ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Μαίρη Μηνά: «Πρέπει να αμφισβητούμε συνεχώς τα κατάλοιπα μιας πατριαρχίας που μας έχουν γίνει δεύτερη φύση»

Στιγμιότυπο από πρόβες της παράστασης «Άνθρωποι και ποντίκια».

Η Μαίρη Μηνά μπήκε στη ζωή του τηλεοπτικού κοινού με τη σειρά «Αγγελική» του Alpha. Στη ζωή του θεατρικού κοινού είχε μπει από πολύ νωρίτερα, με παραστάσεις όπως το «Με λένε Έμμα» αλλά και το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι». Το σινεφίλ κοινό την είδε στον συγκινητικό «Απόστρατο». Η Μαίρη Μηνά ετοιμαζόταν πριν το δεύτερο lockdown να γίνει το νέο πρόσωπο της παράστασης «Άνθρωποι και Ποντίκια», στον μοναδικό γυναικείο ρόλο της παράστασης που σκηνοθετεί ο Βασίλης Μπισμπίκης. Η παράσταση έχει πλέον λάβει τις διαστάσεις του θρύλου στη θεατρική Αθήνα. Ο ωμός ρεαλισμός στη σκηνοθεσία και τη διασκευή του έργου του Στάινμπεκ, είχε βρει τη νέα του στέγη στο Μηχανουργείο του Ρέντη. Το δεύτερο lockdown και η συνεχιζόμενη αοριστία σε σχέση με το μέλλον του θεάτρου στον καιρό του κορονοϊού, οδήγησαν στην ιδέα η παράσταση να γίνει ταινία. Με τη Μαίρη Μηνά μιλήσαμε για την ταινία πια «Άνθρωποι και ποντίκια». Μιλήσαμε για την απόφασή της να γίνει ηθοποιός αφού είχε ασχοληθεί με την κοινωνική εργασία, το τηλεοπτικό της ντεμπούτο που έγινε με πρωταγωνιστικό ρόλο, την έκθεση, την ομορφιά, τη γυναίκα, τον σεξισμό και την εποχή στην οποία ζούμε.

Η Μαίρη Μηνά σε κάθε της απάντηση απέπνεε ηρεμία και συγκρότηση. Την ίδια ακριβώς ήρεμη δύναμη που εκπέμπει στις οθόνες από τις οποίες την παρακολουθείς να υποδύεται τους χαρακτήρες που της εμπιστεύονται. Την ίδια δύναμη που της επιτρέπει να αφουγκράζεται τις ανάγκες της και να τις ακολουθεί. Αυτή που της επιτρέπει να αντιλαμβάνεται την ομορφιά ως αποδοχή και να εκτιμά τους αγώνες της προηγούμενης γενιάς γυναικών για όσα εμείς θεωρούμε αυτονόητα. Η συζήτηση μαζί της ήταν απολαυστική. Κι αυτά είναι τα δικά της λόγια.

«Όσο σπούδαζα κοινωνική λειτουργός ήμουν και σε μία θεατρική ομάδα αλλά το έκανα για πολύ προσωπικούς λόγους, για να γεμίζω ευχάριστα και δημιουργικά τον χρόνο μου. Λόγω των σπουδών καταλάβαινα ότι όλη αυτή η θεατρική λειτουργία είναι πολύ συνυφασμένη και με τη θεραπευτική. Στόχος ήταν κάπως εγώ να στραφώ προς τη δραματοθεραπεία, δηλαδή αυτά τα δύο να “παντρευτούν”. Καθώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει επικυρωμένη σχολή δραματουργίας δημόσια που να είναι κάπως ένας φορέας αρκετά αξιόπιστος, οπότε είπα θα το κάνω εκ των έσω. Αποφάσισα να γραφτώ σε δραματική σχολή για να καταλάβω ποια είναι αυτή η λειτουργία και θεωρούσα ότι κάπως το ένα θα φέρει το άλλο. Αυτό που ήρθε ήταν η μεγαλύτερη ενασχόληση με την υποκριτική.

