Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkison/ladylike.gr
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Η Νάνσυ Μπούκλη θα ήθελε να στείλει μια «μέλισσα» να τσιμπήσει τους θυμωμένους οδηγούς

Η Νάνσυ Μπούκλη οδηγεί εδώ και μερικούς μήνες. Κι αυτό σημαίνει ότι ακούει κόρνες σε κάθε φανάρι, αλλά καθόλου δεν τη μέλει. Μαζί με το αυτοκίνητό της ανακαλύπτει την Αθήνα, το πρώτο της καλοκαίρι που περνάει ολόκληρο εδώ. Επίσης ανακαλύπτει όλο και καλύτερα τη γειτονιά της. Ο λόγος είναι φυσικά το θέατρο. Η Νάνσυ Μπούκλη δεν βρίσκεται σε κάποια καλοκαιρινή περιοδεία, αλλά στην ταράτσα του Θεάτρου Λαμπέτη, όπου υποδύεται τη Μαρία στην παράσταση Μια μέλισσα τον Αύγουστο.

Η Νάνσυ Μπούκλη θα ήθελε να στείλει μια μέλισσα να κεντρίσει τους θυμωμένους οδηγούς και τους ανυπόμονους ανθρώπους. Αλλά δεν είναι βέβαιη ότι θα προβληματιστούν, τουλάχιστον όχι όπως ο πρωταγωνιστής της παράστασης Μία μέλισσα τον Αύγουστο, που αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τους φόβους του. Εκείνη είναι αρνήτρια φόβου, δηλώνει ότι δεν θέλει να φοβάται να ζει.

Πιστεύει ότι πρέπει να έχεις μία προδιάθεση για να θες να προβληματιστείς ή έστω να ακούσεις τους άλλους. Επίσης πιστεύει ότι ο έρωτας είναι πάνω απ’ όλα, αν και πολύ θα ήθελε να λέει ότι θέλει να πετυχαίνει μία ισορροπία ανάμεσα σε όλους τους τομείς της ζωής της. Η Νάνσυ Μπούκλη μιλάει, εκφράζεται, γελάει και καταλαμβάνει υπέροχα τον χώρο μέσα μας. Ακολουθεί η συζήτησή μας.

– Ποιες είναι οι αγαπημένες σου διακοπές Αυγούστου που θυμάσαι;

Τώρα μιλάς σε έναν άνθρωπο που δεν τα πάει καθόλου καλά με το καλοκαίρι. Ενώ το λατρεύω, έχω γεννηθεί Αύγουστο, έχω μια μελαγχολία το καλοκαίρι. Το φθινόπωρο είμαι σε φουλ δημιουργία, έμπνευση. Νομίζω ότι φταίει πως το καλοκαίρι το έχω συνδέσει πιο πολύ με φίλους που φεύγανε, επειδή είμαι από την Ηλεία εγώ κι αυτοί ήταν Αθηναίοι, οπότε γυρίζανε ή με άλλους φίλους, που έφευγαν για Αμερική.

«Το καλοκαίρι ήταν πάντα γεμάτο αποχαιρετισμούς. Ήταν γεμάτο με ανθρώπους που ήξερα ότι θα τους δω μόνο το καλοκαίρι και τέλος, κάτι που όταν ήμουν παιδί είχε πολύ χαρά, αλλά μετά κάπως δεν μου άρεσε καθόλου».

– Ως ενήλικη τι θυμάσαι από τους Αυγούστους σου;

Σχεδόν κάθε καλοκαίρι από το 2013 ήμουν σε κάποια περιοδεία, που κι αυτό έχει κάτι μελαγχολικό, ενώ περνάς πολύ ωραία με όλους, πας σε μέρη που δεν ξέρεις αν θα πας ξανά είναι κάπως απ’ όλα. Έχει βέβαια και πολύ χαρά.

