Η Τζέλη Χατζηδημητρίου για το ντοκιμαντέρ Λεσβία: «Μεγαλώνουμε μαθαίνοντας πώς να είμαστε αόρατες»
- 3 ΑΠΡ 2024
Με αφορμή το φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης όπου είχε την πρεμιέρα του, έγραφα για το Lesvia/Λεσβία:
«Η σκηνοθέτρια του Λεσβία Τζέλη Χατζηδημητρίου, ντόπια του χωριού Ερεσός στη Λέσβο και λεσβία η ίδια, αφηγείται εδώ μία ιστορία για το πώς ένα μικρό χωριό του νησιού έγινε σημείο συνάντησης, έρωτα, αλληλεγγύης και κοινότητας λεσβιών από όλο τον κόσμο, ξεκινώντας από τις δεκαετία του ‘70 έως και σήμερα που πολλές εξ αυτών μένουν πια μόνιμα στο νησί. Η διαδρομή που ακολουθεί η Χατζηδημητρίου περνάει από όλες τις συγκρούσεις αλλά και τις ζυμώσεις που πέρασαν οι λεσβίες με τους ντόπιους, με την καρδιά του φιλμ να χτυπάει την αγάπη και το τι σημαίνει να νιώθει κανείς αποδεκτός. Αποκαλυπτικό και εγκάρδιο ακόμα και στις αιχμές του, το Λεσβία είναι αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του υψηλού επιπέδου του ελληνικού σινεμά τεκμηρίωσης».
Τώρα, ένα από τα καλύτερα ντοκιμαντέρ που είδαμε στο Φεστιβάλ φτάνει στην Αθήνα – και όχι μόνο – στο πλαίσιο του CineDoc. Αυτή παρακάτω είναι η κουβέντα που κάναμε με την κινηματογραφίστρια, εικαστική φωτογράφο και συγγραφέα, γνωστή όχι μόνο για τις εκθέσεις της σε Ελλάδα και εξωτερικό, αλλά και για το βραβευμένο μικρού μήκους ντοκιμαντέρ Ο Δημητράκης και Η Δημητρούλα για τη Δήμητρα της Λέσβου.
– Η ταινία σου έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης μετά την επίθεση που έγινε στην Αριστοτέλους σε δύο ΛΟΑΤΚΙ άτομα, ενώ την ίδια στιγμή μόλις ψηφίστηκε ο γάμος για τα ομόφυλα ζευγάρια. Ταυτόχρονα, η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης εναντιώθηκε στην αφίσα της ταινίας Αδέσποτα Κορμιά. Τι αφουγκράζεσαι για την παρούσα στιγμή που βιώνουμε κοινωνικά στην Ελλάδα, πώς νιώθεις εσύ προσωπικά για όλα αυτά, και τι βλέπεις για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας;
Κάθε δράση προκαλεί μία αντίδραση και ήταν αναμενόμενο, αλλά καθόλου δικαιολογημένο το να έχουμε αντιδράσεις μετά τη ψήφιση του νόμου. Το ότι μια ομάδα νεαρών ατόμων αψήφησε τον κόσμο και την αστυνομία και οργανωμένα κινήθηκε απέναντι σε δύο queer άτομα είναι τρομακτικό και δείχνει πόσο διαλυμένη είναι η κοινωνία μας. Παιδιά χωρίς σκοπό, χωρίς όνειρα, ίσως με αδύναμη παρουσία οικογένειας, χωρίς σχολεία που σμιλεύουν χαρακτήρες, καταφεύγουν σε ομάδες με απολυταρχική σκέψη για να νιώσουν μία βεβαιότητα, για να πιστέψουν σε κάτι. Καταστρέφουν τις δικές τους ζωές, αλλά πολύ σημαντικότερο, άλλων ανθρώπων που δεν τους έφταιξαν σε τίποτα. Σαν να γυρνάμε προς τα πίσω, στον σκοταδισμό. Όλο και συχνότερα το συναντάμε πια. Φαίνεται σαν να κάνουμε ένα βήμα μπροστά και μετά ολοταχώς πίσω. Με φοβίζει αυτό το μέλλον.
«Για την Εκκλησία τι να πω. Πήραν μία διδαχή για την Αγάπη και την αποδοχή και την μετέτρεψαν σε κήρυγμα μίσους και απόρριψης».
Λυπάμαι γιατί θα μπορούσαν να βοηθήσουν σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση που περνάει η κοινωνία μας, αλλά φυσικά κάνουν ακριβώς ό,τι χρειάζεται για να οξύνουν περισσότερο τα πνεύματα.
– Το Lesvia είναι εν μέρει μία επιστολή αγάπης προς την ποιήτρια Σαπφώ με την οποία έχεις ασχοληθεί ξανά στο έργο σου, ως την πρώτη γυναίκα που ύμνησε τις γυναίκες που αγαπούν γυναίκες. Πώς ξεκίνησε η δική σου σχέση μαζί της;
Τη Σαπφώ την έμαθα σαν ποιήτρια, δεν μας τη δίδασκαν στο σχολείο, μία απλή αναφορά έκαναν μόνο. Μπορεί να ακούγεται περίεργο σήμερα που βρίσκουμε απαντήσεις στο διαδίκτυο σε δευτερόλεπτα, αλλά τότε έπρεπε να ψάξω στις εγκυκλοπαίδειες του πατέρα μου για να μάθω κάτι περισσότερο και να διαβάσω τους πρώτους στίχους στην αιολική διάλεκτο. Ξέρετε πώς είναι ο έρωτας, αυτή η έλξη και η υπόνοια πως κάτι συμβαίνει, κάτι που θες και ίσως φοβάσαι ταυτόχρονα. Αυτό ένιωσα όταν αγόρασα τα ποιήματά της μεταφρασμένα για πρώτη φορά.
