Αποκλειστική συνέντευξη: Η Marcia Gay Harden θα σου μάθει το Hollywood φτιάχνοντας τάρτες
- 30 ΙΟΥΛ 2020
Η συζήτησή μου με τη Marcia Gay Harden ξεκίνησε στα ελληνικά. Όταν κατάλαβε ότι υπήρχε Ελληνίδα δημοσιογράφος στο Zoom call που κάναμε για το “Barkskins”, το νέο περιβαλλοντικό έπος του National Geographic, πάτησε τις φωνές. «Πριν ξεκινήσουμε, να σου πω ότι έμενα στην Ελλάδα για έναν χρόνο», μου είπε σε εντυπωσιακά καλή προφορά για άνθρωπο που έχει να μας επισκεφτεί απ’ όταν βρέθηκε εδώ ως μικρό κορίτσι με πατέρα έναν περιπλανώμενο αξιωματικό του αμερικανικού Ναυτικού. Στην Ελλάδα είχε κιόλας την πρώτη της επαφή με την αρχαία ελληνική τραγωδία στο θέατρο. Δεν θυμάται ακριβώς ποια παράσταση είχε παρακολουθήσει, ξέρει όμως πως το έντονο συναίσθημα που της είχε προκαλέσει ήταν μία από τις επιρροές που θα την οδηγούσαν τελικά στην υποκριτική.
Μεγαλωμένη κυρίως στην Καλιφόρνια με ενδιάμεσες στάσεις στην Ιαπωνία και τη Γερμανία, η Harden σπούδασε θέατρο στο Πανεπιστήμιο του Τέξας και συνέχισε για Master στη δραματική σχολή Tisch της Νέας Υόρκης. Ένα φυτώριο για ηθοποιούς και δημιουργούς όπως ο Martin Scorsese, η Angelina Jolie, ο Philip Seymour Hoffman, η Anne Hathaway, ο Ang Lee και πάρα πολλοί άλλοι. Μετά από το βάπτισμα του πυρός που πήρε σε μία θεατρική παράσταση στο Πανεπιστήμιο, η ηθοποιός άρχισε να κάνει με συνέπεια περάσματα από την αμερικανική τηλεόραση, αν και το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της θα το περνούσε προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στις συνεχείς απορρίψεις από τις οντισιόν όπου συμμετείχε και τις άπειρες βάρδιες που έπαιρνε ως σερβιτόρα για να επιβιώσει.
Τελικά θα έφτανε 30 ετών για να κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο. Οι αδερφοί Coen θα την επέλεγαν στις αρχές των ‘90s αντί της Julia Roberts για το “Miller’s Crossing”, το gangster movie όπου υποδύθηκε τη σύντροφο του Gabriel Byrne, και τα υπόλοιπα θα τα έγραφε σιγά-σιγά η ιστορία.
Πιο σιγά απ’ ό,τι θα προτιμούσε η Harden, που ακόμα και μετά το “Miller’s Crossing” θα χρειαζόταν να συνεχίσει part time με το σέρβις γιατί αλλιώς θα έπρεπε να πάρει τα μπογαλάκια της και να αφήσει το ακριβό Λος Άντζελες. Το βιογραφικό της θα άρχιζε να πυκνώνει μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια, ευτυχώς με τους περίπλοκους γυναικείους χαρακτήρες που φροντίζει να επιλέγει.
Στις περισσότερες δουλειές της που θα ακολουθούσαν μέχρι και σήμερα, από κωμικούς ρόλους όπως η ακέραιη αρραβωνιαστικιά του Robin Williams στο “Flubber” και πραγματικά πρόσωπα όπως η Ava Gardner στο βραβευμένο “Sinatra”, μέχρι τη ζωγράφο Lee Krasner στο “Pollock” το 2000 και τη διχασμένη Celeste στο οσκαρικό “Mystic River” του Clint Eastwood, η Harden έλκεται από γυναικείους χαρακτήρες με πλούσιο εσωτερικό κόσμο. Γυναίκες σαν όλες μας δηλαδή, όπως συχνά υπενθυμίζει.