Δεν ξέρω αν το περίμενα. Αυτά τα πράγματα δεν είναι και πάντα συνειδητά στην ώρα τους. Τώρα εκ των υστέρων κοιτώντας πίσω καταλαβαίνω ότι με μαγνήτιζε και με γοήτευε πολύ αυτός ο χώρος. Σίγουρα δεν περίμενα να εξελιχθεί ακριβώς έτσι, αλλά το καλωσόρισα πολύ γιατί ήρθε τελείως φυσικά. Ήρθε κάπως μοιραία η ενασχόληση με την υποκριτική αλλά ταυτόχρονα και πολύ αρμονικά.

Από τα χρόνια της κοινωνικής εργασίας, νομίζω ότι αυτό που κρατάω πολύ είναι η αίσθηση της διαθεσιμότητας. Να διαθέτεις τον εαυτό σου, το μυαλό σου, την ακοή σου και την έγνοια σου, σε κάποιον που πραγματικά τα χρειάζεται για να απεγκλωβιστεί από κάτι. Η διάθεση των ικανοτήτων και του πείσματός σου στο να βρεις λύση για κάτι που μοιάζει αδιέξοδο. Αυτό κρατάω, το οποίο είναι και το μεγαλύτερο συν αλλά και το μεγαλύτερο πλην, γιατί είναι τρομερά ψυχοφθόρο».

«Πάντα το έχω στο νου μου, ότι θα αφήσω τον εαυτό μου ελεύθερο να δω πού με σπρώχνει η ανάγκη μου».

«Αυτή τη στιγμή νιώθω ότι έχω βρει κάτι που αγαπάω και που κοιμάμαι και ξυπνάω με αυτή τη σκέψη, πράγμα που δεν είχα βιώσει ξανά, να μου ανατροφοδοτείται μόνιμα το ενδιαφέρον και να μου δημιουργείται μία θετική εμμονή σε σχέση με κάτι. Η σύνθεση είναι κάτι που με ενδιαφέρει, οδηγήθηκα στην υποκριτική γιατί ήθελα να συνθέσω την κοινωνική εργασία με το θέατρο. Αν αργότερα μια άλλου είδους ανάγκη για σύνθεση με οδηγήσει αλλού, θα αφεθώ σε αυτή. Δεν δένω τον γάιδαρο μου, με την έννοια ότι τα πράγματα συνεχώς αλλάζουν.

Μαίρη Μηνά

Το έργο «Άνθρωποι και ποντίκια» σίγουρα μου προξένησε επιπλέον ενδιαφέρον λόγω και αυτής της ιδιότητας. Γιατί οι χαρακτήρες του έργου ζουν στο περιθώριο, λίγο η μοίρα τους έχει καταδικάσει. Νιώθω αρκετά ευαισθητοποιημένη σε σχέση με αυτό και με συγκινούν οι χαρακτήρες που έχουν να παλεύουν με συνθήκες που οι περισσότεροι από εμάς θεωρούμε αυτονόητες και γι’ αυτούς δεν είναι. Αυτό που με γοητεύει επίσης είναι ότι ακόμα και στις πιο δυσμενείς συνθήκες, η ζωή είναι σαν να υπερτερεί. Συνεχίζονται και συνάπτονται σχέσεις ουσίας, συνεχίζουν τα όνειρα και ξεδιπλώνονται ακόμα κι αν το περιβάλλον είναι μέσα στην απόλυτη καταχνιά, συνεχίζουν οι άνθρωποι να αγωνίζονται να επιβιώσουν και να ψάξουν να βρουν λύση για να κάνουν τη ζωή πιο ανεκτή. Αυτά με συγκινούν που και μέσω της προηγούμενης σπουδής μου ξεδιπλώνονται και λίγο πιο γλαφυρά.