Με μάγεψαν οι αρχαίες λέξεις που χρησιμοποιούσε και το νόημα που ένιωθα πως είχαν, πέρα από κάθε πεποίθηση των λόγιων για το αδιάσειστο της ερωτικής της επιλογής. Κατ’ εμένα μιλούσε για γυναίκες, το ένιωθα μέσα μου. Σαν να είχαμε ένα μυστικό οι δυο μας, αυτή την αναστάτωση που μας συνέβαινε στο θρόισμα ενός φορέματος, στα στήθη των φιλενάδων και στα αρωματισμένα μαλλιά τα στολισμένα με λουλούδια. Παράλογα ή όχι, ήμουν σίγουρη πως νιώθουμε το ίδιο. Έτσι έγινε η πρώτη μου σύμμαχος απέναντι σε μια κοινωνία που με αντιμετώπιζε σαν «ανώμαλη», πριν ακόμα προλάβω να το συνειδητοποιήσω κι εγώ η ίδια.
– Πώς αισθάνεσαι για το γεγονός ότι πλέον επικρατεί η αντίληψη των ντόπιων στην Ερεσό ότι η Σαπφώ δεν ήταν επ’ ουδενί λεσβία, αλλά απλώς θύμα κακής φημολογίας;
Αυτή είναι η πεποίθηση των περισσότερων, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον κόσμο. Για χρόνια προσπάθησαν οι μελετητές, άνδρες πάντα, να αποδείξουν πως τα τραγούδια της ήταν γραμμένα κατά παραγγελία από άνδρες και πως εκείνη δεν αγαπούσε γυναίκες. Βλέπετε, προσπαθούμε πάντα να κρίνουμε και να ντύσουμε τα πρόσωπα της ιστορίας, μέσα από το δικό μας ηθικό και κοινωνικό πλαίσιο. Μα πώς μπορείς να επιβάλεις τη δική σου ηθική πάνω στη ζωή ενός ανθρώπου που έζησε πριν από τόσους αιώνες;
Το γεγονός ότι δεν ήταν αναπτυγμένη η βιογραφία την εποχή της Σαπφούς, δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα για την ίδια, άφηνε όλα τα κενά που χρειάζονταν για να τη ντύσουν μέσα στους αιώνες με τη δική τους ηθική. Την απέσπασαν δηλαδή από την εποχή της, και μια που η μουσική της και η ποίησή της ήταν τόσο δυνατή, τόσο που δεν μπορούσαν να την διαγράψουν, της φόρεσαν την εικόνα που εκείνοι θα ήθελαν να έχει. Επαναλαμβάνω, πάντα άντρες, γιατί ελάχιστα γνωρίζουμε για τις γυναίκες της αρχαιότητας, στις οποίες είχε στερηθεί ο λόγος και η ανεξαρτησία μέχρι και πριν 50 χρόνια, στη Δύση τουλάχιστον.
Το γεγονός ότι υπάρχουν μόνο ελάχιστα αποσπάσματα από τα ποιήματά της και δεν είναι εμφανής η κατάληξη του γένους σε κάποια, έδωσε ακόμα περισσότερα δικαιώματα στο να τη φέρουν στα μέτρα που ονειρεύονταν. Μόνο πρόσφατα έχουν αρχίσει να παρουσιάζονται επίσημες αναφορές στο BBC και να γίνονται μελέτες στα πανεπιστήμια που επιτρέπουν να φανεί η αναφορά της Σαπφούς στον έρωτά της για τις γυναίκες. Προσωπικά με θλίβει βαθιά που στην Ελλάδα, ελάχιστα άτομα έχουν ασχοληθεί και μελετήσει τη ποίηση της Σαπφούς. Πώς γίνεται να μην έχουν ασχοληθεί με αυτή τη μοναδική προσωπικότητα στον τόπο που οι λέξεις της ακούγονται ακόμα, λίγο αλλαγμένες, αλλά τόσο ίδιες. Για τη Λέσβο δεν θα πω κάτι, εκεί θα χαρώ αν αρχίσει να ονομάζεται το νησί ξανά Λέσβος κι όχι Μυτιλήνη.
«Η Σαπφώ έχει πολύ δρόμο ακόμα μέχρι ν’ ακουστεί ξανά στην πατρίδα της, αλλά κάποιες από εμάς το προσπαθούμε κι ίσως το καταφέρουμε».
– Το Lesvia είναι ένα πόνημα 10 ετών από τη ζωή σου, με αφετηρία μάλιστα τα χρόνια της βαθιάς οικονομικής κρίσης για την Ελλάδα. Πώς απέκτησες την ιδέα του ντοκιμαντέρ; Ήταν πάντοτε ο σκοπός να γίνει μεγάλου μήκους ή ήταν οργανικό αποτέλεσμα ενός πλούσιου υλικού;
Όταν άρχισα να μαζεύω υλικό, ήταν μόνο γιατί ένιωθα πως έπρεπε να κρατήσω την ιστορία μας ζωντανή, να μην ξεχαστεί όλο αυτό που ζήσαμε στην Ερεσό και που πάνω του τώρα στηρίζεται όλος αυτός ο κόσμος που έρχεται. Όταν δεν γνωρίζεις την ιστορία σου, είσαι έρμαιο της δημαγωγίας, του λαϊκισμού και της ρητορικής του κάθε επιτήδειου. Επίσης, τα θεωρείς όλα δεδομένα, σαν να έπεσαν από τον ουρανό. Αλλά δεν είναι έτσι, πριν από εσένα κάποια άλλα άτομα πάλεψαν και ίσως έδωσαν τη ζωή τους για να νομίζεις τώρα εσύ πως είσαι ισότιμο μέλος αυτής της κοινωνίας, πως σε συμπεριλαμβάνει, όπως είναι της μόδας να λέμε. Δεν ήξερα όμως πως όλο αυτό θα γίνει ντοκιμαντέρ, ούτε φυσικά μεγάλου μήκους. Αυτό προέκυψε στην πορεία, όταν άρχισε να μαζεύεται το υλικό κι όταν είδα πόσες γυναίκες ήθελαν να μοιραστούν τις ιστορίες και τις αναμνήσεις τους μαζί μας.
