ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης δεν ζει το μύθο του

24media

Το όνομά του χαρακτηριστικό. Ασυνήθιστο από την αρχή μέχρι το τέλος του. «Πυγμαλίων Δαδακαρίδης», όπως ο παππούς του. Συνονόματος με τον βασιλιά της Κύπρου που σύμφωνα με το μύθο ερωτεύτηκε το άγαλμα της Αφροδίτης, κι όταν ζήτησε από τη θεά του Έρωτα να του χαρίσει μία αληθινή γυναίκα με την ίδια ομορφιά, εκείνη του έδωσε τη Γαλάτεια.

Ο δικός μας Πυγμαλίωνας είναι- κατά τον φίλο του, Ιεροκλή Μιχαηλίδη- ένας σωστός «Αγγλοπόντιος». 

Γεννήθηκε στο Manchester, λόγω της Αγγλίδας μητέρας του. Εκεί πέρασε και από την πρώτη του επαγγελματική οντισιόν. «Η γιαγιά μου διάβασε σε μία εφημερίδα για μία οντισιόν που γινόταν στο Octagon Theatre. Πήγα και με πήρανε». Σπουδές δεν είχε κάνει μέχρι τότε, μόνο ερασιτεχνικό θέατρο, σε ομάδες και στα σχολεία που πήγαινε, είτε στην Αγγλία είτε στην Ελλάδα. «Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν τεσσάρων, ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε και από την έκτη δημοτικού και μετά πήγαμε και ζήσαμε στη Ραφήνα. Εκεί είχαμε ένα εξοχικό αρκετά βολικό, το κάναμε μόνιμη κατοικία και μείναμε εκεί. Δίπλα στη θάλασσα, πολύ καλύτερα από το να ζω στην πλατεία Κολιάτσου ή στη Νίκαια. Ποδήλατο κάθε μέρα, μπάνια εννιά μήνες το χρόνο. Ήμουν πολύ τυχερός που στην εφηβεία μου είχα όλο αυτό το χώμα, όλη αυτή τη γη να μπορώ να ζω, μακριά από την άσφαλτο». Η ενασχόλησή με το θέατρο ήταν το προσωπικό του ησυχαστήριο. «Έπαιζα μπάσκετ, όπως όλα τα παιδιά, αλλά η διαφορά ήταν ότι εγώ κάποια στιγμή έφευγα και πήγαινα στη θεατρική ομάδα. Εκεί ανήκα. Στο θεατρικό εργαστήρι Αθήνας και μετά στα Παιδιά του Βουνού της κυρίας Τασούλας Δημοπούλου, το οποίο υπάρχει ακόμα στη Ραφήνα».

 

Στα 18 του πήρε την απόφαση να γυρίσει για σπουδές στη γενέτειρα της μάνας του.«Ο τίτλος σπουδών ήταν Computing & Business. Κάπου εκεί ήρθε και η οντισιόν που σου είπα παραπάνω. Η γιαγιά μου μού έλεγε, “αφού αγαπάς τόσο το θέατρο, γιατί δεν πας;”. Παίξαμε τον «Εδουάρδο τον Β’» του Christopher Marlowe».

Τι θυμάται από τα χρόνια στο Μάντσεστερ; Βροχή, πολύ πράσινο, πολύ αλκοόλ, πολύ πατάτα και ψάρι. «Γαλουχήθηκα εκεί. Καλοκαίρια, Χριστούγεννα και Πάσχα, ουσιαστικά τέσσερις μήνες τον χρόνο τους περνούσα εκεί από μικρός, οπότε έχω τη νοοτροπία και θα μπορούσα να μένω εκεί. Αλλά δεν μπορώ να μείνω, όχι όχι. Είναι τέτοιο το κλίμα και οι συνθήκες που μόνο για δουλειά θα πήγαινα και σε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο. Θα έπρεπε να συμβεί κάτι πολύ συγκλονιστικό στη ζωή μου για να μείνω εκεί για πάντα. Βασικά δεν είναι θέμα μουντού καιρού. Είναι πως όλοι μου οι παιδικοί φίλοι, οι παρέες, οι σχέσεις μου, τα πάντα μου βρίσκονται εδώ. Πώς να τα απαρνηθώ»;

 

