Η Μυρτώ Αλικάκη πιστεύει πάνω απ’ όλα στην ελευθερία
- 7 ΣΕΠ 2020
Αυτό ήταν ένα παράξενο καλοκαίρι. Ένα καλοκαίρι που ακολούθησε μια καραντίνα μηνών. Ένα καλοκαίρι που σημαδεύτηκε από το φάντασμα του κορονοϊού που πλανήθηκε πάνω από νησιά και τουριστικά θέρετρα. Ήταν όμως όπως κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα κι ένα καλοκαίρι πολιτισμού με λίγες παραστάσεις μεν, αλλά τουλάχιστον όχι με πλήρη απουσία τους. Ανάμεσα στις παραστάσεις που επιστρέφουν στην Αθήνα μετά την περιοδεία τους είναι και οι «Βάκχες» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη. Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της παράστασης, που θα ανέβει στο Βεάκειο Θέατρο το Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου είναι και η Μυρτώ Αλικάκη.
Η Μυρτώ Αλικάκη δεν χρειάζεται συστάσεις. Η πορεία της στο θέατρο και την ελληνική τηλεόραση την έχει κάνει μία από τις πιο δημοφιλείς ηθοποιούς της γενιάς της. Σε ένα φορτωμένο πρόγραμμα βρήκε τον χρόνο να μιλήσουμε για την ξεχωριστή αυτή δουλειά. Πώς είναι να ξεκινάς μία δουλειά σε μια τέτοια εποχή; Πώς βίωσε την καραντίνα με τους έφηβους γιους της στο σπίτι; Πόσο την αγγίζει η έννοια της αυτοδιάθεσης που θίγεται στο συγκεκριμένο έργο; Και πάνω από όλα που τη βρίσκει η βασική σύγκρουση που περιγράφεται σε αυτό, μεταξύ του παλιού και του νέου; Σε ποιο «στρατόπεδο» τάσσεται η ηθοποιός;
Ποια ήταν η πρώτη σου σκέψη όταν έκλεισες αυτή τη δουλειά, σε ένα τόσο παράξενο καλοκαίρι για όλους τους ηθοποιούς;
Οι «Βάκχες» είναι μία δουλειά που επρόκειτο κανονικά να ανέβει τον Μάιο. Είχαμε ξεκινήσει πρόβες πριν την καραντίνα. Ήταν να παρουσιαστεί σε κλειστό θέατρο στην Αθήνα και μετά το καλοκαίρι ίσως κάναμε κάποιες λίγες παραστάσεις. Με όλα αυτά που συνέβησαν και επειδή πεισμώσαμε όλοι μαζί, συνεχίσαμε να κάνουμε πρόβες εν μέσω καραντίνας, μέσω Skype. Είχε ενδιαφέρον, δεν το είχα ξανακάνει ποτέ στη ζωή μου. Όταν έγινε η άρση των μέτρων, ξεκινήσαμε να κάνουμε πρόβες σε ανοιχτό χώρο. Αφού περάσαμε 40 κύματα κλείσαμε να κάνουμε κάποιες παραστάσεις, χωρίς να ξέρουμε αν θα καταφέρουμε να παίξουμε κάπου. Ήταν περισσότερο η ανάγκη μας να το συνεχίσουμε. Και τελικά πήγαν όλα καλά.
Τι το διαφορετικό έχει αυτή η παράσταση σε σχέση με ένα κλασικό ανέβασμα των «Βακχών»;
Δεν είμαστε οι πρώτοι που προσπαθούν να δουν το πράγμα διαφορετικά. Κάθε χρόνο γίνονται τέτοιου είδους απόπειρες. Το διαφορετικό στη δική μας παράσταση συνίσταται περισσότερο στο ότι προσπαθούμε να φωτίσουμε με έναν άλλο τρόπο την ιστορία που έχει σκηνοθετηθεί και ανέβει τόσες φορές. Είθισται αυτό που ονομάζουμε κλασικό ανέβασμα της τραγωδίας να αντιμετωπίζει με δραματικό τρόπο τους μύθους. Φυσικά κι εμείς θεωρούμε ότι υπάρχει μια βαθιά τραγική διάσταση σε αυτό που συμβαίνει, αλλά προσπαθούμε να αποφύγουμε τη σοβαροφάνεια, που πολλές φορές διέπει αυτό που ονομάζουμε κλασικό ανέβασμα της τραγωδίας.