– Έχεις πει ότι, παρότι μεγαλωμένη στη Λέσβο, είχες βρεθεί για πρώτη φορά στην Ερεσό κατά τύχη, επειδή δεν είχες βρει εισιτήριο για τον Μόλυβο. Θυμάσαι τι αντίκρισες μόλις έφτασες και ποια ήταν τα συναισθήματα που σου γεννήθηκαν όταν διαπίστωσες ότι στην περιοχή παραθέριζαν λεσβίες;
Και πώς να το ξεχάσω; Έφτασα εκεί με τη σκηνούλα μου, ένα επαρχιωτάκι με δύσκολη εφηβεία, όλα έρημα, μία θάλασσα ατέλειωτη, και η παραλία που μου φάνηκε επίσης ατέλειωτη. Πέφτω για ύπνο και ξυπνώντας βλέπω δύο γυναίκες που δεν έμοιαζαν καθόλου με τις γυναίκες που ήξερα, αλλά που αμέσως ένιωσα συγγενικά μαζί τους. Σαν να ανήκαμε στην ίδια παρέα. Και τώρα που το λέω μου φαίνεται απίστευτο, πώς μπορείς να αναγνωρίσεις πλευρές του εαυτού σου που ούτε εσύ έχεις καταλάβει ακόμα, σε δύο εντελώς άγνωστα πρόσωπα.
«Ύστερα ήταν κι ο γυμνισμός, ήταν σαν να βρέθηκα ξαφνικά σε άλλο σύμπαν. Τέτοια ελευθερία και απενοχοποίηση δεν είχα ξανανιώσει. Όταν, δε, είδα πώς αγγίζονταν, την τρυφερότητα, τη φυσικότητα που είχαν, το μυαλό μου, το σώμα μου και η καρδιά μου πήραν φωτιά».
Ίσως αυτή να ήταν από τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μου. Όπως κι όταν με ρώτησε μία υπέροχη Ιταλίδα, “Are you a lesbian?”, και εγώ την κοιτούσα σαν χαζή προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω την έννοια, γιατί φυσικά “I was a lesbian”, αλλά επειδή είχα γεννηθεί στη Λέσβο κι όταν το είπα έσκασαν στα γέλια. Κάπου εκεί άρχισα να καταλαβαίνω πως δεν υπήρχε πια γυρισμός για μένα. Ένιωσα τόση χαρά, σαν επιτέλους τα πράγματα να έμπαιναν στη σωστή τους θέση.
– Πώς πήρες τη θαρραλέα απόφαση να επανέρχεσαι στην περιοχή και να γίνεις μέλος της κοινότητας; Στο ντοκιμαντέρ αναφέρεσαι στον διχασμό μεταξύ 2 ταυτοτήτων, της ντόπιας και της λεσβίας, οπότε πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο. Μόνο να το φανταστώ μπορώ.
Για όλες τις Ελληνίδες λεσβίες ήταν δύσκολη αυτή η συνύπαρξη, κατ’ αρχάς γιατί καταλαβαίναμε τι έλεγαν πίσω από τη πλάτη μας, ή και μπροστά μας. Επίσης, αλλιώς είναι να σε βρίζουν στη δική σου γλώσσα, άλλο βάρος έχει, συνδέεται με τις αναμνήσεις σου, με τα βιώματά σου. Στην Ερεσό όμως, κάθε καλοκαίρι έρχονται όλες μου οι φίλες που τις ξέρω από εκείνα τα πρώτα χρόνια, έρχονται καινούργια ενδιαφέροντα άτομα, υπάρχει ένα συνεχές και διεθνές πηγαινέλα. Οπότε, υπερισχύει, προς το παρόν τουλάχιστον, η ανάγκη μου να είμαι με τις φίλες μου, σε έναν τόπο που αγαπώ και που ακόμα μπορούμε να αναπνέουμε χωρίς τον βάρβαρο, επεκτατικό και μαζικό τουρισμό.
Προς το παρόν βέβαια, γιατί κάποιοι θεωρούν την Ερεσό σαν την κότα με τα χρυσά αυγά και προσπαθούν να ξεπουλήσουν ό,τι αξίζει σ’ αυτόν τον τόπο, όπως βέβαια και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Όμως, με το πέρασμα των χρόνων, ανέπτυξα προσωπικές και ουσιαστικές φιλίες με κάποιους κατοίκους, χωρίς να χρειάζεται να προσποιούμαι, αλλά με αληθινή αποδοχή, νοιάξιμο και αγάπη, όπως συμβαίνει με τους πραγματικούς φίλους. Έτσι τώρα μπορώ περήφανα να χαίρομαι και τις 2 μου ταυτότητες! Η Ερεσός είναι το σπίτι μου, το χωριό που διάλεξα.