Δεν είχα δει το «Άνθρωποι και ποντίκια», είχα όμως εισιτήριο. Έπαιζα τις ίδιες ημέρες και όταν κάποια στιγμή βρήκα και χρόνο και εισιτήριο ήρθε το lockdown, οπότε τώρα θα εξαργυρώσω το εισιτήριό μου (γελάει). Με άγχωσε, ότι ήμουν η καινούργια της ομάδας, από την άποψη ότι αυτά τα παιδιά κι αυτή η ομάδα έχει διανύσει πάρα πολύ χρόνο μαζί κι έχουν ζήσει κάτι τεράστιο σε σχέση και με τη διάρκεια της παράστασης και με την αποδοχή που έχει λάβει. Βέβαια το καλό είναι ότι και τα ίδια τα παιδιά άλλαζαν χώρο οπότε κι εκείνοι έπρεπε να ανανεώσουν και το ενδιαφέρον και την εμπλοκή τους στην παράσταση. Βρέθηκα σαν καινούργιο στοιχείο σε μία καινούργια συνθήκη. Εντέλει αυτό ήταν μόνο εγκεφαλικό γιατί όταν συνάντησα τα παιδιά και τον Βασίλη Μπισμπίκη κι αρχίσαμε να δουλεύουμε, το πώς με καλωσόρισαν και πώς ένιωσα «συνένοχη» σε όλο αυτό που συμβαίνει έγινε πολύ άμεσα.

Το να γίνει ταινία η παράσταση, ήταν μια ιδέα που είχε ο Βασίλης γιατί είναι αόριστο ακόμα το πότε θα ανοίξουν τα θέατρα. Η ταινία κρατάει πολλά στοιχεία της θεατρικής απόδοσης του έργου. Θα γίνει μέσα στον χώρο ο οποίος είναι πολύ ρεαλιστικός και άρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για στούντιο, αλλά από την άλλη θα υπάρχει κι ένα καλλιτεχνικό μοντάζ και επιμέλεια που το βάζει πολύ πιο έντονα στη σφαίρα του κινηματογράφου. Στόχος είναι να διατηρηθεί όλος ο πυρήνας της ίδιας της παράστασης, να μην χάσει όλη τη λειτουργία που είχε, αλλά να μπορεί ο θεατής να μπει ακόμα πιο μέσα στη ζωή αυτών των ανθρώπων, πράγμα που το σινεμά με την κάμερα το προσφέρει πολύ απλόχερα.

Μαίρη Μηνά Με τον Βασίλη Μπισμπίκη σε πρόβα για την παράσταση «Άνθρωποι και ποντίκια».
Με τον Βασίλη Μπισμπίκη σε πρόβα για την παράσταση «Άνθρωποι και ποντίκια».

Διατηρείται το κομμάτι το πιο αυτοσχεδιαστικό της παράστασης, με μια οργάνωση βέβαια γιατί είναι διαφορετικό το να κάνεις γυρίσματα. Αλλά είναι κάτι που και ο Βασίλης και όλοι το θέλουμε και το επιδιώκουμε να υπάρχει και ο αυτοσχεδιασμός και η ελευθερία. Μία σκηνή να μην την ορίζουμε εξολοκλήρου, να υπάρχουν τα θέματα στα οποία κινείται αλλά να είμαστε ανοιχτοί στο πώς προκύπτει όλο αυτό το πράγμα. Τα γυρίσματα θα τα ξεκινήσουμε πολύ σύντομα γιατί ήδη έχουμε ξεκινήσει πρόβες ξανά, με μικρές προσαρμογές για τον χώρο κλπ. Έρχεται και ο Δημήτρης Κατσαΐτης ο οποίος θα το επιμεληθεί, που είναι ένας φανταστικός φωτογράφος και κινηματογραφιστής, που δούλεψε με τον Οικονομίδη στη “Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς”».

«Δεν βρίζω ιδιαίτερα, μπορεί σε κάποιες εξάρσεις όπως όλοι μας. Αλλά στο θέατρο είναι αρκετά απελευθερωτικό γιατί μπορείς να εκτονώσεις κάπως απενοχοποιημένα πολλή ένταση. Δεν υπάρχει καμία ενοχή γύρω από αυτό, οπότε είναι κάτι που το απολαμβάνω».