Οι γονείς του Πυγμαλίωνα αν και επέλεξαν να μείνουν μακριά ο ένας από τον άλλον, του έμαθαν ένα πολύ σημαντικό μάθημα για το «μαζί»: «είναι πολύ σπουδαίοι άνθρωποι στον τρόπο που ξέρουν να αγαπιούνται μεταξύ τους και άρα να αγαπάνε. Η μητέρα μου όταν έρχεται στην Ελλάδα θα μείνει με τον πατέρα μου και τη γυναίκα του. Τα σπίτια μας είναι πάντα ανοιχτά για όλους, δεν υπήρχε ποτέ διαχωρισμός, χρωματισμός. Ο πατέρας μου κατάγεται από τον Πόντο. Οι Πόντιοι είναι έτσι, ανοιχτοί άνθρωποι, φιλόξενοι, όπως και η λαϊκή τάξη των Άγγλων, από την οποία επίσης προέρχομαι. Οι γονείς μου δεν έβαλαν ποτέ τον εγωισμό τους μπροστά. Κατανόησαν πως δεν πρέπει να είναι άλλο μαζί, για το καλό όλων μας. Μικρότερος ήμουν πολύ θυμωμένος γιατί σαν παιδί δεν αναγνώριζα την σπουδαιότητα αυτής της απόφασης. Ώσπου χώρισα για πρώτη φορά και πήγα και τους είπα “μπράβο”. Έχω μία αδερφή κι έναν αδερφό στην Αγγλία, τη Julia και τον John κι έναν αδερφό στην Ελλάδα, τον Θανάση. Δύο ανίψια, την Angelina και τον Fraser».

Μερικές φορές το πολύ μαζί τα διαλύει όλα καμιά φορά, ακόμα και τον ίδιο τον άνθρωπο.

Πιστεύει ότι οι πιο πολλοί άνθρωποι μένουν κατ’ ανάγκη με τον άλλο. «Λίγο συμβιβασμός, λίγο οι συνθήκες και το “τι θα πει ο κόσμος” που έχει καταστρέψει πολλές ψυχές και τα χρόνια περνούν κι εσύ δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Αλλά τελικά ο κόσμος δεν κοιτάει ποτέ τα δικά του, επιλέγει να κρίνει του διπλανού για να αναλάβει τις ευθύνες του. Αν δεν αγαπιέσαι ειλικρινά και δεν είσαι ερωτευμένος με τον άλλο, πρέπει να σταματάει. Να ψάχνεις τον ιδανικό σύντροφο, εκείνον/η που είναι για σένα κι εσύ για εκείνον/η. Αλλιώς να φεύγεις».

Το δράμα των άλλων πάντα μας βοηθάει να διακωμωδούμε το καθημερινό δράμα του εαυτού μας.

Οι τελευταίοι μήνες τον βρίσκουν «μοιρασμένο» σε δύο ρόλους. Δευτέρα με Τρίτη πρωταγωνιστεί στην περίφημη “Προδοσία” του Harold Pinter, σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου. Τετάρτη με Κυριακή ανεβαίνει στη σκηνή του θέατρου Κάππα για να παραχωρήσει “Δείπνο Ηλιθίων”, την παράσταση που υπογράφει σκηνοθετικά ο συμπρωταγωνιστής του, Σπύρος Παπαδόπουλος. «Είναι η δεύτερη φορά που το κάνω στη ζωή μου, δύο παραστάσεις ταυτόχρονα. Είναι μια πολύ ευχάριστη συνθήκη το ότι συνεργάζομαι με ανθρώπους που αγαπάω και λατρεύω. Με τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο και την Κατερίνα Παπαδάκη είμαστε παραπάνω από φίλοι πια, με τον Γιώργο Χρυσοστόμου πολύ καλοί φίλοι επίσης. Αντιμετώπισα την “Προδοσία” σαν ένα ειδικό σεμινάριο μέσα από το οποίο πέρασα τον εαυτό μου, κι εγώ κι οι υπόλοιποι. Ένα έργο πολύ αγαπημένο, δύσκολο, σύνθετο και ιδιαίτερο, όπως όλα τα θεατρικά έργα». Άλλωστε αυτή είναι πάντα η προσέγγισή του στα πράγματα. Χειρίζεται τα πάντα σαν δύσκολα, σύνθετα και ιδιαίτερα. «Το Δείπνο Ηλιθίων είναι επίσης δύσκολο αλλά σ’ ένα διαφορετικό τόνο και ρυθμό. Για μένα είναι μια τεράστια σπουδή να κάνω όλα αυτά τώρα που ακόμα μπορώ. Αργότερα φαντάζομαι πως θα θέλω να αφιερώνω περισσότερο προσωπικό χρόνο σε ανθρώπους δικούς μου».