– Μίλησέ μου για την απόκτηση πρόσβασης στο αρχειακό υλικό που χρησιμοποιείς στην ταινία και για τις τυχόν δυσκολίες που αντιμετώπισες κατά την έρευνά σου. Επίσης, συνάντησες μονάχα προθυμία από όσους ήθελες να συμμετάσχουν στο ντοκιμαντέρ ως ομιλούντα πρόσωπα; Και πώς κατέληξες στο ποιοι θα περιληφθούν στο τελικό cut, όταν είχες πάνω από 170 συνεντεύξεις;
Το αρχειακό υλικό μού το πρόσφεραν οι λεσβίες. Δεν ήταν εύκολο φυσικά. Άρχισα να ζητάω από τις φίλες μου πρώτα, μετά η μία με έστελνε στην άλλη, ξαναβρήκαμε επαφές που είχαμε χάσει για χρόνια, κινητοποιηθήκαμε μαζικά. Όμως το υλικό ήταν αναλογικό, έπρεπε να σκαναριστεί, αρκετές φωτογραφίες είχαν χαλάσει, τα αρχεία βίντεο δεν έβρισκαν μετατροπέα σε ψηφιακή μορφή, άλλα υλικά ήταν σε κούτες ξεχασμένες στο πατάρι. Ύστερα έπρεπε να πάρω όσες περισσότερες άδειες δημοσίευσης μπορούσα, να βρω τρόπο να κρύψω επίμαχα σημεία και πρόσωπα, μιας που στις περισσότερες εικόνες είμαστε όλες γυμνές. Να βρω υλικό για το φεμινιστικό κίνημα. Και μόνο που το σκέφτομαι, απορώ πώς δεν τα παράτησα. Άλλαζα αρχειακό υλικό και μόνταρα ξανά μέχρι και μετά την επεξεργασία των πλάνων, όταν πια οι υπόλοιποι θεωρούσαν ότι είχε κλείσει η ταινία.
«Δεν μπόρεσα να πάρω συνεντεύξεις από αρκετές Ελληνίδες και φίλες από Τουρκία, γιατί δεν ήθελαν να φανούν τα πρόσωπά τους. Κι ύστερα λέμε πως είμαστε ελεύθερες και ισότιμες σ’ αυτή την κοινωνία».
Αλλιώς όλες ήθελαν να μοιραστούν τις ιστορίες τους και την αγάπη τους για την Ερεσό. Από τους ντόπιους επίσης βρήκα προθυμία και ειλικρίνεια, γεγονός που σημαίνει πως έχουμε κάνει αρκετό δρόμο. Όχι από όλους βέβαια, αλλά δεν υπάρχουν παράδεισοι χωρίς φίδι, μερικές φορές χωρίς πολλά φίδια. Περισσότερο με τρομάζουν τώρα κάτι συμμορίες από πιτσιρικάδες που σκοτώνουν ζώα και επιτίθενται λεκτικά ή και σωματικά σε γυναίκες, κάνουν καταστροφές. Η καινούργια γενιά με τρομάζει στην Ερεσό που έχει βία μέσα της και αδιέξοδα που δεν ξέρουν πού να τα βγάλουν.
Το να γίνει το μοντάζ, ήταν ένα τεράστιο έργο στο οποίο είχα την πρώτη βοήθεια από τη μοντέζ Iva Radivojevic και στη συνέχεια τον μοντέρ Παναγιώτη Γάκη. Αλλά όλες οι φίλες μου υπέφεραν, τις έβαζα να βλέπουν εκδοχές της ταινίας για να δούμε αν λείπει κάτι, αν κάπου υπερβάλλω, αν είναι πολύ προσωπικό, τι θυμούνται εκείνες, γενικά τι αίσθηση δίνει. Από κάποιο σημείο και μετά, δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω γιατί το είχα δει άπειρες φορές. Αλλά και η ταινία, κλωτσούσε κάποιες κουβέντες από μόνη της, άλλαζε ο ρυθμός κι έτσι παρά το γεγονός ότι ήθελα να κρατήσω μια φράση, ήταν αδύνατον. Γι’αυτό θα φτιάξω το λεσβιακό αρχείο, για να είναι όλες οι κουβέντες διαθέσιμες, να μπορεί όποιος ενδιαφέρεται να μάθει ολόκληρη την ιστορία.
– Στο Lesvia μαθαίνουμε πως η σχέση της Ερεσού με γυναίκες του εξωτερικού είχε ξεκινήσει μέσα από την Σαπφώ. Γυναίκες καλλιτέχνιδες δηλαδή και όχι μόνο, που επισκέπτονταν την Ερεσό ως ένα είδος προσκυνήματος για την ποιήτρια. Μίλησέ μας για τη Renée Vivien, τη Natalie Clifford και όσα γνωρίζουμε ότι βρήκαν ερχόμενες στην Ερεσό, καθώς και για όσα ξέρεις πως έφεραν ξένες γυναίκες στη Λέσβο πριν τη γέννηση της κοινότητας στα 1980s.
Αυτό που οδήγησε τις γυναίκες στην Ερεσό ήταν η ποίηση της Σαπφούς. Έρχονταν σε ένα είδος προσκυνήματος. Ξέρετε, το να είσαι για όλο τον κόσμο παράταιρη, ένα λάθος, να καταδικάζεις μόνη σου τον εαυτό σου γιατί η κοινωνία δεν συμπεριλαμβάνει τη δική σου εικόνα και τις δικές σου επιθυμίες και μετά να διαβάζεις αυτά τα μοναδικά αποσπάσματα των ποιημάτων της Σαπφούς που ξεχειλίζουν αισθησιασμό ανάμεσα σε γυναίκες, είναι σαν να βγαίνει ο ήλιος μετά από χρόνια συννεφιάς.
Η Renée Vivien και η Natalie Clifford, δεν έφθασαν ποτέ στην Ερεσό. Σταμάτησαν στη Μυτιλήνη, που ακόμα κι αυτή η πρωτεύουσα, τότε υπό Οθωμανική κατοχή, τις απογοήτευσε εντελώς. Εκείνες νόμιζαν πως θα έρθουν και θα βρουν κορίτσια με λουλούδια στα μαλλιά και τη Σαπφώ να περπατάει στα χωράφια. Αντ΄αυτού βρήκανε γυναίκες με βράκες, άντρες παντού, και κανένα ίχνος της ποιήτριας.
