ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Η Ρένια Λουιζίδου ελπίζει ο ρόλος της ζωής της να μην έχει έρθει ακόμα

ΕΡΤ

Η Ρένια Λουιζίδου κινείται αθόρυβα. Άλλωστε το πηγαίο ταλέντο και η σκληρή δουλειά δεν έχουν ανάγκη από δυνατά (αυτο)χειροκροτήματα και προκλητικές δηλώσεις.

Η Ρένια Λουιζίδου δεν έμεινε ποτέ στην επιφάνεια, με ανάγνωση κυριολεκτική και μεταφορική. Από το 1991, όταν την είδαμε για πρώτη φορά στους Απαράδεκτους, μέχρι και σήμερα η τηλεοπτική παρουσία της είναι αδιάλειπτη. Το ίδιο και στο θέατρο.

Δεν έχει είδος, δεν κατατάσσεται. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη ηθοποιό που μπορεί να κινήσει μέσα σου κάθε λογής συναίσθημα. Δάκρυα και χαμόγελα. Αυτό είναι η Ρένια Λουιζίδου.

Μια γυναίκα με απίστευτες ερμηνευτικές δυνατότητες που μπορεί να ενσαρκώνει τη Σκεύω στον Βαρδιάνο στα σπόρκα, τη Χαρά Χάσκα στο Καφέ της Χαράς, τη Λίνα Καρόλου στους Δροσουλίτες, τη Ρένια Μπούσκα στην Παιδική Χαρά, τη Σούλα Μαυρομμάτη στα Ξένα Χέρια.

– Θα ξεκινήσω από τον ρόλο σας στη σειρά της ΕΡΤ, «Βαρδιάνος στα Σπόρκα».

Είναι μια πολύ ωραία σύλληψη, αυτό το πρόσωπο, η Σκεύω από τον Παπαδιαμάντη. Μεταφέρθηκε πολύ ωραία και σεναριακά. Είναι μια γυναίκα με πολύ ελκυστική προσωπικότητα και με πολλή χαρά καταπιάστηκα μαζί της.

– Έχετε μια σύνδεση με το κείμενο, σωστά;

Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Από τα χρόνια του πανεπιστημίου ακόμα, μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον, ακριβώς για τον ίδιο λόγο που συνέβη στους περισσότερους, για το τι είναι ο βαρδιάνος και τι είναι τα σπόρκα. Το είχα διαβάσει από τότε και μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Είναι ένα πολύ ιδιαίτερο κείμενο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Ρένια Λουιζίδου

Έτυχε και πέρσι στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Δημητρίων να μου προτείνουν ο Άκης Σακελλαρίου και ο Άκης Δήμου να κάνουμε ένα θεατρικό αναλόγιο εμπνευσμένο από τον Βαρδιάνο. Το κείμενο ήταν μια ματιά του Άκη Δήμου πάνω στο κείμενο του Παπαδιαμάντη. Οπότε όταν ήρθε η πρόταση για τη σειρά ήταν η τρίτη φορά που βρέθηκε ο Βαρδιάνος και η Σκεύω στον δρόμο μου. Και ήταν και η τυχερή.

– Άρα ασυζητητί λέτε το ναι.

Ασυζητητί. Βέβαια, να πω ότι δεν είχε πάει το μυαλό μου ότι θα με σκεφτόταν κάποιος για αυτόν τον ρόλο. Να που ο Μανούσος το σκέφτηκε.

– Ο Μανούσος Μανουσάκης στην παρουσίαση των σειρών της ΕΡΤ ανέφερε ότι μόλις διάβασε το κείμενο είπε: «αυτή είναι η Ρένια και καμία άλλη».

Έχει να κάνει με τις κεραίες του Μανούσου, με το ένστικτό του. Γιατί πιστέψτε με, όταν διαβάζεις το διήγημα, δεν είμαι εγώ το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό στη διανομή του. Και το καταλαβαίνω. Αλλά εγώ είχα μια δική μου σύνδεση με τη Σκεύω και με κάποιον τρόπο, από αυτούς τους όχι και τόσο λογικούς, ο Μανούσος το αισθάνθηκε.

– Πολλοί ήταν εκείνοι που είπαν πως η Σκεύω είναι ο ρόλος της ζωής σας.