Εντάξει, η πιο έντονη περιοδεία που έζησα ήταν με τον Προμηθέα Δεσμώτη. Αυτή ήταν πολύ έντονη εμπειρία, γιατί είχαμε λυσσάξει λόγω της καραντίνας που είχε προηγηθεί (γέλια). Είχε πολλούς περιορισμούς ακόμα, αλλά εμείς είχαμε τόσο πολύ χαρεί που κάναμε τη δουλειά μας, που το είχαμε ως αυτονόητο μέχρι τότε και ξαφνικά δεν ήταν, που βρεθήκαμε με ανθρώπους που μας έτυχε τότε και δεν κόλλησε κανείς. Ήταν όλα όπως έπρεπε.

-Πώς είναι λοιπόν, το πρώτο σου καλοκαίρι σε «ακινησία»;

Φέτος είναι η πρώτη φορά που μένω σε ένα μέρος. Κι επίσης είναι πολύ ωραίο καλοκαίρι για μένα, πολύ ιδιαίτερο. Περνάω πάρα πολύ ωραία στη γειτονιά μου. Είναι και η πρώτη χρονιά που έχω αυτοκίνητο, οπότε πάω και τις βόλτες μου. Είναι πάρα πολύ κοντά στο σπίτι μου το θέατρο, οπότε είναι κωμικό να πω ότι κουράζομαι και ανακαλύπτω λίγο την Αθήνα. Πρέπει να είναι το πρώτο καλοκαίρι που κάθομαι εδώ και μου αρέσει γιατί πάω θερινό κάθε βδομάδα, χθες ήμουν σε συναυλία. Κάπως ζω λίγο έτσι.


– Απολαμβάνεις την κωμωδία εξίσου με το δράμα στο θέατρο; Νομίζω ότι είναι το πρώτο αμιγώς κωμικό έργο που παίζεις…

Όχι, καθόλου, έχεις δίκιο. Νομίζω ότι το πρώτο πιο κωμικό ήταν με την Τζωρτζίνα πέρσι (σ.σ. με τη Τζωρτζίνα Λιώση συνσκηνοθέτησαν κι έπαιξαν μαζί στην παράσταση Κάποιος μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι γάλα). Εκτονωθήκαμε λιγάκι, πέρασα ωραία.

Δεν ξέρω αν επιλέγω κάτι. Αυτό είναι το θέμα. Εμένα μου αρέσουν πολύ και τα 2. Εντάξει, ψυχολογικά πιο χαλαρά νιώθω στην κωμωδία. Όταν έπαιζα στο Λεωφορείο ο Πόθος πήγαινα με πάρα πολύ χαρά, αλλά στη διάρκεια της παράστασης έπρεπε να έρθω σε επαφή με πράγματα που δεν ήταν ευχάριστα. Δηλαδή έπαιζα μια γυναίκα που την κακοποιούσε ο άντρας της.

– Δυσκολεύεσαι μετά από τέτοιες παραστάσεις να αποφορτιστείς;

Όταν τελειώνει η παράσταση, εγώ δεν έχω τέτοια θέματα. Είναι πιο σωματικός νιώθω ο τρόπος που μπαίνω παρά ψυχολογικός. Αλλά σωματικά είχα πόνο στον αυχένα μου, στο χέρι μου, δεν μπορεί να τα κάναμε και τελείως ψέματα. Οπότε και μόνο το ότι κάποιος σου ασκεί με έναν τρόπο ένα πιο έντονο πράγμα πάνω σου, φέρει κάτι εκείνη τη στιγμή. Το ίδιο μου συνέβαινε με τα ξυλοπόδαρα στον Προμηθέα Δεσμώτη: μπορεί όταν έβγαινα να είχα μια χαρά, αδρεναλίνη, αλλά σωματικά ήμουνα σε ξυλοπόδαρα και είχε ζέστη. Ήταν επίπονο άσχετα που εγώ το χαιρόμουν.

– Στο Μια Μέλισσα τον Αύγουστο είστε και με τα μαγιό, για καύσωνα είναι ότι πρέπει…

Τέλεια είμαστε, ναι!

