Μαρία Κουσουνή- Βαγγέλης Μπίκος: Οι χορευτές της Λυρικής που ερωτεύτηκαν στην παράσταση Ρωμαίος και Ιουλιέτα
- 3 ΦΕΒ 2020
Κινήσεις ήρεμες. Βήματα αργά, σίγουρα. Βήματα δυνατά και συνάμα πουπουλένια. Ο ένας δίπλα στον άλλο Ο ένας μαζί με τον άλλο. Στήριγμα. Απόλυτη εμπιστοσύνη. Αφήνεται στα χέρια του. Εκείνος την αγγίζει. Κούκλα πορσελάνινη. Μαζί στη σκηνή. Μαζί στη ζωή. Τα φέρνει έτσι η μοίρα και τελικά δύο άνθρωποι ενώνονται. Φιλοσοφία ζωής που ταυτίζεται και δημιουργεί μία νέα εικόνα για τον κόσμο. Μέσα από τα δικά τους μάτια ο χορός είναι προέκτασή τους και η ηρεμία που αποπνέουν στάση ζωής. Η Μαρία Κουσουνή είναι Α’ Χορεύτρια της Λυρικής Σκηνής και χορογραφεί την οπερέτα «Νυχτερίδα» του Γιόχαν Στράους του νεότερου και ο Βαγγέλης Μπίκος Α’ Χορευτής. Δύο άνθρωποι που τους έφερε κοντά η αγάπη και ο σεβασμός για το μπαλέτο. Μιλούν στο Ladylike για τη ζωή τους μέσα στον χορό, τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν, την πρώτη τους γνωριμία και το καθοριστικό περιστατικό που τους οδήγησε στο να γίνουν ζευγάρι. Φωτογραφίες: Βάλια Σχίζα Μακιγιάζ: Ολίβια Σαχινίδου
Βαγγέλης Μπίκος: Από τη Θεσσαλονίκη στο Λονδίνο και μέχρι το όνειρο του χορού
Μεγαλώνω στη Θεσσαλονίκη.
Στα 14,5 ξεκινώ το μπαλέτο. Είναι η πρώτη φορά που κάνω χορό.
Τα ξαδέρφια μου στην Αθήνα ασχολούνταν λίγο με το μπαλέτο και η αδερφή μου όταν ήταν μικρή. Δεν επηρεάστηκα όμως από αυτό για να ξεκινήσω κι εγώ. Περισσότερο νομίζω με επηρέασε η θεία μου που μου είπε «δοκίμασε να κάνεις μπαλέτο» γιατί με έβλεπε που χόρευα μόνος μου στο σπίτι.
Δοκίμασα και από τα πρώτα 5 δευτερόλεπτα, αποφάσισα πως το μπαλέτο είναι για ‘μενα. Ήμουν το μοναδικό αγόρι στην αίθουσα χορού. Θεσσαλονίκη πριν 15 χρόνια.
Ήταν πολύ λίγα τα αγόρια στην Ελλάδα που ασχολούνταν τότε με το μπαλέτο. Ειδικά στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα ήταν πιο περιορισμένα. Ήταν ζόρικη η αρχή για ένα αγόρι που αποφασίζει στα 15 του να ασχοληθεί με το μπαλέτο.
Δεν είχα και την καλύτερη ανταπόκριση από τους συμμαθητές. Ήταν λίγο περίεργο γιατί τα παιδιά σε εκείνη την ηλικία δεν μπορούν να επεξεργαστούν τις πληροφορίες σωστά. Δεν καταλάβαιναν πως το μπαλέτο είναι ένα άθλημα δύσκολο, είναι πρωταθλητισμός, έχει να κάνει και με το σώμα και με τον νου.
Οι γονείς μου δεν ήταν αντίθετοι με το να ασχοληθώ με το μπαλέτο. Ο πατέρας μου στην αρχή ίσως είχε δεύτερες σκέψεις, αλλά το κατάλαβε. Δεν είχαν κανένα πρόβλημα και είχα την απόλυτη στήριξή τους.
Έτυχε τότε που ξεκινούσα το μπαλέτο να κυκλοφορήσει η ταινία ‘’Billy Elliot’’. Την είδαμε και ήταν πολύ συγκυριακό όλο αυτό που συνέβη. Με ενέπνευσε. Μου έδωσε ώθηση
Αρχικά, το μπαλέτο είναι αρχικά ένα δύσκολο χόμπι και στη συνέχεια είναι ένα πολύ δύσκολο επάγγελμα. Το μπαλέτο για εμένα είναι ένα ανδρικό επάγγελμα, παρ’ ό,τι το έχουμε ταυτίσει με τις γυναίκες. Έχει ανδρικά στοιχεία και είναι δύσκολο ακόμα και για τις γυναίκες. Χρειάζεται πολλή δύναμη.