Είναι πολύ κολακευτικό να σου το λένε για κάτι που έχεις κάνει, όμως ελπίζω να μην είναι και ο ρόλος της ζωής μου να είναι πιο κάτω. Και ο ρόλος μου στην Πολίτικη Κουζίνα είχε μια ανάλογη αντιμετώπιση. Ποιος ξέρει τι θα φέρει το μέλλον.

Αυτό που μπορώ με βεβαιότητα να πω, είναι ότι η Σκεύω είναι κάτι πολύ αγαπημένο για μένα.

– Ρένια Λουιζίδου και δραματικοί ρόλοι πάνε μαζί;

Η αλήθεια είναι ότι στην τηλεόραση έχω παίξει σε πολύ περισσότερες κωμωδίες που έγιναν μεγάλες επιτυχίες και κράτησαν πολύ περισσότερο καιρό. Οπότε αναπόφευκτα δημιουργείται αυτή η ταύτιση με την κωμωδία.

Στο θέατρο η πορεία μου είναι τελείως διαφορετική και για αυτό τους δραματικούς ρόλους δεν τους βλέπω ως έκπληξη. Τώρα που το σκέφτομαι, έχω πολλά χρόνια να παίξω σε κωμωδία στο θέατρο. Τυχαίνει, δεν το κάνω για κάποιο λόγο. Όπως και φέτος η παράσταση «οι Μάγισσες του Σάλεμ» δεν έχουν καμία σχέση με κωμωδία.

 

 

 

– Ποιο είναι το πιο βασικό που σας έχουν διδάξει «οι Μάγισσες του Σάλεμ»;

Πρόκειται για ένα σπουδαίο έργο του Μίλερ τοποθετημένο στο 1692 σε ένα διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον σε σχέση με σήμερα κι όμως είναι τρομακτικές οι αναλογίες που υπάρχουν. Αυτό έκανε άλλωστε και ο Μίλερ, παίρνοντας ένα πραγματικό γεγονός του 1692, κι έγραψε ένα έργο τη δεκαετία του 50 για να καυτηριάσει τον μακαρθισμό στην Αμερική κι ό,τι αυτό σημαίνει: τον περιορισμό των ανθρώπινων ελευθεριών, το πώς παράλογα και άδικα διώχθηκαν οι άνθρωποι και βεβαίως μπορεί κανείς να δει και τις αναλογίες με τη δική μας εποχή.

Είναι ένα κοινωνικοπολιτικό έργο, παρότι το περίβλημά του είναι ένα θρησκευτικού είδους αστυνομικό. Αυτό που εμένα πάντα με ανατριχιάζει είναι πόσο μικρός μπορεί να είναι ο άνθρωπος και η μονάδα ακόμα κι αν έχει όλο τα δίκια του κόσμου με το μέρος του όταν απέναντί του έχει να αντιμετωπίσει ένα ολόκληρο σύστημα, πάσης φύσεως.

Κάθε φορά που παίζουμε την παράσταση πρώτα από όλα κρατάω το πόσο πολύ μπορεί να σε συνθλίψει ένα σύστημα, ακόμα κι αν η αθωότητά σου είναι εξόφθαλμη.

Όλα στις Μάγισσες ξεκινούν από μια κοριτσίστικη πλάκα. Μια ομάδα κοριτσιών, αυτής της αυστηρής, στεγνής και τυπολατρικής κοινωνίας, πάει κρυφά στο δάσος και κάνει σαχλαμάρες εφηβικές. «Θέλω να παντρευτώ τον τάδε και κάνω μάγια και ρίχνω μέσα σε μια χύτρα μια κούκλα».

Τα κορίτσια τα πιάνει ο παπάς ο οποίος κατέχει θέση εξουσίας αλλά επειδή δεν μπορούν να παραδεχθούν αυτό που έκαναν γιατί θα τιμωρηθούν αρχίζουν και λένε ψέματα. Τα ψέματα αυτά αρχίζουν και τα πιστεύουν στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν την αρχική τους θέση και να μην φάνε ξύλο.

Ολόκληρο το χωριό διαπιστώνει πως αν κατηγορήσεις κάποιον για μαγεία σού λύνει μια σειρά από προβλήματα: θέλω τα κτήματα του διπλανού μου, με ενοχλεί η ζητιάνα της γειτονιάς. Όλο αυτό εξελίσσεται σε ένα μακελειό με το μισό χωριό να κατηγορεί το υπόλοιπο μισό για μαγεία.