«Σίγουρα θεωρώ ότι οι γυναίκες είμαστε σε πολύ καλύτερη μοίρα απ’ ό,τι ήμασταν πριν. Έχουν γίνει τρομεροί αγώνες σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο, οπότε θεωρώ ότι είμαστε μια αρκετά ευλογημένη γενιά ανθρώπων σε αυτό που βιώνουμε τώρα. Είχα μία συζήτηση με μία φίλη μου και λέγαμε ακριβώς αυτό. Λέγαμε ότι αν σκεφτείς ότι μέχρι πριν από μερικά χρόνια οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα να ψηφίσουν και η θέση τους στην κοινωνία γενικά ήταν αρκετά υποτιμημένη κι ό,τι σήμερα εμείς τα θεωρούμε και σχεδόν αυτονόητο. Κι από την άλλη λέγαμε πόσο δώρο άδωρο μπορεί να είναι ο αγώνας μιας γενιάς που έχει φτύσει αίμα για να έχουμε τα αυτονόητα κι εμείς λόγω έλλειψης παιδείας ή φίλτρου, δεν μπορούμε να τα εκτιμήσουμε και να τα εξελίξουμε, όπως αρμόζει στη γενιά που παίρνει τη σκυτάλη».

«Πρέπει συνεχώς να είμαστε συνειδητοί στο πού βρισκόμαστε και πόσο δρόμο έχουμε να διανύσουμε ακόμα, να μην επαναπαυόμαστε. Συνεχώς να αμφισβητούμε κατάλοιπα μιας πατριαρχίας που μας έχουν γίνει μια δεύτερη φύση, που δεν καταλαβαίνουμε καν ότι είναι μια φορεμένη κατασκευή».

«Διάβαζα προχθές σε ένα site φεμινιστικό που έλεγε “εντέλει η έννοια του φεμινισμού στο πώς την προάγει μια γυναίκα είναι στο να κάνει embrace τον τρόπο με τον οποίο έχει επιλέξει μια άλλη γυναίκα να ζει”. Δηλαδή όταν μία γυναίκα αρέσκεται να κυκλοφορεί με μία συγκεκριμένη εμφάνιση, αν θέλω να λέγομαι φεμινίστρια δεν πρέπει απλά να πάω από την αντίθετη πλευρά και να αφήσω τις μασχάλες μου αξύριστες και να προάγω έναν άλλο τύπο, αλλά να αγκαλιάζω και να προάγω ως δικαίωμα της καθεμίας να μπορεί να είναι ξεχωριστή όπως η ίδια το ορίζει. Ήταν πολύ αποκαλυπτικό και πολύ ζεστό και πολύ πιο ανθρώπινο.

Προσωπικά δεν έχω αντιμετωπίσει σεξισμό στον χώρο μου. Σίγουρα όμως αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει. Δεν έχω αντιληφθεί να υπάρχει με δόλο. Έχω αντιληφθεί να υπάρχει με μία αίσθηση άγνοιας. Είναι αυτό που λέγαμε και πριν, σαν να διαιωνίζεται ένα μοτίβο, που δεν το έχουμε ακριβώς επιλέξει, μάλλον μας το έχουν φορέσει. Όσο πιο πολύ όλο αυτό το πράγμα γίνεται συνειδητό, τόσο πιο πολύ το παρατηρείς. Νομίζω ότι διαλύεται κάπως, ότι παίρνει μια άλλη τροπή».

«Το ότι πλέον όλα βγαίνουν στο φως και δεν υπάρχει αυτός ο εκφοβισμός και η τρομολαγνεία, νομίζω ότι μόνο μια καθαρή πορεία μπορεί να διαγράψει κανείς μέσα σε αυτό. Αρχίζει κι έρχεται μία αίσθηση καθαρότητας κι ένα straight πράγμα πολύ σύγχρονο που μόνο για καλό μπορεί να γίνει».

«Βέβαια όλα έχουν και την άλλη όψη τους. Δηλαδή πολύ συχνά μπαίνει κανείς σε μία πολεμική διάθεση κι από το να είμαστε politicly correct, καταλήγουμε πιο περιορισμένοι γιατί δεν ξέρουμε πώς να εκφραστούμε για να μην προσβληθεί κανείς, καταλαβαίνεις με ποια έννοια το λέω, θέλει ένα μέτρο. Είμαστε πάνω στην καμπή και κάθε τι καινούργιο έχει μια ορμή που μέχρι να βρει το μέτρο της μπορεί να ξωκείλει κιόλας. Αλλά εντάξει αυτό είναι νομίζω σημάδι της ίδιας της διαδικασίας που είναι ενεργή.

