμαι κατενθουσιασμένη».

Marta Sanz, Μάρτα Σανθ

– Το βιβλίο σου, «Μικρές Κόκκινες Γυναίκες», είναι το πρώτο που μεταφράστηκε στα ελληνικά και σε αυτό έχεις επιλέξει να δώσεις φωνή σε γυναίκες και παιδιά που δολοφονήθηκαν την περίοδο του Φράνκο. Πώς επέλεξες αυτή την περίοδο; Είναι κάτι που συζητάτε ανοιχτά στην Ισπανία;

Πιστεύω ότι είναι ένα ανεξόφλητο χρέος της ιστορίας μας. Είναι ένα μέρος της ιστορίας μας, που έκλεισε άσχημα κατά τη μετάβαση στη δημοκρατία μετά τον θάνατο του δικτάτορα Φράνκο. Αναζητώντας συμφιλίωση μεταξύ όλων των πολιτών και των διαφορετικών παρατάξεων, ξεχάστηκε ότι κάποιοι είχαν κερδίσει και άλλοι είχαν χάσει με πολύ αιματηρό τρόπο.

Κάπως έτσι, η λήθη της μνήμης αυτών των ανθρώπων, είναι μία πράξη όχι προστασίας, αλλά βίας, εναντίον ολόκληρης της κοινότητας. Είναι ένα θέμα που ήταν πάντα παρόν στην οικογένειά μου και αναδύθηκε για μένα προσωπικά μέσα μου, όταν είδα ότι στην Ισπανία υπήρχε η πιθανότητα μίας αναγέννησης της ακροδεξιάς, που βασικά απαντούσε σε αυτή τη λήθη.

Είδα ότι η ακροδεξιά μπορούσε να διεκδικήσει τη θέση της ως δημοκρατική επιλογή πια, επειδή είχε ξεχαστεί. Πιστεύω ότι υπάρχουν πράγματα, τα οποία είναι αδύνατον να ξεχαστούν, απλά δίνεται μια διαστρεβλωμένη και διεστραμμένη εικόνα της πραγματικότητας. Έγραψα αυτό το βιβλίο, για να μην επαναληφθεί η ιστορία. Κι επίσης την έγραψα με την πεποίθηση ότι η ακροδεξιά έχει 2 κύριους στόχους: Να σβήσει τα υπολείμματα αυτού του άβολου για εκείνους παρελθόντος και να επιτεθεί στα δικαιώματα που κατέκτησαν οι γυναίκες.

– Είπες πως αυτό το θέμα είναι και προσωπικό και οικογενειακό. Είχες μια τέτοια ιστορία με δικούς σου ανθρώπους;

Ναι, αν και αυτό που αφηγούμαι στο βιβλίο δεν είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό που συνέβη στην οικογένειά μου. Είχα έναν προπάππου που φυλακίστηκε και βγήκε από τη φυλακή μόνο και μόνο για να πεθάνει όπως και πολλοί άλλοι Ισπανοί. Ο προπάππους μου έγραφε γράμματα στην κόρη του, Χουανίτα, τη γιαγιά μου δηλαδή. Η γιαγιά μου κρατούσε αυτά τα γράμματα, επομένως η οικογενειακή αυτή εμπειρία διατηρήθηκε χάρη στην αφήγηση της γιαγιάς μου.

«Πιστεύω ότι σε πολλές οικογένειες στην Ισπανία πάντα υπήρχε μια ζώνη σκιάς, μια ζώνη μυστικότητας, πράγματα για τα οποία δεν ήθελαν να μιλήσουν. Γιατί κάποιες φορές όταν είσαι θύμα, εκτός από το να είσαι θύμα, είναι σαν να νιώθεις ένοχος».

Υπάρχει ντροπή για το ότι είσαι θύμα. Άρα, αυτό που ήθελα να αφηγηθώ σε αυτό το βιβλίο είναι επίσης πώς όλο αυτό το σκοτάδι μολύνει το παρόν.