Η ιδέα είναι ότι όλο αυτό είναι σαν ένας εφιάλτης, ένα κακό όνειρο. Κάτι που υπάρχει μέσα στο κεφάλι μας, μέσα στην ψυχή μας και τελικά έχει λίγη σημασία αν συμβαίνει στ’ αλήθεια ή αν συμβαίνει στο υποσυνείδητό μας. Αυτή είναι η ιδέα της παράστασης. Επειδή ακριβώς το Αρχαίο Δράμα πραγματεύεται έστω με αυτόν τον πρωτόλειο (αν και ολοκληρωμένο) τρόπο όλα αυτά τα πολύ αρχετυπικά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως είναι η ύβρις, η αλαζονεία, η αίσθηση του ανθρώπου ότι μπορεί να υπερβεί το θείο, τη θεία δίκη, τους νόμους της φύσης όπως θέλετε πείτε το, αυτό είναι που προσπαθούμε κι εμείς να φωτίσουμε.
Και γιατί διαδραματίζεται σε παιδική χαρά;
Το σκηνικό του έργου είναι μια παιδική χαρά. Συνδέεται με τον παιδικό εφιάλτη, με αυτή την αθωότητα που έχει χαθεί. Με την αίσθηση πως όλο αυτό μπορεί να είναι κι ένα παιχνίδι, γιατί είναι ένα παιχνίδι του θεού. Δείχνει πώς καμιά φορά είμαστε πιόνια ανώτερων καταστάσεων.
Τα δικά σου παιδικά χρόνια είχαν αυτή την αθωότητα, την ελευθερία, το παιχνίδι;
Η αλήθεια είναι ότι πέρασα πολύ ωραία παιδικά χρόνια. Όχι ρόδινα, δεν λέω ότι δεν υπήρχαν και σκοτεινά σημεία. Αλλά σε γενικές γραμμές είχα δύο γονείς που με αγαπούσαν, ήταν παρόντες στη ζωή μου, μου έδιναν τον χώρο να κινηθώ και να δημιουργήσω και να κάνω τα πράγματα που θέλω. Είχαμε λεφτά να φάμε και να κάνουμε και κανά ταξίδι που και που. Μεγάλωσα στο Χαλάνδρι πολύ μακριά από τον δρόμο, με γειτονιές, παρέες, ποδήλατα, ποδόσφαιρα.
Υπήρχε πολύ έντονα η αίσθηση της ελευθερίας στα παιδικά μου χρόνια και αυτό νομίζω με έχει διαμορφώσει.
Είχα διαβάσει κάπου κάτι υπέροχο για τα σύγχρονα παιδιά και την παιδική κατάθλιψη, ότι συνδέεται με το γεγονός ότι τα παιδιά αργούν πολύ πλέον να βγουν στον στίβο της ζωής έξω. Δεν παίζουν πια στον δρόμο, ζουν πολύ προστατευμένα. Οι γονείς είναι πολύ πάνω από τα παιδιά και το αποτέλεσμα είναι πως τα παιδιά δεν αποκτούν αυτοπεποίθηση γιατί δεν αναμετρώνται με τις δυνάμεις τους από νωρίς. Και βασικό στοιχείο της κατάθλιψης είναι ακριβώς αυτό, νιώθει κατάθλιψη όποιος νιώθει ότι η μοίρα του δεν βρίσκεται στα χέρια του. Είναι κάτι που με απασχολούσε πάρα πολύ με τα παιδιά μου. Γι’ αυτό ήθελα να πάνε σε δημόσιο σχολείο, γι’ αυτό ήθελα να έχουν παρέες στη γειτονιά και από πολύ νωρίς κυκλοφορούν μόνα τους.