Όσο μεγαλώνεις οι ρόλοι μικραίνουν, λέει μια παροιμία.

Αλλά προς το παρόν, είναι δοσμένος στη δουλειά, από επιλογή και θέση. Αυτό που έχει μάθει ως ηθοποιός είναι να πειθαρχεί, όχι όμως με τη στρατιωτική έννοια. «Η διαδικασία της πρόβας και αυτή η ονειρική διάθεση να παραμένω κατά κάποιον τρόπο παιδί στα 40 μου, να εκφράζω και να εκθέτω ό,τι πιο εσωτερικό υπάρχει στην ψυχή και το σώμα μου, είναι κάτι που το κάνω αποκλειστικά απέναντι στον πατέρα μου και ενώπιον ενός σκηνοθέτη που θα μου επιτρέψει να νιώσω οικεία. Γιατί ο σκηνοθέτης πρέπει να στέκεται με την οικειότητα και την ευθύνη ενός γονιού απέναντι στον ηθοποιό».

Η ενέργεια, η συγκέντρωση, η πειθαρχία και η αγάπη που πρέπει να έχεις για να είσαι πάνω σε μια σκηνή σε φθείρει ψυχικά σαν τον μεγαλύτερό σου έρωτα. Σε καταπίνει.

Ώρα για λίγη αυτοκριτική. Ο Πυγμαλίωνας των 30 με εκείνο των 41 διαφέρει πολύ. «Ασπρίζουν τα μαλλιά μου, έχω άλλες αντοχές, νυστάζω περισσότερο κάποια μεσημέρια, αρχίζουν και με πειράζουν κάποια φαγητά, έχω ανάγκη να είμαι ξεκούραστος, δεν μπορώ πια να ξενυχτήσω, αν πιω θα το μετανιώσω το επόμενο πρωί. Βλέπω τα πράγματα αλλιώς. Εκείνα πάνε στην ίδια ταχύτητα, αλλά το μυαλό μου τα παρατηρεί με πιο αργό ρυθμό. Δεν μπορώ να πω πια ψέματα στον εαυτό μου, “οι μαλακίες πληρώνονται”, που έλεγε κι ο παππούς μου. Μια εικόνα από το μέλλον; Είκοσι χρόνια μετά, μέσα σ’ ένα θέατρο, αγκαλιά με τα παιδιά μου». 

Ο μεγαλύτερος φόβος ενός άντρα στα 40 του; Εγώ τους φόβους μου τους αντιμετωπίζω από παιδί. Φόβος για μένα είναι να μην μπορείς να αγαπάς. Ο ‘φόβος του κενού ανθρώπου’.

Η τηλεόραση του έχει λείψει. Όχι άνευ όρων, αλλά όπως την έζησε εκείνος, το αντίστοιχο «Πενήντα Πενήντα», ένας «Αστυνόμος Μπέκας», κάποια «Μαύρα Μεσάνυχτα». «Λόγω παραγωγής αυτή τη στιγμή η τηλεόραση έχει πέσει πολλά επίπεδα χαμηλά. Από άποψη παραγωγής και κεφαλαίων και για να είμαστε ειλικρινείς, το ζήτημα είναι ότι δεν υπάρχει διαφάνεια. Κάποιοι φταίνε που ήρθαν τα πράγματα έτσι. Υποθέτουμε, αλλά δεν έχουμε μάθει ποιοι είναι. Ο καθένας με τη σημαία και το λάβαρο που κρατάει. Όταν έρθει η ώρα της αλήθειας, τότε θα μπορώ να σου απαντήσω πιο συγκεκριμένα». Είναι πολιτικοποιημένος και βαθιά προβληματισμένος, αλλά όχι κομματικά χρωματισμένος. «Δεν γίνεται αλλιώς σ’ αυτή τη χώρα, εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε. Πρέπει να πάρεις θέση. Αλλά δεν το κάνω για τα like. Για τα βρόμικα πράγματα που συνέβησαν εδώ δεν ευθύνομαι εγώ. Δεν ζήτησα ποτέ την εύκολη λύση».

Φωτογραφίες: Θεοφύλακτος Μιχαήλ

Exit mobile version