Σίγουρα με απασχολεί η εξωτερική μου εμφάνιση και τώρα που αρχίζει το κομμάτι της δουλειάς μου και εκτίθεται περισσότερο, έχει και μία παγίδα, να αποκτήσω μεγαλύτερη αυτεπίγνωση αλλά με την έννοια του να είμαι συνεχώς self aware πράγμα που μπορεί να είναι σφιχτό στο στομάχι κάποιου. Προσπαθώ να το πολεμάω όποτε βλέπω ότι με παρασύρει κι όποτε βλέπω ότι με κάνει ανασφαλή. Υπάρχουν μέρες που ξυπνάω και νιώθω ότι δεν μπορώ να κοιταχτώ στον καθρέφτη κι άλλες που λέω “τι ωραία που λαμποκοπάει το δέρμα, έχει μια υγειά”. Γίνονται τόσες ζυμώσεις κάθε μέρα, η διάθεσή μας, όλο αυτό που συμβαίνει γύρω μας, οι ορμόνες μας, δεν μπορεί να υπάρχει σταθερότητα στο πώς εισπράττεις και τον εαυτό σου».

«Όταν καταλαβαίνω ότι αρχίζει και δαιμονοποιείται αυτο το πράγμα μέσα μου λέω “Ώπα, κάνε ένα βήμα πίσω, ξεκόλλα, κάνε ένα focus πάλι που είναι η πραγματική σημασία και η ουσία κι άσε αυτούς τους ψευτοναρκισσισμούς στην άκρη. Εντάξει θα μιλάνε, θα είναι σαν μαϊμούδες μέσα στ’ αυτιά σου κάποιες φορές, αλλά φτάνει”».

«Η εμφάνιση μπορεί να είναι και τα δύο. Μπορεί να είναι και εισιτήριο, μπορεί να είναι και μια μικρή φυλακή. Το θέμα είναι πού στοχεύει κάποιος, τι ανάγκες έχει, ποια είναι τα θέλω του και ανάλογα είτε να την αξιοποιήσει είτε να σπάσει αυτές τις μικρές φυλακές. Αυτό που λέγαμε πριν για την καμπή, ισχύει και σε σχέση με τη σύλληψη της ομορφιάς. Πριν κάποια χρόνια οι γυναίκες με καμπύλες και οι πιο ζουμερές ήταν το πρότυπο, μέχρι πολύ πρόσφατα ήταν το ακριβώς αντίθετο, οι γυναίκες οι σχεδόν ασθενικές. Πλέον αρχίζει η ομορφιά και αλλάζει και ανοίγει το εύρος της κι έρχεται και το diversity όπου η ομορφιά δεν έχει να κάνει μόνο με τη γοητεία αλλά και με το παραξένισμα. Οπότε είναι όλα τόσο σχετικά και υποκειμενικά στο τι θεωρεί κανείς όμορφο. Αλλά είναι πολύ ωραίο που ανοίγει αυτή η βεντάλια και βλέπεις ότι πλέον ομορφιά δεν είναι μόνο συμμετρία, πλέον ομορφιά μπορεί να είναι και το αντίθετό της. Το πώς προάγεις κάτι που άλλοτε ήταν μειονέκτημα σε σχέση με τα κριτήρια και πλέον είναι πλεονέκτημα. Άρα η ομορφιά έχει να κάνει με την αποδοχή. Ομορφιά εντέλει για μένα ακριβώς αυτό είναι, να αποδέχεσαι τη φύση έτσι ακριβώς όπως είναι και να της δίνεις δύναμη γι’ αυτό που είναι.