Αυτό δεν χρειάστηκε προσπάθεια, το να τα εμπιστευτείς και να καταπολεμήσεις τους δικούς σου φόβους;
Ήταν τόσο έντονο αίσθημα μέσα μου το ότι τα παιδιά πρέπει να ζουν, που μάλλον αυτό υπερνίκησε τον φόβο. Πάντα έχεις τον φόβο όταν είσαι γονιός, αλλά και τι θα κάνεις δηλαδή; Δεν θα αφήσεις το παιδί να ζήσει; Θυμάμαι το παιδί μου να μου λέει, 7 χρονών, «Μαμά θέλω να πάω στο σούπερ μάρκετ μόνος μου». Ήταν δύο τετράγωνα από το σπίτι. Και έλεγα ότι για να μου το λέει νιώθει ότι μπορεί να το κάνει και θέλει να δοκιμάσει. Και του είπα «ΟΚ. Πρόσεχε πάρα πολύ τον δρόμο και πήγαινε». Αυτής της λογικής είμαι και δεν ξέρω, μέχρι στιγμής καλά μας έχει πάει.
Φαντάζομαι είχες χτίσει μαζί τους και μια σχέση εμπιστοσύνης και είχες τη σιγουριά πως αν γίνει κάτι θα στο πουν.
Ναι το είχα αυτό και ήταν από τα πρώτα πράγματα που έκανα με τα παιδιά μου. Πιστεύω ότι αν τους δείξεις εμπιστοσύνη θα την πάρεις πίσω. Από πολύ μικρά τους έλεγα ότι τα εμπιστεύομαι. Πραγματικά από Δευτέρα Δημοτικού τους είπα: «Δεν θέλω να ξέρω τι έχετε γι’ αύριο. Εγώ έχω πάει σχολείο, δεν θα κάτσω να ξανακάνω όλα τα μαθήματά σας. Το σχολείο είναι δική σας ευθύνη. Αν θέλετε βοήθεια, αυτό είναι άλλο, εδώ είμαι». Γενικά είναι η λογική μου αυτή, δεν ψάχνω κινητά, δεν ψάχνω δωμάτια, δεν κάνω τέτοια πράγματα. Με έχει βοηθήσει πολύ ο τρόπος που μεγάλωσα σε αυτό. Αυτό που κάνω, είναι αυτό που ξέρω.
Η καλή σχέση, με τον πρώην σύζυγό σου, Πέτρο Λαγούτη, επηρέασε την προσωπική σας ζωή αργότερα; Με την έννοια ότι μια σταθερή σχέση συντροφικότητας υπό κάποια μορφή την καλύπτεις ήδη.
Δεν νομίζω ότι έχει συμβεί αυτό. Κι αν έχει συμβεί έχει να κάνει περισσότερο με τα παιδιά κι όχι με τον Πέτρο. Ο Πέτρος σαφέστατα με τη σχέση που έχουμε μου καλύπτει πάρα πολύ καταρχάς το να μοιράζομαι την ευθύνη των παιδιών και συναισθηματικά και πρακτικά. Δεν νιώθω ότι είμαι μόνη μου απέναντι σε αυτή την ευθύνη, πράγμα πολύ σημαντικό. Αλλά και πραγματικά είναι οικογένεια, οτιδήποτε κι αν συμβεί ο ένας θα τρέξει για τον άλλο σφαίρα, δεν υπάρχει περίπτωση. Είναι μια πολύ βαθιά αγάπη γιατί γνωριστήκαμε μικροί, περάσαμε πολλά, πιστεύω ότι ενηλικιωθήκαμε με μία σχετική επιτυχία και οι δύο και γι’ αυτό νομίζω ότι μπορούμε να έχουμε αυτή τη σχέση.