 

 

 

– Σας άκουσα σε μια συνέντευξη να λέτε πως οι 9 στις 10 ερωτήσεις που τίθενται σε μια γυναίκα δεν θα είχαν ποτέ αποδέκτη έναν άνδρα. Έχετε έρθει αντιμέτωπη πολλές φορές με τέτοιου είδους ερωτήσεις;

Δεν μπορώ να πω ότι έχω παράπονο και ότι μου συμβαίνει κάτι περισσότερο απ’ ό,τι έχει συμβεί στις γυναίκες που έχουν βρεθεί στη δική μου θέση, να μεγαλώνουν δηλαδή κάνοντας ένα επάγγελμα με αναγνωρισιμότητα.

Έχω ακούσει τέτοιες ερωτήσεις και νομίζω πια ότι γίνονται από κεκτημένη ταχύτητα. Δεν μου έχουν φερθεί σκληρά, ομολογώ όμως ότι εκτός από άκομψο είναι και λίγο βαρετό. Πόσες φορές μπορώ να απαντήσω για τις πλαστικές επεμβάσεις και το πώς αντιλαμβάνομαι τον χρόνο που περνάει;

Είμαι 56 ετών και το απαντώ από την ημέρα που έγινα 40. Έχουν περάσει 16 χρόνια. Δεν υπάρχει συνέντευξη που να μην τεθεί το θέμα της ηλικίας και του χρόνου που περνά από πάνω μας. Κατανοώ πως μας αφορά όλες και είναι θέμα που μας απασχολεί, αλλά δεν μπορώ να πω πια ότι το απαντώ με χαρά, περισσότερο από βαρεμάρα, παρά γιατί με θίγει. Τι άλλο να πω;

– Δεν θεωρώ ότι είναι, στην πλειονότητά τους, κακοπροαίρετες αυτές οι ερωτήσεις αλλά φέρουν έναν υφέρποντα ρατσισμό.

Είναι σαν να θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ ότι αν πάρεις συνέντευξη από μια γυναίκα οφείλεις να ρωτήσεις συγκεκριμένα πράγματα. Δεν έχω ακούσει ποτέ να ρωτούν έναν άντρα που μόλις παντρεύτηκε, αν θα κάνει παιδί και πότε. Δεν νομίζω ότι το κάνουν απολύτως συνειδητά.

Έχουμε ζήσει για δεκαετίες έτσι και θέλει προσπάθεια για να ξεφύγουμε από κοινωνικούς αυτοματισμούς στο στόμα και το μυαλό μας. Είναι υποχρέωσή μας να προσπαθήσουμε να τους ελέγξουμε. Κι εμένα μπορεί να σκεφτόταν έτσι το μυαλό μου, αλλά πρέπει να το σταματήσουμε. Είναι κεκτημένη ταχύτητα.

Θα πάρεις συνέντευξη από 50αρα ηθοποιό; Θα τη ρωτήσεις αν φρικάρει που μεγαλώνει.

Θα πάρεις από φρεσκοπαντρεμένη; Θα τη ρωτήσεις πότε θα κάνει παιδί. Στον άντρα δεν θα το κάνεις. Πιστεύω πως θα υπάρχουν άλλες στερεότυπες ερωτήσεις για αυτούς εξίσου βαρετές. Φτάνει.

– Δεν θεωρείτε πως όσο πιο πολύ μιλάμε ανοιχτά για όλα αυτά τα θέματα, τόσο πιο πιθανό είναι να δούμε την αλλαγή να συντελείται;

Περάσαμε πολλά χρόνια που ήταν ξενέρωτος αυτός που θα ασχολιόταν με κάτι τέτοιο και δεν θα ήξερε να ζήσει τη ζωή του. Ήταν δυσοίωνος αυτός που θα είχε τέτοιου είδους ενστάσεις και αναρωτήσεις. «Έλα, μην ξινίζεις. Μην κολλάς, σιγά» θα άκουγε.

