ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Η Σαβίνα Γιαννάτου ξέρει πού έχει βάλει νερό στο κρασί της

Σπύρος Περδίου

Η Σαβίνα Γιαννάτου είναι μία καλλιτέχνιδα που έχει χαράξει τον εντελώς προσωπικό της δρόμο στην τέχνη της. Αυτός ο δρόμος έχει φέρει μία σειρά από διαφορετικές συνεργασίες στη ζωή της. Μία από αυτές είναι με την σκηνοθέτρια Έλλη Παπακωνσταντίνου που μαζί με τον συνθέτη Δημήτρη Μαραγκόπουλο, παρουσιάζουν τη δική τους Περσεφόνη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και ακολούθως στο Σινέ Ελευσίς της Ελευσίνας. Μία παράσταση διαφορετική, που εξερευνά τα σύνορα της νέας όπερας, της cinematic opera και του θεάτρου.

Η Σαβίνα Γιαννάτου θα υποδυθεί τη Δήμητρα στην Περσεφόνη. Μία μητέρα που θρηνεί για την κόρη της, μία θεά που στερεί από τη Γη τη ζωή, μέχρι να τη συναντήσει ξανά. Για εκείνη το έργο έχει να κάνει κυρίως με την απώλεια. Μιλήσαμε σε μία ιδιαίτερη συγκυρία, κατά την οποία βίωνα εγώ μία απώλεια. Και πριν μιλήσουμε, σκεφτόμουν ότι θα ήθελα να μπορούσα να φέρω πίσω για 6 μήνες ό,τι είχα χάσει. «Όλοι θα το θέλαμε αυτό», μού είπε η Σαβίνα Γιαννάτου όταν μοιράστηκα τη σκέψη μου μαζί της. Και προχώρησε σε μία δική της εξομολόγηση.

«Θυμάμαι εγώ που είχα χάσει τον πατέρα μου, όταν βγήκε όλο αυτό με την κλωνοποίηση, αναρωτιόμουν γιατί δεν κρατήσαμε κάτι ώστε να τον φέρουμε πίσω. Αν είναι δυνατόν! Απαγορεύεται ούτως ή άλλως, αλλά λόγω της δυνατότητας το σκέφτεσαι», εξηγεί η Σαβίνα Γιαννάτου.

Με αυτή την αφετηρία, λοιπόν, μιλήσαμε για την Περσεφόνη, τη συνεργασία της με την Έλλη Παπακωνσταντίνου, τις γυναίκες και τα δικαιώματά τους πάνω στα οποία είναι ευαισθητοποιημένη, τους συμβιβασμούς που θεωρεί ότι έχει κάνει και τη Λιλιπούπολη που ακόμα ακούν τα παιδιά.

Σαβίνα Γιαννάτου Περσεφόνη

– Πώς προέκυψε η παράσταση Περσεφόνη;

Mου το πρότεινε ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος, με τον οποίο γνωριζόμαστε πάρα πολλά χρόνια, έχουμε συνεργαστεί από τη Λιλιπούπολη κιόλας. Εκείνος μαζί με την Έλλη Παπακωνσταντίνου ξεκίνησαν αυτή την ιδέα του να γράψουν ένα μουσικό θέατρο, μία όπερα, που όμως δεν είναι ακριβώς όπως θα περίμενε κανείς μια όπερα. Συνάντησα πρώτα τον Δημήτρη και μετά μαζί και την Έλλη και μου εξήγησαν ακριβώς πώς το σκέφτονται και με ενδιέφερε πάρα πολύ. Το θέμα έτσι κι αλλιώς, όπως κι όλοι οι ελληνικοί μύθοι έχει ενδιαφέρον. Σίγουρα για μένα είχε πάρα πολύ ενδιαφέρον και γιατί από την αρχή μπήκε μέσα το θέμα του αυτοσχεδιασμού.

H όπερα γράφτηκε με βάση τους αυτοσχεδιασμούς, που κάναμε όλοι οι τραγουδιστές στις πρόβες, πάνω στα κείμενα της Έλλης, ενώ ο Δημήτρης έπαιζε μαζί κατευθύνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη διαδικασία. Όλοι μαζί φτιάχναμε κάτι. Μετά ο Δημήτρης το επεξεργάστηκε αυτό και έφτιαξε κάτι καινούργιο. Αυτή η διαδικασία εμένα, μου είναι πάντα γοητευτική. Το θέλω, δεν μπορώ να κάνω πίσω αν υπάρχει αυτό το στοιχείο.