Με απόλυτη σιγουριά επιλέγω το μπαλέτο. Δεν θυμάμαι να στενοχωριέμαι με κάποιο αρνητικό σχόλιο. Είχα σιγουριά και προσήλωση. Ήμουν βέβαιος πως θέλω να ασχοληθώ με το μπαλέτο και πως είναι για ‘μενα και είμαι γι’ αυτό που δεν άφησα να με επηρεάσει κάτι.
Το «είναι για ΄μενα και είμαι γι’ αυτό» το συνειδητοποίησα πολύ γρήγορα αλλά στη συνέχεια το αμφισβήτησα και όσο περνούν τα χρόνια το αμφισβητώ. Δεν υπάρχει το «είμαι καλός». Η νοοτροπία του «το ‘χω» δεν υπάρχει στους χορευτές. Δεν επαναπαυόμαστε.
Επειδή πάντα παλεύεις με το σώμα σου και θέλεις να εξελίξεις την τεχνική σου, θέλεις συνέχεια να γίνεσαι καλύτερος. Δεν εφησυχάζεται εύκολα. Δεν μπορείς να πεις «το κατέκτησα και τώρα χαλαρώνω».
Μήπως πρέπει να σταματήσω; Το είπα και το ένιωσα πολλές φορές και στην αρχή και στην πορεία και δεν είναι ταμπού να το παραδέχομαι.
Στην αρχή, επειδή είσαι μικρός κι έχεις μπροστά σου όλα τα χρόνια, έχεις ενθουσιασμό και λες θα τα καταφέρω.
Πέφτεις, σηκώνεσαι και προσπαθείς. Αυτό συνέβαινε στη Θεσσαλονίκη μέχρι να φύγω στην Αγγλία για να σπουδάσω σε επαγγελματική σχολή. Τρία χρόνια «στρατός» που σε προετοιμάζουν για να γίνεις επαγγελματίας χορευτής και να βρεις δουλειά.
Πηγαίνω, περνάω από οντισιόν, περνάω, με δέχονται και ξεκινάω. Στο πρώτο εξάμηνο με πιάνει ένας από τους καθηγητές που είχαμε και μου λέει: «είναι νωρίς ακόμα, είσαι μικρός, αυτό που βλέπω σε εσένα είναι ότι δεν κάνεις για τον χώρο. Και επειδή είσαι στην αρχή έχεις την ευκαιρία να σταματήσεις και να ασχοληθείς με κάτι άλλο».
Ήταν σοκαριστική στιγμή. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Όμως, πείσμωσα και είπα δεν υπάρχει περίπτωση. Θα χορέψω. Θα τελειώσω τη σχολή και θα βρω δουλειά, ό,τι κι αν μου λένε.
Συνέχισα να προσπαθώ, διπλάσια πλέον απ’ ό,τι προσπαθούσα στο πρώτο εξάμηνο της σχολής. Στο τέλος της χρονιάς ο ίδιος καθηγητής έρχεται και μου λέει: «αυτό ήταν ένα τρικ για να δω αν πραγματικά έχεις τη δύναμη και τον χαρακτήρα να επιβιώσεις σε αυτό το επάγγελμα. Γιατί θα έρθουν στιγμές που θα θέλεις να τα παρατήσεις κι αυτό ήταν ένα μάθημα για να προσπαθείς διπλάσια, όταν δυσκολεύουν οι καιροί». Αυτό ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο που είχα να αντιμετωπίσω.
15 χρόνια μετά το ξεκίνημά μου στη Θεσσαλονίκη είμαι σίγουρος πως η αντίληψη του κόσμου για τους άντρες χορευτές έχει αλλάξει. Αργά, αλλά έχει αλλάξει.
Υπάρχουν ακόμα στερεοτυπικές αντιλήψεις για τον άντρα που χορεύει μπαλέτο αλλά είναι περισσότερα τα περιστατικά που λες «κάνω μπαλέτο» και δεν σε κοιτούν σαν εξωγήινο. Λες «είμαι στο μπαλέτο της Λυρικής» και ακούς επιφωνήματα θαυμασμού.
Το κοινό είναι περισσότερο εκπαιδευμένο και μπορεί να αναγνωρίσει την ιδιαιτερότητα και τη δυσκολία του επαγγέλματος.