– Σε έναν κόσμο που μοιάζει να έχει τέτοια εμμονή με το να φτιάχνει αναμνήσεις φωτογραφίζοντας τα πάντα για τα social media, πιστεύεις ότι θυμόμαστε τα σημαντικά σε σχέση με την ιστορία;

Δεν το ξέρω γιατί πιστεύω ότι ακόμα δεν υπάρχει απόσταση. Ίσως από ανθρωπολογική σκοπιά, ναι, θα έχει μεγάλη σημασία αυτό που κάνουμε γιατί η ανθρωπολογία ασχολείται με όλα αυτά τα μικρά πράγματα. Και πιθανότατα στη σχέση μεταξύ ανθρωπολογίας και ιστορίας, θα δούμε κάποτε πώς όλα αυτά τα μικρά προσωπικά πράγματα, καταλήγουν να έχουν πολιτική σημασία και μας βοηθούν να καταλάβουμε ποιοι ήμασταν. Μας βοηθούν να καταλάβουμε τη δική μας ασημαντότητα, τον δικό μας ναρκισσισμό, τον δικό μας ατομικισμό. Μπορεί λοιπόν, να είναι χρήσιμα όλα αυτά ως τεκμήρια μιας κάπως ανόητης στιγμής.

– Έχουν στη χώρα σου ίσες ευκαιρίες οι γυναίκες με τους άντρες συγγραφείς;

Όταν ήμουν νέα και ξεκινούσα, πίστευα ότι είχα τις ίδιες ευκαιρίες, ότι όλα ήταν ίσα για τις γυναίκες και τους άντρες, ότι ο κόσμος του πολιτισμού και ο κόσμος της διανόησης δεν θα υπέπιπταν σε αυτές τις διακρίσεις. Αλλά με τα χρόνια συνειδητοποίησα ότι ήμουν πολύ αφελής.

«Είμαι αρκετά συγχυσμένη, γιατί οι γυναίκες στη λογοτεχνία και τον πολιτισμό συνεχίζουμε να έχουμε δυσκολίες. Μας αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση, συγκατάβαση, σκεπτικισμό. Δεν μας θέλουν! Κάθε μικρό ελάττωμα μεγεθύνεται και επεκτείνεται σε όλες τις γυναίκες. Επομένως, βρισκόμαστε ακόμα σε μια κατάσταση σύγκρουσης».

Και τώρα κάτι που με ανησυχεί πολύ είναι που οι γυναίκες έχουμε εκπαιδευτεί, έχουμε διαβάσει μια αντρική λογοτεχνία, μια αντρική κουλτούρα και αυτή η λογοτεχνία και αυτή η κουλτούρα και αυτή η οπτική γωνία είναι μέσα μας, είναι μέρος μας. Δεν μπορούμε να παραιτηθούμε από αυτήν την οπτική γωνία και μερικές φορές μας βλάπτει. Αλλά είναι μέρος μας. Πρέπει να βρούμε έναν ενδιάμεσο δρόμο μεταξύ αυτής της γλώσσας που δεν είναι δική μας και μιας νέας γλώσσας. Και αυτό είναι που πιστεύω ότι κάνει η λογοτεχνία γραμμένη από γυναίκες αυτή τη στιγμή. Κι είναι πολύ ενδιαφέρουσα γιατί όλη η λογοτεχνία, για μένα, γεννιέται από τη σύγκρουση, την κρίση και τη μεταμόρφωση.

– Τελευταία στην Ελλάδα ξέσπασε στα social media ένα debate σχετικά με ένα βιβλίο που γράφτηκε το 1936 και για την οπτική του συγγραφέα του απέναντι στις γυναίκες (μιλάω για τη Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση) και για το αν πρέπει να «αναθεωρούνται» τα μεγάλα καλλιτεχνικά έργα του παρελθόντος. Στην Ισπανία συμβαίνει αυτό;

Φυσικά, στη χώρα μου συμβαίνει ακριβώς το ίδιο. Πιστεύω ότι είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο και δεν μου φαίνεται δίκαιο. Πιστεύω ότι κάθε πολιτιστικό έργο πρέπει να αναλύεται στο πλαίσιο του. Η αποκομμένη ματιά από το πλαίσιο, πιστεύω ότι μας εμποδίζει ακόμα και να κατανοήσουμε τα βήματα που έχουμε κάνει προς τα εμπρός και μας εμποδίζει να κατανοήσουμε την αξία κάθε συγγραφέα στο πλαίσιο του, που είναι θεμελιώδες. Στην Ισπανία για παράδειγμα υπάρχει η περίπτωση του Γκαλδός που έχει γυναικείους χαρακτήρες που από μία σύγχρονη οπτική γωνία μόλις τους διαβάσεις θα πεις “Ω Θεέ μου, τι πράγμα είναι αυτό;”. Αλλά αν τους δεις στο πλαίσιο στο οποίο έγραφε, η ματιά του Γκαλδός ήταν μία συμπονετική ματιά. Ήθελε να καταλάβει μία μειονεξία στον κοινωνικό τομέα.