– Φαντάζομαι ότι είναι ωραίο να δημιουργείτε και με απόλυτη ελευθερία από τους δημιουργούς…

Ναι, στην αρχή ήταν αρκετά ελεύθερο, αλλά και μετά στις πρόβες προτάθηκαν και στοιχεία καινούργια από εμάς τους τραγουδιστές. Είτε κάποιο κείμενο, είτε όργανα που παίζονται επί σκηνής. Δηλαδή και ο Ilya Algaer και ο Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, παίζουν και όργανα πολύ καλά. Όλους -και η Άννα Αναστασία Σμέρου που κάνει την Περσεφόνη είναι εξαιρετική- μάς επέλεξαν για τις φωνές μας. Όμως πάνω στη διαδικασία των προβών και των σκηνικών δοκιμών, άρχισαν κι έρχονταν τα όργανα κι αυτό επηρέασε και σκηνικά το έργο.

Επίσης, είδα για πρώτη φορά πώς είναι ένα ζωντανό βίντεο επί σκηνής, πώς δουλεύει. Μέχρι τώρα το έβλεπα σαν θεατής. Τώρα βλέπω πόση πολλή δουλειά έχει αυτό, πόσο απίστευτα χρονοβόρο, αλλά και πάρα πολύ δημιουργικό είναι, που γίνονται όλα επί τόπου και πρέπει να δούμε πώς θα παίξουμε και τι θα έχει το βίντεο και πώς αυτό καθορίζει τα φώτα κ.α.

– Η σχέση μάνας – κόρης, που είναι βασική στην Περσεφόνη, εσάς πώς σας διαμόρφωσε;

Εγώ δεν έχω παιδιά. Δεν είμαι μάνα. Έχω υπάρξει κόρη, αλλά μάνα, όχι (γέλια). Δεν νομίζω ότι παίζει κανέναν ρόλο αν έχει κανείς παιδιά ή όχι, όταν σε μια παράσταση κάνει τον γονιό. Αυτό το έργο έχει να κάνει με την απώλεια, με τον θάνατο. Εγώ έτσι το βιώνω τώρα στις πρόβες. Δεν είναι ότι χάνεις το παιδί σου, χάνεις κάποιον. Η συγκίνηση δηλαδή έχει να κάνει με την όποια απώλεια. Αυτό έχω αισθανθεί εγώ σε αυτό το έργο.

Εν τω μεταξύ στο έργο, υπάρχει και μία χορωδία πολύ μικρών παιδιών. Υπάρχει κι ένα κοριτσάκι που παίζει την Περσεφόνη ως παιδί, γιατί το έργο έχει να κάνει και με την ενηλικίωση. Αυτή η παρουσία των μικρών παιδιών είναι πολύ συγκινητική για μένα, χωρίς να έχω παιδιά.

«Το ότι υπάρχουν αυτά τα πλάσματα που είναι όλα αθώα σε σχέση με ένα τέτοιο σημαντικό θέμα, αυτό, κάτι μετακινεί ψυχικά. Δεν είναι ακριβώς σχέση μάνας – κόρης, για μένα».

Νομίζω ότι το έργο έχει να κάνει με τις διαφορετικές ηλικίες. Υπάρχουν τα μικρά παιδιά, υπάρχει η Περσεφόνη που ξυπνάει ερωτικά στην εφηβεία -την Περσεφόνη την παίρνει ο Άδης και την παντρεύεται κι αυτή η παντρειά, που είναι συμβολικά ο θάνατος στον μύθο, στο έργο, γίνεται παράλληλα και το ερωτικό της ξύπνημα-, υπάρχω εγώ που είμαι μεγάλη, που είμαι μάνα, η μάνα γη. Που όταν εμφανίζεται ο Πλούτωνας παίρνω όλα τα χορτάρια και φεύγω κι η γη δεν έχει πια φύλλα… Στην σκηνή πραγματικά παίρνω τα χορτάρια και φεύγω όταν εμφανίζεται…

– Μιλάει στο σήμερα αυτό με την αρπαγή της Περσεφόνης για την έμφυλη βία, με την έρημη γη για την κλιματική αλλαγή, σωστά;

Ναι, η Έλλη τα έχει βάλει όλα αυτά στην παράσταση, υπάρχουν όλα.

– Εσάς πόσο σας απασχολούν όλα αυτά τα ζητήματα της επικαιρότητας;

Σε κάποια δίνω πιο μεγάλη σημασία, σε κάποια λιγότερη. Δεν είμαι συνειδητοποιημένη στα πάντα. Επειδή είμαι γυναίκα, ευαισθητοποιούμαι πολύ περισσότερο σε ό,τι έχει να κάνει με γυναικεία θέματα. Στο τι δικαιώματα έχει μια γυναίκα, τι έχουμε κατακτήσει, και ξαφνικά, ενώ κάτι έχει κατακτηθεί, ξε-κατακτάται. Ας πούμε στην Αμερική το ότι απαγορεύονται ξανά οι αμβλώσεις.