Τελειώνω τη σχολή κι επιστρέφω στην Ελλάδα. Είχα μία πρόταση να μείνω ακόμα 6 μήνες στη Βρετανία ή να πάω στη Νορβηγία αλλά προτίμησα να γυρίσω στην Ελλάδα. Δεν μπορούσα τη βροχή και το κρύο. Ήθελα ήλιο. Ήθελα να είμαι κοντά στην οικογένεια και τους φίλους μου.
Χορευτές στην Ελλάδα το 2020 μπορούν να ζήσουν από αυτό το επάγγελμα. Γίνεται να είναι η κύρια δουλειά σου, όπως και είναι για ‘μενα.
Η μεγαλύτερη δυσκολία που βιώνουμε είναι όταν υπάρχουν τραυματισμοί. Αντιμετωπίζονται με υπομονή, ηρεμία στο νου και φυσικοθεραπείες.
Τραυματισμοί συμβαίνουν συχνά, είναι μέσα στο πρόγραμμα. Δεν υπάρχει χορευτής που δεν έχει τραυματιστεί και δεν έχει χρειαστεί να σταματήσει για λίγο ή περισσότερο.
Η ψυχολογία παίζει πολύ μεγάλο ρόλο για το πώς θα αποδώσεις στη σκηνή. Δεν είναι απλά βήματα, είναι βήματα πάνω σε μία προσωπικότητα. Είναι μίξη ψυχολογίας και τεχνικής.
Η μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας μου, ένα μεγάλο επαγγελματικό σκαλοπάτι, ήταν η περίοδος που ανεβάζαμε την παράσταση «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και με επέλεξε ο Renato Zanella να κάνω τον Ρωμαίο.
Μέσα από αυτόν τον ρόλο και την καθοδήγησή του -ήταν επίσημα και η πρώτη φορά που χόρευα με τη Μαρία σαν ζευγάρι- έκανα ένα πολύ μεγάλο άλμα στον τρόπο που αντιλαμβανόμουν το επάγγελμα. Κατάλαβα πολλά για το πώς πρέπει να είναι ένας χορευτής στη σκηνή, πώς πρέπει να στέκεται. Όχι τόσο τεχνικά, που ήταν πολλά αυτά που έμαθα, αλλά πώς πρέπει να είναι ως υπόσταση ένας χορευτής επί της σκηνής.
Με τη Μαρία γνωριστήκαμε όταν ήρθα για πρώτη φορά στη Λυρική και στην παράσταση Ρωμαίος και Ιουλιέτα το 2013 ήρθαμε πιο κοντά. Εκεί ερωτευτήκαμε, ως Ρωμαίος και Ιουλιέτα. ‘Εχει συμβεί σε πάρα πολλά ζευγάρια στον κόσμο του χορού. Πολλά από τα ζευγάρια χορευτών που είναι μαζί και στη ζωή, έχουν ξεκινήσει τη σχέση τους από αυτό το έργο.
Δεν είναι εύκολο να είσαι μαζί με έναν άνθρωπο που κάνει το ίδιο επάγγελμα με εσένα. Από τη μία καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο αλλά από την άλλη με τη Μαρία είμαστε μαζί 24 ώρες το 24ωρο. Η σχέση χρειάζεται δουλειά, να τη σμιλεύσεις ώστε να αντέξει την καθημερινή τριβή και να λειτουργήσει ομαλά.
Μαρία Κουσουνή: Η Α’ Χορεύτρια της Λυρικής κάποτε είχε αποφασίσει να σταματήσει να χορεύει
Είναι ευθύνη το να είσαι Α’ Χορεύτρια. Έχεις την ευθύνη του εαυτού σου, του θεάτρου, του δημιουργού, όλης της τέχνης σου. Είναι τελείως διαφορετικό να είναι Α’ Χορεύτρια από το να είσαι στο corps de ballet ή soloist. Έχει τεράστια βαρύτητα και με διαφορά.
Ξεκίνησα το μπαλέτο στα 5 μου. Είχα έφεση στον χορό και την μουσική οπότε με πήγαν οι γονείς μου να μάθω μπαλέτο. Ήταν για εμένα βέβαιο πως θα ασχοληθώ με το μπαλέτο. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έλεγα «αυτό θα κάνω». Όταν το συνειδητοποιείς, το παίρνεις απόφαση και το σπουδάζεις μετά θέλεις να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου. Δεν ξέρεις ποτέ πού θα σε βγάλουν.
Πήγαινα σε διαγωνισμούς χορού στο εξωτερικό και μετά από έναν τέτοιο διαγωνισμό -δεν χρειάστηκε να δώσω καν την πρώτη μου οντισιόν- με επέλεξαν και μου πρόσφεραν δουλειά.