Πάλι καλά που η Μυτιλήνη είχε μεγάλη αστική τάξη και ταίριαξαν στο σπιτάκι του φύλακα μίας μεγάλης βίλας από αυτές τις υπέροχες στον παραλιακό δρόμο της πόλης. Εκεί είχαν έναν φύλακα που δεν άφηναν να έρχεται σε επαφή μαζί τους, έκαναν περιπάτους στον κήπο, και αγνάντευαν τις ακτές της Μικράς Ασίας, απ’όπου κάποτε έρχονταν οι μαθήτριες της ποιήτριας. Έγραφαν ποίηση, ζούσαν τον έρωτά τους, δεν συναναστρέφονταν τους ντόπιους και προσπαθούσαν να αναβιώσουν το παραμύθι που τις έφερε στη Λέσβο.
Πήγα στο σπιτάκι που ζούσαν, τελείως ανακαινισμένο τώρα, αλλά υπήρχε ακόμα ο πρώτος θερμοσίφωνας του νησιού, που είχαν εγκαταστήσει για να παίρνουν το μπάνιο τους. Στην Ερεσό δύσκολα έφτανε κόσμος, οι συγκοινωνίες γίνονταν με το καΐκι γιατί ο δρόμος μέσα από το δάσος ήταν μακρύς και επικίνδυνος, αλλά η Ερεσός δεν είχε λιμάνι, οπότε και η αποβίβαση ήταν δύσκολη. Αργότερα, στη δεκαετία του ΄60 έχουμε κάποιες επισκέψεις, αλλά δεν έχω βρει βάσιμες αφηγήσεις, μόνο ιστορίες στα όρια του μύθου.
– Τι πιστεύεις ότι είχε η Ερεσός για να καταλήξει να προσελκύσει τόσες γυναίκες που αναζητούσαν τον εαυτό τους και τη σεξουαλικότητά τους και τι είδους δραστηριότητα είχαν εκείνες τις πρώτες ημέρες άφιξης και τριβής τους με τον τόπο; Και φτάνοντας πια στα 80s, πώς ξεκίνησε ο ερχομός των λεσβιών στο νησί και πώς ήταν η αρχική υποδοχή των κατοίκων της περιοχής;
Η ύπαρξη της Ερεσού διαδιδόταν από στόμα σε στόμα στους φεμινιστικούς και λεσβιακούς χώρους, ακριβώς όπως και τα τραγούδια της Σαπφούς μέχρι να καταγραφούν 2 αιώνες μετά το θάνατό της. Ήταν το κοινό μας μυστικό. Τουρισμός δεν είχε έρθει ακόμα στην Ερεσό, μια-δυο ταβέρνες και ερημιά, οπότε οι ντόπιοι μας καλοδέχτηκαν αρχικά. Γενικά, η παλιότερη γενιά και οι άνθρωποι του χωριού, όχι οι «μορφωμένοι», ήταν αυτοί που μας καλοδέχτηκαν ακόμα και χωρίς να έχουν οικονομικό όφελος.
Μας έβλεπαν τολμώ να πω με μια κάποια τρυφερότητα σχεδόν. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει όταν κατάλαβαν πως δεν ταιριάζουμε στη δική τους ηθική. Φοβήθηκαν πως θα διαφθείρουμε τη νέα γενιά, ήμασταν κακό παράδειγμα. Τόση ελευθερία άλλωστε, τόση γύμνια, πώς να χωρέσει σε ένα απομονωμένο χωριό της Ελλάδας εκείνα τα χρόνια; Εδώ δεν χωράει καν στην Αθήνα του σήμερα.
– Εκτός από την ελευθερία γύρω από τη σεξουαλικότητα, γίνεται λόγος και για την αποδοχή του σώματος. Περίγραψε πώς είναι να κυκλοφορούν τόσοι διαφορετικοί σωματότυποι σε μία παραλία, χωρίς καμία κριτική (και εν τέλει αυτοκριτική).
«Αυτό είναι κάτι που κερδίσαμε εμείς, το να αποδεχτούμε το σώμα μας, να μην ακολουθούμε τα γυναικεία πρότυπα της εποχής. Ούτως ή άλλως ήμασταν εκτός προτύπων αφού ήμασταν λεσβίες και είχαμε αρνηθεί την εικόνα που οι άλλοι είχαν για τις γυναίκες».
Μετά έπρεπε να τα βρούμε και με τους εαυτούς μας βέβαια, αλλά εκεί είχαμε τη βοήθεια όλων των άλλων γυναικών απ’ όλο τον κόσμο. Πόσα γυμνά σώματα μπορεί να δει κάποια στη ζωή της; 10, 50, 100; Ε, εμείς βλέπαμε εκατοντάδες και μάλιστα χωρίς καμία προσποίηση, χωρίς το περιτύλιγμα του φαίνεσθαι. Τέτοια ανακούφιση και ελευθερία κι επιτέλους χωρίς το αδηφάγο ανδρικό βλέμμα που μας κυνηγούσε εκείνα τα χρόνια. Χωρίς την αίσθηση πως είσαι αντικείμενο φτιαγμένο για να ικανοποιεί τις ανάγκες κάποιου που απλά δεν γεννήθηκε γυναίκα. Μόνο για μας! Πραγματικά λυπάμαι τα νεαρότερα άτομα που δεν έχουν αισθανθεί αυτή την ελευθερία με το σώμα τους, την αποδοχή, και προσπαθούν πάντα να γίνουν κάτι άλλο για να αρέσουν. Εμείς είχαμε τότε αυτή την τύχη και τη χαρήκαμε και τη χαιρόμαστε ακόμα όταν βρισκόμαστε στην Ερεσό.