 

– Συμμετείχες σε 2 τηλεοπτικές σειρές φέτος για κάποια επεισόδια, στην Παραλία και το Ναυάγιο. Θα ήθελες να κάνεις και κάτι πιο σταθερό στην τηλεόραση;

Όχι, θέλω πολύ και για πιο πολύ (γέλια). Αλλά δεν έτυχε αυτήν την περίοδο. Τώρα θα δούμε τι θα γίνει δηλαδή. Νομίζω ότι έχω από το 2018 να είμαι κανονικά σε ένα πρότζεκτ στην τηλεόραση για καιρό. Θα το ήθελα πολύ, μου αρέσει ως μέσο. Γίνονται πολύ ωραία πράγματα στην τηλεόραση και εγώ σε αυτά που έχω τώρα υπάρξει, όχι απλά έχω δεθεί, έχω περάσει πολύ ωραία, έχω γνωρίσει σκηνοθέτες, πάρα πολύ καλούς συνεργάτες. Είμαι πάρα πολύ τυχερή σε αυτό.

– Εσύ πότε αποφάσισες να ασχοληθείς με το θέατρο;

Πολύ νωρίς. Νομίζω, χωρίς να ακουστεί κάπως, πως ό,τι κι αν αναλάμβανα θα μ ‘άρεσε. Μου αρέσει να ευχαριστιέμαι, να μην μιζεριάζω. Δηλαδή και να επέλεγα να γίνω φαρμακοποιός, πολύ καλά θα ήμουνα κι εκεί. Δεν νομίζω ότι με βολεύει ή με εξυπηρετεί σε κάτι το να γκρινιάζω.

«Για κάποιο λόγο από το δημοτικό μου άρεσε να έχω επαφή με κείμενα, να τα αφηγούμαι. Δεν ξέρω πώς άρχισε αυτό, δεν έχω στην οικογένειά μου τέτοιες προσλαμβάνουσες. Με έβαζαν να διαβάζω στο σχολείο και είχα μια ευχαρίστηση σε αυτό».

Δεν το έλεγα γιατί δεν ήξερα ότι θέλω να γίνω αυτό. Ήξερα όμως ότι ήθελα να διαβάζω. έβρισκα κάτι εκεί που ταξίδευα. Όπως και με τις ταινίες, που έβλεπα από πολύ μικρή. Ένιωθα ότι ταξιδεύω και νομίζω ότι όλα τα παιδιά της επαρχίας κάπως θα ταυτιστούν με αυτό. Πάντα όταν είσαι από την επαρχία σκέφτεσαι “τι γίνεται πιο μακριά ρε παιδί μου;”. Έχεις μια περιέργεια και εγώ την ικανοποιούσα στα βιβλία και στις ταινίες και πιο μετά στα ποιήματα.

– Οι γονείς σου σε στηρίξαν;

Κομψί κομψά. Από τη μία πλευρά κάπως. Ο πατέρας μου δεν είχε τόσο πολύ γνώση το τι έχω στο νου μου. Στη μητέρα μου το είχα πει και δεν ήταν αρνητική. Στον Πύργο έχουμε 3 θεατρικές ομάδες. Στο Λύκειο είχα πάει σε μία που κάνανε Ιφιγένεια εν Αυλίδι και το καλό ήταν ότι σε αυτές τις ομάδες ήταν φιλόλογοι από το σχολείο μου. Οπότε κάναμε δραματουργία κι άλλο που δεν ήθελα εγώ. Είχα πολύ χαρά, γιατί το ότι ασχολούμασταν με ένα έργο, να καταλάβω την Ιφιγένεια τι ζούσαν τότε ιστορικά. Κι ένας φιλόλογος, ο Γιώργος Αγγελόπουλος, ήταν που με έβαλε στη θεατρική ομάδα μέσα στο σχολείο και μετά πήγα στην άλλη των ενηλίκων, όπως με είδε και στην πρώτη μου παράσταση τυχαία στην Αθήνα. Είχαμε σύνδεση με αυτόν τον άνθρωπο.