Ταυτίζεσαι περισσότερο με το «παλιό», με όσα γνωρίζεις ή με τη λαχτάρα του καινούργιου στη ζωή σου;
Νομίζω ότι γενικά αγαπώ το καινούργιο, μου αρέσει να κοιτάζω μπροστά και όχι πίσω. Δεν μου αρέσει να εξωραΐζω το παρελθόν, ούτε είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι οι άνθρωποι ζούσαν καλύτερα πριν από 300 χρόνια. Σίγουρα σε κάποιους τομείς τα πράγματα μπορεί να ήταν καλύτερα, αλλά σε πολλούς άλλους δεν ήταν. Πιστεύω στην πρόοδο, την επιστήμη, την τεχνολογία. Αυτό το οποίο θα έλεγα ότι μέσα μου είναι παραδοσιακό ή «παλιό», αν και πιστεύω ότι θα έπρεπε να είναι διαχρονικό, είναι οι αξίες, οι ανθρώπινες σχέσεις και τα αισθήματα. Πιστεύω ότι αυτά ορίζουν και διαμορφώνουν την ποιότητα ζωής σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Στην εποχή μας σίγουρα χρειάζονται προσοχή κάποια πράγματα όπως η ψευδής αίσθηση επικοινωνίας μέσω sms ή μέσω των social media που επικοινωνούμε με ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε και νομίζουμε ότι είναι φίλοι μας. Δεν είμαι πολύ fan αυτής της κατάστασης, αυτό είναι ένα ίσως πιο παλιό κομμάτι μέσα μου.
Αλλά επειδή έχω επαφή με νέους ανθρώπους και επειδή έχω παιδιά και μαθητές αλλά κι επειδή δουλεύω με νέους ανθρώπους συχνά, νομίζω ότι πάρα πολλοί από τους νεότερους ανθρώπους είναι ίδιοι με μένα, σε επίπεδο αρχών.
Το ζήτημα της αυτοδιάθεσης των γυναικών είναι επίσης θέμα του έργου. Το οποίο ακόμα παλεύουμε να γίνει αποδεκτό έτσι δεν είναι;
Αυτό συνδέεται με αυτό που είπες πριν για το παλιό και το νέο. Ο Διόνυσος πρεσβεύει μία νέα θρησκεία και θέλει να δημιουργήσει έναν δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους και στα ένστικτα τους. Με κάποιο τρόπο πάει κόντρα στο κατεστημένο. Ο Διόνυσος θέλει οι γυναίκες να είναι παρούσες σε αυτό, να έχουν συμμετοχή σε αυτό. Μπορεί να πει κανείς ότι η γυναίκα λόγω του ότι γεννά τη φύση, γεννά τη ζωή, έχει μια άλλη επαφή με το σώμα και τη φύση, νομίζω ότι θεωρεί τις γυναίκες το καλύτερο και πιο ανοιχτό μέσο να μεταδώσει το μήνυμά του.
Είναι πολύ μεγάλη κουβέντα αυτό και πολλές φορές με απασχολεί αυτό το θέμα. Περιττό να πω ότι είμαι φυσικά υπέρμαχος της ισότητας των δύο φύλων, το να έχουν ίσα δικαιώματα απέναντι στον νόμο. Από την άλλη υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Άρα δεν είμαστε ίδια. Θεωρώ ότι είναι όμορφο η γυναίκα να εκλαμβάνει αυτό που εγώ θεωρώ δώρο, τη μητρότητα, ως κάτι που μπορεί να εξισορροπεί άλλα πράγματα που αυτό δεν της επιτρέπει να κάνει. Είναι όμορφο για μένα μια γυναίκα να έχει το δικαίωμα στη σημερινή εποχή να πει «Ξέρεις κάτι; Εγώ θέλω να κάτσω δύο χρόνια να μεγαλώσω το παιδί μου», χωρίς να νιώθει παλαιολιθική ή ότι θα χάσει τη ζωή της και την επαγγελματική της σταδιοδρομία. Εκεί νομίζω ότι κρίνεται το παιχνίδι.