– Αναφέρεται συχνά στο ντοκιμαντέρ η παρεμβατικότητα των ανδρών στην παραλία, σε κάθε φάση ανάπτυξης της κοινότητας. Πώς αντιμετώπιζαν οι γυναίκες την κατάσταση αυτή και τι μέτρα άμυνας είχαν βρει; Πιστεύεις έχει γίνει πλέον αντιληπτό από τους άνδρες το γιατί δεν ήταν ευπρόσδεκτοι στα μέρη σας; Αν όχι, γιατί;
Στην αρχή μας θεωρούσαν απλά τουρίστριες, που σημαίνει εύκολο σεξ, όπως συνέβαινε και σε άλλα τουριστικά μέρη της Ελλάδας. Κατανοητή η θέση τους, αφού τότε υπήρχαν μόνο οι 2 γνωστοί τρόποι για να έχουν οι άντρες ερωτική επαφή. Υπάρχουν συνεντεύξεις, που δεν είναι στη ταινία, όπου εκφράζονται τελείως ελεύθερα και λένε «Κάτι γυναικάρες 2 μέτρα, κρίμα!». Δηλαδή χαμένες πάνε αφού δεν κάνουν σεξ με εμάς.
Έλα όμως που άρχισαν να κατεβαίνουν γυναίκες σμιλεμένες στο φεμινιστικό κίνημα της Ευρώπης και της Αμερικής, δυναμικές και άγριες που δεν τους άρεσε να τις πειράζουν. Έτσι είχαμε αρκετούς καυγάδες που μερικοί κατέληξαν στα δικαστήρια και έστρεψαν όλο το χωριό εναντίον μας. Δεν ξέρω τι απ’ όλα τους ενοχλούσε περισσότερο, ότι ήμασταν μεταξύ μας, ή ότι δεν τους δίναμε τη χαρά του σεξ; Γιατί αυτό τους αγρίεψε βασικά και τους ταπείνωσε ίσως, αφού οι γυναίκες είχαν τη μυϊκή δύναμη και την αυτοπεποίθηση να υπερασπίζονται το χώρο τους και να τους πετάνε στην κυριολεξία έξω.
Έκαναν πολλές προσπάθειες να εισχωρήσουν, ήταν αδύνατο να δεχτούν τον αποκλεισμό. Όχι μόνο οι ντόπιοι αλλά και οι εναλλακτικοί που είχαν εγκατασταθεί εκείνη την εποχή και που θεωρούσαν ότι έπρεπε να είναι στο ίδιο μέρος που ήταν οι γυναίκες, γιατί «αυτοί δεν ήταν σαν τους άλλους». Αυτή είναι μία μόνιμη μάχη, η οποία δυστυχώς χάνεται από την υποσυνείδητη ενοχή των γυναικών να διεκδικήσουν ένα χώρο μόνο για αυτές και καταλήγουν στην πολιτικά ορθή συμπεριληπτικότητα, του «καλού παιδιού», που αφού το δέχονται καμαρώνει και δεν διεκδικεί.
– Θα ήθελες να είναι ακόμα ένα μέρος της παραλίας μόνο για γυναίκες;
Ναι, θα το ήθελα πολύ! Τίποτα δεν είναι το ίδιο πια. Είμαι παντού και πάντα μία μειοψηφία που συνυπάρχει με βάση τους κανόνες των άλλων, που μου κάνουν τη χάρη να με αποδέχονται. Αυτό που είχαμε στη παραλία της Ερεσού ήταν μοναδικό και αν δεν το έχεις ζήσει δεν μπορείς να νιώσεις την έλλειψη του, δυστυχώς.
– Έχεις αναφέρει πως το σημείο κατατεθέν της αλλαγής στην αντιμετώπιση των ντόπιων ήταν τα λεσβιακά μαγαζιά που στήθηκαν στα 90s, όταν από λεσβίες γίνατε πελάτισσες. Πες μου κάποια παραπάνω πράγματα παραπάνω για αυτό, όπως και για τη μόνιμη κατοίκηση της περιοχής από λεσβίες.
Ένα πράγμα είναι τα λεσβιακά μαγαζιά που μας έδωσαν την άνεση να κυκλοφορούμε σε δικά μας μέρη, και άλλο το ότι γίναμε πελάτισσες, γεγονός που σχετίζεται με τη σχέση μας με τους ντόπιους. Πολύ διαφορετικά, αλλά συνέβησαν σχεδόν ταυτόχρονα. Η οικονομική συναλλαγή ήταν ο Δούρειος Ίππος για να γνωριστούμε καλύτερα με τους ντόπιους και να υπάρξει η πιθανότητα της ανοχής, της αποδοχής από κάποιους και της δημιουργίας φιλικών σχέσεων με λιγότερους. Επίσης το γεγονός ότι αρχίσαμε να μένουμε εκεί, να φτιάχνουμε σπίτια, να συνυπάρχουμε τον χειμώνα, μας έδωσε την ευκαιρία να επικοινωνήσουμε εκτός τουριστικών πλαισίων και να γνωριστούμε σαν άνθρωποι κι όχι σαν ταμπέλες.
– Μιλώντας για την εμπορική πλευρά του πράγματος, πιστεύεις ότι η εμπορευματοποίηση της Σαπφούς ως σύνδεση με το νησί και τη λεσβιακή κοινότητα θα έκανε δυνητικά καλό; Μπορεί ο καπιταλισμός να συμβαδίζει ευεργετικά με τον φεμινισμό;
Ο καπιταλισμός δεν ξέρω εάν ποτέ έκανε καλό στο σύνολο. Είναι το μόνο σύστημα που επιβιώνει γιατί ο άνθρωπος είναι άπληστος και αχόρταγος. Θα ευχόμουν ποτέ να μην εμπορευματοποιηθεί η Σαπφώ. Ούτως ή άλλως όσοι σκέφτονται να τη χρησιμοποιήσουν για να φέρουν κόσμο στο νησί, δεν έχουν επαφή ούτε με τη λεσβιακή κοινότητα και δεν ξέρω ως τι θα μας τη πλασάρουν. Είμαι πολύ, πολύ επιφυλακτική με όσους και όσες χρησιμοποιούν το όνομά της χωρίς να έχουν διαβάσει ούτε ένα στίχο της, και με όσους θέλουν να κάνουν την Ερεσό queer τουριστικό προορισμό για να βγάλουν χρήματα.