-Δεν ένιωθες αουτσάιντερ με όλα αυτά;

Έκανα και μουσική φουλ. Είχα τον Φώτη Παπαθεοδώρου τον μουσικό που μας έβαζε να κάνουμε τετραφωνίες και διφωνίες. Αλλά ήμασταν πολλοί έτσι. Κάπως έτυχε, να μαγνητίσουμε ο ένας τον άλλον 4- 5 παιδιά που παίζαμε ρεμπέτικα στο γυμνάσιο και ήμασταν κωμικοί (γέλια). Ο κολλητός μου ας πούμε από τότε, είναι ακόμα μουσικός, πέρα από τη δουλειά του.

Κάπως μας είδε ένας δάσκαλος και μας έβαλε σε χορωδίες και μας πήγαινε σε διαγωνισμούς στην Πάτρα και στην Αθήνα. Και κάπως έτσι εγώ έμαθα λίγο και την Ελλάδα. Τότε κατάλαβα που πέφτει Κρήτη γιατί έρχονταν παιδιά από τα Χανιά να τραγουδήσουν. Κι έλεγα “α εκεί είναι αυτοί, εκεί ζουν, εκεί είναι οι Σέρρες, εκεί είναι αυτό”.

– Τι σε γοητεύει και τι σε απογοητεύει στον χώρο σου;

Με απογοητεύουν περισσότερα πράγματα (γελάει). Νομίζω ότι είμαι σε μία φάση καλύτερα από παλιά γιατί όσο ήμουν πιο μικρή τα έβλεπα όλα “Παναγία μου πώς θα μπω εγώ σε αυτό, που είναι όλοι καταπληκτικοί”. Και σιγά σιγά καταλαβαίνεις ότι είναι κανονικοί άνθρωποι, ότι όλοι έχουμε και τη ζωή μας κανονικά, δεν είναι όλοι μόνο όπως τους βλέπουμε στη σκηνή. Επίσης ξεχνάμε λόγια, δεν είναι κανένας ήρωας και τέλειος. Οπότε αυτό το ηρωικό το έχω απομυθοποιήσει με την καλή έννοια.

Αυτό είναι που μου αρέσει αυτή την περίοδο, είναι που καταλαβαίνω και νιώθω ότι έχω χαλαρώσει κι εγώ και μπορώ να είμαι χωρίς ταμπέλα, τύπο, είδος. Ότι εμένα μου αρέσει αυτή η εργασία με έναν ωραίο τρόπο να γίνεται.

Τώρα τι δε μου αρέσει; Ίσως το ότι υπάρχει ένα άγχος που δεν ξέρω αν είναι δικό μας. Μπαίνει κάτι πάρα πολύ στρεσογόνο, που δεν ταιριάζει σ’ έναν άνθρωπο που θέλει να εμπνευστεί και να δημιουργήσει. Υπάρχει ένα στρες γενικότερο.


– Εσύ προσπαθείς να μην το εσωτερικεύεις αυτό το στρες;

Προσπαθώ πολύ. Δεν λέω ότι είναι παράλογο, αλλά νομίζω είναι υπερβολικό. «Πότε θα γίνει δουλειά; Πότε θα τη βρούμε; Τι θα γίνει; Θα έχουμε αυτό το μήνα; Δεν θα έχουμε τον επόμενο;»

«Εντάξει, δεν ζω κι εγώ στη φούσκα μου, αλλά αφού δουλεύουμε τώρα οι άνθρωποι, σωστά; Γιατί να σκεφτόμαστε τι θα γίνει σε 5 χρόνια; Εγώ άμα ζω με αυτόν τον τρόπο νιώθω ότι θα γεράσω πριν την ώρα μου».