Η ζωή και η πράξη μάς δείχνει ότι και αυτονόητα πράγματα πρέπει να ειπώνονται και να διεκδικούνται, γιατί αλλιώς διαιωνίζουμε την ίδια κατάσταση. Κανένας δημοσιογράφος που κάνει ξανά και ξανά αυτή την ερώτηση δεν πιστεύω ότι την κάνει κακοπροαίρετα. Νομίζω ότι πάει με τον αυτόματο πιλότο κι ότι αυτό έτσι συμβαίνει κι έτσι παίρνουμε συνεντεύξεις από τις γυναίκες.

– Δείχνει κάτι να αλλάζει, όμως. Μπαίνουν κόκκινες γραμμές που δύσκολα θα τις περνά κανείς.

Και με όλο τον κίνδυνο να γίνουμε τώρα, όντως, πολύ ξενέρωτοι. Γιατί και το πόσο correct θα πάνε τα πράγματα θέλει κι αυτό πολλή συζήτηση. Αν είναι ένα στάδιο που πρέπει να το περάσουμε, να το περάσουμε. Καταλαβαίνω και τις ενστάσεις που ακούγονται και λένε «μέχρι πού;».

Γιατί τώρα δεν τολμάς να μιλήσεις και φοβάσαι πως κάτι μπορεί να έχεις πει λάθος. Θα το «υποστούμε» αν θέλουμε να πάμε παρακάτω. Θέλω να πιστεύω ότι είναι μία φάση η τόση εκδηλωτικότητα -αρνητική και θετική- στα social media. Δεν είναι και καλή περίοδος μετά τον κορονοϊό και την οικονομική κρίση. Είναι σαν να είμαστε όλοι σε μια χύτρα που βράζει.

– Επιστρέφω στην τηλεόραση. Φέτος σας βλέπουμε και στα «Ξένα Χέρια» της ΕΡΤ, στον ρόλο της Σούλας.

Υποδύομαι μια γυναίκα που παίρνει τη ζωή της στα χέρια της. Είναι μια γυναίκα που μεγάλωσε, μόνη της και χωρίς οικονομική άνεση, τα δύο της παιδιά. Η Σούλα είναι ένας βασανισμένος άνθρωπος που όμως δεν το έχει βάλει ποτέ κάτω. Συμπαθώ πάνω της το ότι δεν είναι μίζερη, παρά τις δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει.

– Στη σειρά παίζετε και με τη Βάσω Λασκαράκη. Σας είχαμε δει μαζί και Στο Σόι.

Η κατά συρροή κόρη μου (γέλια). Σκεφτόμαστε να το κάνουμε ντουέτο. Όπου πηγαίνει η μία να φέρνει και την άλλη.

– Με το Σόι τι συνέβη τελικά; Τα νούμερα των επαναλήψεων είναι ιδιαιτέρως υψηλά.

Το Σόι είναι μια σειρά που εμείς που την κάναμε την αγαπήσαμε πολύ και συνδεθήκαμε συναισθηματικά πολύ μεταξύ μας. Κράτησε πολύ καιρό και ξεπέρασε το επίπεδο της καθαρά επαγγελματικής συνεργασίας. Λυπηθήκαμε που τελείωσε. Είναι όμως άλλο τι ήταν για εμάς συναισθηματικά.

Το Σόι ήταν ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα. Το κανάλι που το φιλοξενούσε έκρινε ότι το πρόγραμμα έδειχνε, μάλλον, σημάδια κούρασης. Για λόγους που δεν μας αναλύθηκαν ποτέ διεξοδικά, αποφασίστηκε ότι ήταν προτιμότερο να το σταματήσουν παρά να το συνεχίσουν.

Απολύτως θεμιτό. Όταν σταμάτησε, ήταν μια σειρά πάρα πολύ αγαπητή. Τελείωσε το Σόι και μένουμε στο ευχάριστο ότι αυτή τη στιγμή βλέπουν τη σειρά και την αγαπούν, ιδίως τα μικρά παιδιά. Άφησε ένα πολύ ωραίο αποτύπωμα.

– Αν ερχόταν πρόταση για συνέχεια θα ήσασταν θετική;

Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα. Εξαρτάται από τις συνθήκες, το timing. Άλλη μπορεί να είναι η απάντησή μου σήμερα που μιλάμε κι άλλη 10 μήνες μετά.

– Και σε τριπλό ταμπλό η Ρένια Λουιζίδου με τους Απαράδεκτους στο Mega.