Η Ερεσός χρειάζεται άτομα συνειδητοποιημένα που θα τη προστατεύσουν από τη μετατροπή της σε μαζικό τουριστικό προορισμό που θα καταστρέψει τη μαγεία της, όπως προσπαθούν να κάνουν σε όλη την Ελλάδα κάτω από το σχέδιο «ανάπτυξη-αξιοποίηση». Τρέμω όταν ακούω αυτές τις 2 λέξεις γιατί ξέρω την καταστροφή που μας περιμένει. Δεν με νοιάζει εάν είναι λεσβίες αυτά τα άτομα ή ό,τι θέλουν, με νοιάζει να μην πειράξουν ποτέ την Ερεσό μας.
– Έχεις αναφέρει ότι έχεις πια κατανόηση για την επιθετικότητα των ντόπιων, λόγω της αίσθησης κινδύνου που προκαλούσε η κοινότητα. Μάλιστα βρήκα πολύ ενδιαφέρον ότι δίνεις πολύ χώρο σε αυτούς στο ντοκιμαντέρ και στην οπτική τους τότε και σήμερα, όχι μόνο από το στόμα των ιδίων, αλλά και μέσα από μία λεσβία συμμετέχουσα που αναφέρεται σε αγενείς συμπεριφορές της ίδιας και άλλων γυναικών. Αυτή η απόφαση βασίστηκε στην ανάγκη να υπάρξει ισορροπία επειδή μιλάμε για σινεμά τεκμηρίωσης, ή στη σχέση αγάπης σου με το νησί κα τους ντόπιους; Ή και τα 2; Σκέφτομαι για παράδειγμα το Γιαγιάδες που έχεις γυρίσει στο παρελθόν.
Εγώ και οι αρχές του κινηματογράφου δεν συνυπήρξαμε ποτέ, οπότε αλίμονο εάν τους ακολουθούσα σε μία τόσο προσωπική ταινία. Τον εαυτό μου είχα να αντιμετωπίσω πριν και πρώτα απ’ όλους. Αν αυτό που παρουσίαζα, ήταν αυτό που πίστευα για αλήθεια. Άλλαξα πολλές φορές τη δομή της ιστορίας, όχι γιατί φοβόμουνα τι θα πουν, αλλά γιατί δεν ικανοποιούσε εμένα. Εξάλλου, όταν την έφτιαχνα την ιστορία, δεν είχα ιδέα ότι θα είχε τόση ζήτηση. Νόμιζα πως θα ήταν για μας, για τις 2 μας κοινότητες, των Λέσβιων και των λεσβιών. Την ανάγκη μου να μάθω, να ακούσω, ακολούθησα και την αίσθηση δικαίου.
«Δεν μπορείς να λες την ιστορία μόνο από τη μία πλευρά. Αυτό οδηγεί σε φανατισμό και μίσος. Δεν ήθελα να δημιουργήσω ένα νοσταλγικό love story λεσβιακό, ούτε να προκαλέσω ένταση και επιθετικότητα, πράγμα που θα μου ήταν πολύ εύκολο. Ήθελα να καταλάβω, να καταλάβουμε, να μοιραστούμε, να μας δώσω χώρο».
Αν δεν το έκανα εγώ που είμαι μια διπλή λεσβία ποιος θα το έκανε; Κάποιος άγνωστος περαστικός; Αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου, αυτοί οι άνθρωποι με επηρέασαν τα πιο δύσκολα χρόνια της ζωής μου, μία μορφή ψυχοθεραπείας ήταν, αν θέλετε. Όπως είδατε και στις Γιαγιάδες, το Αναζητώντας τον Ορφέα ή τον Δημητράκη και τη Δημητρούλα, πάντα δίνω χώρο σε όποιον είναι μπροστά στη κάμερα, δεν θέλω η παρουσία μου να τους επηρεάσει. Τώρα πώς θα το πάρει ο καθένας, δεν είναι δικό μου θέμα
– Η Λέσβος έχει φανεί ίσως πιο ανεκτική απ’ ότι θα περίμενε κανείς από μία επαρχιακή περιοχή. Πού πιστεύεις ότι οφείλεται αυτό διαχρονικά;
Ακόμα δεν έχω καταλάβει. Αλλά μιλάμε για την Ερεσό. Άλλο η Λέσβος. Αυτό που έφερε την ανοιχτομυαλιά στη Λέσβο ήταν οι πρόσφυγες που ήρθαν από τη Μικρά Ασία το 1922. Άνθρωποι μορφωμένοι, κοσμοπολίτες, μπόλιασαν τους αυτόχθονες κι αυτό φάνηκε στη Λεσβιακή Άνοιξη των γραμμάτων και των τεχνών. Μαλακοί, με χιούμορ, με διάθεση για καλοπέραση, με μεράκι, φιλότιμο, αγάπη για τον τόπο τους.
Δεν νομίζω ότι τους μοιάζουν οι καινούργιοι Λέσβιοι, που έρχονταν στην Ερεσό για «να δουν πώς μοιάζουν οι λεσβίες», ή που δεν έρχονταν γιατί είχε λεσβίες. Όσο για την Ερεσό, τι να πω, καμιά μας δεν το έχει καταλάβει ακόμα, γιατί ο τόπος δεν πληροί τις λογικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Ίσως να ‘ναι η ευχή της Σαπφούς που μας προστατεύει, ίσως η μοναδική ενέργεια του τόπου που σε ξετινάζει στη κυριολεξία και σου αλλάζει τη ζωή. Ίσως ότι ήταν μακριά από την πρωτεύουσα και δεν έγινε τουριστικός προορισμός, ίσως γιατί οι περισσότεροι δεν ήταν ψωρομορφωμένοι αλλά μεροκαματιάρηδες, εργάτες μίας δύσκολης γης. Δεν ξέρω, αλλά θα συνεχίσω να πηγαίνω εκεί κι ίσως μια μέρα το καταλάβω.