Κι είμαστε και μια γενιά που από τότε που βγήκαμε σκεφτόμαστε ότι ήταν αλλιώς τα πράγματα που εμένα αυτό δεν μου αρέσει, μου φαίνεται πολύ μίζερο. Για όλες τις γενιές ήταν αλλιώς τα πράγματα, είτε για καλό είτε για κακό. Οι γονείς μου είχαν να πουν ότι ήταν αλλιώς τα πράγματα, επειδή δεν είχαν πόλεμο για παράδειγμα. Στη γενιά τη δικιά μου ήταν αλλιώς τα πράγματα γιατί είχαμε μνημόνια. Πάντα θα είναι κάπως άλλιως τα πράγματα.

Ποιο είναι το δεδομένο ενός κράτους, εμένα αυτή είναι η ερώτησή μου. Πώς είναι δηλαδή ότι ζει κανείς «κανονικά»; Όταν είχαμε πολλά λεφτά «φούσκα» που δεν είχε κανείς και τους τα πήρε η τράπεζα, όταν είχαν πόλεμο, όταν είχαν εμφύλιο, όταν είχαμε μνημόνια; Μα πάντα υπάρχει μια αλλαγή στην κοινωνία.

– Στην κοινωνία τι δεν μπορείς να ανεχθείς;

Την ανυπομονησία, που έχει να κάνει πάλι με το στρες. Δεν καταλαβαίνω εγώ γιατί να είμαι έξω από το μετρό Συγγρού και να μου χτυπάνε κόρνες στα φανάρια. Όχι, εγώ αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω, κι ας είναι γραφικό. Είναι πάρα πολύ μικρή πόλη η Αθήνα, λέμε έχει κίνηση, αλλά κάποια στιγμή θα φτάσουμε. Να αργήσουμε μισή ώρα; Σιγά τα αυγά.

Δεν το καταλαβαίνω γιατί βρίζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους και γιατί δεν έχουν υπομονή. Είναι κάτι το οποίο με ξεπερνάει. Ο θυμός είναι κάτι τόσο προσωπικό. Αν αρχίσω να σε βρίζω δεν μου έχεις κάνει τίποτα γιατί δεν σε ξέρω στα αλήθεια. Είναι τελείως λογικό, για μένα, μετά από μια ηλικία να καταλάβεις ότι έχεις θέματα.

«Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος φιλοσοφημένος για να παρατηρήσει ότι “βρίζω όποιον κυκλοφορεί, μήπως υπάρχει κάποιο πρόβλημα μαζί μου; Δεν μπορεί να φταίνε όλοι”».

Εγώ πιστεύω ότι όλοι θα πρέπει να περάσουμε λίγο από την ψυχοθεραπεία. Μπορεί κάποιος να μου πει δεν είναι για μένα, δεν έχω λεφτά. Το καταλαβαίνω. Αλλά ας κάνει μια πολεμική τέχνη. Η κακιά στιγμή θα υπάρξει. Δε λέω ότι είμαι και εγώ τέρας ψυχραιμίας. Αλλά υπάρχει θυμός και θυμός. Αυτό που βγαίνουνε πλέον από τα αυτοκίνητα και έρχονται στο τζάμι, έτσι δεν το καταλαβαίνω.

– Ως νέα οδηγός πρέπει να έχεις δεχτεί πολύ στραβό βλέμμα κλ.π…

Κόρνα, κόρνα, αυτό που την πατάνε κατευθείαν. Αλλά δεν θα χαλάσω τη ζαχαρένια μου για κανέναν. Με τίποτα.