Μπορεί μια γυναίκα να έχει μια μαλακότητα μερικές φορές την οποία ξαφνικά την έχουμε ενοχοποιήσει κι αυτό είναι κρίμα.
Δηλαδή αν μία εργαζόμενη γυναίκα, όχι με πολλά χρήματα στην τράπεζα, θέλει να κάτσει έναν χρόνο στο σπίτι της για να μεγαλώσει το παιδί της, προφανώς θεωρώ ότι από τη δουλειά της θα πρέπει να έχει τη στήριξη να το κάνει. Και η ιδέα του να έχει έναν άνδρα δίπλα της ο οποίος θα τη στηρίξει, δεν μου φαίνεται λάθος, δεν την κάνει αδύναμη. Καταλαβαίνω ότι είναι ανάγκη, την έχω κι εγώ. Θέλω να εργάζομαι, να δημιουργώ, να είμαι έξω στη ζωή αλλά κάπως νομίζω ότι χάνουμε και πράγματα λόγω των πολλαπλών ρόλων. Η σύγχρονη γυναίκα εξοντώνεται. Υπάρχουν άνδρες που είναι παρόντες σε όλα και είναι υπέροχοι και σύζυγοι και πατεράδες προς θεού. Αλλά αν το δει κανείς ποσοστιαία συνήθως οι γυναίκες ασχολούνται με το σπίτι και θα έχουν και τη δουλειά τους.
Ως μητέρα δύο γιων τι κάνεις για να αντισταθούν τα παιδιά σου στον σεξισμό;
Φυσικά είναι υπέροχο να τους μιλάς και αν ακούσεις κάτι από το στόμα τους που σε προβληματίζει να το συζητήσεις μαζί τους και να τους εξηγήσεις ότι «ίσως δεν είναι έτσι κι είναι κρίμα να ενστερνίζεσαι απόψεις που ακούς δεξιά και αριστερά και καλό είναι να βρίσκεις ο ίδιος το πώς βλέπεις τον κόσμο». Αλλά νομίζω πως ό,τι και να πεις, αυτό που πραγματικά επιδρά και επηρεάζει τα παιδιά είναι ο τρόπος με τον οποίο ζεις. Το παράδειγμα που τους δίνεις. Μπορεί να λειτουργήσει με δύο τρόπους. Ή θα το ενστερνιστούν ή θα αντιδράσουν απέναντι σε αυτό, ιδιαίτερα αν είναι κάτι ακραίο. Αν οι γονείς τους, λοιπόν, έχουν μια αρμονική σχέση χωρίς τέτοια ακραία στοιχεία, νομίζω ότι και τα παιδιά θα το αντιληφθούν αυτό.
Εσύ έχεις βιώσει σεξισμό; Πώς αντιδράς σε αυτά;
Εννοείται ότι έχω ακούσει σεξιστικά σχόλια. Στο επάγγελμα το να νιώσω ότι χάνω μια δουλειά δεν το έχω ζήσει, αλλά ναι, φυσικά και έχω ζήσει γενικά σεξισμό. Σαν χαρακτήρας όμως, κάπως το ξεπερνάω εύκολα αυτό. Κάπως δεν νιώθω και τόσο ευάλωτη απέναντί του. Δεν ξέρω πώς γίνεται; Έχω χιούμορ; Θα βάλω τον άλλο στη θέση του επιτόπου και λίγο αυστηρά; Δεν δίνω τόσο πολλή σημασία. Προφανώς δεν μου έχει συμβεί και κάτι πολύ άσχημο, έτσι; Γιατί αν μου είχε τύχει μπορεί και να μην έλεγα αυτά που λέω τώρα.