Βρέθηκα σε μία σειρά πραγμάτων από μικρή που δεν άφησε κανένα κενό ώστε να αναρωτηθώ «τι θα κάνω και πώς θα βρω δουλειά». Το ένα έφερε το άλλο.
Στα 20 βρίσκω την πρώτη μου δουλειά, αμέσως μόλις τελειώνω τη σχολή. Σπουδάζω στην Κρατική Όπερα της Βιέννης. Και η πρώτη μου δουλειά ήταν εκεί.
Γυρίζω στην Ελλάδα για προσωπικούς λόγους. Δεν γύρισα με σκοπό να κάνω χορό στην Ελλάδα. Γύρισα λέγοντας πως σταματάω το μπαλέτο. Εκείνη την περίοδο που ήθελα να γυρίσω δεν υπήρχαν στην Ελλάδα οι προδιαγραφές για ΄μενα, μετά την Όπερα της Βιέννης και την Κρατική Όπερα του Αμβούργου.
Πήρα απόφαση να σταματήσω. Αν όντως σταματούσα θα ήταν πάρα πολύ νωρίς για έναν χορευτή να ολοκληρώσει την καριέρα του.
Τελικά, δεν έγινε έτσι. Με το που γύρισα, άλλαξε η Διεύθυνση του Θεάτρου και η νέα διευθύντρια του Μπαλέτου έμαθε πως υπάρχει στην Ελλάδα μία χορεύτρια που ήρθε από το μπαλέτο του John Neumeier κι έψαξε να με βρει. Ζήτησε να περάσω από οντισιόν στη Λυρική. Με πήραν τηλέφωνο από το Αμβούργο άνθρωποι που ήδη το είχαν μάθει πως πρέπει να πάω στην οντισιόν και πως δεν πρέπει να σταματήσω.
Ο John Neumeier μού έδωσε μία παράταση για να το σκεφτώ λέγοντάς μου πως έχει σχέδια για εμένα.
Μετά από λίγους μήνες του ανακοίνωσα πως θα επιστρέψω στην Ελλάδα. Η καρδιά μου μού έλεγε να επιστρέψω.
Επειδή έζησα πώς είναι να κάνεις καριέρα στο εξωτερικό σε τέτοιες μεγάλες όπερες με τέτοια μεγάλη ιστορία, δεν ήθελα να συνεχίσω. Ήμουν και πάρα πολύ ευχαριστημένη με την αναγνώριση που μου είχε δοθεί από μπαλέτα και χορογράφους που είχα συνεργαστεί.
Ήμουν σε μία προσωπική στιγμή της ζωής μου που είπα «το έζησα κι αυτό, επιλέγω να συνεχίσω διαφορετικά». Δεν με άφησαν να σταματήσω.
Γυρίζω στην Ελλάδα και αμέσως με καλούν στη Λυρική για οντισιόν. Ήταν μαζί και η Evelyn Hart με τον Truman Finney, και από την πρώτη ημέρα μου είπαν «σε θέλουμε οπωσδήποτε». Και κάπως έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μου με τη Λυρική Σκηνή.
Ουσιαστικά δεν ήθελα να σταματήσω αλλά υπήρχαν προσωπικοί λόγοι κι έπρεπε να αποφασίσω, αλλά δεν με άφησαν να το κάνω. Είχαν σοκαριστεί όλοι στο Αμβούργο όταν είχα ανακοινώσει πως θα σταματήσω.
Έχω πει στον εαυτό μου ότι δεν θέλω να με δω ή να με αισθανθώ να μην μπορώ σωματικά να χορεύω άλλο, αλλά να πρέπει να χορεύω. Δεν θα ήθελα να φτάσω σε σημείο να μην είναι επαρκής και να κοροϊδεύω τον εαυτό μου πως είμαι και να είμαι στη σκηνή.
Έχω δει στην καριέρα μου χορευτές που το έχουν κάνει. Έχω δει χορευτές να μην μπορούν να δεχτούν ότι πρέπει να σταματήσουν.
Ήθελα από πολύ μικρή, όταν φύγω από τη σκηνή να θυμούνται ότι ήμουν πάρα πολύ καλά. Δεν θέλω να βγαίνω στη σκηνή και να μην μπορώ και να είναι αυτή η τελευταία εικόνα που θα έχει το κοινό από εμένα.
Την τεχνική πολλοί χορευτές μπορούν να την αποκτήσουν. Ένας καλλιτέχνης χρειάζεται κάτι πιο βαθύ, χρειάζεται να βγάλει τελείως τον εαυτό του έξω από αυτό. Να πάρει το θεϊκό και να το μετασχηματίσει σε τέχνη.