– Αν μπορούσε να τσιμπήσει μια «μέλισσα» σαν αυτή του έργου κάποιον για να σκεφτεί τα θέματά του, σε αυτούς τους ανθρώπους θα την έστελνες, που λέμε;

Οπωσδήποτε. Βέβαια εγώ πιστεύω ότι αν ο άλλος μέσα του δεν έχει λίγο κάτι για να προβληματιστεί δεν πάει να τον τσιμπήσουν και 10 μέλισσες; Δεν πρόκειται να προβληματιστεί ποτέ. Νομίζω ότι χρειάζεται μια προδιάθεση. Πολλές φορές για παράδειγμα μπορεί να λέμε όλοι και στην τηλεόραση πράγματα και να ακούγονται, να μιλάνε άνθρωποι, να γίνονται πιο ορατοί. Αν ο άλλος μέσα του δεν έχει κάτι καλό, δεν νομίζω ότι θα γυρίσει να κοιτάξει ή ν’ ακούσει τι λένε. Δηλαδή για ν’ ακούσεις δεν χρειάζεται κάποιος να πει μόνο, χρειάζεται κι εσύ να θες.

Επίσης, μπορεί πολλοί άνθρωποι να θέλουν να μιλήσουν γιατί εκείνους τους αρέσει, χωρίς ούτε ν’ ακούσουν, ούτε να θέλουν να τους πει ο άλλος κάτι πάνω σε αυτό που λένε, είναι σημείο των καιρών κι αυτό. Εγώ νομίζω ότι θα ήμουν φτωχότερη αν δεν μάθαινα πάντα. Πέρασα κι εγώ στη ζωή μου μία φάση που ήθελα μόνο να μιλάω, αλλά νομίζω είναι πολύ ωραίο να σου πουν κάποια στιγμή «Κούλαρε, άκουσε έχω κι εγώ να πω, να συζητήσουμε». Είναι ξε-αγχωτικό αυτό.

Δεν είμαι οπαδός του «το πάθημα να γίνει μάθημα»; Δεν ξέρω αν πιστεύω ότι τα παθήματα γίνονται μαθήματα, αν δεν θέλουμε.

– Η ηρωίδα σου κάνει πολύ μεγάλη υπέρβαση, από έρωτα. Εσύ τον έρωτα σε ποια θέση τον τοποθετείς στη ζωή σου και πόσο ανοίγεις τα όριά σου γι’ αυτόν;

«Πάρα πολύ. Ο έρωτας είναι για μένα μεγάλη τροφοδοσία. Το λέω λογικά γιατί δεν με συμφέρει να πω ότι είναι πάνω απ’ όλα, αλλά αυτό πιστεύω. Για μένα αυτό είναι υγεία. Θα ήθελα πολύ να είναι όλα σε ισορροπία στη ζωή μου, αλλά μου είναι πολύ πιο βασικό το διαπροσωπικό».

Κι επίσης νομίζω ότι μου αρέσει να ερωτεύομαι τώρα και ας είναι και κλισέ και συνεργασία ακόμα. Είναι και πλατωνικό συναίσθημα. Έχω ερωτευτεί και πλατωνικά και ανθρώπους που δεν θα ήθελα ποτέ να γίνει κάτι άλλο. Και φυσικά έχω ερωτευτεί και ανθρώπους που είναι ωραία και προσωπικά.

Μου αρέσει εμένα αυτό, δεν το αποφεύγω. Έχω χτυπήσει το κεφάλι μου στον τοίχο πάρα πολλές φορές, αλλά δεν το μετανιώνω καθόλου. Άμα δεν βουτήξω δηλαδή, πώς θα ζήσω; Δε θέλω να φοβάμαι να ζω, αρκεί να μην είναι και τόσο αυτοκαταστροφικό. Δηλαδή δεν θα οδηγήσω και με 100 στη Συγγρού, γιατί είναι μια μπούρδα, για να το πω και αλληγορικά.

 

*Info: Μια μέλισσα τον Αύγουστο, του Θοδωρή Αθερίδη, σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη. Μέχρι τις 3/7 στην Ταράτσα του Θεάτρου Λαμπέτη.

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά) : Ελένη Βαΐτσου, Γιάννης Δρακόπουλος, Θάνος Μπίρκος, Νάνσυ Μπούκλη, Σπύρος Σταμούλης, Αναστασία Τσιλιμπίου.

Πληροφορίες για τις παραστάσεις και εισιτήρια εδώ.

Exit mobile version