Μία από αυτές είναι η Mathilde Geffard που υποδύεται τώρα στο “Barkskins” του National Geographic. Τοποθετημένο στη Νέα Γαλλία των 1690s, το σημερινό Quebec του Καναδά όπου τότε μετακόμιζαν Ευρωπαίοι υπήκοοι για μία καλύτερη ζωή, το “Barkskins” είναι ένα τηλεοπτικό ιστορικό έπος που ακολουθεί χαρακτήρες από διαφορετικά μονοπάτια με κύριο στόχο να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους, συνήθως σε βάρος των ιθαγενών που κατοικούσαν ήδη στην περιοχή. Η Mathilde που, σε μία ιδιαιτέρως ασταθή, εκρηκτική περίοδο είναι ούτως ή άλλως σε δυσχερέστερη θέση ως γυναίκα, έχει κληρονομήσει ένα τοπικό, δημοφιλές πανδοχείο από τον σύζυγό της, το οποίο θα χρειαστεί να παλέψει με νύχια και με δόντια για να κρατήσει μέσα στο χάος. Γίνεται, επίσης, σταδιακά και μητρική φιγούρα για τις νεαρότερες γυναίκες της ιστορίας. Όπως αποκάλυψε ο δημιουργός της σειράς, Elwood Reid, που ήταν παρών στην κουβέντα μας, η Harden ήταν η μοναδική από το καστ που είχε ήδη διαβάσει το βραβευμένο με Pulitzer βιβλίο της Annie Proulx όπου βασίζεται το show. Ήταν «η πιο καλή μαθήτρια», όπως την αποκάλεσε.
«Το διάβαζα εκείνη την περίοδο και μου άρεσε φοβερά η ιστορία, οπότε όταν έμαθα ότι το έφτιαχνε ο Elwood μαζί με τον Scott Rudin και το National Geographic ήθελα να το κυνηγήσω», μου περιγράφει η ηθοποιός και ο ενθουσιασμός της δεν κρύβεται. «Αστειεύομαι καμιά φορά ότι ικέτεψα γι’ αυτό! (γέλια). Ήθελα τόσο πολύ να είμαι μέρος της ιστορίας αυτής. Δεν έμοιαζε με τίποτα που είχα ξαναδεί! Είναι τόσο συναρπαστικό και οι χαρακτήρες καταπληκτικοί».
Η τοποθεσία των γυρισμάτων στο Quebec ήταν επίσης τεράστιο δέλεαρ για εκείνη. Τα σετ της σειράς στήθηκαν από την Isabelle Guay για να παραπέμπουν αυθεντικά στην περιοχή όπως αυτή θα έμοιαζε στα τέλη του 17ου αιώνα, τη μισή όμως δουλειά την έκανε αυτόματα το επιβλητικό, απέραντο δάσος του Quebec όπου το καστ περνούσε σχεδόν όλη τη μέρα του.
«Νιώθω κάπως επιφανειακή που το λέω – αν αυτή είναι η σωστή λέξη – αλλά το να δουλεύεις σε κάποια ξένη χώρα είναι ένα από τα μεγαλύτερα προνόμια της δουλειάς του ηθοποιού», παραδέχεται. «Ήταν υπέροχα εκεί και μόλις πηγαίνεις στην στην παλιά πόλη του Quebec, αντιλαμβάνεσαι πράγματα από εκείνη τη χρονική περίοδο. Υπάρχουν γυναικεία μοναστήρια που μπορείς να επισκεφτείς για να καταλάβεις τη σημασία της Εκκλησίας για τις γυναίκες τότε. Και μετά είσαι στο δάσος, σε ένα καταπληκτικό, πλούσιο περιβάλλον. Είναι πραγματικά μια ιστορία που δεν έχω ξαναδεί. Αυτό ήταν αρκετό για μένα για να θελήσω να είμαι μέρος του πρότζεκτ».
«Η συγκεκριμένη περίοδος είναι πολύ ξεχωριστή και σπάνια στην τηλεόραση»
Τα συγκεκριμένα γυρίσματα, βέβαια, δεν ήταν εύκολα. Όλοι οι ηθοποιοί με τους οποίους μίλησα από το “Barkskins” μού περιέγραψαν επιθέσεις από κουνούπια, βαρύ εξοπλισμό εποχής που τους βύθιζε στις λάσπες και τα ποτάμια, και ατελείωτες ώρες μακριά από τον πολιτισμό χωρίς σήμα, άρα και χωρίς να έχουν επαφή με τις οικογένειές τους ανά πάσα στιγμή. Δεν τη γλίτωσε ούτε η Harden.