Πιστεύω ότι υπό αυτή την έννοια πρέπει να μάθουμε να διαβάζουμε κριτικά, χωρίς να αρνούμαστε την κριτική ή αυτό που μας φαίνεται προφανώς λάθος, αλλά κατανοώντας το ιστορικό πλαίσιο κάθε πολιτιστικού έργου.

– Οι γυναίκες που παλεύουν για τα δικαιώματά τους σήμερα συχνά υποτιμούνται ως μέρος της woke κουλτούρας από όσους την αντιμάχονται. Πιστεύεις ότι ζούμε εποχές νεοσυντηρητισμού;

Πιστεύω ότι από τη μια πλευρά, η υπεράσπιση της ευαλωτότητας της διαφορετικότητας είναι πολύ σημαντική. Μου φαίνεται θεμελιώδες ότι τα άτομα που είναι τρανς μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Μου φαίνεται θεμελιώδες ότι για τις γυναίκες, τα άρρωστα άτομα, τα άτομα που υφίστανται φυλετικές διακρίσεις, όλες αυτές τις διαφορές πρέπει να τις λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψη.

Θα ήταν πολύ άδικο να επιστρέψουμε σε μια προηγούμενη περίοδο, αλλά ταυτόχρονα πιστεύω ότι μπορούμε να πέσουμε σε ορισμένες θέσεις που είναι γελοίες και παραλυτικές και που σε αδρανοποιούν πολιτικά και δεν πρέπει.

Θα δώσω ένα παράδειγμα. Πρόσφατα έδωσα μια διάλεξη στην Ισπανία και στο τέλος της διάλεξης ένας νεαρός ήρθε και μου είπε “ευχαριστώ, αλλά ήσουν ηλικιακά προκατειλημμένη”. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Τον ρώτησα γιατί. Τότε μου εξήγησε ότι ήμουν ηλικιακά προκατειλημμένη επειδή είχα πει ότι οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι έχουν μερικές φορές πρόβλημα με την πρόσβαση στη δημόσια υγεία επειδή δεν χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες και άρα δεν μπορούν να κλείσουν ραντεβού με τον γιατρό. Τότε μου είπε ότι αυτό ήταν εφαρμογή της προκατάληψης ότι οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι δεν μπορούσαν να μάθουν, ότι δεν έχουν σχέση με τις νέες τεχνολογίες και ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια.

Εμπιστεύομαι τη δυνατότητα μάθησης των μεγαλύτερης ηλικίας ανθρώπων, αλλά ξέρω ότι οι γονείς μου δεν ξέρουν πώς να κλείσουν ραντεβού μέσω κινητού. Έτσι, προκειμένου να είσαι πολιτικά ορθός στη χρήση της γλώσσας, αυτό που κάνεις είναι να θολώνεις την πραγματικότητα, να χάνεις την κριτική σου ικανότητα να λες τα πράγματα που πραγματικά συμβαίνουν. Πιστεύω ότι αυτός είναι ο κίνδυνος.

Πρέπει να υποστηρίξουμε όλα τα δικαιώματα και όλες τις διεκδικήσεις των ανθρώπων, που ιστορικά έχουν αντιμετωπιστεί άδικα. Αλλά δεν μπορούμε να πέσουμε σε μια υπερβολή που μας φιμώνει και μας εμποδίζει να δούμε τα πράγματα όπως είναι. Αν χρησιμοποιώ μια τέλεια, ευτυχισμένη, ιδανική γλώσσα, δεν αφηγούμαι το σκοτάδι της πραγματικότητας κι αυτό είναι πρόβλημα. Και επίσης πρόβλημα είναι λίγο ότι μας αναγκάζουν να πούμε αυτό ή το άλλο. Δεν υπάρχει ενδιάμεση διαβάθμιση, είναι άσπρο ή μαύρο. Κι όμως υπάρχει μια μεγάλη ζώνη στην οποία ούτε είμαι πουριτανή γιατί κατανοώ πτυχές της ιδεολογίας woke, ούτε είμαι αντιδραστική και υπερσυντηρητική γιατί υπάρχουν ορισμένες πτυχές αυτής της ιδεολογίας που βρίσκω αμφισβητήσιμες.