Πολλές φορές ο εγωισμός του καλλιτέχνη, το μεγάλο του εγώ, είναι αυτός που τον σταματά από το να προσφέρει την τέχνη του στον μέγιστο βαθμό προς το κοινό. Είναι σαν να φιλτράρεται να περνά διαφορετικά.
Όταν μιλάμε για το πάθος πρέπει να είμαστε πολύ συγκεκριμένοι με την έννοια. Αντί για πάθος θα έλεγα επαφή με το θείο. Η τέχνη αγγίζει την αρμονία, τον συντονισμό. Αυτό είναι το θείο. Για να συντηρήσεις τον συντονισμό και να τον κάνεις τέχνη και να τον περάσεις, χρειάζεται να μην υπάρχει αντίσταση από εσένα ώστε να το παραδώσεις αγνό και άρτιο.
Την τέχνη θα τη βρεις σε μετρημένους ανθρώπους ανά τον κόσμο. Ωραία σώματα και τεχνικές βλέπεις πολλές κι έχουν φτάσει σε υψηλό επίπεδο. Η τέχνη είναι ψυχή.
Δεν ψάχνω ποτέ δύο μάτια συγκεκριμένα στα καθίσματα, όταν είμαι στη σκηνή. Χορεύω για όλο τον κόσμο. Αν γνωρίζω πως κάποιο αγαπημένο μου πρόσωπο με παρακολουθεί είναι κάτι που θα με κάνει να νιώσω λίγο διαφορετικά.
Η σκηνή είναι για ‘μενα πλέον το σπίτι μου. Νιώθω πάρα πολύ άνετα. Είναι σαν να είμαι μόνη μου στο δωμάτιό μου. Η σκηνή δεν με αγχώνει πια, με απελευθερώνει.
Η πορεία μίας χορεύτριας όταν είναι ανοδική δεν μπορεί να είναι ρόδινη. Θα έχει πάρα πολλά εμπόδια. Θα βρεθούν άνθρωποι στον δρόμο της που θα την απορρίψουν ή που θα την κρίνουν άδικα. Αυτές οι στιγμές είναι που θα σε κάνουν πιο δυνατή. Μου είπε κάποιος κάποτε: «το δέντρο που έχει καρπούς είναι το δέντρο στο οποίο θα πετάξουν πέτρες». Αυτό ακριβώς συμβαίνει. Αυτή η φράση τα λέει όλα.
Η γνωριμία μου με τον Βαγγέλη έγινε όταν πριν πολλά χρόνια κάναμε Eugene Onegin και ο παρτενέρ μου τραυματίστηκε. Ο τότε διευθυντής με ρώτησε ποιος θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει γιατί αν δεν βρισκόταν κάποιος θα έπρεπε να ακυρωθεί η παράσταση. Ο Βαγγέλης ήταν διανομή σε αυτό τον ρόλο αλλά χόρευε με μία πιο μικροκαμωμένη χορεύτρια. Ο Βαγγέλης μόλις είχε έρθει από τη σχολή.
Πήγε στον διευθυντή και ανακοίνωσε πως θα ήθελε να δοκιμάσει να χορέψει μαζί μου. Είχε ακούσει για το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί.
Μου ανακοίνωσαν πως ο Βαγγέλης θα είναι ο αντικαταστάτης του παρτενέρ μου. Είπα ας μπούμε στο στούντιο και θα δούμε. Το πάλεψε πραγματικά και μέσα σε 4 ημέρες βγάλαμε ένα πάρα πολύ δύσκολο κλασικό έργο.
Μου τράβηξε την προσοχή ως ένας νέος χορευτής ο οποίος είχε πολλή δυναμική και θάρρος. Ήταν πολύ τολμηρός.
Στο Ρωμαίος και Ιουλιέτα ο Βαγγέλης είχε ήδη αποδείξει -στα πιο δύσκολα- ότι μπορούσε να με διαχειριστεί. Ξεκίνησε μία ωραία φιλική συνεργασία η οποία μέσα στη δημιουργία και μέσα στο έργο κατέληξε σε έρωτα.
Όσοι χορογράφοι έχουν έρθει αυτά τα 10 χρόνια που είμαστε στην ομάδα, μας βάζουν μαζί να χορέψουμε. Πρώτον γιατί το επίπεδό μας είναι ανάλογο και δεύτερον γιατί αναλογικά ταιριάζουμε πάρα πολύ.
Στη σκηνή «γράφουμε» πάρα πολύ ωραία ως ζευγάρι γιατί έχουμε τις ίδιες αναλογίες και η ποιότητα της κίνησής μας και ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τη μουσική είναι όμοιος.