«Ακόμα και το πιο απλό, το να πας στην τουαλέτα ας πούμε, ήταν πρόκληση σε αυτά τα κοστούμια των χιλιάδων layers», μου λέει με αμεσότητα που έχεις με την κολλητή σου όταν πάτε στην τουαλέτα για κραγιόν και όχι σε συνέντευξη. «Εάν έχεις δύο λεπτά χρόνου, πρέπει να ζητήσεις δέκα. “Μήπως να τα κάναμε 15’ κιόλας;”, τους έλεγα. Είναι πολύ δυσκίνητα και έπρεπε να τα σέρνεις μες στη λάσπη. Αυτό έκαναν όμως τότε κι έτσι νιώθεις κι εσύ καλά όταν μπαίνεις στα παπούτσια τους. Προσωπικά καταπιάστηκα με τη ζαχαροπλαστική και το μαγείρεμα, δεν μπορούσες να με βγάλεις από την κουζίνα. Μπορεί και να παραέμοιασα με τη Mathilde μέχρι να τελειώσουμε (γέλια). Ήταν διασκεδαστικό και για μένα, και για τα παιδιά μου όταν επέστρεφα σπίτι».
Το σχόλιό της θα μπορούσε να ακουστεί ως παράπονο, ο τόνος της όμως δεν προδίδει κούραση. Νιώθεις πως όλα αυτά είναι απλώς μια περιπέτεια που θα επέλεγε ξανά και ξανά. Η Harden άλλωστε φαινόταν πάντοτε ευγνώμων για την καριέρα της.
Το Όσκαρ της στο “Pollock” για παράδειγμα, δεν το είχε προβλέψει κανείς. Δεν είχε κερδίσει κάποιο βραβείο-προπομπό, ούτε Χρυσή Σφαίρα, ούτε SAG, δεν είχε πάρει σβάρνα τα απαστράπτοντα πάρτι που επισκέπτονται οι ηθοποιοί στις καμπάνιες τους, και δεν είχε τη στήριξη του Τύπου. Το φαβορί εκείνη τη χρονιά ήταν η Kate Hudson για το “Almost Famous” και κανείς δεν περίμενε πως ο φάκελος θα μπορούσε ποτέ να κρύβει το δικό της όνομα. Η υποψηφιότητά της για Tony με το “Angels in America”, μία στιγμή-σταθμός για την καριέρα της σε ένα θεατρικό έργο που άφησε εποχή, δεν θα έπρεπε να είναι ακριβώς απροσδόκητη μετά από τόσες διθυραμβικές κριτικές, ούτε και η υποψηφιότητά της στα Όσκαρ με το “Mystic River”, όμως η ηθοποιός έχει μάθει να μην παίρνει τίποτα ως δεδομένο.
Αυτή της η φιλοσοφία την προστατεύει μέχρι και σήμερα. Ο σεξισμός και οι αμείλικτες κατηγοριοποιήσεις του Hollywood για τις γυναίκες ηθοποιούς μετά από μια ηλικία τήν έχουν εκπαιδεύσει να κρατάει μικρό καλάθι. Έτσι έχει πάντα την ίδια ευχαρίστηση όταν το βλέπει γεμάτο. Η Harden, παρότι δεν θέλει να θυματοποιείται γιατί πιστεύει πως με αυτό τον τρόπο δίνει μεγαλύτερη δύναμη στην πατριαρχία, έχει απόλυτη συνείδηση για τα εμπόδια που βιώνουν δυσανάλογα οι γυναίκες και μάλιστα ήταν και αυτός ένας λόγος που δέθηκε με τη Mathilde.
«[Ο Elwood] δεν ήθελε να κάνει τη Mathilde να μοιάζει με σύγχρονη γυναίκα, έτοιμη να πάει σε διαμαρτυρίες», εξηγεί. «Τα συναισθήματα καταπίεσης όμως που βιώνει, η επιθυμία της να έχει ιδιοκτησία, η λαχτάρα της να αναπτύξει αυτό που κάνει και να εξελιχθεί, αυτά έχουν διαχρονή, καθολική έννοια. Υπάρχουν πράγματα στο σενάριο ακόμα και για την επιθυμία της ανεξαρτησίας ή το δικαίωμα της γυναίκας στην έκτρωση. Δεν ‘φωνάζουν’, αλλά είναι εκεί. Παλεύαμε πάντοτε για να έχουμε την εξουσία και τον έλεγχο του σώματός μας και ο τρόπος που το αναφέρουμε στο “Barkskins” είναι τέλειος για εκείνη την εποχή και για το πώς θα διαχειρίζονταν το θέμα τότε».