– Πόσο σημαντικό είναι κατά τη γνώμη σου να έχει κανείς πολιτική στάση στις μέρες μας, να συμμετέχει στα κοινά, να ψηφίζει κλ.π.;

Για μένα είναι πολύ σημαντικό, γιατί προέρχομαι από μια οικογένεια όπου η πολιτική δράση, η δράση των πολιτών στην πραγματικότητα, εκτιμάται. Εκτιμάται πολύ, ακριβώς επειδή προερχόμαστε από εκείνους που ηττήθηκαν. Και έτσι, υπό αυτήν την έννοια, πιστεύω ότι ως συγγραφέας, έχω πάντα μια ιδεολογική θέση, γιατί γράφω ό,τι γράφω και το γράφω όπως το γράφω. Εκεί βρίσκεται η δουλειά μου και η ιδεολογική μου θέση ως συγγραφέας. Αλλά αυτό, κατά την άποψή μου, πρέπει να συμπληρώνεται με τη δράση σε άλλους χώρους.

«Είμαι ένα άτομο που συνεχίζει να πηγαίνει σε διαδηλώσεις, συνεχίζω να υπογράφω διακηρύξεις, συνεχίζω να συμμετέχω στους αγώνες της γειτονιάς μου».

Επομένως, πιστεύω ότι η λογοτεχνία δεν πρέπει να είναι μια δικαιολογία για να πεις «αυτό είναι αρκετό». Αλλά ταυτόχρονα, η λογοτεχνία, λόγω του ότι είναι δημόσιος λόγος, σε τοποθετεί ήδη σε μια θέση, ακόμα κι αν υπάρχουν πολλοί δημιουργοί που δεν θέλουν να το αναγνωρίσουν και λένε «όχι, η δουλειά μου έχει περισσότερο να κάνει με τα απλά πράγματα».

Λίγα λόγια για το βιβλίο Μικρές Κόκκινες Γυναίκες

Η Πάουλα Κινιόνες φτάνει στο Σαφράν, μια κωμόπολη της Καστίλλης, για να εντοπίσει ομαδικούς τάφους από την εποχή του εμφυλίου. Έρχεται να ξύσει παλιές και καινούργιες πληγές. Δικές της και των άλλων. Και επιλέγει το χειρότερο μέρος για να καταλύσει: το πανδοχείο της εύπορης και μυστηριώδους οικογένειας των Μπεάτος. Μόλις πατήσει το κουτσό πόδι της στα ζέχνοντα ξύλινα πατώματα του πανδοχείου, αισθάνεται ότι ο ουρανός βαραίνει επικίνδυνα επάνω της και ένα αόρατο λάσο απομακρύνει το σώμα της από εκείνον τον τόπο. Στις επόμενες εβδομάδες, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις του ενστίκτου της, η Πάουλα θα ερωτευτεί και ταυτόχρονα θα αρχίσει να μπαίνει όλο και πιο βαθιά στα σκοτεινά μυστικά μιας οικογένειας, ενός χωριού, μιας χώρας που έχουν στοιχειώσει και διαστρεβλώσει ζωές και συνειδήσεις.

Οι Μικρές κόκκινες γυναίκες είναι ένα εξπρεσιονιστικό γουέστερν που εξελίσσεται σε ταινία τρόμου στην οποία τα ζώα αν και μπορούν να μιλήσουν, παραμένουν βουβά και τα φαντάσματα, αν και βουβά χρόνια τώρα, ξαφνικά γίνονται λαλίστατα. Ένα μυθιστόρημα που μας προ(σ)καλεί σε μια αργή ανάγνωση της ιλιγγιώδους εποχής μας, ανατέμνοντας μια κοινωνία θρησκόληπτη, άπληστη, μισογύνικη και φασιστική που αντιμάχεται και είναι έτοιμη να κατασπαράξει οτιδήποτε απειλεί το status quo δεκαετιών, αιώνων μήπως;