– Γιατί δεν είναι πια η Ερεσός ο λεσβιακός παράδεισος που ήταν κάποτε;
Γιατί ο κόσμος αλλάζει και η Ερεσός είναι τμήμα του. Αλλάζουν οι ανάγκες, ο τρόπος σκέψης, ειδικά οι λεσβίες μεγαλοποιήσαμε την «συμπερίληψη». Προσωπικά δεν έχω καμία διάθεση να με συμπεριλαμβάνουν σε έναν κόσμο που δεν μου αρέσει. Οι νεότερες γενιές βρήκανε τον δρόμο στρωμένο μέχρι ένα σημείο και επαναπαύθηκαν. Ευτυχώς τώρα αρχίζουμε και ξυπνάμε πάλι, βλέπουμε τις παγίδες που στήνονται αθόρυβα, ο ακτιβισμός και ο φεμινισμός ξαναμπαίνουν στη ζωή μας, οπότε υπάρχουν ελπίδες να βελτιωθεί η κατάσταση. Εξ’ άλλου η Ερεσός είναι εμπειρία που όταν τη βιώσεις γίνεται εθιστική, επιστρέφεις κάθε χρόνο. Τώρα μπορεί να μην έχουμε τόσο την παραλία, αλλά έχουμε μια σταθερή λεσβιακή κοινότητα και γυναίκες που περνάνε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους εκεί. Μεταμορφωνόμαστε.
– Μία μορφή ομοφοβίας ενάντια στις λεσβίες είναι η αορατότητά τους στα media. Ως κριτικός κινηματογράφου και τηλεόρασης, έχω διαπιστώσει ότι η εκπροσώπησή τους είναι πραγματικά ισχνή. Είναι το Lesvia μία απάντηση σε αυτό και μία δική σου απόπειρα αποκατάστασής σας στην ιστορία κατά κάποιο τρόπο;
Για να υπάρξει προσφορά πρέπει να υπάρξει ζήτηση. Υπάρχουν πολύ περισσότερες ταινίες με θέμα ανδρικές ομοφυλόφιλες σχέσεις, και πολύ μεγαλύτερη εκπροσώπηση, γιατί κάποιος θα πάει να τις δει. Αυτό είναι ένα από τα θέματα, λεσβία ίσον γυναίκα, που σημαίνει λιγότερες δυνατότητες και ευκαιρίες σε όλους τους τομείς, περιορισμένη οικονομική ανεξαρτησία που όσο κι αν θέλουμε να το ξεχνάμε, είναι το βασικότερο προς την ελευθερία και την αυτονομία.
«Μεγαλώνουμε μαθαίνοντας πώς να είμαστε αόρατες και αθόρυβες, να μην διεκδικούμε, να είμαστε υπομονετικές και να στηρίζουμε την οικογένεια. Δύσκολα το πετάς αυτό από πάνω σου, δύσκολα βρίσκεις τη φωνή σου, πολύ περισσότερο το λόγο σου, την υπερηφάνεια σου».
Να μην ξεχνάμε πως επί χρόνια η γυναικεία ομοφυλοφιλία ήταν μόνο μία ανδρική φαντασίωση, δεν είχε θέση ούτε καν στους νόμους, γιατί βέβαια τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την παρουσία του άνδρα σε μία βαθιά πατριαρχική κοινωνία. Δεν νοείτο καν ερωτική επαφή που δεν περιλάμβανε το ανδρικό όργανο, άρα οι σχέσεις των γυναικών εθεωρούντο είτε μορφή υστερίας, είτε καπρίτσια «μέχρι να βρεθεί ο σωστός άνδρας». Εύχομαι η Λεσβία μου να δώσει κουράγιο και φωνή σε πολλές άλλες λεσβίες να βρουν τη δική τους φωνή και να διεκδικήσουν την ορατότητα που σε όλες μας ανήκει και αξίζει.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΒΟΛΩΝ:
ΑΘΗΝΑ – Κινηματογράφος Τριανόν
από Πέμπτη 4 έως Τετάρτη 10 Απριλίου
Προπώληση στο ταμείο του κινηματογράφου και στο: https://www.more.com/cinema/lesbia
Μετά την προβολή της Πέμπτης, 4/4 και 20.30, θα πραγματοποιηθεί Q&A με την Τζέλη Χατζηδημητρίου, σκηνοθέτιδα της ταινίας και την Εύα Στεφανή, σκηνοθέτιδα, ενώ θα ακολουθήσει wine party με dj set από τη Μαριλένα Ορφανού (Dj Loo) και κέρασμα στο φουαγιέ του κινηματογράφου Τριανόν. Τη Δευτέρα 8/4 και 20.30, θα ακολουθήσει επίσης Q&A με τη σκηνοθέτιδα της ταινίας και με εκπροσώπους της λεσβιακής κοινότητας μετά την προβολή. Παρασκευή 5, Σάββατο 6, Κυριακή 7, Τρίτη 9 και Τετάρτη 10 Απριλίου, οι προβολές είναι στις 19.00 / 20.30 / 22.00.
ΡΕΘΥΜΝΟ – Χώρος Πολιτισμού “Σημείο”
Σάββατο 20 Απριλίου, 20.30
Προπώληση στο ταμείο του χώρου (Πατριάρχου Αθηναγόρα 17, Ρέθυμνο).