Πώς ήταν η καραντίνα με δύο έφηβους, 24 ώρες το 24ωρο;
Καταρχάς τη μία ημέρα πήγαιναν στον πατέρα τους και την άλλη σε μένα, οπότε υπήρχε μια εναλλαγή παραστάσεων και για εκείνα και για εμάς. Δεύτερον, ο μεγάλος είχε και αρκετό διάβασμα και έκαναν και καμιά βόλτα. Εγώ τους προέτρεπα να βγουν να περπατήσουν, με προσοχή με τα μαντηλάκια τους και τα αντισηπτικά τους. Κι εγώ έβγαινα επίσης μια βόλτα. Δεν είμαι φοβική, είμαι ψύχραιμη. Δεν μπορώ τον πανικό και την τρέλα.
Καθώς είσαι δεινή μαγείρισσα, δοκίμασες καινούργια πράγματα το διάστημα του εγκλεισμού;
Στην καραντίνα έπαθα αυτό που λες «θα κάνω αυτό θα κάνω το άλλο» και όντως έκανα κάποια πράγματα που κανονικά δεν προλαβαίνω, όπως το να δω ταινίες, αλλά άλλα πράγματα τα άφησα στην άκρη. Κάπως παρακάθισα λίγο. Πιο εύκολα ενεργοποιούμαι όταν έχω χίλια πράγματα να κάνω. Είπα στον εαυτό μου ότι είναι μοναδική ευκαιρία να ξεκουραστεί. Οπότε έκανα μεν κάποια πραγματάκια αλλά δεν μπορώ να πω ότι δημιούργησα μαγειρικά τόσο εξεζητημένα πράγματα εν μέσω καραντίνας.
Πώς ξεκίνησε όλο αυτό με τη μαγειρική; Από τα παιδιά;
Εγώ επειδή μεγάλωσα και αρκετά μόνη μου, επειδή οι γονείς μου δούλευαν και οι δύο και μεγάλωνα πολύ ανεξάρτητα, το μαγείρεμα είναι για μένα στη ζωή μου από την εφηβεία μου. Θυμάμαι συμμαθητές να έρχονται σπίτι και να τους λέω «θα σας κάνω μακαρονάδα». Έπειτα ζω μόνη μου από τα 22 μου. Όταν είμαι μόνη μου δεν μαγειρεύω τίποτα απολύτως. Αν δεν είχα τα παιδιά δεν θα μαγείρευα παρά στη χάση και στη φέξη για φίλους.
Πώς και δεν έχεις κάνει κανάλι στο YouTube;
(Γελάει) Δεν ξέρω δεν το έχω σκεφτεί, νομίζω δεν έχω χρόνο για κάτι τέτοιο.
Ούτε πρόταση για εκπομπή έχεις δεχτεί;
Όχι ακόμα. Έχω ήδη κάνει μια εκπομπή στην ΕΡΤ3 που μου άρεσε πάρα πολύ. Ο τίτλος της ήταν «Εναλλακτικά Art-ο-ποιήματα» και ασχολούνταν με εναλλακτικές μορφές τέχνης. Θα έκανα ξανά κάτι, αν ένιωθα ότι το αντικείμενο με ενδιέφερε, μου ταιριάζει και μπορώ να το διαχειριστώ.
Η Μυρτώ Αλικάκη τον Νοέμβριο σχεδίαζε να συμπρωταγωνιστήσει με τη Γιούλικα Σκαφιδά, στην παράσταση «Αδελφές» στο ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη. Η ηθοποιός σχεδίαζε επιπλέον να συνεργαστει τη χειμερινή θεατρική σεζόν και με τον Πέτρο Φιλιπππίδη.
Βάκχες του Ευριπίδη, Βεάκειο Θέατρο, 12/9, στις 21.00. Εισιτήρια εδώ.