«Αυτό το πισωγύρισμα που γίνεται στην Αμερική, όπου ξεκίνησε ο χιπισμός και ξαφνικά τώρα γίνεται αυτό, είναι μέσα στο κεφάλι μου τρομακτικό. Οι γυναίκες κινδυνεύουν πραγματικά, ακόμα και γυναίκες που μπορεί να έχουν αποβάλει απλώς και ξαφνικά βρίσκονται στη φυλακή στα καλά καθούμενα. Δεν υπάρχει λογική σε αυτό».

– Τα αυτονόητα μήπως δεν είναι αυτονόητα τελικά;

Δεν είναι αυτονόητα δυστυχώς. Αυτό που αισθάνομαι και είναι όμως τελείως αυθαίρετο, είναι ότι με το να υπάρχει αυτή η ριζοσπαστικοποίηση στην Ανατολή, στο μουσουλμανικό κόσμο, σε σχέση με τη γυναίκα, αυτή η τρομερή οπισθοδρόμηση -το βλέπει κανείς αυτό το πράγμα τόσα χρόνια τώρα που πάει από το κακό στο χειρότερο-, αυτό επηρεάζει και τη Δύση. Έτσι νομίζω. Δεν είναι σύμπτωση κατά τη γνώμη μου αυτό που γίνεται στην Αμερική τώρα και είναι τρομακτικό.

Ε να, εγώ εκεί ευαισθητοποιούμαι πιο πολύ. Η κλιματική αλλαγή, παρότι την ακούω καθημερινά και τη βλέπω, στις ειδήσεις περισσότερο, δεν έχω συνειδητοποιήσει το εύρος της. Κοιμάμαι… πώς να το πω; Ίσως επειδή δεν με αφορά καθημερινά. Όταν κάτι δεν σε αφορά στη ζωή σου ακόμα και να το φοβάσαι, κάπως το ξεχνάς. Δεν χαίρομαι γι’ αυτό που λέω, απλώς παρατηρώ τον εαυτό μου.

– Είστε μία καλλιτέχνης που υπάρχει πολλά χρόνια με έναν εντελώς δικό σας τρόπο. Έχει τίμημα να κάνεις αυτό που θέλεις στην τέχνη του;

Όχι, το αντίθετο νομίζω. Τώρα μου έρχονται στο μυαλό 2 μουσικοί- περφόρμερ σαν παράδειγμα.

Ο ένας είναι ο Λάκης Παπαδόπουλος και ο άλλος είναι ο Γιάννης Ζουγανέλης. Ο πρώτος για χρόνια έγραφε τραγούδια mainstream και τα έστελνε σε Μουσικά Φεστιβάλ. Τα έγραφε με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι μέσα στο “κλίμα” που ζητούσαν οι παραγωγοί. Δεν έγινε γνωστός όμως απ’ αυτό. Όταν βγήκε κι έγινε ο «Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ», όπου προφανώς ήταν ο εαυτός του, ξαφνικά απέκτησε μια άλλη οντότητα σαν μουσικός, σαν τραγουδιστής, σαν περφόρμερ, και ήρθε σε επαφή με ένα κοινό που τον επέλεγε γι’ αυτό που ήταν. Και το κοινό αυτό, ήταν και πολύ μεγαλύτερο.

Τον Γιάννη Ζουγανέλη τον είχα γνωρίσει όταν έπαιζε πιάνο, αυτοσχεδίαζε, έφτιαχνε τραγούδια και τραγουδούσε με μία πολύ ωραία φωνή. Όταν έμπαινε στα καμαρίνια άρχιζε εκεί μία άλλη «παράσταση», που ήταν πραγματικά ο εαυτός του με πολύ πλάκα και γέλιο. Όταν αποφάσισε μαζί με τον Σάκη Μπουλά, να βγάλουν το καμαρίνι στη σκηνή, (δηλαδή τον εαυτό τους) αυτό πέτυχε κατευθείαν. Αυτό νομίζω ότι έκαναν.

Νομίζω, δηλαδή, πως όταν ένας καλλιτέχνης βγάλει τον πραγματικό του εαυτό, είναι πιο πιθανό να αντέξει, παρά εάν προσπαθήσει να πάει με τα νερά του όποιου παραγωγού, ακολουθώντας αυτό που μέχρι τότε θεωρείται εμπορικό. Μπορεί να ακούγεται πολύ ωραίο αυτό που λέω, αλλά αυτό πιστεύω, έτσι βλέπω να γίνεται.