Όσο για τις ευαισθησίες της σειράς σε σχέση με τη βιωσιμότητα και το περιβάλλον που καταστρεφόταν ήδη από τότε στο όνομα του καπιταλισμού και της εξέλιξης – βασικό στοιχείο που οδήγησε το show στο National Geographic – η ηθοποιός έχει ξεκάθαρες απόψεις που δεν θα ενέκριναν οι αρνητές της κλιματικής αλλαγής.
«Υπάρχει η ιδέα ότι τα πάντα είναι αναλώσιμα», τονίζει. «Αυτό το πουλί όμως;, θα ρωτήσει κάποιος. ‘Έλα μωρέ, πάει προς εξαφάνιση ούτως ή άλλως, δεν πειράζει, προχωράμε’. Και όντως προχωράμε, αλλά τα μανιτάρια ας πούμε δεν είναι αναλώσιμα. Η σχέση μεταξύ μανιταριού και δέντρου, οι διασυνδέσεις τους που προειδοποιούν για τυχόν ασθένειες ή κάποιο πουλί ή κάποιο θήραμα, αυτές δεν είναι αναλώσιμες. Με είχε εντυπωσιάσει αυτή η πληροφορία. Οπότε όταν προσπαθούν να αναδασώσουν αυτά τα μεγάλα δάση, ακόμα και με δέντρα που σε εμάς φαίνονται μεγάλα αλλά δεν συγκρίνονται με εκείνα που υπήρχαν, γίνονται πιο αδύναμα. Τίποτα δεν είναι αναλώσιμο. Εκτός αν κάνεις μοντάζ! (γέλια)».
Πέρα από την κλιματική αλλαγή, η Harden είναι ευαισθητοποιημένη σε πολλαπλά κοινωνικά ζητήματα. Ως ακτιβίστρια για τη νόσο του Alzheimer και κόρη γυναίκας που πάσχει από αυτή, έγραψε το πρώτο της βιβλίο “The Seasons of My Mother: A Memoir of Love, Family, and Flowers” σχετικά με τη σταδιακή επιδείνωση της μητέρας της, ενώ έχει υποστηρίξει δημόσια τον gay γιο της, Hudson, και το δικαίωμά του στην οικογένεια. Επηρεασμένος από το “RuPaul’s Drag Race”, ο νεαρός άντρας θέλει να ασχοληθεί επαγγελματικά με το make-up και το Broadway, και η Harden έχει σταθεί δίπλα του σε όλες του τις προσπάθειες – από το κανάλι του στο YouTube, μέχρι την επίσκεψή του στο talk show του RuPaul.
Αυτό όμως που κάνει σίγουρα σε όποιο σετ δουλεύει, είναι να φροντίζει τις νεαρότερες γυναίκες του καστ.
«Αυτή η φροντίδα της Mathilde στις γυναίκες γύρω της, είμαι εγώ», μου εξηγεί όταν τη ρωτάω για το mentoring στις μικρότερες ηθοποιούς, και από τον ενθουσιασμό που τη συνεπήρε χτύπησε κατά λάθος την κάμερα του υπολογιστή της. «Πάντα αγαπούσα το νεαρό ταλέντο, πάντα ήθελα να δίνω τις γνώσεις μου στην επόμενη γενιά. Δεν θέλω φυσικά να κάνω σαν το γέρικο άλογο ή την πάνσοφη που υποτίθεται ξέρει τα πάντα. Θέλω να μαθαίνω τόσα από αυτές, όσο και αυτές από μένα».
«Μπορεί όμως να γίνει τρομακτική η είσοδός σου στη βιομηχανία. Είναι καλό να συναντάς ανθρώπους που θα σου μάθουν να γελάς με τον εαυτό σου, να μην τον παίρνεις τόσο στα σοβαρά, να παίρνεις όμως την τέχνη σου στα σοβαρά, να θέσεις κάποια στάνταρ που θα σε βοηθήσουν να πάρεις ρίσκα. Γιατί κάνεις πρόβες μπροστά σε συνεργείο. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην κάνεις λάθη. Απλά θα κάνεις! Όταν προσπαθείς να φτάσεις σε ένα επόμενο επίπεδο, δεν τα γλιτώνεις. Πρέπει, λοιπόν, να νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε ασφαλές περιβάλλον, αλλά δυστυχώς δεν είναι πάντα έτσι».