Είναι τρομακτικά δύσκολο το τηλεοπτικό σου ντεμπούτο να γίνεται με πρωταγωνιστικό ρόλο. Απαιτεί πολύ χρόνο, πολλή αφοσίωση, γερά νεύρα και στομάχι. Σίγουρα είναι ένα πολύ μεγάλο σχολείο γιατί η τριβή είναι καθημερινή και μόνιμη και θέλει πολύ γερές αντιστάσεις για να μη γίνει ρουτίνα και να είναι ανανεωμένο το ενδιαφέρον για το πώς μπαίνεις μέσα σε αυτό. Από την άλλη έχει το θετικό ότι έχεις έναν χαρακτήρα που επειδή ξέρεις πώς ξεκινάει αλλά δεν ξέρεις που καταλήγει, βρίσκεσαι συνεχώς αντιμέτωπος με μία εξέλιξη ενός χαρακτήρα διαφορετική από αυτή που μπορεί να είχες φανταστεί. Αυτό είναι πολύ πιο κοντινό με τη ζωή, γιατί κανείς δεν ξέρει το ωμέγα του. Διαβάζοντας ένα θεατρικό έργο ξέρεις το ωμέγα του ρόλου, το ίδιο και στο σινεμά. Με την τηλεόραση επειδή γράφεται και ανανεωνέται συνέχεια το σενάριο, έχει μεγάλο ενδιαφέρον αυτό. Είναι χαρακτηριστικό που θυμίζει πολύ τη ζωή».

«Ένιωθα ότι το να κάνω την Αγγελική στην ομώνυμη σειρά είναι ένα τεράστιο φορτίο και πολύ μεγάλη ευθύνη. Αυτό βέβαια γρήγορα το ξεχνάει κανείς γιατί όταν μπαίνεις στο χορό και χορεύεις δεν έχεις και πολύ χρόνο να σκεφτείς. Επίσης όταν μια ιστορία εκτυλίσσεται μέσα από πολλούς χαρακτήρες συνειδητοποιείς ότι εσύ είσαι ένας μοχλός κι όχι ότι το πράγμα είναι συνεχώς στραμμένο πάνω σου, είναι ανακουφιστικό. Δεν νιώθω ότι τραβάω μόνη μου ένα κάρο, είναι τρομεροί οι συνάδελφοι και αυτό που κάνουν, οπότε νιώθω ότι αυτό το πράγμα είναι πολύ πιο ανοιχτό, πολύ ομαδικό.

Υπήρξα από τους τυχερούς ενδεχομένως, και το λέω με χιούμορ αυτό, δεν κυκλοφορώ και δεν έχω βιώσει την έκθεση στον βαθμό που θα μπορούσε κανείς να φοβάται. Η προσωπική ζωή παραμένει προσωπική γιατί η στάση μου απέναντι σε αυτή είναι και πιο ιδιωτική. Οπότε είναι αρκετά ήπιο. Ενδεχομένως αυτός μπορεί να είναι και ένας φόβος που δεν εδραιώνεται αν κανείς δεν το κυνηγήσει ή προσπαθεί να προφυλάξει τον εαυτό του.

Νομίζω, βλέποντας και πώς εξελίσσεται η τεχνολογία, ότι είμαστε η γενιά της έκθεσης. Είμαστε η γενιά που έχει μάθει να βγάζει selfies, μία γενιά που κάνει stories, μια γενιά που χρησιμοποιεί τον εαυτό της σαν καμβά και σαν όχι απαραιτήτως κακώς εννοούμενο προϊόν. Ο καθένας μας φέρει τον εαυτό του εκτεθειμένο. Αυτό σίγουρα παρεισφρύει και στο επάγγελμά μας. Ανοίγονται πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες για το πώς μπορεί η υποκριτική να αρχίζει να καταλαμβάνει περισσότερο χώρο κι όχι μόνο μέσα από το θέατρο. Από την άλλη νομίζω ότι όλη αυτή η συνθήκη η οικονομική, η κρίση και τώρα και ο κορονοϊός, δεν μπορεί να σε αγκυλώσει, σε κάνει να ψάχνεις να βρεις τρόπους συνεχώς να παραμένεις ενεργός. Κι αν αυτό σημαίνει ότι θα είναι τηλεόραση, θα είναι τηλεόραση, αν είναι κάτι άλλο, θα είναι κάτι άλλο. Ψάχνεις συνεχώς να βρεις μια διέξοδο για να μπορείς να μείνεις ενεργός σε αυτό που αγαπάς».