– Εσείς μπήκατε στη διαδικασία να ακολουθήσετε αυτό που σάς έλεγαν;

Εγώ συχνά θεωρώ ότι έχω κάνει συμβιβασμούς. Τώρα, βέβαια, όσοι με ξέρουν νομίζουν ότι δεν έχω κάνει κανένα συμβιβασμό. Αλλά επειδή εγώ ξέρω τον εαυτό μου, ξέρω που έχω βάλει νερό στο κρασί μου. Με έχει βοηθήσει πολύ αυτό, το ότι με ενδιέφερε να υπάρχω και σε συνεργασίες, που όταν ξεκινούσα, δεν φανταζόμουν. Όταν ξεκινάμε είμαστε πιο φανατικοί, στην εφηβεία κυρίως, όπου λέμε: «Εγώ ποτέ δεν θα κάνω αυτό, ποτέ δεν θα κάνω το άλλο» και σιγά σιγά αυτό το ποτέ, δεν υπάρχει.

«Μπορεί να μη φαίνεται προς τα έξω αυτό, αλλά ο καθένας μας ξέρει τι θεωρεί συμβιβασμό. Εμένα μου έχει κάνει καλό, με έχει ανοίξει στους ανθρώπους. Δεν είναι μόνο οι νότες και το στιλ, είναι οι σχέσεις μας με τους συναδέλφους, που είναι πολύ σημαντικές».

– Έτσι δεν εξελίσσεται και ο άνθρωπος;

Ναι. Στην εφηβεία μου ήθελα να κάνω μόνο ένα πράγμα και τίποτα άλλο. Δεν γίνεται. Είσαι μέσα σε ένα επάγγελμα κι έτσι εμπλουτίζεσαι και μαθαίνεις κάποιες φορές ότι αυτό που μπορεί να μην το εκτιμούσες τόσο, έχει κάποια αξία που μπορεί να μην την είχες καταλάβει. Οπότε το θέμα συμβιβασμός είναι σχετικό, γιατί κάνεις κάτι καμιά φορά ενστικτωδώς, χωρίς να το σκεφτείς ιδιαίτερα, και μπορεί να αποδειχθεί τελικά πολύ σημαντικό. Το ένστικτο, υπάρχει κι αυτό, δεν είναι αμελητέο. Και η μεγάλη επιθυμία επίσης.

Εμένα μου άρεσε πάντα να τραγουδάω. Αυτό ήταν καταρχάς το κίνητρο για μένα. Όταν πρωτομπήκα στο studio, με τη Λιλιπούπολη, κατάλαβα ότι εκεί είμαι ευτυχισμένη κι αυτό είναι μεγάλη κουβέντα να την πει κανείς.

– Τι κρατάτε από εκείνη την εποχή, που σημάδεψε και μια γενιά καλλιτεχνών και πολλές γενιές παιδιών;

Τα ακούνε ακόμα τα παιδιά αυτά τα τραγούδια και θα τα ακούν για πολύ καιρό ακόμα, φαντάζομαι, γιατί είναι πολύ ωραία τραγούδια. Κρατάω τις εικόνες απ’ όταν πρωτομπήκα στο Τρίτο Πρόγραμμα, πώς αισθανόμουν με τους ανθρώπους. Είναι πολύ συγκεχυμένο. Αλλά σαφέστατα αυτό που είπα ότι αισθάνθηκα ότι είναι πολύτιμο αυτό που γίνεται στο στούντιο. Για μένα ήταν πολύτιμο και το κρατάω πάντα. Ήταν η πρώτη μου φορά και ήμουν πάρα πολύ τυχερή.

Κάποιες φορές ευτυχώς και κάποιες δυστυχώς, η τύχη είναι πάρα πολύ σημαντική στη ζωή του ανθρώπου, οι συγκυρίες τη διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό. Όχι η μοίρα, η τύχη.

Info: Περσεφόνη, μια συμπαραγωγή της 2023 Ελευσίς Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης και του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.

Παραστάσεις: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών 1η Φεβρουαρίου 2024 στις 21.00 στην αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη. Εισιτήρια εδώ.

Αίθουσα τέχνης Σινέ Ελευσίς 24 & 25 Φεβρουαρίου 2024 (Ελευθερίου Βενιζέλου 45, Ελευσίνα). Περισσότερες πληροφορίες θα ανακοινωθούν σύντομα στο 2023eleusis.eu

Τη Σαβίνα Γιαννάτου μπορείς επιπλέον να απολαύσεις τον Φεβρουάριο (8-15-22-29/2) και τον Μάρτιο (5-12-19-26) στις μουσικές παραστάσεις, maTerra και Πάω να πω στο σύννεφο αντίστοιχα, στο Θέατρο Άλσος. Εισιτήρια εδώ.

Exit mobile version