«Κάποιες φορές οι ηθοποιοί είναι μ@λ@κες. Ευτυχώς εγώ είχα τον Jon Polito, ο θεός να τον ξεκουράζει, που τα απομυθοποίησε πολύ νωρίς αυτά για μένα στο ‘Miller’s Crossing’. Φώναζε “ω, γαμώ το κέρατό μου, τα πήγα χάλια σ’ αυτή τη λήψη” και ήταν πολύ καλό για μένα αυτό γιατί έπαιρνα τόσο, μα τόσο σοβαρά τον εαυτό μου τότε και φοβόμουν τόσο πολύ μην κάνω κάποιο λάθος. Έτσι είμαι κι εγώ πια και το μεταφέρω στη Mathilde που είναι τόσο της φροντίδας και τόσο μητρική στην προσέγγισή της. Είναι ενστικτώδες».
«’Ελάτε στην αγκαλιά μου’, αυτό νιώθω πάντα».
Και πώς τις έφερε στην αγκαλιά της στο “Barkskins”; Με ζαχαροπλαστική.
«Η κόρη μου είναι μία από τις ηθοποιούς στη σειρά. Είναι πολύ φρέσκια στον χώρο και της φώναζα “πρέπει να δίνεις προσοχή στον David και τη Marcia!”. Ήταν κυρίως σε σκηνές με τη Marcia», συμπληρώνει ο Reid και προσπαθεί να μου δώσει μία αντιπροσωπευτική εικόνα της Harden στα γυρίσματα. «Δύο μέρες μετά με παίρνει τηλέφωνο η Marcia και μου λέει ‘θα περάσω να πάρω την κόρη σου’ και σκέφτηκα ‘τέλεια, θα μιλήσουν για την τέχνη τους’. Αυτές έφτιαχναν κέικ! (γέλια). Έφτιαξαν banana bread, έφτιαξαν κολοκυθόψωμο, τάρτες, ό,τι θες. Μετά από λίγο άρχισα να ενοχλώ την κόρη μου και να τη ρωτάω αν μαθαίνει τίποτα. Και μου λέει, «πάψε ρε μπαμπά, μαθαίνω πώς να φτιάχνω τάρτα δαμάσκηνο» (γέλια).
Ο Reid, γνωστός πεσιμιστής δημιουργός, είχε μόλις περάσει μεγάλο μέρος της συνέντευξής μας τονίζοντας πως η αδυναμία της ανθρωπότητας να μάθει από τα λάθη της θα την αφανίσει, όμως ο θαυμασμός του για τη βετεράνο σταρ ίσως δείχνει πως τον έκανε να πιστέψει ξανά, έστω και λίγο, σε όλους μας.
«Το μάθημα σε όλο αυτό ήταν πως, το γεγονός ότι η Marcia έφερνε γλυκίσματα στο σετ θα ήταν τόσο σημαντικό για μένα όσο το να ξέρει τις ατάκες της. Γιατί ήταν συνέχεια με το συνεργείο. Την περίμεναν στο πάρκινγκ. Υπήρχε ουρά κάθε φορά, επειδή κυκλοφορούσε η φήμη πως η Marcia θα ερχόταν με φαγητό για όλους και πήγαινε το συνεργείο για να τη βοηθήσει να βγάλει τα καυτά ταψιά από το αμάξι της (γέλια). Αυτός είναι ο χαρακτήρας της. Δημιουργεί ένα οικογενειακό περιβάλλον και οικειότητα. Και το κάνει να φαίνεται εύκολο! Εγώ είμαι γκρινιάρης και τσιγκούνης με τον χρόνο μου, αλλά εκείνη είναι πολύ γενναιόδωρη με χρόνο που περνάει με το καστ, το συνεργείο, τους πάντες».
«Έχει μία ακτινοβολία που διαπερνάει όλο το σετ».
Το ‘Barkskins – Οι Άνθρωποι του Δάσους’ κάνει πρεμιέρα την Παρασκευή 7 Αυγούστου, στις 21.50, με διπλό επεισόδιο, στο National Geographic. Το National Geographic είναι διαθέσιμο στην Ελλάδα μέσω Cosmote TV, Nova, Vodafone TV, Wind Vision.