Παίζονται και οι επαναλήψεις του Καφέ της Χαράς. Ελπίζω να μην είναι κουραστικό για τον τηλεθεατή. Δεν έχω κάτι άλλο να με ενοχλεί. Τα πρώτα χρόνια με τις επαναλήψεις, ειδικά με αυτές του Καφέ της Χαράς που ήταν ατελείωτες, με έπιανε ένα άγχος ότι αυτό θα μας εμποδίσει να πάμε στον επόμενο ρόλο και πως θα είμαστε συνδεδεμένοι με τη σειρά.

Πέρασαν τα χρόνια, ήρθαν κι άλλα πράγματα και αποδείχθηκε ότι δεν επιβεβαιώθηκε το αρνητικό σενάριο, όση κατάχρηση των επαναλήψεων και να ‘χει γίνει.

Όταν είσαι νεότερη και είναι λιγότερα τα δείγματα γραφής σου έχεις πολύ μεγαλύτερη αγωνία να είσαι η ηθοποιός Λουιζίδου που υποδύεται τη Χαρά κι όχι αυτή που μάθαμε ως Χαρά.

Συν τω χρόνω το διαπιστώνεις αυτό και τώρα πια δεν είμαι καθόλου αρνητική με τις επαναλήψεις. Απλώς όταν παίζονται τέσσερα σήριαλ ταυτόχρονα, λέω μήπως πούνε «φτάνει κυρία μου. Πόσο Ρένια Λουιζίδου μπορεί να δει ο άνθρωπος τη μέρα;» (γέλια).

– Δεν γίνεται να μην ρωτήσω για τους Απαράδεκτους. Οτιδήποτε θέλετε να μοιραστείτε.

Έχω μια πολύ έντονη αίσθηση από εκείνη την περίοδο και στιγμιαίες μνήμες από περιστατικά. Όμως, πάνω από όλα, όταν σκέφτομαι τους Απαράδεκτους αυτό που μου έρχεται είναι το ότι δεν είχαμε ιδέα τι ακριβώς συμβαίνει. Αυτό είναι πάνω και πέρα από όλα. Εγώ, ειδικά ούτε καταλάβαινα περί τίνος πρόκειται.

– Νομίζω το έχουν πει όλοι αυτό.

Ήμασταν εντελώς ανυποψίαστοι κι αυτό με κάποιο τρόπο καταγράφηκε και είναι ένα μέρος της επιτυχίας της σειράς. Είναι αληθινό, είναι αυθεντικό ότι ήμασταν αλλού ντ’ αλλού.

Ούτε διανοούμασταν ότι οι Απαράδεκτοι μπορεί να κάνουν επιτυχία.

Και πώς να το ξέραμε; Ήταν τα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης. Βήμα βήμα καταλάβαμε όλοι μαζί πώς λειτουργεί το πράγμα.

Πήγαινα στο γύρισμα, μας έπιαναν τα γέλια, μας έλεγαν δεν έχουμε επεισόδιο για την άλλη εβδομάδα και αντί να πάθουμε πανικό, ξαναγελούσαμε. Το έχω πει πολλές φορές, αν κάναμε σήμερα αυτό που κάναμε τότε, θα μας είχαν απολύσει τη δεύτερη εβδομάδα, όλους μαζί. Ήταν μια αυθεντική συνθήκη που δεν είχε τίποτα εκ του πονηρού για να γίνει σουξέ. Αυτό που μας άρεσε, αυτό κάναμε.

Αν σας πω τη λέξη νοσταλγία και σας ζητήσω να μου πείτε τον πρώτο ρόλο που σας έρχεται στο μυαλό, ποιος θα ήταν;

Θα έλεγα, ίσως, τη Σουλτάνα Ιακωβίδου από την Πολίτικη Κουζίνα. Δημιουργήθηκε τότε μια ωραία χημεία και μεταξύ των συντελεστών, αλλά και με τον κόσμο. Η Πολίτικη Κουζίνα είχε κάτι τρυφερό, για αυτό και ίσως τη σκέφτομαι νοσταλγικά.

«Σε ξένα χέρια» στην ΕΡΤ από Δευτέρα έως Παρασκευή, στις 19:00.
«Οι Μάγισσες του Σάλεμ» του Άρθουρ Μίλερ στο θέατρο «Δημήτρης Χορν».

Exit mobile version